Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013

Περιμένω νὰ μοῦ χαρίσει ὁ Θεὸς ἕνα ζευγάρι παπούτσια…


Τέλος Νοέμβρη θὰ ἤτανε… Ἐκείνη τὴ χρονιὰ τὰ κρύα εἶχαν ἀρχίσει ἀπὸ νωρίς. Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν μαζευτεῖ στὰ σπίτια του, ὅ,τι εἶχε ὁ καθένας. Ὁποῖος δὲν εἶχε μαζευόταν στοὺς δρόμους, καλὴ ὥρα. Οἱ βιτρίνες ἀπὸ καιρὸ στὸν δικό τους κόσμο. Λὲς καὶ ζοῦσαν σ ἄλλη ἐποχή, μὲ ἄλλους ἀνθρώπους. Ἐνδεχομένως πιὸ καλή.

Ὁ μικρὸς διαβάτης εἶχε κολλήσει τὴ μύτη του σὲ μιὰ βιτρίνα. Αὐτὴ καμάρωνε γιὰ τὰ λοῦσα της. Παπούτσια ὅλων των εἰδῶν. Ὅπως ἔπεφταν ἐπάνω τους τὰ  χρωματιστὰ φῶτα ἔφτανε ν ἁπλώσεις τὰ χέρια σου καὶ νὰ τὰ πάρεις. Ὁ μικρός μας οὔτε καν ποὺ τὸ σκεφτόταν. Τὰ χέρια τοῦ ἦταν κοκκαλωμένα ἀπὸ τὸ κρύο καὶ δὲν ἔβγαιναν εὔκολα ἀπὸ τὶς τσέπες.

«Τί κάνεις ἐδῶ;» τὸν ρώτησε μιὰ καλοβαλμένη ψηλὴ γυναίκα.

Σήκωσε τὰ μάτια του καὶ ἔκανε κάμποση ὥρα μέχρι νὰ φτάσει τὰ μάτια της. Πέρασε πρῶτα ἀπὸ τὰ ἀκριβά της ροῦχα, τὴν τσάντα, τὰ βραχιόλια τὸ κολλιὲ καὶ κατέληξε στὰ μεγάλα της μάτια ποὺ τὸν κοιτοῦσαν ἴσαμε τὴν ψυχή του.

Ξανακολλᾶ τὸ πρόσωπό του στὴ βιτρίνα καὶ λέει:
«Περιμένω νὰ μοῦ χαρίσει ὁ Θεὸς ἕνα ζευγάρι παπούτσια..»

Δίχως δεύτερη σκέψη ἡ γυναίκα παίρνει τὸν μικρὸ ἀπὸ τὸ χέρι καὶ μπαίνουν στὸ κατάστημα. Κάθεται ἐκεῖνος στὸν μικρὸ καναπὲ καὶ κάποια πωλήτρια πλησιάζει καὶ τοῦ καθαρίζει τὰ πόδια. Ὕστερά του φοράει ἕνα ζευγάρι καινούργιες κάλτσες καὶ πάνω ἀπὸ αὐτὲς ἐκεῖνο τὸ ζευγάρι παπούτσια ποὺ ζήλευε τόσην ὥρα.
Βγῆκαν ἀπὸ τὸ κατάστημα. Ἡ γυναίκα ἔσκυψε καὶ φίλησε τὸ μικρὸ τρυφερὰ στὸ μέτωπο.
«Νὰ προσέχεις» τοῦ εἶπε καὶ ἔκανε νὰ φύγει.
«Συγνώμη…» εἶπε ὁ μικρὸς ποὺ δὲν εἶχε συνέρθει ἀκόμα ἀπὸ τὴν ἔκπληξη.
«Ναί;» κοντοσθάθηκε ἡ γυναίκα.

«Μήπως εἶστε ἡ σύζυγος τοῦ Θεοῦ;» ρώτησε ἐκεῖνος καὶ ἔμεινε ἀρκετὴ ὥρα μὲ τὴ χαρὰ μπερδεμένη μὲ ἀπορία καὶ εὐγνωμοσύνη.