Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς
Ὅταν ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ
Θεοῦ ἐσαρκώθη πρὸς χάριν μας ἀπὸ τὴν Παρθένον, διὰ τῆς μετὰ σαρκὸς πολιτείας
του, ἐτελειοποίησε τὸν νόμον, ὁ ὁποῖος εἶχε δοθῆ διὰ τοῦ Μωυσέως.
Τὸν ὁλοκλήρωσε δίδοντας τὸν
νόμο τῆς χάριτος, καὶ μεταποίησε ἔτσι τὸν παλαιὸν ἐκεῖνο νόμο στὴν ἰδικὴ μᾶς Ἐκκλησία.
Ἐκβάλλεται τότε τὸ γένος τῶν Ἑβραίων ἀπὸ τὴν ἱερὰν Ἐκκλησία, καὶ ἀντὶ αὐτῶν εἰσαγόμεθα
ἐμεῖς, οἱ ὁποῖοι ἔχουμε ἐκλεγεῖ ἀπὸ τὰ ἔθνη.
Καὶ μᾶς συνήνωσε ὁ Κύριος μὲ
τὸν ἐαυτόν του καὶ μὲ τὸν Πατέρα, μᾶς παραλαμβάνει δηλαδὴ ὡς γνησίους νέους καὶ
ἀδελφούς, ἀκόμη δέ, ὢ τῆς ἀνεκφράστου φιλανθρωπίας, καὶ γονεῖς ἰδικούς του.
Πράγματι, λέγει «ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς, οὗτος καὶ ἀδελφός
μου καὶ ἀδελφή μου καὶ μήτηρ ἐστι».
Σήμερα ὅμως, ἑορτάζουμε στὴν
‘Ἐκκλησία τοὺς προπάτορες, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἀνῆκαν στὸ γένος τῶν
Ἑβραίων. Γιὰ ποιὸν λόγο; Γιὰ νὰ μάθουν ὅλοι ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι, δὲν ἀπεκηρύχθησαν
καὶ οἱ ἐθνικοὶ δὲν υἱοθετήθησαν ἀδίκως, οὔτε παραλόγως οὔτε ἀναξίως ἀπὸ τὸν
Θεόν, ὁ ὁποῖος τὰ πραγματοποιεῖ αὐτὰ καὶ τὰ ρυθμίζει.
Ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς ἀπὸ τοὺς
προσκεκλημένους ἐθνικοὺς συγκαταλέγονται στοὺς συγγενεῖς του Θεοῦ μόνον ὅσοι ὑπακούουν,
ἔτσι καὶ τὸ γένος τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ὅλοι ὅσοι προῆλθαν ἀπὸ τὸν ‘Ἀδὰμ μέχρι αὐτὴν τὴν
γενεάν, εἶναι πλῆθος πολύ, ἀληθεῖς ὅμως Ἰσραηλίτες εἶναι ὅσοι ἀπὸ αὐτοὺς ἔζησαν
σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Αὐτοὶ μόνον εἶναι ἀληθινοὶ πατέρες καὶ προπάτορες, πρώτον μὲν ἐκείνης ποὺ ἐγέννησε παρθενικῶς κατὰ σάρκα τὸν Θεὸν τῶν ὅλων Χριστόν, ἔπειτα δὲ δὶ’ αὐτοῦ καὶ ἰδικοί μας. Αὐτοὶ οἱ πατέρες καὶ προπάτορες δὲν ἐξεβλήθησαν βεβαίως ἀπὸ τὴν ‘Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἑορτάζονται σήμερα ἐπισήμως ἀπὸ ἐμᾶς, θεωρούμενοι ὡς μέρος τοῦ πληρώματος τῶν Ἁγίων.
«Ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὐκ ἔστι
παλαιός, οὐ νέος, οὒχ Ἕλλην, οὐκ Ἰουδαῖος, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος,
ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πάσι Χριστός». Καὶ «οὒχ ὁ ἐν τῷ φανερῶ Ἰουδαῖος, οὐδὲ ἡ ἐν
τῷ φανερῶ περιτομή, ἀλλὰ ὁ ἐν τῷ κρυπτῶ Ἰουδαῖος καὶ περιτομὴ καρδίας ἐν πνεύματι,
οὐ γράμματι».
Αὐτὴν τὴν περιτομὴ τὴν ἔχουν
ὅλοι ὅσοι εὐηρέστησαν τὸν Θεόν, καὶ μὲ αὐτὴν ἔχουν γίνει ὅλοι ἕνα, παλαιοὶ καὶ
νέοι, καὶ οἱ πρὶν τὸν νόμο, καὶ οἱ μέσα στὸν νόμο, καὶ ὅσοι μετὰ τὸν νόμον ἐπολιτεύθησαν
θεαρέστως μὲ τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Χάριτος. Ὥστε ἂν ἰδεῖ κανεὶς μὲ σύνεση τὴν οἰκονομίαν
τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ ἀνθρώπινον γένος, θὰ τὴν ἰδεῖ σύμφωνο καὶ συνεπῆ μὲ τὸν ἐαυτόν
της.
Ὅπως δηλαδὴ λαμβάνουν τὴν
χριστιανικὴν ὀνομασία μόνον οἱ ἐπίλεκτοι ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς, οἱ δὲ ἄχρηστοι ἐκβάλλονται,
ἀλλὰ καὶ «πολλοὶ μὲν κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί», καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος, ἔτσι καὶ
στὴν περίπτωσιν ἐκείνων τῶν ἀρχαίων καὶ τοῦ μετὰ ἀπὸ αὐτοὺς γένους τῶν Ἰουδαίων,
προσλαμβάνονται μόνον ὅσοι ἔχουν ἐκλεγεῖ καὶ μετονομασθεῖ, ἐνῶ καὶ σ’ ἐκείνους
τὸ ἀχρεῖον πλῆθος ἐκβάλλεται.
Πράγματι, ὅσοι ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους
του Σήθ, οἱ ὁποῖοι ὀνομάσθησαν υἱοὶ Θεοῦ, κατελήφθησαν ἀπὸ μανία γιὰ τὶς
θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων, αὐτοί, ὅπως ἔχει γραφεῖ, ἀπεκηρύχθησαν. Ἀχρεῖον δὲ πλῆθος
καὶ στοὺς Ἰουδαίους δὲν εἶναι οἱ προσήλυτοι Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἤσαν μὲν αὐτόχθονες
καὶ γνήσιοι υἱοὶ κατὰ σάρκα τοῦ ἰδίου τοῦ Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος πρῶτος ὀνομάσθη Ἰσραήλ,
ἀλλὰ ἐφάνησαν παρήκοοι σὰν τὸν Ἠσαύ.
Ἀκόμη καὶ ὁ υἱὸς τοῦ
Προφήτου καὶ βασιλέως Δαυίδ, τοῦ πρώτου μετὰ τὸν Σαοὺλ βασιλέως των, εἶναι
ξένος πρὸς τὸ ἱερὸν γένος, ἐπειδὴ ἐπεβουλεύθη τὴν ζωὴ τοῦ πατέρα του.
Ἔτσι λοιπὸν καὶ σὲ ἐμᾶς,
πάλι δὲν ὑπολογίζονται στὸ γένος τοῦ Χριστοῦ ὅλοι ὅσοι ὀνομάζονται χριστιανοί, ὅπως
ἀκριβῶς ἔγινε καὶ μὲ τοὺς Ἰσραηλίτες, ἀλλὰ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ζοῦν σύμφωνα μὲ τὸ
θέλημα τοῦ Χριστοῦ, καὶ τηροῦν τὶς ἐντολές Του, καὶ ἀναπληροῦν τὶς παραλείψεις
τους μὲ τὴν μετάνοια.
Ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης ἦταν ὄχι
μόνον ἀπὸ τοὺς κλητούς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ‘Ἀποστόλους, καὶ ὄχι ἁπλῶς ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους,
ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν χορεία τῶν δώδεκα, δηλαδὴ τῶν κορυφαίων. Ἦταν ὅμως ἀποξενωμένος
ἀπὸ τὴν συγγένεια πρὸς τὸν Χριστό, καὶ ἀπεμακρύνθη ἀπὸ αὐτὸν περισσότερον ἀπὸ
κάθε ἄλλον χριστιανόν. Γιατί; Διότι δὲν ἔσπευδε πρὸς τὴν κηρυττομένην Βασιλείαν
τῶν Οὐρανῶν, οὔτε ἔβλεπε πρὸς τὰ ἐξαίσια ἔργα καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ Σωτῆρος.
Πράγματι” τὰ μὲν σημεῖα καὶ
τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ὅταν κατανοοῦνται, ὁδηγοῦν πρὸς τὴν πίστιν ὅσους ποθοῦν νὰ τὰ
γνωρίσουν, ἡ δὲ ἀκρόασις τῆς ἱερᾶς διδασκαλίας ὑποδεικνύει τὴν ἐν Θεῶ ἀλήθεια
καὶ τὸν θεάρεστον βίον.
Αὐτὰ τὰ δύο μας βοηθοῦν νὰ
περιφρονήσομε τὰ σωματικὰ καὶ γήινα, καὶ νὰ ἀνυψώσομε τὴν διάνοιά μας πρὸς τὴν ἐλπίδα
ποὺ ἀποκεῖται στοὺς οὐρανούς.
Ἐκεῖνος ὅμως δὲν ἦταν ἐπιθυμητῆς
τούτων, ἀλλὰ ἔβλεπε πρὸς τὴν γῆ καὶ τὴν κλοπὴ καὶ τὰ γήινα καὶ βδελυρὰ κέρδη καὶ
πρὸς τὴν σωματικὴν ὠφέλεια ποὺ προσδοκοῦσε νὰ ἔχει ἀπὸ αὐτά. Καὶ ἀπεδείχθη ἐραστὴς
τούτων τῶν ἀπηγορευμένων πολλὲς φορὲς καὶ ποικιλοτρόπως, ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ
Δεσπότη τῶν ὅλων καὶ Διδάσκαλον.
Ἦταν λοιπὸν συγγενὴς ὄχι τοῦ
Χριστοῦ οὔτε τῶν τότε συναποστόλων, ἀλλὰ ἐκείνων πρὸς τοὺς ὁποίους ὁ Κύριος ἔλεγε,
«ζητεῖτε μέ, οὒχ ὅτι εἴδετε σημεῖα, ἀλλ’ ὅτι ἐφάγετε ἐκ τῶν ἄρτων καὶ ἐχορτάσθητε».
Ὅπως δηλαδὴ ἐκεῖνοι, μὲ ὅλο
ποὺ καὶ τὰ θαύματα εἶδαν καὶ τοὺς ἄρτους ἔφαγον καὶ τοὺς λόγους ἤκουσαν τοῦ ἐνυποστάτου
Λόγου ὁ ὁποῖος ἐνηνθρώπησε γιὰ ἐμᾶς, ἐφώναζαν ὕστερα πρὸς τὸν Πιλάτον «ἄρον, ἄρον,
σταύρωσον αὐτόν», ἔτσι ἀκριβῶς καὶ αὐτὸς ἂν καὶ εἶδε μὲ τοὺς ὀφθαλμούς του καὶ ἀπέκτησε
περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους, πείρα τῆς μεγαλειότητος καὶ τῆς θεότητος τοῦ
Κυρίου, ἔπειτα τὸν παρέδωκε στοὺς φονευτᾶς του.
Καὶ αὐτὸς ὑπέμεινε —ὤ, τί ἀπερίγραπτος
μακροθυμία!— «μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ», ὀδηγώντας καὶ ἐμᾶς πρὸς ὑπομονήν,
ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἰδικὸν τοῦ θρίαμβο κατὰ τοῦ ἀρχεκάκου, καὶ μάλιστα ἔδειξε ὅτι οἱ
πειρασμοὶ καὶ οἱ θλίψεις μᾶς ὀφελοῦν. Διότι λέγει, «ἐν θλίψει ἐμνήσθημέν σου»,
καὶ «παιδείαν Κυρίου ὑποίσω (θὰ ὑπομείνω δηλαδή)», καὶ «ἡ παιδεία σου, Κύριε, ἀνόρθωσε
μέ», ἐνῶ δηλαδὴ ἤμουν σκυμμένος πρὸς τὸ σῶμα καὶ τὶς σωματικὲς φροντίδες, μὲ ἀνήγειρε
καὶ μὲ ἔπεισε νὰ βλέπω μόνον πρὸς ἐσέ.
Σ’ ἐσένα ὅμως, ἐὰν στὸν
καιρὸ τῶν θλίψεων δὲν προστρέχεις στὸν Θεόν, ἐὰν δὲν διορθώνεσαι μὲ τὴν
παιδαγωγία του, ποία ἄλλη εὐκαιρία, ποῖον ἀπὸ τὰ ὄντα ἢ τὰ γεγονότα θὰ
συντελέσει στὴν ἐπανόρθωσή σου; Ἀλλὰ ὅμως, θὰ ἔλεγε κάποιος, ἔχει ἀνάγκη καὶ τὸ
σῶμα ἀπὸ τὴν σωματικὴν τροφὴν καὶ τὰ ἄλλα χρήσιμα. Βεβαίως, γιατί ὄχι;
Ἂν λοιπὸν αὐτὰ τὰ ἔχεις, ἀφοῦ
ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὸν Θεὸν τὰ ἔλαβες, διότι λέγει, «τί ἔχεις o οὐκ ἔλαβες;»- εὐχαρίστησε
αὐτὸν πού σου τὰ ἔδωσε, ἀνταπόδωσέ του ἐμπράκτως τὴν εὐχαριστίαν. Ὅπως αὐτὸς ἐπήκουσε
στὸ θέλημά σου καὶ ἐξεπλήρωσε τὴν ἐπιθυμία σου, ἔτσι καὶ σὺ προσελθε καὶ ἄκου
καὶ μάθε καλά το θέλημά του, καὶ ὑπάκουσε καὶ πραγματοποίησέ το, ὥστε καὶ νὰ ἐπαινεθεῖς
ὡς φρόνιμος. «Ὁ ἀκούων μου», λέγει, «τοὺς λόγους καὶ ποιῶν αὐτούς, ὁμοιωθήσεται
ἀνδρὶ φρονίμω».
Καὶ στὸ ἑξῆς νὰ τὸν ἔχεις
πλουσιοπάροχον εὐεργέτην, ὄχι μόνο γιὰ τὰ παρερχόμενα καὶ τὰ γήινα, ἀλλὰ καὶ γιὰ
τὰ μέλλοντα καὶ μένοντα καὶ οὐράνια. Διότι λέγει, «εὖ δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ. Ἐπὶ
ὀλίγα ἧς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σὲ καταστήσω. Εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου
σου».
Ἐὰν ὅμως δὲν διαθέτεις τώρα
τὰ ἀναγκαῖα του σώματος ἢ φοβῆσαι προσδοκωμένην ἀπορίαν, πάλι σ’ αὐτὸν
προσελθε, πάλιν ἀπὸ αὐτὸν ζήτησε, πάλι σ’ αὐτὸν ὑπάκουσε. «Ὑποτάγηθι», λέγει,
«τῷ Κυρίω καὶ ἰκέτευσον αὐτόν».
Πάλι λοιπὸν δεῖξε μὲ τὰ ἔργα
ὅτι εἶσαι δοῦλος τοῦ ἀγαθός. Πράγματι, αὐτὸς εἶναι, κατὰ τὸ ψαλμικόν, «ὁ διδοὺς
τροφὴν ἐν εὐκαιρία (ἐγκαίρως δηλαδή). Ὁ ἀνοίγων τὴν χείρα αὐτοῦ, καὶ ἐμπιπλῶν πᾶν
ζῶον εὐδοκίας». Αὐτὸς ποὺ εἶπε «οὐ μὴ σὲ ἀνὼ (δὲν θὰ σὲ ἀφήσω δηλαδὴ) οὐδ’ οὐ μὴ
σὲ ἐγκαταλείπω».
Γιατί ἀπὸ τὶς ἰδιότητες τῶν
ἀλόγων ζώων, μιμεῖσαι ἐκείνην ποὺ σὲ βλάπτει, τὸ νὰ ὑποκύπτεις στὴν γαστέρα, καὶ
νὰ μὴν ἀνυψώνεσαι ἀπὸ τὰ γήινα, ἂν καὶ ἐπλάσθης ὄρθιος γιὰ νὰ φρονεῖς τὰ ἄνω, νὰ
ζητεῖς τὰ ἄνω;
Γιατί θέλεις νὰ εἶσαι
δεμένος ὅπως ἐκείνη ἡ «συγκύπτουσα, ἣν ἔδησεν ὁ Σατανᾶς δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη», ἂν
καὶ αὐτός, ὁ Λόγος τῆς ζωῆς ποὺ ἔλυσε καὶ ἐκείνην, εὔκολα καὶ ἠμπορεῖ καὶ θέλει
νὰ λύσει καὶ σένα, ἐὰν μόνον προστρέχεις σ’ αὐτόν, καὶ τὸν ἀκούεις, καὶ τοῦ ὑπακούσεις,
καὶ δὲν κωφεύεις, δὲν ἀντιδρᾶς, δὲν ἐπαναστατεῖς;
Γιατί, λοιπόν, μιμεῖσαι τὴν
ἐπιβλαβῆ γιὰ σένα ἰδιότητα τῶν ἀλόγων ζώων καὶ δὲν μιμεῖσαι τὴν ἐπωφελῆ; Ἄκου τὸν
Προφήτη ποὺ λέγει ὅτι καὶ οἱ σκύμνοι (οἱ μικροὶ λέοντες δηλαδὴ) ὅταν
χρειάζονται τροφήν, ὠρύονται καὶ ζητοῦν ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ ἔτσι λαμβάνουν γιὰ νὰ
καταβροχθίσουν.
Ὅταν λέγει σκύμνους
λεόντων, ἀφήνει μὲ αὐτὸ νὰ ἐννοηθεῖ ἀπὸ τοὺς νοήμονες εὐκόλως ὅτι τὸ ἴδιο
συμβαίνει καὶ μὲ ὅλα τα ἄλλα ζῶα.
Διότι, ἂν ὁ λέων ποὺ εἶναι
τὸ πιὸ ὠμοφάγον καὶ ἁρπακτικὸν καὶ ρωμαλέον ἀπὸ τὰ θηρία, δὲν εὑρίσκει τί νὰ ἁρπάξει,
τί θὰ εἰποῦμε γιὰ τὰ ἄλλα ζῶα; Αὐτὸ μας τὸ παρουσιάζει καὶ ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιον,
λαμβάνοντας ἀφορμὴν ἀπὸ τὰ πτηνὰ καὶ λέγοντας, «ἴδετε τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι
οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ Πατὴρ ἠμῶν ὁ
οὐράνιος τρέφει αὐτά».
Ἀδελφοί, «ζητεῖτε πρώτον τὴν
Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ», καὶ θὰ εἶσθε αἰωνίως κληρονόμοι,
ὄχι μόνο της ἀδιαδόχου αὐτῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, δικαιωμένοι μὲ τὴν χάρη του, ἀλλὰ
καὶ τὰ παρόντα «προστεθήσεται ὑμίν».
Ἐὰν ὅμως δὲν ζητεῖτε
πρωτίστως τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀρετὴν ποὺ πηγάζει ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ
μόνον ἐκεῖνα ποὺ τρέφουν καὶ θάλπουν τὸ ρευστὸν τοῦτο σῶμα, οὔτε αὐτὰ θὰ
λάβετε. Ἀλλὰ καὶ ἂν τὰ λάβετε, θὰ εἶναι γιὰ μεγαλυτέραν ταλαιπωρίαν καὶ τοῦ ἰδίου
τοῦ σώματος καὶ καταδίκην καὶ ζημίαν τῆς ψυχῆς αἰώνιον.
Αὐτὸ ἔδειξε καὶ ἐκεῖνος ποὺ
ἤκουσε ἀπὸ τὸν ‘Ἀβραὰμ ὅτι «ἀπέλαβες τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωή σου». Ἐζήτησαν
κάποτε καὶ οἱ Ἰουδαῖοι νὰ φάγουν κρέας στὴν ἔρημο. Καὶ ὁ Θεὸς τοὺς ἔδωσε ἀναρίθμητον
πλῆθος ὀρτυγομήτρας, «καὶ ἔφαγον καὶ ἐνεπλήσθησαν σφόδρα, καὶ τὴν ἐπιθυμίαν αὐτῶν
ἤνεγκεν αὐτοῖς (τὴν ἱκανοποίησε δηλαδή).
Ἀλλὰ ἔτι τῆς βρώσεως οὔσης ἐν
τῷ στόματι αὐτῶν, ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἀνέβη ἐπ’ αὐτούς, καὶ ἀπέκτεινεν ἐν τοῖς
πλείοσιν αὐτῶν, καὶ τοὺς ἐκλεκτούς του Ἰσραὴλ συνεπόδισεν (τοὺς ἔριξε νεκροὺς
δηλαδή)». Γιατί ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐφόνευσεν μεγάλο μέρος ἀπὸ τὸ πλῆθος;
Ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἐγόγγυζαν ἀφόβως
ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ κατὰ Θεὸν προϊσταμένου των, καὶ τοὺς κατηγοροῦσαν. Καὶ
γιατί ἔριψε κάτω νεκρούς τους ἐκλεκτούς του Ἰσραήλ; Διότι δὲν συγκρατοῦσαν τὸ
πλῆθος ἀπὸ τὴν ὁρμὴν πρὸς τὸ χειρότερο.
Τοιοῦτοι εἶναι ὅσοι ἐκβάλλονται
ἀπὸ τὴν ἱερὰν Ἐκκλησία καὶ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἴτε στὸν παλαιὸν εἴτε στὸν
νέο λαὸ τοῦ Ἰσραὴλ ἀνήκουν. Αὐτὸ δεικνύει καὶ ὁ Κύριος ὅταν λέγει στὰ Εὐαγγέλια,
«ἐλεύσονται ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν καὶ βορρᾶ, καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ
καὶ Ἰσαὰκ ἐν τῇ βασιλεῖά του Θεοῦ, οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται ἔξω,
εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον».
Ποῖοι εἶναι λοιπὸν οἱ υἱοὶ
τῆς Βασιλείας ποῦ ἐκβάλλονται στὸ σκότος; Εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν μὲν τὴν ὁμολογία
τῆς πίστεως, μὲ τὰ ἔργα ὅμως ἀρνοῦνται τὸν Θεόν, καὶ εἶναι βδελυκτοὶ ὡς ἀπειθεῖς
καὶ ἀδόκιμοι γιὰ κάθε ἀγαθὸν ἔργο.
Ποῖοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀπολαμβάνουν
μαζὶ μὲ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακὼβ τὸ Δεῖπνον τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν;
Ὅσοι ἀκολουθοῦν μὲ πίστιν εἰλικρινῆ τὸν νόμο καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ Πνεύματος,
καὶ ἀποδεικνύουν τὴν πίστη μὲ τὰ ἔργα τους.
Ὅποιος θέλει νὰ συνταχθεῖ μὲ
αὐτούς, καὶ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον καὶ νὰ ἀξιωθεῖ τοῦ ἀνεσπέρου
φωτὸς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ συνδιαιωνίζει μὲ τοὺς ἁγίους ποὺ ἀναπαύονται
στοὺς οὐρανούς, ἃς ἐκδυθεῖ τὸν παλαιὸν ἄνθρωπο ποὺ φθείρεται μὲ τὶς ἀπατηλὲς ἐπιθυμίες,
δηλαδὴ μέθη, πορνεία, μοιχεία, ἀκαθαρσία, πλεονεξία, φιλαργυρία, μίσος, ὀργή,
καταλαλιὰ καὶ κάθε πονηρὸν πάθος.
Ἃς ἐνδυθεῖ δὲ μὲ ἔργα «τὸν
νέον ἄνθρωπον τὸν ἀνακαινούμενον κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν», μέσα στὸν ὁποῖον
ὑπάρχει ἀγάπη, φιλαδελφία, καθαρότης, ἐγκράτεια καὶ κάθε εἶδος ἀρετῆς. Μὲ τὶς ἀρετὲς
αὐτὲς ἐνοικίζεται μέσα μας ὁ Χριστός, καὶ μᾶς εἰρηνοποιεῖ μὲ τὸν ἐαυτόν του καὶ
μεταξὺ μας «εἰς δόξαν ἐαυτοῦ καὶ τοῦ ἀνάρχου αὐτοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ συναϊδίου καὶ
ζωοποιοῦ Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Πατερικὸν
Κυριακοδρόμιον, σελὶς 403 καὶ ἑξῆς.
Ἐπιμέλεια κειμένου,
Δημήτρης Δημουλᾶς.
Ὑμνολογικὴ ἐκλογή.
ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΌΝ
ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Ἐν πίστει τοὺς Προπάτορας Ἐδικαίωσας,
τὴν ἐξ ἐθνῶν δὶ’ αὐτῶν, προμνηστευσάμενος Ἐκκλησίαν. Καυχῶνται ἐν δόξη οἱ Ἅγιοι,
ὅτι ἐκ σπέρματος αὐτῶν, ὑπάρχει καρπὸς εὐκλεής, Ἡ Ἀσπόρως τεκούσά σε. ταῖς αὐτῶν
Ἰκεσίαις, Χριστὲ ὁ θεός, σῶσον τὰς ψυχᾶς ἠμῶν.
Ἀνέδειξες δικαίους τους
προπάτορές Σου, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα γιὰ τὸν ἐρχομό Σου ἔζησαν
σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Σου. Καὶ μὲ τὴ δική τους ζωὴ ἔδωσες τὴν ἐλπίδα πὼς καὶ ἀπὸ
τοὺς ἐθνικοὺς θὰ προέλθει ἡ Ἐκκλησία Σου, ἐφ’ ὅσον θὰ πιστεύσουν εἰς Ἐσένα. Οἱ ἅγιοι
προπάτορες, τώρα ποὺ ἀπολαμβάνουν τὴν δόξα Σου, Κύριε, καυχῶνται, γιατί ἀπὸ τὸ
σπέρμα τοὺς ἐγεννήθη καρπὸς ἔνδοξος, ἡ Παρθένος Μαρία, ἡ ὁποία ἀσπόρως καὶ
μυστηριακῶς Σὲ ἐγέννησε. Μὲ τὶς πρεσβεῖες τους, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσε τὶς ψυχές
μας.
ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ
Ἡ Ὑπακοή. Ἦχος β’.
Εἰς δρόσον τοῖς Παισί, τὸ πῦρ
μετεβάλλετο’ ὁ θρῆνος εἰς χαράν, ταϊς Γυναιξὶν ἐνηλλάττετο. Ἄγγελος γάρ, ἐν ἀμφοτέροις
διηκόνει τοῖς θαύμασι, τοῖς μέν, εἰς ἀνάπαυσιν μεταποιήσας τὴν κάμινον, ταῖς
δέ, τὴν ἀνάστασιν καταμηνύσας τριήμερον. ὁ ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς ἠμῶν Κύριε, δόξα
σοί.
Ἡ φωτιὰ γιὰ τοὺς τρεῖς παῖδες
στὴν κάμινο μεταβαλλόταν σὲ δροσιά, καὶ ὁ θρῆνος τῶν μυροφόρων ἐναλλασσόταν μὲ
τὴν χαρά! Καὶ στὰ δύο θαύματα ἄγγελος διακονοῦσε τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Στὴν πρώτη
περίπτωση μετέβαλε τὴν φωτιὰ τῆς καμίνου σὲ ἀνάπαυση γιὰ τοὺς τρεῖς παῖδες, καὶ
στὴν ἄλλη ἔδωσε τὸ μήνυμα τῆς τριημέρου Σου Ἀναστάσεως στὶς μυροφόρες. Δόξα,
Κύριε, σὲ Σένα, τὸν Ἀρχηγὸ τῆς ζωῆς μας.
Ἐὰν δὲ δόξη τῷ Προεστώτι, λέγομεν’ Κάθισμα. Ἦχος ἅ’. Τὸν τάφον σου
Σωτήρ.
Ὑμνήσωμεν πιστοί, τοὺς
Προπάτορας πάντας, Χριστοῦ τοῦ δὶ’ ἠμᾶς, ἐπὶ γῆς ὀραθέντος, δοξάζοντες ἐν ἄσμασι,
τὸν αὐτοὺς θαυμαστώσαντα, ὡς τὴν ἔλευσιν, προεκτυπώσαντας τούτου, καὶ τὴν
γέννησιν, τὴν ἐκ Παρθένου ἀφράστως, τῷ κόσμω κηρύξαντας.
Ἐλᾶτε, οἱ πιστοί, νὰ ὑμνήσουμε
ὅλους τους προπάτορες τοῦ Χριστοῦ, ποὺ γιὰ τὴ σωτηρία μᾶς φανερώθηκε στὴ γῆ σὰν
ἄνθρωπος, δοξάζοντας μὲ ἄσματα Αὐτονπου τοὺς ἀνέδειξε θαυμαστούς, γιατί ἐκ
τωνπροτέρων σὰν τυπωμένο βιβλίο ἔδειξαν τὸν ἐρχομό Του, καὶ τὴν γέννησή Του ἀπὸ
τὴν Παρθένο ἐκήρυξαν στὸν κόσμο μυστηριακὰ καὶ χωρὶς λόγια.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Αὐτομελόν.
Χειρόγραφον εἰκόνα μὴ
σεβασθέντες, ἀλλ’ ἀγράφω οὐσία θωρακισθέντες, τρισμακάριοι ἐν τῷ σκάμματι, τοῦ
πυρὸς ἐδοξάσθητε’ ἐν μέσω δὲ φλογὸς ἀνυποστάτου ἱστάμενοι, θεὸν ἐπεκαλεῖσθε’
Τάχυνον ὁ οἰκτίρμων, καὶ σπεῦσον ὡς ἐλεήμων, εἰς τὴν βοήθειαν ἠμῶν, ὅτι δύνασαι
βουλόμενος.
Δὲν σεβασθήκατε τὸ
χειροποίητο ἄγαλμα τοῦ ἀνθρώπου – βασιλέως, ἀλλὰ θωρακισθήκατε μὲ τὴν ἀπερίγραπτη
Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὁπότε, δοξασθήκατε στὸ σκάμμα τοῦ πυρὸς τῆς καμίνου,
τρισμακάριοι παῖδες! Σταθήκατε στὴν ἀνυπόστατη φωτιά, καὶ μὲ ὕμνους καλέσατε σὲ
βοήθεια τὸν Θεὸ λέγοντας: Τρέξε γρήγορα οἰκτίρμων, καὶ σπεῦσε ἐλεήμων νὰ μᾶς
βοηθήσεις, γιατί ὅταν θέλεις, ὅλα τα μπορεῖς.
Ὁ Οἴκος
Ἔκτεινόν σου τὴν χείρα, ἧς
πάλαι ἔλαβον πείραν Αἰγύπτιοι πολεμοῦντες, καὶ Ἑβραῖοι πολεμούμενοι’ μὴ
καταλύπης ἠμᾶς, καὶ καταπίη ἠμᾶς θάνατος, ὁ διψῶν ἠμᾶς, καὶ σατᾶν ὁ μισῶν ἠμᾶς’
ἂλλ’ ἔγγισον ἠμίν, καὶ φεῖσαι τῶν ψυχῶν ἠμῶν, ὡς ἐφείσω ποτὲ τῶν Παίδων σου, τῶν
ἐν Βαβυλώνι ἀπαύστως ἀνυμνούντων σε, καὶ βληθέντων ὑπέρ σου εἰς τὴν κάμινον, καὶ
ἐκ ταύτης κραυγαζόντων σοὶ’ Τάχυνον ὁ οἰκτίρμων, καὶ σπεῦσον ὡς ἐλεήμων, εἰς τὴν
βοήθειαν ἠμῶν, ὅτι δύνασαι βουλόμενος.
Ἅπλωσε τὸ Χέρι Σου τοῦ ὁποίου
γνώρισαν τὴν δύναμη παλιὰ οἱ Αἰγύπτιοι ποὺ Σὲ πολεμοῦσαν, καὶ οἱ Ἑβραῖοι ποὺ
πολεμοῦνταν. Μῦ μᾶς ἐγκαταλείπεις καὶ μᾶς καταπίει ὁ θάνατος ποὺ διψᾶ γιὰ τὴν
ζωή μας, καὶ ὁ σατανᾶς ποὺ μᾶς μισεῖ. Ἔλα κοντά μας, πλησίασε, λυπήσου μας καὶ
λύτρωσέ μας, ὅπως λυπήθηκες καὶ λύτρωσες τοὺς τρεῖς Σου παῖδες παλιὰ στὴν
Βαβυλώνα, ποὺ σὲ ἀνυμνοῦσαν ἀκατάπαυστα μέσα ἀπὸ τὴν κάμινο, ὅπου ρίχθηκαν γιὰ
τὸ Ὀνομά Σου, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μέσα Σου κραύγαζαν: τρέξε γρήγορα οἰκτίρμων, καὶ σπεῦσε
ἐλεήμων νὰ μᾶς βοηθήσεις, γιατί ὅταν θέλεις, ὅλα τα μπορεῖς.
Συναξάριον.
Τὴ αὐτὴ ἥμερα, Κυριακή των ἁγίων
Προπατόρων τοῦ Χριστοῦ.
Στίχοι. Δέξασθε χαρὰν οἱ
πάλαι Προπάτορες, Βλέποντες ἐγγίζοντα Χριστὸν Μεσσίαν.
Γήθεο Ἀβραάμ, ὅτι Πρόπαππος
Χριστοῦ ἐδείχθης.
Χαρεῖτε οἱ ἀπὸ παλιὰ
προπάτορες τοῦ Χριστοῦ, βλέποντας νὰ πλησιάζει ὁ Χριστὸς καὶ Μεσσίας. Γέμισε μὲ
χαρὰ καὶ σὺ Ἀβραάμ, γιατί ἀναδείχθηκες πρόπαππος τοῦ Χριστοῦ.
Ταϊς τῶν σῶν ἁγίων
πρεσβείαις, ὁ θεός, ἐλέησον ἠμᾶς.
Ἀμήν.
Ἑξαποστειλάριον. Γυναῖκες ἀκουτίσθητε.
Πατέρων μνήμην σήμερον,
σκιρτῶντες φιλοπάτορες, τοῦ Ἀβραὰμ συνελθόντες, καὶ Ἰσαὰκ κατὰ χρέος, καὶ Ἰακὼβ
ὑμνήσωμεν’ ἐξ ὧν Χριστὸς ὁ Κύριος, τὸ κατὰ σάρκα ὠράθη, διὰ πολλὴν εὐσπλαγχνίαν.
Σήμερα ἃς ὑμνήσουμε τὴν
μνήμη τῶν πατέρων ὄλι ὅσοι ἀγαποῦμε τοὺς πατέρες τοῦ Κυρίου, μὲ χαρά, γιατί αὐτὸ
εἶναι χρέος μας, δηλαδὴ νὰ τιμήσουμε τὴν μνήμη τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰακώβ,
ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ Κύριος γεννήθηκε, διότι εἶναι πολὺ εὔσπλαχνος γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς
ἀνθρώπους.
Ἕτερον, ὅμοιον.
Ἀδὰμ ἀνευφημήσωμεν,(ἃς ὑμνήσουμε
ὥστε νὰ ἁπλωθεῖ ἡ φήμη τοὺς παντοῦ), Ἀβελ Σὴθ καὶ τὸν Ἐνῶς, Ἐνὼχ καὶ Νῶε Ἀβραάμ,
Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ, Μωσὴν Ἰὼβ καὶ τὸν Ἀαρῶν,
Ἐλεάζαρ Ἰησοῦν, Βαρὰκ Σαμψῶν
Ἰεφθάε, Δαυὶδ καὶ τὸν Σολομώντα.
Δόξα τῶν αἴνων. Ἦχος βαρύς. Γερμανοῦ.
Δεῦτε ἅπαντες, πιστῶς
πανηγυρίσωμεν, τῶν πρὸ νόμου Πατέρων, Ἀβραὰμ καὶ τῶν σὺν αὐτῶ, τὴν ἐτήσιον
μνήμην’ τοῦ Ἰούδα τὴν φυλήν, ἀξίως τιμήσωμεν’ τοὺς ἐν Βαβυλώνι Παίδας, τοὺς
σβέσαντας τὴν ἐν καμίνω φλόγα, ὡς τῆς Τριάδος τύπον, σὺν τῷ Δανιὴλ εὐφημήσωμεν’
τῶν Προφητῶν τὰς προρρήσεις, ἀσφαλῶς κατέχοντες, μετὰ τοῦ Ἠσαίου μεγαλοφώνως
βοήσωμεν’ Ἰδοὺ ἡ Παρθένος, ἐν γαστρι λήψεται, καὶ τέξεται Υἱὸν τὸν Ἐμμανουῆλ’ ὁ
ἐστι μεθ’ ἠμῶν ὁ θεός.
Ἐλᾶτε ὅλοι μὲ πίστη νὰ
πανηγυρίσουμε τὴν ἐτήσια μνήμη τῶν προπατόρων,οἱ ὁποῖοι ἁγίασαν μὲ τὴν πίστη
τους, πρὶν ὁ Θεὸς νὰ δώσει τὸν νόμο Του (στὸ ὅρος Σινά), δηλαδὴ τὸν Ἀβραὰμ καὶ
τοὺς ἀπογόνους του.
Ἃς τιμήσουμε λοιπὸν ἐπάξια
του Ἰούδα τὴν φυλὴ ἀπὸ τὴν ὁποία προῆλθε ὁ Κύριος, ἃς ὑμνήσουμε διαλαλώντας τὴ
φήμη τῶν παιδιῶν ποὺ στὴ Βαβυλώνα ἔσβησαν τὴν φλόγα τῆς καμίνου καὶ προτύπωναν
τὴν Ἁγία Τριάδα, μαζὶ μὲ τὸν Δανιήλ. Καὶ ἀφοῦ κάνουμε κτῆμα μᾶς χωρὶς κανένα
σφάλμα τὶς προφητεῖες τῶν προφητῶν, μαζὶ μὲ τὸν Ἠσαία ἃς ψάλουμε μεγαλόφωνα:
Νά, τώρα ἡ Παρθένος θὰ συλλάβει καὶ θὰ γεννήσει τὸν Ἐμμανουήλ, ποὺ σημαίνει, πὼς
ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας.
Ἀπόδοση, Μοναχῆς Θεοδοσίας
Πηγή: Ἀναβάσεις