Ἡ θλίψης εἶναι κακὸ πράγμα. Ἀλλὰ πίσω ἀπ' αὐτό, πίσω ἀπὸ τὸν πόνο, πίσω ἀπὸ τὴν θλίψη, πίσω ἀπὸ τὴν δοκιμασία, κρύβεται ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, κρύβεται ἡ ἀναγέννησης, ἡ ἀνάπλασις τοῦ ἀνθρώπου, τῆς οἰκογενείας. Οἱ πάντες σχεδὸν τὴν μεταστροφὴ τοὺς τὴν ὀφείλουν σὲ κάποια δοκιμασία. Νομίζουν ὅτι πηγαίνουν ὅλα ὡραῖα· τοὺς παίρνει ὁ Θεὸς τὸ παιδί· κλάμματα κακό, κ.λ.π. Ἔρχεται καὶ ἐπισκιάζει ἔπειτα ἡ χάρις τοῦ θεοῦ καὶ εἰρηνεύουν οἱ ἄνθρωποι· καὶ πλησιάζουν τὴν ἐκκλησία, πλησιάζουν τὴν ἐξομολόγηση, πλησιάζουν τὸν ἱερέα. Χάριν τοῦ παιδιοῦ πᾶνε στὴν ἐκκλησία ὁ πόνος τοὺς κάνει ν' ἀναζητήσουν, νὰ προσευχηθοῦν ὑπὲρ ἀναπαύσεως, νὰ κάνουν τὶς λειτουργίες.
Ὁ πόνος ἁπαλύνει τὴν καρδιὰ
καὶ τὴν κάνει δεκτική των λόγων τοῦ θεοῦ, ἐνῶ πρῶτα ἦταν σκληρή, δὲ δεχόταν.
π.χ, ἕνας ἄνθρωπος στὸ σφρίγος τῆς νεότητος· ἐγὼ εἶμαι σκέφτεται καὶ κανένας ἄλλος
δὲν εἶναι. Νὰ πτυχία, νὰ καὶ οἱ δόξες, νὰ κι ἡ ὑγεία, νὰ κι οἱ ὀμορφιές, νὰ κι ὅλα.
Ὅταν ὅμως τὸν ξαπλώσει στὸ κρεβάτι μία ἀσθένεια τότε ἀρχίζει νὰ σκέφτεται
διαφορετικά. Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης. Μπορεῖ νὰ πεθάνω. Τί τὸ
ὄφελος ὅλα αὐτά, κι ἀρχίζει νὰ σκέφτεται διαφορετικά.
Ἔρχεται φερ' εἰπεῖν ἕνας ἄνθρωπος, τὸν πλησιάζει, διάβασε καὶ αὐτὸ τὸ βιβλίο νὰ δεῖς τί λέει. Ἀκούει καὶ ἕνα λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τότε τὸν ἀκούει τὸν λόγου τοῦ Θεοῦ. Κι ἅμα τοῦ δώσεις καὶ βιβλίο, ὁ πόνος ἤδη τοῦ ἔχει κάνει τὴν καρδιά του, ἔτσι κατάλληλη κι ἀνοίγει καὶ τὸ βιβλίο καὶ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ
τὸ διαβάζει καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀρχίζει
ἡ ἀνάπλασις τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ὅταν γίνει καλά, ἀμέσως πλέον σηκώνεται καὶ ζεῖ
προσεκτικὰ τὴ ζωή του καὶ δὲν ζεῖ ὅπως πρῶτα μὲ τὴν ὑπηρηφάνεια καὶ τὴ φαντασία
ποὺ εἶχε.
Ἡ ἀσθένεια καὶ ἡ θλίψη εἶναι
τὸ κατ' ἐξοχὴν φάρμακο τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ τὸν φέρει τὸν ἄνθρωπο κοντά
Του καὶ νὰ αὐξήσει τὴν ἀρετή του
Ἡ ἀσθένεια καὶ ἡ θλίψη εἶναι
τὸ κατ' ἐξοχὴν φάρμακο τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ νὰ φέρει τὸν ἄνθρωπο κοντά Του καὶ
νὰ αὐξήσει τὴν ἀρετή του. Ὁ Ἰὼβ ἦταν ὁ καλύτερος ἄνθρωπος πάνω στὴ γῆ, ἀλλὰ ὁ
Θεὸς ἤθελε νὰ τὸν κάνει ἀκόμα καλύτερο. Καὶ ἀπὸ τότε ποὺ δοκιμάστηκε, ἀπὸ τότε
καὶ δοξάστηκε. Ἦταν καλὸς ἄνθρωπος καὶ εὐσεβὴς κ.λ.π. ἀλλὰ χωρὶς δοκιμασία δὲν ἦταν
ὀνομαστὸς ὁ Ἰώβ. Ἀφ' ἧς στιγμῆς ὅμως δοκιμάστηκε καὶ πολέμησε καὶ ἀγωνίστηκε καὶ
στεφανώθηκε καὶ πλούτισε, ἀπὸ κεῖ καὶ ὕστερα ἄρχισε ἡ δόξα του, καὶ ἁπλώθηκε
μέχρι σήμερα. Τὸ παράδειγμά του, εἶναι φωτεινότατο καὶ ἐνισχύει κάθε ἄνθρωπο ποὺ
δοκιμάζεται. Ἂν αὐτὸς δοκιμάστηκε ποὺ ἦταν ἕνας ἅγιος, πολὺ περισσότερο ἐμεῖς
ποὺ εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ τὸν κάμει ἅγιον καὶ νὰ τοῦ
δώσει πάλι χρόνια ζωῆς καὶ νὰ τὸν εὐλογήσει διπλὰ καὶ τριπλᾶ ἀπ' ὅτι ἔχασε, καὶ
ἔτσι νὰ γίνει ἕνα φωτεινὸ παράδειγμα ἀνὰ τοὺς αἰῶνες γιὰ κάθε πονεμένο ἄνθρωπο·
νὰ προσαρμόζεται καὶ ν' ἀκουμπάει σ' αὐτὸ τὸ παράδειγμα καὶ νὰ ξεκουράζεται καὶ
αὐτὸς καὶ νὰ λέει: Ὡς ἔδοξε τῷ Κυρίω, οὕτω καὶ ἐγένετο. Εἴη τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου
εὐλογημένο. Σκύβει τὸ κεφάλι καὶ λέει: ὁ Θεὸς ἔδωσε, ὁ Θεὸς πῆρε. Καὶ τὸ παιδὶ ἀκόμα
νὰ μοῦ πάρει, ὁ θεὸς δὲν μοῦ τὸ δῶσε; Τὸ πῆρε. Ποῦ εἶναι τὸ παιδί μου; Στὸν οὐρανό;
Ἐκεῖ τί γίνεται; Ἀναπαύεται ἐκεῖ...
Σὲ κάθε δοκιμασία πίσω
κρύβεται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ὠφέλεια τὴν ὁποία φυσικὰ ἴσως ἐκεῖνο τὸν καιρὸ
νὰ μὴν μπορεῖ νὰ τὴν δεῖ, ἀλλὰ μὲ τὸν χρόνο θὰ τὴν γνωρίζει τὴν ὠφέλεια. Ἔχουμε
τέτοια παραδείγματα πάρα πολλά.
Ὅπως καὶ μὲ τοὺς Ἁγίους Ἀνδρόνικο
καὶ Ἀθανασία. Αὐτοὶ ἦταν ἀντρόγυνο· καὶ ἦταν χρυσοχόος ὁ Ἀνδρόνικος μὲ πολὺ πλοῦτο
κ.λ.π. Τὸ ἕνα μέρος τοῦ κέρδους ἔτρεφε τὴν οἰκογένειά του. Τὸ ἕνας μέρος τοῦ
κέρδους τὸ ἔδινε στοὺς φτωχοὺς καὶ τὸ ἕνα μέρος τοῦ ἄλλου κέρδους τὸ ἕνα τρίτο
το ἔδινε ἄτοκα στοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν εἴχανε χρήματα. Εἶχαν δύο χαριτωμένα
κοριτσάκια. Καὶ μιὰ μέρα ἀπὸ μία ἀρρώστια πέθαναν καὶ τὰ δύο. Πηγαίνουν καὶ τὰ
θάβουν καὶ οἱ δύο. Ἡ Ἀθανασία ἡ καημένη πάνω στὸν τάφο ἔκλαιγε ἔκλαιγε, ἔκλαιγε.
Ἐ ὁ Ἀνδρόνικος ἔκλαιγε καὶ αὐτός. Εἶδε καὶ ἀπόειδε, τράβηξε γιὰ τὸ σπίτι. Ἔμεινε
ἡ καημένη ἡ Ἀθανασία καὶ ἔκλαιγε πάνω στὸν τάφο: «Τὰ παιδιά μου» καὶ «τὰ παιδιά
μου», καὶ κόντευε νὰ βασιλέψει ὁ ἥλιος καὶ νὰ κλείσει τὸ νεκροταφεῖο. Γιὰ μιὰ
στιγμὴ ἐπάνω στὴ θλίψη της καὶ στὴ στεναχώρια της, βλέπει καὶ ἔρχεται ἕνα μοναχὸς
καὶ τῆς λέει:
«Κυρά μου γιατί κλαῖς;»
«Πῶς νὰ μὴν κλαίω πάτερ;»
(Αὐτὴ νόμιζε πὼς ἦταν ὁ παπὰς τοῦ νεκροταφείου). «Ἔθαψα τὰ παιδιά μου, τοὺς δυὸ
ἀγγέλους μου, τοὺς ἔβαλα μέσα στὸν τάφο καὶ ἔμεινα ἐγὼ καὶ ὁ ἄντρας μου ἐντελῶς
μόνοι. Δὲν ἔχουμε δροσιὰ καθόλου».
Τῆς λέει: «Τὰ παιδιά σου εἶναι
στὸν παράδεισο μὲ τοὺς ἀγγέλους. Εἶναι στὴν εὐτυχία καὶ στὴ χαρὰ τοῦ Θεοῦ καὶ σὺ
κλαῖς παιδί μου; Κρίμα εἶσαι καὶ χριστιανή».
«Ὥστε ζοῦν τὰ παιδιά μου; Εἶναι
ἄγγελοι;»
«Βεβαίως εἶναι ἄγγελοι τὰ
παιδιά σου».
Ἤτανε ὁ Ἅγιος της ἐκκλησίας
ἐκεῖ. Τελικὰ ἔγιναν μοναχοὶ ὁ Ἀνδρόνικος καὶ ἡ Ἀθανασία καὶ ἁγίασαν...