Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Πλανᾶς
(+1932), ἕνας ἅγιος των ἡμερῶν μας, λειτουργοῦσε καθημερινά, χωρὶς διακοπῆ, σὲ
διάστημα μισοῦ αἰώνα. Στὸ διάστημα αὐτὸ τύχαινε κάποτε νὰ μὴν ἔχει πρόσφορο.
Πάντοτε ὅμως ἐξοικονομοῦσε εἴτε ἀπὸ τοὺς πιστοὺς εἴτε ἀπὸ τοὺς γύρω φούρνους.
Κάποια μέρα εἶχε προχωρήσει
ὁ ὄρθρος ἀρκετά, ἀλλὰ πρόσφορο δὲν φαινόταν πουθενά. Ἔστειλε νὰ ψάξουν στοὺς
φούρνους καὶ στὶς νοικοκυρὲς ποὺ πάντα εἶχαν. Κοίταξε καὶ στὰ ντουλάπια τοῦ ἱεροῦ,
μήπως εἶχε ἀφήσει ἄλλος ἱερέας. Μὰ κανένα ἀποτέλεσμα. Στενοχωρήθηκε μέχρι
δακρύων.
Κάποια στιγμὴ τὸν βλέπουν νὰ
βγαίνει στὴν ὡραία πύλη κρατώντας ἕνα πρόσφορο φρέσκο-φρέσκο. Τὸ εἶχε βρεῖ πάνω
στὴν ἁγία τράπεζα!
-Κοιτάξτε, παιδιά μου, τί
σημεῖο μου ἔκανε ὁ Θεός, εἶπε συγκινημένος καὶ χαρούμενος.
Ὅλα τα θαύματα, σημεῖα τὰ ἔλεγε.
Τὰ θεωροῦσε φυσικά, γιατί εἶχε μεγάλη πίστη. Στὰ συναξάρια συναντᾶμε ἀσκητὲς ποὺ
τοὺς ὑπηρετοῦσε ἄγγελος Κυρίου. Πολὺ φυσικὸ λοιπὸν νὰ ὑπηρετοῦσε ἄγγελος Κυρίου
καὶ τὸν πάπα-Νικόλα, τὸν «ἐντός του κόσμου διαβούντα ἀληθινὸν ἀσκητήν».
«Ἡ φήμη τοῦ πάπα-Νικόλα»,
διηγεῖται σεβαστὴ γυναίκα, «εἶχε ἁπλωθεῖ σ’ ὅλη τὴν Ἀθήνα. Κάποτε, παραμονὴ
Χριστουγέννων, ξεκίνησα μὲ τὰ ἐγγονάκια μου γιὰ νὰ κοινωνήσω ἀπὸ τ’ ἁγιασμένα
χέρια του.
Τότε στὴ Βουλιαγμένη ἦταν ἀκόμα
ἐρημιά. Εἴκοσι χαμόσπιτα σκόρπια ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ τριγύρω χωράφια. Στὴ θέση τῆς
σημερινῆς ἐκκλησίας ὑπῆρχε ἕνα παλιὸ βυζαντινὸ ἐκκλησάκι, μικρὸ σὰν κουβούκλιο,
χαμηλὸ καὶ μισοσκότεινο.
Εἶχαν ἔρθει καὶ ἄλλες οἰκογένειες
μὲ τὰ παιδάκια τους. Κάποια στιγμὴ ποὺ ὁ πάπα-Νικόλας ἐμφανίστηκε στὴν ὡραία πύλη
κρατώντας τὸ ἅγιο ποτήρι, τὸ ἐγγονάκι μου φώναξε:
-Γιαγιά, ὁ παπὰς περπατάει
στὸν ἀέρα!
-Πάψε, τοῦ λέω, ἐνῶ
συγχρόνως σταυροκοπήθηκα. Πῶς περπατάει στὸν ἀέρα;
-Τὸν βλέπω κι ἐγώ, φώναξε ἄλλο
παιδάκι. Δὲν πατάει κάτω.
Στὸ «Μετὰ φόβου…»
πλησιάσαμε ὅλες οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδάκια νὰ κοινωνήσουμε. Ὁ πάπα-Νικόλας δὲν
εἶχε ἀκούσει τίποτε, ἀλλά, κι ἂν εἶχε ἀκούσει, δὲν ἔδωσε καθόλου προσοχή.
Ἀπὸ τότε ἐρχόμουν πάντοτε ἐδῶ
καὶ κοινωνοῦσα. Καὶ κάθε φορᾶ ἦταν ἀδύνατον νὰ μὴν ἀκούσω παιδάκια νὰ φωνάζουν:
-Ὁ παπὰς περπατάει στὸν ἀέρα!».
Τὸ 1920, ἀνήμερά τα
Χριστούγεννα, ὁ ὅσιος λειτουργοῦσε στὸν ἅγιο Ἰωάννη Βουλιαγμένης. Ὅταν βγῆκε νὰ
κοινωνήσει τοὺς πιστούς, πλησίασε καὶ μιὰ γυναίκα μὲ τὸ μωρό της. Ἀφοῦ
κοινώνησε τὸ μικρό, τὸ ἔδωσε σὲ μιὰ κοπέλα, τὴν Ἰουλία, νὰ τὸ κρατάει.
Ἡ Ἰουλία, καθὼς τὸ κρατοῦσε,
γύρισε καὶ κοίταξε τὸν ἱερέα. Τότε παρὰ λίγο νὰ τῆς πέσει τὸ παιδὶ ἀπὸ τὰ
χέρια.
-Πρόσεξε! Τί ἔπαθες; τῆς
φωνάζει ἡ γυναίκα.
-Βλέπω τὸν παπὰ νὰ στέκεται
πάνω σ’ ἕνα σύννεφο, ἀπάντησε ἐκείνη ἐκστατική.
Ἄλλοτε πάλι, ἐνῶ λειτουργοῦσε
ὁ ὅσιος στὸν προφήτη Ἐλισαῖο, ἔγινε καὶ τοῦτο: Ἕνα ὀκτάχρονο παιδάκι βγαίνει
κάτωχρο ἀπὸ τὸ ἱερὸ καὶ λέει στὴ μητέρα του:
-Μαμά, ὁ πάπα-Νικόλας εἶναι
τόσο ψηλὰ ἀπὸ τὴ γῆ!
Καὶ τῆς ἔδειξε μισὸ πήχη μὲ
τὸ χεράκι του.
Πηγή: (Μάρθας μοναχῆς, Ὁ Ἅγιος
πάπα- Νικόλας πλανᾶς, Ἔκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι 1992), Ἱερέας
τὴ Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας