Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος ἀνήκει στὸ χορὸ τῶν ἀποστολικῶν Πατέρων καὶ τῶν μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ προσφορά του σὰν ἀποστολικοῦ Πατέρα καὶ ποιμένα κορυφώθηκε μὲ τὸ χύσιμο τοῦ αἵματός του γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἐσφαγμένου Ἀρνίου.
Σὰν ποιμένας καλός, φύλαξε τὸ ποίμνιό του ἀπὸ τὴν αἵρεση
τῶν Δοκητῶν, ἀναδειχθεῖς ἔτσι ἀπὸ τοὺς πρώτους ἀγωνιστὲς γιὰ τὴ διατήρηση καὶ
διάδοση ἀνόθευτής της διδασκαλίας ποῦ παράλαβε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους.
Ὁ Θεῖος ἔρωτας, ποῦ προξενοῦσε στὴν καρδιά του ἡ
παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ποῦ τὸν ὁδήγησε καὶ στὸ μαρτύριο, μᾶς ἀποκαλύπτεται
ἀπὸ τὸν ἴδιο στὴ δωδεκάτη καὶ τελευταία ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Ρωμαίους, ὅπου
λέγει μεταξὺ ἄλλων: «Ὁ ἐμὸς ἔρως ἐσταύρωται… Ὕδωρ δὲ ζῶν, ἀλλόμενον ἐν ἐμοὶ ἔσωθεν
μοὶ λέγει• Δεῦρο πρὸς τὸν Πατέρα…»
Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὅπως μᾶς διασώζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Χρυσόστομος ποῦ τὸν Ἐγκωμιάζει, ἦταν μαθητὴς τῶν Ἀποστόλων. Ἄλλοι τὸν ἀποκαλοῦν
μάλιστα μαθητὴ τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη μαζὶ μὲ τὸν Πολύκαρπο, ποῦ ἔγινε Ἐπίσκοπος
Σμύρνης τὸ 68 μ.Χ. Στὴ μικρή του ἡλικία κατὰ τὴν παράδοση, τὸν πῆρε ὁ Δεσπότης
Χριστὸς στ’ ἅγια χέρια Του, ὅταν διδάσκοντας τὸ λαὸ στὰ Ἱεροσόλυμα, ἔλεγε: «Ὅποιος
δὲν ταπεινωθεῖ ὅπως τὸ παιδὶ αὐτό, δὲ θὰ μπεῖ στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καὶ ὅποιος
ὑποδεχτεῖ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ παιδιὰ στὸ ὄνομά μου, ἐμένα δέχεται». Λέγοντας αὐτὰ ὁ
Θεὸς καὶ Σωτήρας μας, προέλεγε τὴ μέλλουσα προκοπὴ τοῦ παιδιοῦ, ποῦ μαρτύρησε
γιὰ χάρη Του.
Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας
Ὅταν ἔφτασε σὲ κανονικὴ ἡλικία ὁ Ἅγιος, χειροτονήθηκε ἀπὸ
τοὺς θείους Ἀποστόλους ἱερέας. Κοντά τους ἔμαθε ὁ ἀγαθότατος κάθε ἀρετὴ ποῦ ἁρμόζει
σὲ ἱερεῖς. Μαζί τους κοπίασε καὶ βασανίστηκε νὰ κηρύττει τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ ἀφοῦ
ἄλλος ἀξιοτερός τοῦ δὲν ὑπῆρχε τὸν ψήφισαν ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας. Ἔμεινε στὸ θρόνο
γιὰ σαράντα ὁλόκληρα χρόνια, ἀπὸ τὸ 70 ποῦ βασίλευε στὴ Ρώμη ὁ Οὐεσπιασιανός,
μέχρι τὸ 107, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Τραϊνός.
Ἡ καταδίκη του στὴν Ἀντιόχεια
Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, ἀφοῦ νίκησε ὁ αὐτοκράτορας τῆς Ρώμης
Τραϊνὸς τοὺς Τατάρους, κήρυξε ἄγριο πόλεμο ἐναντίον τῶν χριστιανῶν. Ἤθελε νὰ τοὺς
ἐξαναγκάσει νὰ προσκυνήσουν τοὺς θεούς του, ποῦ νόμιζε ὅτι τὸν βοήθησαν καὶ
νίκησε. Ἔστειλε λοιπὸν σ’ ὅλες τὶς πόλεις γράμματα μὲ τὴ διαταγὴ νὰ βασανίζουν ὅσους
χριστιανοὺς δὲ θυσιάζουν στὰ εἴδωλα καὶ νὰ τοὺς θανατώνουν.
Ὁ μακάριος Ἰγνάτιος ζοῦσε διαρκῶς μὲ τὴν ἰδέα τοῦ
μαρτυρίου. Ὁ διωγμὸς τῶν χριστιανῶν μαινόταν κυριολεκτικά. Ὁ θειότατος ὅμως Πατὴρ
ἠμῶν, ζωντας μὲ τὴν Ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὴ μέλλουσα βασιλεία καὶ
γευόμενος ἀπὸ τὴν Ἐπίγεια ζωὴ τὴν αἰώνια μακαριότητα, δὲ φοβόταν τὸ θάνατο. Ὁ
Τραϊνὸς τότε ἦταν στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου ἑτοίμαζε πόλεμο ἐναντίον τῶν Περσῶν.
Κάποιοι τοῦ ἀνάγγειλαν γιὰ τὸν Ἰγνάτιο, πῶς δίδασκε στοὺς ἀνθρώπους νὰ προσκυνοῦν
Θεὸ νεώτερο, σταυρωμένο καὶ κακοθάνατο. Νὰ φυλάττουν τὴν παρθενία καὶ νὰ μὴ
μένουν στὶς ἀπολαύσεις τοῦ βίου καὶ τὴν καλοπέραση. Καὶ τὸ χειρότερο ἀπ’ ὅλα νὰ
καταφρονοῦν τοὺς θεούς.
Ἀκούοντας αὐτὰ ὁ βασιλιὰς προστάζει νὰ τοῦ τὸν φέρουν
μπροστά του, στὸ θέατρο. Ὅταν παρουσιάστηκε ὁ Ἅγιος, τοῦ λέγει ὁ Τραϊανός: «Ἐσὺ
εἶσαι ὁ Ἰγνάτιος, ποῦ καταφρονεῖς τὰ προστάγματά μας; Ἄκουσα ὅτι διαστρέφεις μὲ
τὴ διδαχή σου τὴν Ἀντιόχεια. Παρακινεῖς τοὺς ἀνθρώπους νὰ σέβονται τὸν Χριστὸ
καὶ νὰ καταφρονοῦν, ἀναιδέστατε;» Τοῦ ἁπαντὰ ὁ Ἅγιος: «Λυπᾶμαι ποῦ δὲν κατανοεῖς
ὅτι δὲν εἶναι θεοὶ τ’ἄψυχα εἴδωλα. Ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ Ἰησοῦς
Χριστός, ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, ποῦ δημιούργησε ὅλο τὸν κόσμο. Θὰ
ἤσουν ἀληθινὰ εὐτυχισμένος ἂν καὶ σὺ τὸν γνώριζες». Τοῦ λέγει ὁ Τραϊανός: «Ἃς ἀφήσουμε
τὴν πολυλογία καὶ προσκύνα τοὺς θεούς, νὰ σὲ κάμω ἀρχιερέα τοῦ μεγάλου Δία. Νὰ
σὲ ὀνομάσω πατέρα τῆς Βουλῆς, νὰ σὲ τιμοῦν ὅλοι». Ἀποκρίνεται ὁ πνευματοφόρος Ἰγνάτιος:
«Θαυμαστὴ ἡ ἐπαγγελία σου καὶ μεγαλοδωρη. Τί ἀνάγκη ἔχω αὐτῆς τῆς τιμῆς; Ἐγὼ εἶμαι
Ἱερέας τοῦ Θεοῦ. Κάθε μέρα Τοῦ θυσιάζω θυσία αἰνέσεως καὶ εἶμαι ἕτοιμος νὰ
θυσιάσω καὶ τὸν ἑαυτό μου γιὰ τὴν ἀγάπη Του, ὅπως Αὐτὸς ὁ ἀθάνατος ἔπαθε ἑκούσια
γιὰ μένα. Λοιπόν, καὶ ἂν μὲ παραδώσεις στὰ θηρία ἢ μὲ καρφώσεις μὲ ξίφος ἢ σὲ
σταυρό, δὲ θὰ προσκυνήσω τὰ εἴδωλα. Οὔτε τὸ θάνατο φοβοῦμαι,οὔτε πράγματα
πρόσκαιρα. Ἀλλὰ τὰ μέλλοντα ποῦ μένουν αἰώνια καὶ ὅλη μου ἡ διάθεση εἶναι νὰ
πάω πρὸς τὸν ποθούμενο Χριστό, ποῦ σταυρώθηκε γιὰ τὴν ἀγάπη μου».
Ὅταν ὁ Ἰγνάτιος τελείωσε τὸ λόγο του, ὁ βασιλιὰς καὶ ἡ
σύγκλητος φοβήθηκαν μὴν ἐξελεγχθεῖ ἡ πλάνη τοὺς περισσότερο καὶ βεβαιωθεῖ ὁ
σεβασμὸς πρὸς τὸν Χριστό. Γὶ αὐτό, πρόσταξαν νὰ τὸν φυλακίσουν μέχρι τὴν ἄλλη ἐξέταση.
Ὅλη τὴ νύχτα ὁ βασιλιὰς διαλογιζόταν τί νὰ κάνει γιὰ νὰ λυτρωθεῖ ἀπὸ τὸν Ἰγνάτιο.
Γιατί φοβόταν ὅτι θὰ προσέλκυε καὶ ἄλλους στὴν πίστη του. Ἀποφασίζει λοιπὸν νὰ
τὸν δώσει νὰ τὸν φάνε τὰ θηρία γιὰ νὰ φοβηθοῦν καὶ οἱ ἄλλοι. Τὸ πρωὶ τὸ ἀνακοίνωσε
στὴ σύγκλητο, ποῦ ἐπαίνεσαν τὴ σκέψη του. Ἀποφάσισαν ὅμως νὰ τὸν στείλουν
δεμένο στὴ Ρώμη καὶ ἐκεῖ νὰ τὸν βάλουν στὰ θηρία, γιὰ δύο λόγους.
Ὁ πρῶτος ἦταν νὰ μὴν τὸν θανατώσουν στὴν Ἀντιόχεια ἀπὸ τὸ
φόβο τῆς ἀντίδρασης τοῦ λαοῦ, ποῦ ἐκτιμοῦσε τὸν Ἰγνάτιο, καθὼς καὶ ὁ κίνδυνος νὰ
τὸν δοξάσουν οἱ φίλοι του ἔχοντας τὰ ὀστᾶ του γιὰ ἁγιασμό. Ὁ δεύτερος λόγος ἦταν γιὰ νὰ ταλαιπωρηθεῖ μὲ
τὴν κακοπάθεια καὶ τὴν πεζοπορία. Καὶ ἔτσι ἐξαντλημένος νὰ θανατωθεῖ σὲ ξένη γῆ
σὰν κακοῦργος. Τὴν ἴδια μέρα τὸν βγάλανε ἀπὸ τὴ φυλακή.
Δοκίμασε ξανὰ ὁ βασιλιὰς μὲ ὑποσχέσεις ἀγαθῶν, μὲ δωρεὲς
καὶ χαρίσματα καὶ τέλος μὲ ἀπειλές. Μὴ μπορώντας νὰ τὸν μεταπείσει ἔγραψε τὴν ἀπόφασή
του καὶ διάταξε νὰ τὸν δέσουν καὶ μὲ ἄλλες ἁλυσίδες. Μετὰ τὸν παράδωσε σ’ ἕνα
στρατιωτικὸ τμῆμα γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴ Ρώμη νὰ τὸν κατασπαράξουν τὰ θηρία.
Ἀφοῦ ἀπαλλάχτηκε ὁ βασιλιὰς ἀπὸ τὸν Ἰγνάτιο ἔκαμε ἐκστρατεία
ἐναντίον τῶν Περσῶν. Ἀντίθετα ὁ Ἅγιος ὅταν ἄκουσε τὴν καταδίκη του, εὐχαριστοῦσε
μεγαλόφωνά το Θεὸ ποῦ τὸν ἀξίωσε μὲ αὐτὸν τὸν
τρόπο νὰ πάει κοντά του. Προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Κύριο γιὰ τὸ λαὸ καὶ
παρακάλεσε γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Ἔπειτα «Θείω ἔρωτι ἐπτερωμένος» κατὰ τὸν ὑμνογράφο
του, ἀκολούθησε τοὺς στρατιῶτες.
Ἡ πορεία πρὸς τὴ Ρώμη
Ὁ εὐλογημένος Ἰγνάτιος ἀνάλαβε τὴν ὑποχρεωτικὴ καὶ
πολύμηνη πορεία πρὸς τὴ Ρώμη χωρὶς ἀγανάκτηση καὶ τὴ συνέχισε μὲ ἐπιτεινόμενο τὸν
πόθο τοῦ μαρτυρίου. Ἡ συνοδεία ἀποτελεῖτο ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, τὸν Ἰγνάτιο καὶ ἄλλους
χριστιανοὺς ποῦ συλλαμβάνονταν στὸ δρόμο γιὰ ἐκφοβισμό.
Ἀκολούθησαν στὴν ἀρχὴ τὸ θαλάσσιο δρόμο. Ἀργότερα, ἀφοῦ ἀποβιβάστηκαν
στὴ Μικρασιατικὴ ἀκτή, συνέχισαν τὸ δρόμο τοὺς πεζοπορώντας. Στὴ διακλάδωση τοῦ
δρόμου μετὰ τὴ Φιλαδέλφεια, ἄφησαν ἀριστερὰ τὴν Ἔφεσο, τὶς Τράλλεις καὶ τὴ
Μαγνησία. Πῆραν βόρεια κατεύθυνση καὶ ἔφθασαν στὴ Σμύρνη, ὅπου ἔγιναν δεκτοὶ ἀπὸ
τὴν ἐκεῖ Ἐκκλησία καὶ τὸν ἐπίσκοπό της Ἅγιο Πολύκαρπο. Ἀλλὰ καὶ οἱ χριστιανοὶ τῶν
γειτονικῶν πόλεων ἔμαθαν τὶς κινήσεις τοῦ Ἰγνάτιου καὶ ἔστειλαν στὴ Σμύρνη ἀντιπροσωπεῖες:
Μὲ πρωτοπόρο τὸν ἐπίσκοπο Ὀνήσιμο οἱ Ἐφέσιοι, τὸν ἐπίσκοπο Δημὰ οἱ χριστιανοὶ τῆς
Μαγνησίας, καὶ ἀπὸ τὶς μακρυνὲς Τράλλεις στάλθηκε μόνος ὁ ἐπίσκοπος Πολυβιός.
Μαζεύτηκαν γιὰ νὰ τὸν δοῦν καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐχή του. Ὁ Ἰγνάτιος τοὺς ἀσπάστηκε
ὅλους καὶ τοὺς παράγγειλε νὰ εὔχονται νὰ μὴν ἐμποδιστεῖ ὁ δρόμος τῆς ἄθλησής
του. Ἀλλὰ ν’ ἀξιωθεῖ νὰ τὸν φάνε τὰ θηρία, γιὰ νὰ πάει τὸ γρηγορότερο στὸν
ποθούμενο Νυμφίο.
Αὐτὰ τοὺς εἶπε ὁ πάνσοφος, γιὰ νὰ γνωρίσουν ὅτι ποθοῦσε
τὸ θάνατο καὶ ἔτσι νὰ μὴν πικραίνονται. Τοὺς ἔβλεπε ὅτι ἦταν περίλυποι καὶ
φοβόταν μήπως στασιάσουν, τὸν ἁρπάξουν ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες καὶ ἐμποδίσουν τὴν
ποθούμενη πεζοπορία του. Ἀφοῦ τὸν ἄκουσαν, θέλησαν νὰ τοῦ παρουσιάσουν τὰ σοβαρὰ
προβλήματα ποῦ ἀπειλοῦσαν τότε τὶς Ἐκκλησίες τῆς Μ. Ἀσίας. Τὸ φοβερότερο ἦταν οἱ
Δοκῆτες,ἀλλὰ καὶ οἱ Ἰουδαΐζοντες ἀποτελοῦσαν μόνιμο κίνδυνο. Τότε ὁ Ἰγνάτιος ἀφοῦ
τοὺς ἔδωσε τὶς πρέπουσες προφορικὲς συμβουλές, γιὰ νὰ τοὺς στερεώσει στὴν ὀρθὴ
διδασκαλία καὶ τὰ ἀποκεκαλυμμένα δόγματα, ἔγραψε καὶ τοὺς ἔδωσε καὶ ἐπιστολὲς
γεμάτες δύναμη πνεύματος καὶ σοφία.
Ἡ συνέχεια τῆς διαδρομῆς
Ὅταν βρισκόταν στὴ Σμύρνη ὁ Ἰγνάτιος πληροφορήθηκε ὅτι
χριστιανοὶ στὴ Ρώμη ἔμαθαν τὴν ἄφιξή του καὶ ἐπεδίωκαν ἀναθεώρηση τῆς
καταδικαστικῆς ἀπόφασης. Τότε τοὺς ἔγραψε, ὁ ἀθωότατος, νὰ σταματήσουν τὶς ἐνέργειες
αὐτές. Γιατί τὸ μαρτύριο, δὲν ἦταν γιὰ τὸν Ἰγνάτιο καταδίκη, ἀλλὰ πόθος γιὰ νὰ ἑνωθεῖ
μὲ τὸ Χριστό. «Καλὸν ἐμοὶ ἀποθανεῖν διὰ Ἰησοῦν Χριστόν… πιστεύσατε μοί, ὅτι τὸν
Ἰησοῦν φιλῶ τὸν ὑπὲρ ἐμοῦ παραδοθέντα».
Οἱ δέκα συνοδοὶ στρατιῶτες, ποῦ καλοῦνταν ἀπὸ τὸν Ἰγνάτιο
«λεόπαρδοι» (ἴσως γιατί ἀνῆκαν σὲ ὁμώνυμη λεγεώνα) ἦταν σκληροί. Τοῦ ἐπέτρεπαν ὅμως
τὴν ἀπαραίτητη ἄνεση γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τῶν
χριστιανῶν, ποῦ ἀπὸ παντοῦ συνέρρεαν γιὰ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του. Μετὰ
τὸ σταθμὸ στὴ Σμύρνη, ὅπου ὁ ἀποστολικὸς Πατέρας εὐλόγησε, παρηγόρησε καὶ ἐνίσχυσε
μὲ τὶς θεόπνευστες ἐπιστολὲς τοῦ τοὺς
πιστούς, ἡ συνοδεία συνέχισε τὴ διαδρομή της πρὸς τὸ βορρᾶ. Μὲ μεγάλη χαρὰ ἔμαθαν
οἱ κρατούμενοι στὴν Τρωάδα, γιὰ τὴν κατάπαυση τοῦ διωγμοῦ στὴν Ἀντιόχεια. Τὴ
χαρὰ αὐτὴ ἄφησε νὰ ξεχυθεῖ ὁ Ἰγνάτιος σ’ ἐπιστολές του ποῦ ἔστειλε στὶς Ἐκκλησίες
ποῦ συνάντησε στὸ δρόμο του. Ζητοῦσε ἀπὸ τοὺς παραλῆπτες, νὰ στείλουν στὴν Ἀντιόχεια
σὰν δεῖγμα ἀγάπης «Θεοδρόμους» γιὰ νὰ συγχαροῦν τὴν ἐκεῖ Ἐκκλησία.
Ἀργότερα συνέχισαν τὴν πεζοπορία καὶ ἀφοῦ πέρασαν ἀπὸ τὴ
Νεάπολη, τοὺς Φιλίππους, τὴ Μακεδονία, τὴν Ἤπειρο, μπῆκαν στὴν Ἐπιδαμνο. Ἀπ’ ἐκεῖ
ἐπιβιβάστηκαν σὲ πλοῖο καὶ διαπλέοντας τὸ Ἀδριατικὸ καὶ τὸ Τυρρηνικὸ πέλαγος ἔφθασαν
στὴ Ρώμη.
Τὸ μαρτυρικὸ τέλος του
Οἱ στρατιῶτες τὸν παραδωσαν στὸν ἔπαρχο τῆς πόλης. Αὐτός,
ὅταν διάβασε τὴ γραπτὴ ἀπόφαση τοῦ βασιλιὰ διάταξε καὶ τὸν φυλάκισαν. Ἐκεῖνες τὶς
μέρες εἶχαν μεγάλη πανήγυρη στὴ Ρώμη. Μαζεύτηκε ὁ λαὸς τῆς πόλης ὄχι μόνο γιὰ τὴ
γιορτὴ ἀλλὰ γιὰ νὰ δοῦν καὶ τὸν Ἅγιο. Γιατί μαθεύτηκε παντοῦ ὅτι ἔφεραν τὸν ἀρχιεπίσκοπο
τῆς Ἀντιόχειας γιὰ νὰ τὸν φάνε τὰ θηρία.
Ὅταν τὸν ἄφησαν οἱ στρατιῶτες μέσα στὸ θέατρο, ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος
στράφηκε πρὸς τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ εἶπε: «Ἄνδρες Ρωμαῖοι καὶ θεατὲς τοῦ ἀγώνα
μου. Νὰ γνωρίζετε ὅτι δὲν ἔκαμα καμιὰ κακουργία, ἀλλ’ οὔτε ἔφταιξα σὲ τίποτα γιὰ
νὰ εἶμαι ἄξιος θανάτου. Τὸν δέχομαι ὅμως μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση γιὰ τὴν πίστη στὸν
ἀληθινὸ Θεὸ ποῦ λατρεύω. Ἐπειδὴ εἶμαι τὸ σιτάρι του, ἀλέθομαι ἀπὸ τὰ δόντια τῶν
θηρίων γιὰ νὰ γίνω ἄρτος καθαρὸς καὶ ἄμωμος».
Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος, ἄφησαν τὰ λιοντάρια καὶ
τὸν κατασπάραξαν. Ἔμειναν μόνο τα μεγάλα του ὀστᾶ, τὰ ὁποῖα ὅταν διαλύθηκαν τὰ
πλήθη, τὰ πῆραν οἱ χριστιανοὶ καὶ τὰ ἐνταφίασαν μὲ εὐλάβεια στὶς 20 Δεκεμβρίου.
Ἀργότερα τὰ μεταφεραν στὴν Ἀντιόχεια.