Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2014

Τὸ αὐτεξούσιό του ἀνθρώπου καὶ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ


Εἶναι σὲ ὅλους γνωστό, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε κατ' εἰκόνα τοῦ δημιουργοῦ του[1] ὡς λογικὴ καὶ αὐτεξούσια φύση[2]. Κατ' εἰκόνα καὶ αὐτεξούσιο εἶναι ἄρρηκτα ἑνωμένα. Ἄλλωστε, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, τὸ κατ' εἰκόνα φανερώνει τὸ νοερὸ καὶ τὸ αὐτεξούσιο, (τὸ «κατ' εἰκόνα τὸ νοερὸν δηλοὶ καὶ τὸ αὐτεξούσιον»)[3]. Γι' αὐτὸν τὸν λόγο καὶ ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας ταυτίζει τὸ αὐτεξούσιό του ἀνθρώπου μὲ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι τὸ ἴδιο νὰ λέγει κάποιος, ὅτι ἔχασε τὴν ἐλευθερία του καὶ ἔχασε τὸν ἄνθρωπο[4], παρατηρεῖ χαρακτηριστικά. Ὁ νοῦς καὶ ἡ λογική, ἐπειδὴ συνδέονται πολὺ στενὰ μὲ τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ δίνουν τὴν δυνατότητα νὰ τρέπεται ἑκουσίως τόσο στὸ καλὸ ὅσο καὶ στὸ κακὸ[5]. 

Χωρὶς ἐλεύθερη γνώμη δὲν εἶναι νοητὴ καμιὰ εὐθύνη οὔτε γιὰ ἐπιβράβευση οὔτε γιὰ τιμωρία[6]. Μόνον, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν γνώμη τοῦ ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε εἴδους ἀνάγκη, παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, μπορεῖ νὰ διατηρεῖται στὴν κατὰ φύση ζωὴ καὶ νὰ προσεγγίζει τὸν Θεὸ ἢ νὰ ἐκτρέπεται ἀπὸ τὴν κοινωνία μαζί του καὶ νὰ κατευθύνεται πρὸς τὸν θάνατο[7]. Δημιουργώντας ὁ Θεὸς αὐτεξούσια τὴν λογικὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου στέρησε τὴν δυνατότητα στὸν διάβολο νὰ ἀσκεῖ βία πάνω στὸν ἄνθρωπο. Ἔτσι, μόνο μὲ τὴν πειθὼ ἢ τὸν δόλο μπορεῖ νὰ ἐπηρεάσει ὁ πονηρὸς τὴν θέληση τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ τὸν κάνει κοινωνὸ τῆς ἀποστασίας τοῦ[8].
Ἀπὸ τὴν δημιουργία τοῦ ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος ἔλαβε τὴν δύναμη τῆς ἐλευθερίας (τοῦ αὐτεξουσίου), μὲ τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ ἀντιστέκεται στὸν πονηρὸ καὶ νὰ συμβάλει ἀποφασιστικὰ στὴν πραγματοποίηση τοῦ καθ' ὁμοίωση. Μὲ ἄλλα λόγια, ἐξαιτίας τοῦ αὐτεξουσίου, ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν ὀντολογικὴ δυνατότητα νὰ ἀντιστέκεται στὴν ἁμαρτία καὶ νὰ μὴν ἁμαρτάνει. Στὴν περίπτωση, ἄλλωστε, ποὺ ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ εἶχε τὶς δυνάμεις τοῦ αὐτεξουσίου, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ μένει καθαρὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ κακό, ὁ Θεὸς θὰ ἐμφανιζόταν κατὰ τὸν Καβάσιλα ἄδικος, ἀφοῦ θὰ ζητοῦσε ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο πράγματα, ποὺ δὲν θὰ εἶχε καταθέσει στὴ φύση του. Ὁ Θεὸς ὅμως ἔθεσε τὶς δυνάμεις τοῦ αὐτεξουσίου στὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ πετυχαίνει τὸ ἀγαθὸ κινούμενος ἐλεύθερα καὶ ὄχι ἀναγκαστικά. Ὁ ἄνθρωπος ἔλαβε τὴν «αὐτονομία τῆς γνώμης», γιὰ νὰ διαφέρει ὀντολογικῶς ἀπὸ τὰ ζῶα, ποὺ ὁδηγοῦνται ἀπὸ τὰ φυσικὰ ἔνστικτά τους, καὶ γιὰ νὰ ἔχει τὴν ἐλευθερία ὡς ἀφορμὴ τῶν ἐπιβραβεύσεων τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἀγώνα ποὺ ἔκανε[9].

Ἡ πτώση τοῦ Ἀδὰμ σήμανε τὴν ἀμαύρωση τοῦ κατ' εἰκόνα καὶ τὴν φθορὰ στὸ αὐτεξούσιό του ἀνθρώπου. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος, ἀντὶ νὰ κινεῖται στὴν κατεύθυνση τῆς ἐλευθερίας τοῦ προτοτύπου του, βρέθηκε μέσα στὴν περιοχὴ τῆς ἐπιρροῆς τοῦ πονηροῦ. Ὁ πονηρὸς δὲν μπόρεσε ἀσφαλῶς νὰ καταργήσει τὸ αὐτεξούσιό του ἀνθρώπου, ὅμως τὸ συσκότισε μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς ἁμαρτίας, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὸ ἐμπόδισε νὰ κινεῖται στὴν πιὸ πάνω προοπτική.
Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν προγονικὴ πτώση καὶ τὴν ὑποδούλωση τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἁμαρτία καὶ τὸν πονηρὸ δὲν ἀφαιρέθηκε ἡ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀγωνιστεῖ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ[10]. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν δύναμη, ποὺ κανεὶς δὲν ἀξιοποίησε ἐξολοκλήρου πρὶν τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, τὴν ἔκανε πράξη μόνον ἡ Θεοτόκος. Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ μόνη, ποὺ μὲ τὴν αὐτεξούσια ἀγάπη της πρὸς τὸν Θεό, τὴν ρωμαμαλαία λογικὴ καὶ τὴν εὐθύτητα τῆς θελήσεώς της, δὲν συγκατατέθηκε στὴν ἁμαρτία ἐλκύοντας, ἔτσι, τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ[11]. Στὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου φανερώθηκε ἡ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπινου αὐτεξουσίου νὰ συνεργαστεῖ μὲ τὸν Θεὸ καὶ πρὶν τὴν ἐνανθρώπησή του. Σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἡ Θεοτόκος δὲν ἐκλέχθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ οὔτε αὐθαίρετα οὔτε προνομιακὰ γιὰ τὴν διακονία της στὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Τί γίνεται ὅμως τὸ ἀνθρώπινο αὐτεξούσιο μέσα στὴ νέα ἐν Χριστῷ πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας; Καταρχήν, ὅταν ὁ Χριστὸς ἀνακαινίζει τὸ κατ' εἰκόνα τῶν πιστῶν μὲ τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, δὲν ἀσκεῖ καμιὰ πνευματικὴ βία πάνω στὸ αὐτεξούσιο.

Μόνον τὸ ἕλκει πρὸς τὸν ἑαυτό του ἀπὸ ὑπερβολικὴ φιλανθρωπία[12].Ἡ ἕλξη αὐτὴ δὲν ἀποτελεῖ σὲ καμιὰ περίπτωση ἐξαναγκασμὸ τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας. Εἶναι ἡ ἕλξη, ποὺ προκαλεῖ ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ὅπως αὐτὴ ἐκφράστηκε μὲ ὅλο το ἔργο τῆς σωτηρίας καὶ κυρίως μὲ τὴν σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ νικᾶ τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, χωρὶς νὰ τὴν παραβιάζει. Καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ μᾶς «σκλαβώνει» ἡ ἀγάπη του, στὴν ὁποία ἀνταποκρινόμαστε ἑκούσια, ἐλεύθερα καὶ ἀγαπητικά. Ἄλλωστε, ὁ Χριστὸς ἀπευθύνεται πάντοτε στὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν κλήση τῆς ἐλεύθερης ἀγάπης τοῦ[13]. Τὸ αὐτεξούσιο καὶ ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου δὲν παραβιάζονται, ἄλλα οὔτε καὶ περιορίζονται ἀπὸ τὴν πρόγνωση τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Θεὸς ἁπλῶς προβλέπει τὴν χρήση τοῦ αὐτεξουσίου, ποὺ θὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐξ ὁλοκλήρου τὴν εὐθύνη τῶν συνεπειῶν, ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τὴν χρήση τῆς ἐλευθερίας του. Τὸ ὅτι ὁ Θεὸς δημιούργησε καὶ ὅσους γνώριζε ὅτι θὰ κάνουν κακὴ χρήση τοῦ αὐτεξουσίου τους ὀφείλεται, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμά, στὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος γιὰ τοὺς ἀγαθοὺς ἀνθρώπους δημιούργησε καὶ αὐτούς, ποὺ θὰ γίνονταν κακοί, («διὰ τοὺς ἀγαθοὺς καὶ τοὺς ἐσομένους κακοὺς ἐδημιούργησεν»).Ὁ Θεός, ἐπειδὴ κινεῖται πρὸς τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ ὑπερβολικὴ φιλανθρωπία, καλεῖ ὅλους ἀνεξαιρέτως γιὰ τὴν σωτηρία καὶ δὲν ἐπιθυμεῖ τὴν τιμωρία κανενὸς[14].

Κατὰ συνέπεια, τὸ αὐτεξούσιό του ἀνθρώπου παραμένει ἀπαραβίαστο καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ὑπερβολικὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀνακαινιστικὴ δύναμη τοῦ βαπτίσματος, κατὰ τὸν Καβάσιλα, εἶναι ἐνέργεια, ποὺ ὠφελεῖ ὅσους τὴν χρησιμοποιοῦν, ἐνῶ δὲν ἐμποδίζει καθόλου νὰ παραμένουν πονηροί, ὅσοι δὲν τὴν χρησιμοποιοῦν. Δὲν περιορίζει καθόλου οὔτε καὶ στερεῖ κάτι ἀπὸ τὸ αὐτεξούσιο. Ἔτσι ἑρμηνεύεται, ἄλλωστε, καὶ ἡ ἐμπειρικὴ διαπίστωση, ὅτι πολλοὶ πιστοὶ μετὰ τὸ βάπτισμα φθάνουν σὲ μεγάλη ἀσέβεια, χωρὶς νὰ ἐμποδίζονται καθόλου ἀπὸ τὴν ἀνακαίνιση τοῦ κατ' εἰκόνα καὶ τὴν πνευματικὴ ἐνίσχυση τοῦ αὐτεξουσίου τους[15].
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος συντάσσεται ἐλεύθερα μὲ τὸ θεῖο θέλημα, τρέπεται, κατὰ τὸν Παλαμά, ἀτελευτήτως πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς τελειωτικῆς προόδου του, ἐνῶ, ὅταν ἀντίκειται στὸ θεῖο θέλημα, ἐκπίπτει ἐξελικτικὰ ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο («ἐπὶ τὸ χεῖρον»)[16]. Τὸ κακό, δηλαδή, ποὺ κατὰ τὴν πατερικὴ Παράδοση δὲν ἔχει ὀντολογικὴ ὕπαρξη, ἐμφανίζεται ὡς κατάσταση («συμβεβηκὸς») μὲ ἀφετηρία τοῦ τὴν αὐτεξούσια προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου[17], καὶ πιὸ συγκεκριμένα τὴν ἐλεύθερη ἐκτροπή του ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐκτροπὴ αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ νοεῖται πατερικῶς ὡς κατάχρηση («παράχρηση»), ὡς ἐσφαλμένη δηλαδὴ χρήση, τοῦ αὐτεξουσίου του[18].

Πάντως εἶναι πολὺ αἰσιόδοξό το γεγονός, ὅτι σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία σὲ καμιὰ περίπτωση ὁ ἄνθρωπος δὲν στερεῖται τὸ αὐτεξούσιό του στὴν παροῦσα ζωή, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν βαθμὸ καταχρήσεως τῆς ἐλευθερίας του, ἀφοῦ τὸ κατ' εἰκόνα δὲν καταστρέφεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἄλλα μόνον ἀμαυρώνεται. Στὴν πράξη αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος, σὲ ὅποια κατάσταση καὶ ἂν βρίσκεται, μπορεῖ πάντοτε νὰ ἐπιλέξει αὐτεξουσίως, καὶ στὴ συνέχεια νὰ βιώσει, τὴν ὄντως ζωή. Ἀκόμη δηλαδὴ καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος κινεῖται στὴν περιοχὴ τοῦ πνευματικοῦ θανάτου, ὁ Θεὸς δὲν ἀφαιρεῖ τὸ αὐτεξούσιό του ἀνθρώπου, δίνοντας ἔτσι τὴν πρακτικὴ δυνατότητα νὰ ἀνταποκριθεῖ ἐλεύθερα στὴν συνεχῆ κλήση του γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν ὄντως ζωὴ[19].

Παρὰ ταῦτα, τὸ αὐτεξούσιο καὶ ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι χωρὶς ὅρια. Ἔχουν σαφεῖς περιορισμούς, ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν κτιστότητά του. Οἱ πιὸ σημαντικὲς καταστάσεις, ἄλλωστε, ποὺ ἀφοροῦν τὴν ὕπαρξή του, ὅπως εἶναι ἡ δημιουργία του, ἡ ἀναγέννηση, ὁ θάνατος καὶ ἡ ἀνάστασή του, δὲν ἐλέγχονται ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ προσδιορίζονται ἀπόλυτα ἀπὸ τὸν Θεό. Ἐκεῖνο ὅμως, ποὺ μποροῦν νὰ προσδιορίσουν ἀποφασιστικά το αὐτεξούσιο καὶ ἡ θέληση τοῦ ἀνθρώπου, κατὰ τὸν Καβάσιλα, εἶναι ἡ ποιότητα τῆς ζωῆς τόσο στὸ παρὸν ὅσο καὶ μετὰ τὴν τελικὴ ἀνάσταση. Συγκεκριμένα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος στὴν παροῦσα ζωὴ προσανατολίσει τὸ αὐτεξούσιο καὶ τὴν θέληση τοῦ σταθερὰ καὶ ἀγαπητικὰ πρὸς τὸν Θεό, μπορεῖ καὶ στὴν ἐπίγεια ζωὴ νὰ προγευθεῖ χαρισματικοὺς τὴν ἀΐδια ζωὴ τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ στὴν μέλλουσα βασιλεία νὰ τὴν βιώσει στὴν πληρότητα τῆς[20]. Αὐτὸ ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ γίνει σὲ καμιὰ περίπτωση μὲ μόνη τὴν ἐλεύθερη θέληση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ βίωση τῆς ζωῆς τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἀποτελεῖ σὲ τελευταία ἀνάλυση δωρεὰ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ποὺ προϋποθέτει ὅμως ἀπαραιτήτως τὴν ἐλεύθερη ἀποδοχή της ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ τὴν συνεχῆ ἐλεύθερη συνεργία του.
Κατὰ τὴν πατερικὴ Παράδοση, μάλιστα, ὁ ἄνθρωπος εὐθὺς ἐξαρχῆς, μὲ τὴν δημιουργία του, ἐμπλουτίστηκε ὀντολογικῶς καὶ μὲ τοὺς δύο θεμελιώδεις παράγοντες τῆς σωτηρίας του, τὸ αὐτεξούσιο δηλαδὴ καὶ τὴν ἄκτιστη θεοποιὸ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἡ παροχὴ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο ἀνάγεται ἤδη ἀπὸ τὸν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας στὸ γνωστὸ «ἐμφύσημα» τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου.

Ἐρμηνεύοντας ὁ ἅγιος το σχετικὸ χωρίο τῆς Γενέσεως[21] , παρατηρεῖ, ὅτι τὸ «ἐμφύσημα» τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο δὲν ἀποτελεῖ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ τὴν ἄκτιστη Χάρη καὶ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία παρέχεται στὴν ἀνθρώπινηφυση γιὰ τὴν τελείωσή της[22]. Τὸ «ἐμφύσημα» δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ, ὡς φυσικὴ ἐνέργεια προερχόμενη ἀπὸ τὴν θεία φύση, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποτελεῖ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, γιατί τότε αὐτὴ θὰ ἦταν ἄτρεπτη, ὡς ἄκτιστη, καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση (σῶμα-ψυχὴ) θὰ ἦταν ὀντολογικῶς κτιστῆ καὶ ἄκτιστη, τρεπτὴ καὶ ἄτρεπτη. Τέτοια ὅμως ὀντολογικὴ κατάσταση δὲν ὑπάρχει σὲ κανένα κτίσμα. Ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι κτιστὸ ἀποτέλεσμα τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ὅμως ἐμπλουτισμένη χαρισματικῶς μὲ τὴν ἄκτιστη θεία Χάρη.

Οἱ μαρτυρίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἄλλωστε, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμά, γιὰ τὴν «πνοὴν ζωῆς» καὶ γιὰ τὴν «ζῶσαν ψυχὴν»[23], ποὺ χορήγησε μὲ τὸ «ἐμφύσημά» του ὁ Θεὸς στὸν πρῶτο ἄνθρωπο, δηλώνουν τὸ ἀθάνατο καὶ τὸ χαριτωμένο ἀπὸ τὸν Θεὸ («τὸ ἀείζωον ...καὶ κεχαριτωμένον θείως») τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Ἑπομένως, ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἐξαρχῆς ἐμπλουτισμένος μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ («κατὰ Θεοῦ χάριν μεμορφωμένος»)[24]. Ὁ ἴδιος ὁ Τριαδικὸς Θεὸς ἔθεσε τὸν ἑαυτό του στὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν ἄκτιστη θεία Χάρη καί, ἔτσι, τὸν ἔκανε «κατ' εἰκόνα» καὶ «καθ' ὁμοίωση» τοῦ[25]. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, θεωρεῖ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο ὡς «μέγα καὶ πρώτον ἀξίωμα» τοῦ κατ' εἰκόνα, ποὺ δόθηκε ὡς χάρισμα στὸν ἄνθρωπο κατὰ τὴν δημιουργία του· μὲ τὸ «ἐμφύσημα» τοῦ Θεοῦ πρὸς αὐτὸν[26].

Ἡ θεία Χάρη, κατὰ τὸν Παλαμά, περιβάλλει ὡς ἔνδοξη στολὴ τὸν Ἀδὰμ πρὶν ἀπὸ τὴν παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ[27]. Ἔτσι, ὁ προπτωτικὸς ἄνθρωπος ἔχει χαρισματικῶς ὀντολογικὲς προϋποθέσεις γιὰ νὰ μετέχει στὴν ἴδια τὴν ἄκτιστη ζωὴ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν προγονικὴ πτώση ὅμως ὁ ἄνθρωπος χάνει τὴν ἄκτιστη θεία Χάρη, ἀμαυρώνεται τὸ κατ' εἰκόνα καὶ ἀρρωσταίνει ἡ ἀνθρώπινη φύση.

Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τὸ κατ' εἰκόνα παίρνει ὅλη τὴν λαμπρότητα καὶ τὴν δόξα τοῦ πρωτοτύπου, ἀφοῦ ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ λόγω τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως δέχεται τὸ πλήρωμα τῆς θείας Χάριτος καὶ ὅλη τὴν θεότητα. Ἐξαιτίας τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὴν πτώση, μέσα στὸ πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, ἀνακτᾶ τὶς ὀντολογικὲς προϋποθέσεις, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ μετέχει καὶ πάλι στὴν ἄκτιστη θεία Χάρη.
Κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, τὸ «ἐμφύσημα» τοῦ Χριστοῦ στοὺς μαθητὲς τοῦ μετὰ τὴν ἀνάστασή του ἐπαναλάμβανε τὸ «ἐμφύσημα» τοῦ Θεοῦ στὸν Ἀδὰμ καὶ ἀπέβλεπε νὰ ἀνανεώσει τὴν ἀνθρώπινη φύση ξαναδίδοντάς της τὴν ἄκτιστη Χάρη, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ κοινωνεῖ ἄμεσα ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Θεὸ[28]. Ἡ πλήρης καὶ δυναμικὴ παροχὴ τῆς Χάριτος γίνεται μὲ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν Πεντηκοστὴ[29], ὅταν δηλαδὴ συνιστᾶται καὶ φανερώνεται ἡ Ἐκκλησία. Τὸ «ἐμφύσημα» τοῦ Χριστοῦ συνεχίζει νὰ πραγματώνει ἡ Ἐκκλησία μυστηριακῶς στὰ πρόσωπα τῶν πιστῶν της μὲ τὸ βάπτισμα, ὅπου μὲ τὴν ἀναγέννηση τοὺς παρέχονται οἱ ὀντολογικὲς προϋποθέσεις γιὰ τὴν μετοχὴ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ γίνονται χαρισματικῶς μέτοχοί του Θεοῦ, κατὰ τὸν Παλαμά, ὅσοι δέχτηκαν «μυστικῶς» στὴν ψυχὴ τοὺς τὸ θεῖο ἐκεῖνο «ἐμφύσημα», ποὺ ἔχασε ὁ Ἀδὰμ μὲ τὴν παρακοὴ[30]. Στὸ μέτρο μάλιστα, ποὺ τὸ αὐτεξούσιό του ἀνθρώπου συνεργάζεται μὲ τὴν θεία Χάρη, γίνεται ὁ ἄνθρωπος μέτοχός του Θεοῦ[31], πραγματώνοντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὴν σωτηρία του. Ἡ συμβολὴ ὅμως τοῦ ἀνθρώπινου αὐτεξουσίου στὴν προοπτική της σωτηρίας ἔχει, κατὰ τὸν Καβάσιλα, κατεξοχὴν παθητικὸ παρὰ ἐνεργητικὸ χαρακτήρα. Ἐπικεντρώνεται στὸ νὰ βαστάξει καὶ νὰ διατηρήσει τὴν δωρεὰν προσφερθεῖσα Χάρη τοῦ Θεοῦ («ὑπομεῖναι τὴν χάριν καὶ μὴ προδοῦναι τὸν θησαυρὸν»)[32].Ἡ ὁποία ἐνεργοποίηση δηλαδὴ τοῦ αὐτεξουσίου του πιστοῦ δὲν κατευθύνεται στὴν κατάκτηση τῆς θείας Χάριτος ἀλλὰ στὴν ἐνεργὸ διατήρησή της. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κατευθύνει τὸ αὐτεξούσιό του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ὑποτάσσει τὸ θέλημά του στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐκφράζει πρακτικῶς ταπεινὸ φρόνημα, μὲ συνέπεια νὰ ἐνεργοποιεῖ καὶ νὰ διατηρεῖ σταθερὰ ἐνεργὸ τὴν προσφερθεῖσα μυστηριακῶς ἄκτιστη θεία Χάρη. Ὅλη ἡ πνευματικοῦ χαρακτήρα ἐπαγρύπνηση καὶ ἀγωνιστικότητα τοῦ πιστοῦ ἔχει τὸ νόημα, ὅτι δὲν ἐπιτρέπει νὰ εἰσάγονται μέσα του ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα, ποὺ ἐναντιώνονται στὴν ὄντως ζωὴ καὶ προκαλοῦν τὸν πνευματικὸ θάνατο ἀπενεργοποιώντας οὐσιαστικὰ τὴν θεία Χάρη[33]. Ἄλλωστε, ἡ ἐνεργὸς παρουσία τῆς θείας Χάριτος στοὺς πιστοὺς ἑρμηνεύει ἄριστα, γιατί ἡ ἁγιότητα καὶ οἱ ἐπιμέρους ἀρετές τους δὲν ἀποτελοῦν ἔργο τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ δραστηριότητας («τῆς ἀνθρωπείας φύσεως καὶ σπουδῆς»)[34], ὀντολογικὸ δηλαδὴ γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐπίτευγμα τῆς αὐτεξούσιας ἐνέργειάς τους. Ὡς ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου φανερώνεται στὴν Ἐκκλησία ἡ πολλαπλὴ φροντίδα τοῦ πιστοῦ γιὰ τὴν διατήρηση τῆς θείας Χάριτος ἐνεργοποιημένης[35]. Σὲ καμιὰ περίπτωση ὅμως ἡ ἀρετὴ αὐτὴ δὲν ἀποτελεῖ καθαρὰ ἀνθρώπινη ἐνέργεια, ἀλλὰ καρπὸ τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἡ συνεργία τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ παραμένει μέσα του ἐνεργὸς ἡ θεία Χάρη, εἶναι δυνατὴ γιὰ ὅλους τους πιστοὺς ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἐπαγγελματικὴ ἐνασχόλησή τους, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἡλικία τους, τὸν τόπο τῆς διαμονῆς ἢ τὴν κατάσταση τῆς ὑγείας τους.[36] Πρακτικῶς, ἡ συνεργία αὐτὴ προϋποθέτει τὴν ὑποταγὴ τῆς αὐτεξούσιας θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατέρα[37]. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν παραπάνω ὑποταγὴ ἐναρμονίσει τὴν θέλησή του μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐξασφαλίζει τὴν ἀγαθότητα τῆς θελήσεώς του, ἡ ὁποία πιστοποιεῖται μὲ τὴν φανέρωση τῆς τέλειας ἀγάπης[38], ἡ ὁποία ἀποτελεῖ (ἄκτιστο) καρπὸ τῆς Χάριτος καὶ ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Στὸ πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὑποταγὴ τῆς αὐτεξούσιας θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου στὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀπολύτως δυνατὴ καὶ θεμελιώνεται στὸ Χριστολογικὸ δόγμα. Ὅπως δηλαδὴ ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ὑποτάχθηκε στὸ θεῖο θέλημά του, χωρὶς νὰ χάσει τὴν πληρότητα τῶν φυσικῶν ἐνεργειῶν τῆς -μεταξύ των ὁποίων εἶναι καὶ τὸ αὐτεξούσιο-, ἔτσι καὶ οἱ πιστοί, ὅταν ἐντάσσονται στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ,διατηροῦν τόσο τὴν ἰδιαιτερότητα τοῦ προσώπου τοὺς ὅσο καὶ τὴν ἐλευθερία τους. Μὲ ἄλλα λόγια οἱ πιστοὶ ἔχουν τὶς ὀντολογικὲς προϋποθέσεις γιὰ νὰ ὑποτάξουν τὴν αὐτεξούσια θέλησή τους στὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ ἀποτελοῦν ζωντανὰ μέλη τοῦ μυστηριακοῦ σώματός του. Ἄλλωστε, ἡ ὀντολογικὴ-μυστηριακὴ ἑνότητα τοῦ Χριστοῦ μὲ τοὺς πιστοὺς ἔχει ὡς πνευματικὴ συνέπεια τὴν κοινωνία τῶν πιστῶν στὸ θεῖο θέλημα τοῦ Χριστοῦ[39].

Βέβαια, ἡ κοινωνία καὶ ἡ ταύτιση τῆς θελήσεως τῶν πιστῶν μὲ τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀποτελεῖ μιὰ αὐτόματη καὶ μηχανικὴ διαδικασία. Δὲν ἀποτελεῖ δηλαδὴ μιὰ μαγικὴ πράξη. Εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα ἑνὸς συνειδητοῦ καὶ ἐπίπονου ἀγώνα, ποὺ προϋποθέτει προπαρασκευὴ καὶ ἄσκηση τῆς αὐτεξούσιας γνώμης, ἕως ὅτου προσαρμοστεῖ στὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐναρμόνιση τῆς θελήσεως τῶν πιστῶν μὲ τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ πράξη μὲ θεμελιώδη σημασία γιὰ τοὺς πιστούς, ἐπειδὴ διαψεύδεται στὴν πράξη ἡ ζωντανὴ ὀντολογικὴ σχέση τους μὲ τὸν Χριστό, ὅταν λείπει ἡ ἐναρμόνιση αὐτὴ[40] . Ἡ ζωντανὴ ὀντολογικὴ σχέση τῶν πιστῶν μὲ τὸν Χριστό, ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν χαρισματικὴ ἐξάρτηση καὶ τροφοδοσία τῶν πιστῶν ἀπὸ τὴν «καρδιὰ» τοῦ Χριστοῦ, ἐκφράζεται στὸ μέτρο, ποὺ ταυτίζεται ἡ θέλησή τους μὲ τὴν θέληση τοῦ Χριστοῦ[41].

Ἕκτος ἀπὸ τὶς μυστηριακὲς καὶ χαρισματικὲς προϋποθέσεις ὅμως γιὰ τὴν ἐναρμόνιση καὶ ταύτιση τῆς θελήσεως τῶν πιστῶν μὲ τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας ἐπισημαίνει καὶ τονίζει τὶς ἀνθρωπολογικὲς παραμέτρους γιὰ τὴν ταύτιση αὐτή. Κάθε πράξη, σημειώνει εὔστοχα, ἔχει ὡς ἀρχὴ τῆς τὴν ἐπιθυμία, καὶ ἡ ἐπιθυμία ἔχει ὡς ἀφετηρία τῆς τὸν λογισμό. Κατὰ συνέπεια, στὸν λογισμὸ πρέπει νὰ στραφεῖ πρωτίστως τὸ πνευματικὸ ἐνδιαφέρον τῶν πιστῶν. Ἀπομακρύνοντας συνειδητὰ καὶ ἐλεύθερα οἱ πιστοί το ἐνδιαφέρον τους ἀπὸ τὰ μάταια πράγματα καὶ ἔχοντας τὴν καρδιὰ τοὺς γεμάτη ἀπὸ ἀγαθοὺς λογισμούς, πρακτικὰ πλέον, δὲν ἀφήνουν χῶρο στοὺς πονηροὺς λογισμοὺς[42]. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ παρέχουν τὸν ἑαυτὸ τοὺς δεκτικὸ γιὰ τὴν ἀποδοχὴ καὶ βίωση τοῦ θελήματος τοῦ Χριστοῦ, πράγμα ποὺ ἐγγυᾶται τὴν φανέρωση τῆς ἄκτιστης θείας Χάριτος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Συμπερασματικῶς, μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅτι ἡ σχέση ἀνάμεσα στὸ αὐτεξούσιό του ἀνθρώπου καὶ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι σχέση συνεργασίας. Τὴν πρωτοβουλία στὴν σχέση αὐτὴ τὴν ἔχει ὁ Τριαδικὸς Θεὸς διὰ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι «συνεργὸς» τῶν πιστῶν χαρισματικῶς[43] παρέχοντας, κατὰ τὸν Παλαμά, ἀοράτως «χείρα βοηθείας»[44]. Ἡ βοήθεια, ποὺ παρέχει ὁ Χριστὸς στὰ χαρισματικὰ μέλη του, δὲν εἶναι ἄλλη, κατὰ τὸν Καβάσιλα, παρὰ αὐτὴ ἡ ἄχτιστη θεία Χάρη τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Μέσα ἀπὸ τὰ μυστήρια ὁ Χριστὸς ἐνεργεῖ ἀκτίστως μὲ τὴν Χάρη τοῦ ὄχι μόνο ὡς ἀναδημιουργὸς καὶ «προπονητὴς» ἀλλὰ καὶ ὡς «συναγωνιστῆς» καὶ «στέφανος» τῶν πιστῶν. Ὡς «συναγωνιστῆς», βέβαια, εἶναι αὐτονόητο, ὅτι βοηθεῖ τοὺς ἀγωνιζόμενους καὶ ὄχι τοὺς ἀναπαυόμενους[45]. Ἀγωνιζόμενος στὴν προοπτική της σωτηρίας τοῦ εἶναι ἐκεῖνος ὁ πιστός, ὁ ὁποῖος καταθέτει ἀγαπητικὰ καὶ συνεχῶς τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν θέλησή του στὸν Θεὸ γιὰ νὰ οἰκειωθεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ δυναμικὴ καὶ ἀγωνιστικὴ αὐτὴ πράξη ἀποτελεῖ ἔκφραση ἐσχάτης ταπεινοφροσύνης, ποὺ ἑλκύει τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία φανερώνεται ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ[46].

*Ὁμιλία, ποὺ ἔγινε στοὺς φοιτητὲς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, Holy Cross, τῆς Βοστώνης, Η.Π.Α., τὸ ἐαρινὸ ἑξάμηνό του 2005.

[1] Βλ. Γέν. 1, 27.
[2] Βλ. ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Κεφάλαια φυσικὰ κ.λ.π. 47, PG 150, 1150Α.
[3] Ἔκδοσις ἀκριβής της ὀρθοδόξου πίστεως, 2, 12, PG 94, 320.
[4] Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Λόγος Ε', PG 150, 638C.
[5] Βλ. ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία 41, PG 151, 517C.
[6] Βλ. ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Λόγος Ζ; PG 150, 089Α.
[7] Βλ. Ὁμιλία 63, ἔκδ. Σ. Οἰκονόμου, Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἠμῶν Γρηγορίου, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, τοῦ Παλαμᾶ, Ὁμιλίαι ΚΒ', Ἀθῆναι 1861, σ. 280.
[8] Βλ. Κεφάλαια φυσικὰ κ.λπ. 44, PG 150, 1152D.
[9] Βλ. Ὁμιλία 1, «Εἰς τὴν ὑπερένδοξόν της ὑπεραγίας Δεσποίνης ἠμῶν Θεοτόκου γέννησιν», στὸ Νικολάου Καβάσιλα, Ἡ Θεομήτωρ, Τρεῖς Θεομητορικὲς ὁμιλίες, Κείμενο-Μετάφραση-Εἰσαγωγὴ-Σχόλια, Π. Νέλλας, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι '1989, σ. 60.
[10] Βλ. δ.π., σ. 64: «ἡ μὲν κατὰ τῆς ἁμαρτίας δύναμις ἣν ἐν τῇ φύσει, ἐξῆγεν δὲ αὐτὴν εἰς ἔργον οὐδείς».
[11] Βλ. δ.π, σ. 66-68.
[12] «Ἀνάγκη τινὶ θαυμαστὴ καὶ φιλανθρώπω τυραννίδι», λέει χαρακτηριστικὰ ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας. Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Λόγος A, PG 150, 50ΙΑ.
[13] Βλ. ἄγ. Νικολάου Καβάσιλα, Ἑρμηνεία εἰς τὴν θείαν Λειτουργίαν, PG 150, 465Α.
[14] Βλ. Ὁμιλία 41, PG 517Β-520Β.
[15] Βλ. Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Λόγος Β', PG 150, 545D.
[16] Βλ. Ὁμιλία 22, PG 151, 289Α.
[17] Βλ. Ὁμιλία 4, PG 151, 52Β.
[18] Βλ. Ὁμιλία 33, PG 151,421C.
[19] Βλ. Πρὸς Ξένω, PG 150, 1053ΑΒ.
[20] Βλ. Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Λόγος Β; PG 150, 541CD.
[21] Βλ. Γέν. 2,7.
[22] Βλ. θησαυροὶ 31, PG 75, 504CD.
[23] Γέν. 2,7.
[24] Ἀποδεικτικὸς 2,9, ἔκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Ά', σ. 85.
[25] Βλ Ὅμιλια 17, PG 151, 221G
[26] Βλ. Λόγος 11, ἔκδ. Δ. Καϊμάκη, σ. 474-475.
[27] Βλ. Κεφάλαια φυσικὰ κλπ. 07, PG 150, 1168D.
[28] Βλ Περὶ Ἁγίου Πνεύματος 1ϋ, 39, PG 32, 140 CD.
[29] Βλ. Πράξ. 2, 1-4.
[30] Βλ. Περὶ θεοποιοῦ μεθέξεως 14, ἔκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Β', σ. 149.
[31] Βλ. Πρὸς Ξένην, PG 150, 1081C.
[32] Βλ. Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Λόγος A, PG 150, 501 Β.
[33] Βλ. 'ο.π.
[34] Βλ. Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Λόγος A \ PG 150, 013Α.
[35] Βλ. Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Λόγος Ζ ', PG 150, G85A.
[36] Βλ. Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Λόγος ΣΤ', PG 150, 641BC.
[37] Βλ. Ἑρμηνεία τῆς θείας Λειτουργίας 31, PG 150, 437CD.
[38] Βλ. Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Λόγος Ζ', PG 150, 721D.
[39] Βλ. Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Λόγος ΣΤ',PG 150, 641D
[40] Βλ. δ.π., 644A.
[41] Βλ. δ.π. 644Β.
[42] Βλ. δ.π. 644C.
[43] Βλ. ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Δεκάλογος τῆς κατὰ Χριστὸν νομοθεσίας, PG 150, 1100Β.
[44] Βλ. Ὁμιλία 2, PG 151, 321D.
[45] Βλ. Περὶ τῆς ἓν Χριστῷ ζωῆς, Λόγος Δ', PG 150, 008ΑΒ.
[46] Βλ. Ἰω. 16, 13-14: «ὅταν δὲ ἔλθη ἐκεῖνος, τὸ πνεϋμα τῆς ἀληθείας... ἐκεῖνος ἐμὲ δοξάσει, ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμὶν