Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Ἅγιος Μηνᾶς ὁ Μεγαλομάρτυρας


Ὁ Ἅγιος Μηνᾶς γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο στὰ μέσα περίπου τοῦ 3ου αἰώνα μ.Χ. ἀπὸ γονεῖς εἰδωλολάτρες. Ὡστόσο, τὸ εἰδωλολατρικὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο μεγάλωνε, δὲν κατάφερε νὰ σκληρύνει τὴν καρδιά του ἡ ὁποία, ὅταν ἦλθε ἡ στιγμή, σκίρτησε ἀκούγοντας τὴν φωνὴ τοῦ «ἐτάζοντος καρδίας καὶ νεφροὺς» (Ψαλμοὶ 7,10) Θεοῦ καὶ ἔτσι ὁ, ἔφηβος ἀκόμη, Μηνᾶς ἔγινε χριστιανός.

Μεγαλώνοντας, ἐπέλεξε νὰ σταδιοδρομήσει στὸν Ρωμαϊκὸ στρατό, στὸ ἱππικὸ τάγμα τῶν Ρουταλικῶν, ὑπὸ τὴν διοίκηση τοῦ Ἀργυρίσκου. Ἡ ἕδρα τῆς μονάδας τοῦ ἦταν στὸ Κοτυάειον (σημερινὴ Κιουτάχεια) τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐκεῖ ὁ Μηνὰς διακρίθηκε καὶ γιὰ τὴν φρόνησή του ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ἀνδρεῖο του φρόνημα καὶ γι’ αὐτὸ ἔχαιρε ἐκτιμήσεως στὸ κύκλο τῶν στρατιωτικῶν.

Δυστυχῶς ὅμως, τρεῖς αἰῶνες μετὰ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ παλαιὸς κόσμος ἀκόμη δὲν ἤθελε νὰ δεχθεῖ τὸ λυτρωτικὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως, παραμένοντας αὐτάρεσκα, ἐγωιστικὰ καὶ αὐτοκαταστροφικὰ προσκολλημένος στὴ φθορὰ καὶ τὸ σκοτάδι. Οἱ αὐτοκράτορες τῆς Ρώμης ἄρχισαν καὶ πάλι «πρὸς κέντρα λακτίζειν» (Πράξεις 26,14). Ὁ Διοκλητιανὸς καὶ ὁ Μαξιμιανὸς διέταξαν διωγμὸ ἐναντίον τῶν λογικῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ, διωγμὸ ὁ ὁποῖος κράτησε ἀπὸ τὸ 303 ἕως τὸ 311 μ.Χ. Ἔτσι, οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες διατάχθηκαν νὰ συλλαμβάνουν καὶ νὰ τυραννοῦν τοὺς χριστιανοὺς προσπαθώντας νὰ τοὺς κάνουν νὰ ἀλλαξοπιστήσουν. Αὐτὴ ἦταν καὶ ἡ πρώτη κρίσιμη στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Μηνὰς κλήθηκε νὰ πεῖ «τὸ μεγάλο ναὶ ἢ τὸ μεγάλο ὄχι». Ἡ πίστη του στὸν Χριστὸ νίκησε τὴν κοσμικὴ «σύνεση» καὶ λογική.

Ὁ Ἅγιος δὲν ἄντεξε, πέταξε στὴ γῆ τὴν στρατιωτική του ζώνη ἀπεκδυόμενος μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν ἰδιότητα τοῦ στρατιώτη – διώκτη τῶν χριστιανῶν, καὶ διέφυγε στὸ παρακείμενο ὅρος. Ἐκεῖ ἀσκήτευε, προτιμώντας τὴν συντροφιὰ τῶν θηρίων τῆς φύσης ἀπὸ τὴν συντροφιὰ τῶν ἀποθηριωμένων εἰδωλολατρῶν. Ἐκεῖ, «ἐν ἐρημίαις πλανώμενος καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» (Πρὸς Ἑβραίους 11,38), ἔζησε ἐπὶ ἀρκετὸ διάστημα μὲ νηστεία, ἀγρυπνία καὶ προσευχή. Ἡ ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ ἡ ἡσυχία ἐθέρμαναν τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνάβοντας τὸν θεῖο ἔρωτα καὶ τὸν πόθο τοῦ μαρτυρίου.

Ἔτσι, σὲ ἡλικία πενήντα περίπου ἐτῶν, μετὰ ἀπὸ θεία ἀποκάλυψη ὅτι εἶχε φτάσει ἡ ὥρα τοῦ μαρτυρίου, κατέβηκε στὴν πόλη, σὲ μέρα εἰδωλολατρικοῦ πανηγυριοῦ καὶ μὲ παρρησία, ἐν μέσω τῶν μαινομένων εἰδωλολατρῶν, ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ ὡς τὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό, μυκτηρίζοντας τὰ κωφὰ καὶ ἀναίσθητα εἴδωλα. Συνελήφθη καὶ σύρθηκε δερόμενος μπροστὰ στὸν Πύρρο, τὸν διοικητὴ τῆς πόλεως. Ἐκεῖ, μιλώντας μὲ θάρρος, ἀποκάλυψε τὸ ὄνομά του, τὴν καταγωγή του, τὸ στρατιωτικό του παρελθὸν καί, φυσικά, διεκήρυξε μὲ τόλμη καὶ ἀταλάντευτη ἐπιμονὴ τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ὁδηγήθηκε στὴ φυλακὴ καὶ τὸ πρωὶ τῆς ἑπομένης ἡμέρας, μετὰ τὸ πέρας τοῦ εἰδωλολατρικοῦ πανηγυριοῦ, τὸν παρουσίασαν καὶ πάλι ἐνώπιόν του ἡγεμόνος ὁ ὁποῖος τὸν κατηγόρησε ὅτι ἐξύβρισε τοὺς θεοὺς καὶ μάλιστα μπροστά του καὶ ὅτι λιποτάκτησε ἀπὸ τὸν στρατό. Ὁ Ἅγιος ἀποδέχθηκε τὶς κατηγορίες χωρὶς δισταγμό.

Ὁ Πύρρος, εὐλαβούμενος στὴν ἀρχὴ τὴν ἡλικία καὶ τὴν εὐκοσμία του, προσπάθησε μὲ λόγια καὶ ὑποσχέσεις ἀλλὰ καὶ μὲ ἀπειλὲς στὴ συνέχεια, νὰ τὸν ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν οἱ προσπάθειές του προσέκρουσαν στὴν σταθερὴ ἄρνηση τοῦ Ἁγίου, διέταξε νὰ τὸν ὑποβάλουν σὲ ἀνυπόφορα βασανιστήρια. Οἱ δήμιοι τὸν μαστίγωσαν τόσο πολὺ ὥστε ἄλλαξαν δύο καὶ τρεῖς φορὲς οἱ μαστιγωτές του. Τὸν κρέμασαν καὶ τὸν ἔγδερναν μέχρι ποὺ ἄρχισαν νὰ φαίνονται τὰ ἐσωτερικὰ ὄργανα τοῦ Ἁγίου. Ἔπειτα, σὰν νὰ μὴν ἔφθαναν αὐτά, ἔτριβαν τὸ καταπληγωμένο τοῦ σῶμα μὲ τρίχινο ὕφασμα καὶ στὸ τέλος τὸν ἔσερναν γυμνὸ καὶ κατακρεουργημένο πάνω σε μεταλλικὰ ἀγκάθια. Ὅλα τα ὑπέμενε μὲ γενναιότητα καὶ καρτεροψυχία ὁ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, ἐφαρμόζοντας τὸ Εὐαγγελικὸ «καὶ μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Ματθαῖος 10,28).

Μάλιστα, τὴν ὥρα τοῦ μαρτυρίου, κάποιοι παλιοὶ συστρατιῶτες τοῦ τὸν προέτρεπαν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα λέγοντας ὅτι ὁ Θεός του θὰ τὸν δικαιολογήσει βλέποντας τὰ βασανιστήρια στὰ ὁποῖα τὸν ὑπέβαλλαν. Ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε ἀποφασιστικὰ καὶ τοὺς ἀπάντησε ὅτι προσφέρει θυσία ἀκόμη καὶ τὸν ἑαυτό του στὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος τὸν ἐνδυναμώνει γιὰ νὰ ὑπομένει τὶς πληγές.

Ὁ ἡγεμόνας, θαυμάζοντας τὴν εὐστοχία καὶ τὴν σοφία τῶν ἀπαντήσεων τοῦ Μάρτυρα, τὸν ρώτησε ἀπορημένος πῶς εἶναι δυνατὸν ἕνας τραχὺς στρατιώτης σὰν αὐτὸν νὰ μπορεῖ νὰ ἀπαντᾶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο. Καὶ ὁ Ἅγιος, μὲ τὴ φώτιση τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀποκρίθηκε ὅτι αὐτὴ τὴν ἱκανότητα τὴν χαρίζει στοὺς μάρτυρές του ὁ Χριστός, ὅπως ἔχει ὑποσχεθεῖ στὸ Εὐαγγέλιο: «ὅταν δὲ προσφέρωσιν ὑμᾶς ἐπὶ τὰς συναγωγᾶς καὶ τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας, μὴ μεριμνᾶτε πῶς ἢ τί ἀπολογήσησθε ἢ τί εἴπητε. Τὸ γὰρ Ἅγιον Πνεῦμα διδάξει ὑμᾶς ἐν αὐτὴ τὴ ὥρα ἃ δεῖ εἰπειν» (Λουκᾶ Ἰβ’, 11-12).

Τότε, ἀπελπισμένος ὁ τύραννος, διέταξε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Βαδίζοντας πρὸς τὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης ὁ Ἅγιος πρόλαβε νὰ ζητήσει ἀπὸ κάποιους κρυπτοχριστιανοὺς νὰ μεταφέρουν τὸ λείψανό του στὴν Αἴγυπτο.

Ὁ ἀποκεφαλισμὸς τοῦ ἔγινε τὴν 11η Νοεμβρίου στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἱ. μ.Χ. (πιθανότατά το 304 μ.Χ.) καὶ ἔτσι ἡ ψυχὴ τοῦ πέταξε χαρούμενη πρὸς τὸν Σωτήρα Χριστὸ τὸν ὁποῖο τόσο ἐπόθησε ὁ Ἅγιος καὶ γιὰ τὸν ὁποῖο θυσιάσθηκε. Οἱ δήμιοι ἄναψαν φωτιὰ γιὰ νὰ κάψουν τὸ σῶμα του.

Ὅτι κατάφεραν οἱ χριστιανοὶ νὰ περισώσουν ἀπὸ τὴν πυρὰ τὸ μετέφεραν στὴν Αἴγυπτο καὶ τὸ ἔθαψαν κοντὰ στὴν Μαρεώτιδα λίμνη, νοτιοδυτικά της Ἀλεξάνδρειας.

Στὸ σημεῖο ἐκεῖνο σταμάτησε, κατὰ τὴν παράδοση, ἡ καμήλα ποὺ μετέφερε τὰ λείψανα ἀρνούμενη πεισματικὰ νὰ προχωρήσει. Ἔτσι οἱ χριστιανοὶ κατάλαβαν ὅτι ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ ἐνταφιασθοῦν ἐκεῖ τα λείψανα τοῦ Ἁγίου.

Ἡ περιοχὴ τοῦ τάφου πολὺ σύντομα ἐξελίχθηκε σὲ προσκυνηματικὸ – λατρευτικὸ κέντρο.

Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὅταν ἦταν Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ἀνήγειρε ναὸ πάνω στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου. Σὲ λίγα χρόνια δημιουργήθηκε ἐκεῖ ἐκτεταμένο κτιριακὸ συγκρότημα τὸ ὁποῖο περιελάμβανε δύο ναούς, μοναστήρι, ξενῶνες καὶ ἄλλες ἐγκαταστάσεις.



Θαύματα τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ

Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀσκητὲς τῆς ἐποχῆς μας, ὁ γέρων Πορφύριος, εἶχε πεῖ στὰ πνευματικά του τέκνα ὅτι μετὰ τὴν κοίμησή του θὰ εἶναι πιὸ κοντά τους ἀπ’ ὅσο ἦταν ἐν ζωή, διότι πλέον δὲν θὰ ὑπάγεται στοὺς βιολογικοὺς νόμους τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Ἔτσι καὶ ὁ Ἅγιος Μηνᾶς, ἐπὶ χίλια ἑπτακόσια χρόνια τώρα μετὰ τὴν ἐκδημία του, δὲν ἔχει πάψει νὰ βρίσκεται κοντὰ στοὺς πιστούς, βοηθώντας ὅσους μὲ πίστη καὶ ἐλπίδα στὸν Θεὸ τὸν ἐπικαλοῦνται.

Ἀπὸ τὰ πολλὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου ποὺ διασώζει ἡ παράδοση θὰ ἀναφερθοῦν στὴ συνέχεια λίγα καὶ χαρακτηριστικά.

α) Ὁ ἄπληστος ξενοδόχος

Κάποιος χριστιανὸς ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὀδεύοντας γιὰ τὸ πανηγύρι τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καὶ ἔχοντας μαζί του ἀρκετὰ χρήματα, κατέλυσε σὲ ἕνα ξενοδοχεῖο. Ὁ ξενοδόχος εἶδε τὰ ξένα χρήματα καί, κυριευμένος ἀπὸ ἀπληστία, σκότωσε τὸν προσκυνητή, τὸν διεμέλισε καὶ ἔβαλε τὰ κομμάτια του σὲ μία σπυρίδα (ζεμπίλι). Ἐνῶ σκεφτόταν ποὺ νὰ θάψει τὰ μέλη τοῦ θύματός του γιὰ νὰ μὴν ἀποκαλυφθεῖ τὸ ἔγκλημα, καταφθάνει στὸ ξενοδοχεῖο ἕνας ἔφιππος στρατιώτης, ὁ Ἅγιος Μηνᾶς, καὶ τὸν ρωτάει ἐπίμονα ποῦ βρίσκεται ὁ προσκυνητής. Ὁ ξενοδόχος τὸν διαβεβαιώνει ὅτι δὲν γνωρίζει τίποτε ἀλλὰ ὁ Ἅγιος ξεπεζεύει, εἰσέρχεται στὰ ἐνδότερά του ξενώνα, βρίσκει τὴν σπυρίδα, τὴν φέρνει μπροστά του καὶ τὸν ρωτάει μὲ φοβερὸ καὶ ἄγριο βλέμμα νὰ τοῦ πεῖ ποιὸς εἶναι ὁ νεκρός.

Τότε ὁ φονιὰς ἔφριξε, πέφτοντας ἄφωνος καὶ τρέμων στὰ πόδια τοῦ ἄγνωστου ἱππέα. Ὁ Ἅγιος συνάρμοσε τὰ μέλη τοῦ θύματος, προσευχήθηκε καὶ ἀνέστησε τὸ νεκρὸ προσκυνητὴ παραγγέλνοντάς του νὰ δοξάζει τὸν Θεό. Ὁ ἀναστημένος, σὰν νὰ εἶχε ἐγερθεῖ ἀπὸ τὸν ὕπνο, κατάλαβε ὅσα ἔπαθε, ἐδόξασε τὸν Θεὸ καὶ προσκύνησε τὸν Ἅγιο.

Μόλις ὁ φονιὰς συνῆλθε ἀπὸ τὸν τρόμο του καὶ σηκώθηκε, τοῦ πῆρε ὁ Ἅγιος τα κλεμμένα χρήματα καὶ τὰ ἐπέστρεψε στὸν προσκυνητὴ λέγοντάς του νὰ συνεχίσει τὸν δρόμο του.

Ἔπειτα, γιὰ νὰ ὁλοκληρώσει τὴν εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ, στράφηκε πρὸς τὸν ξενοδόχο, τὸν ἔδειρε ὅπως τοῦ ἄξιζε, τὸν ἐνουθέτησε, τοῦ ἔδωσε συγχώρηση γιὰ τὸ ἔγκλημά του προσευχόμενος γι’ αὐτόν, καβάλησε τὸ ἄλογό του καὶ ἔγινε ἄφαντος. Τότε μόνο κατάλαβε ὁ ξενοδόχος ὅτι ὁ στρατιώτης αὐτὸς ἦταν ὁ Ἅγιος Μηνᾶς, γεγονὸς ποὺ θυμίζει τὴν ἐμπειρία τῶν δύο Ἀποστόλων κατὰ τὴν πορεία τους πρὸς Ἐμμαούς, μὲ τὴν συντροφιὰ τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. (Λουκᾶ κδ’,31).

β) Ἡ σωτηρία τοῦ ὑπηρέτη

Κάποιος πλούσιος χριστιανὸς ἔταξε στὸν Ἅγιο Μηνᾶ νὰ προσφέρει ἕναν ἀσημένιο δίσκο στὸ ναό του. Παρήγγειλε λοιπὸν στὸν ἀργυροχόο δύο δίσκους καὶ τοῦ ζήτησε στὸν μὲν ἕνα νὰ γράψει τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου στὸν δὲ ἄλλον τὸ ὄνομα τὸ δικό του. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ δίσκος ὁ προορισμένος γιὰ τὸν Ἅγιο ἔγινε λαμπρότερος καὶ ὡραιότερος, ὁ χριστιανός, ἀπὸ ἀπληστία κινούμενος, δίχως νὰ ντραπεῖ τὸν κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτό του.

Ταξιδεύοντας λοιπὸν στὴ θάλασσα, δείπνησε στὸ πλοῖο χρησιμοποιώντας ἀσυλλόγιστα καὶ χωρὶς εὐλάβεια τὸν δίσκο τοῦ Ἁγίου. Μετὰ τὸ δεῖπνο ὁ ὑπηρέτης τοῦ ἀνευλαβοῦς χριστιανοῦ προσπάθησε νὰ πλύνει τὸν δίσκο στὴ θάλασσα μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τοῦ πέσει στὸ νερὸ καὶ νὰ βυθισθεῖ. Τότε ὁ νεαρὸς ὑπηρέτης φοβήθηκε πολύ, σάστισε καί, προσπαθώντας νὰ πιάσει τὸν δίσκο, ἔπεσε κι αὐτὸς στὴ θάλασσα.

Ὅταν ὁ κύριός του ἀντελήφθη τὸ συμβάν, συναισθάνθηκε ὅτι πλήρωνε τὰ ἐπιχείρα τῆς ἀπληστίας του καὶ τυπτόμενος ἀπὸ τὴν συνείδησή του, παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ βρεῖ ἔστω τὸ λείψανο τοῦ μικροῦ ὑπηρέτη του, τάζοντας νὰ δώσει στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καὶ τὸν δεύτερο δίσκο, καὶ τὰ χρήματα ποὺ ἄξιζε ὁ χαμένος στὴ θάλασσα δίσκος. Ἀφοῦ βγῆκε στὴ στεριὰ περίμενε μὲ ἀγωνία στὴν ἀκρογιαλιὰ μήπως καὶ ἐκβρασθεῖ τὸ πτῶμα τοῦ ὑπηρέτη. Καὶ ἐνῶ παρατηροῦσε τὴ θάλασσα, βλέπει τὸν μικρὸ νὰ βγαίνει ζωντανὸς ἀπὸ τὸ νερὸ κρατώντας στὰ χέρια του καὶ τὸν ἀσημένιο δίσκο τοῦ Ἁγίου!

Ὁ πλούσιος ἔφριξε ἀπὸ τὸ θαῦμα καὶ ἔβγαλε φωνὴ μεγάλη τὴν ὁποία ἀκούγοντας οἱ ἐπιβάτες τοῦ πλοίου βγῆκαν ὅλοι ἔξω καί, βλέποντας τὸ συμβάν, ρωτοῦσαν τὸν ὑπηρέτη, ποὺ τοὺς διηγήθηκε τὰ ἑξῆς: «Μόλις ἔπεσα στὴ θάλασσα, παρουσιάσθηκαν μπροστά μου τρεῖς ἄνθρωποι. Ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ αὐτοὺς φοροῦσε στρατιωτικὴ στολή, ὁ ἄλλος ἦταν νεαρὸς καὶ ὁ τρίτος ἦταν Διάκονος. Αὐτοὶ οἱ τρεῖς μὲ πῆραν μαζί τους ἀπὸ τὸν βυθὸ καὶ περπατώντας χθὲς καὶ σήμερα, μὲ ἔφεραν μέχρι ἐδῶ».

Ὁ κύριος του παιδιοῦ καὶ οἱ ἐπιβάτες τοῦ πλοίου ἀκούγοντας τὸ ἐξαίσιο θαῦμα, ἐδόξαζαν τὸν Θεὸ καὶ ἐθαύμαζαν γιὰ τοὺς τρόπους ποὺ χρησιμοποιεῖ προκειμένου οἱ ἄνθρωποι «εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Πρὸς Τιμόθεο Β’ 3,7).

Οἱ τρεῖς ποὺ ἔσωσαν τὸν ὑπηρέτη ἦταν ὁ Ἅγιος Μηνᾶς (ὁ στρατιωτικός), ὁ Ἅγιος Βίκτωρ (ὁ νεαρὸς) (βλέπε ἴδια ἡμέρα) καὶ ὁ Ἅγιος Βικέντιος (ὁ Διάκονος) (βλέπε ἴδια ἡμέρα).

Οἱ δύο τελευταῖοι Ἅγιοι ἐμαρτύρησαν τὴν ἴδια ἡμέρα μὲ τὸν Ἅγιο Μηνᾶ. Τὸν 2ο αἱ. μ.Χ.. ὁ Ἅγιος Βίκτωρ γδάρθηκε ζωντανὸς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ τὸν 3ο αἱ. μ. Χ. ὁ Ἅγιος Βικέντιος πέθανε ἔπειτα ἀπὸ σταύρωση καὶ ἐξάρθρωση τῶν μελῶν στὴν ὁποία τὸν ὑπέβαλαν οἱ βασανιστές του.

γ) Τὸ θαῦμα στὸ Ἡράκλειό της Κρήτης ποὺ ἔγινε τὸ 1826 μ.Χ.

Ἀκόμη ἕνα θαῦμα τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ ἔλαβε χώρα τὸ 1826 μ.Χ. στὸ Ἡράκλειό της Κρήτης, πόλη στὴν ὁποία ἰδιαιτέρως τιμᾶται ὁ Ἅγιος. Τὸ 1821 μ.Χ., μετὰ τὴν ἔκρηξη τῆς μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης ἐναντίον τῶν Τούρκων, οἱ κατακτητὲς προχώρησαν σὲ σφαγὲς χιλιάδων ἀμάχων σὲ πολλὲς περιοχές. Ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ πλήρωσαν μὲ τὸ αἷμα τοὺς τὴν ἐπανάσταση ἦταν καὶ οἱ κάτοικοι τῆς Κρήτης. Μεταξύ των χιλιάδων θυμάτων ἦταν ὁ Μητροπολίτης Κρήτης, οἱ Ἐπίσκοποι Χανίων, Κνωσοῦ, Χεροννήσου, Λάμπης, Σητείας κ.α. οἱ ὁποῖοι ἐσφάγησαν, τὴν 24η Ἰουνίου 1821 μ.Χ., στὸν περίβολο τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τοῦ Ἡρακλείου. Μάλιστα ὁ ἱερουργῶν ἱερέας ἐσφάγη πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα!

Πέντε χρόνια ἀργότερα, τὸ 1826 μ.Χ., οἱ Τοῦρκοι τοῦ Ἡρακλείου σχεδίαζαν νὰ προβοῦν σὲ σφαγὴ τῶν Χριστιανῶν, καὶ πάλι στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, στὶς 18 Ἀπριλίου, ἡμέρα τοῦ Πάσχα, τὴν ὥρα τῆς Ἀναστάσιμης Θείας Λειτουργίας γιὰ νὰ πιάσουν τοὺς Χριστιανοὺς ἀπροετοίμαστους. Γιὰ ἀντιπερισπασμὸ ἔβαλαν φωτιὰ σὲ διάφορα ἀπομακρυσμένα σημεῖα τῆς πόλης, ἐνῶ ὁπλισμένα στίφη εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἔξω ἀπὸ τὸ ναό, περιμένοντας τὴν ὥρα τῆς ἀναγνώσεως τοῦ Εὐαγγελίου γιὰ νὰ εἰσβάλουν καὶ νὰ ἀρχίσουν τὴν σφαγή.

Μόλις ὅμως ἄρχισε ἡ ἀνάγνωση ἐμφανίσθηκε ἕνας ἀσπρομάλλης ἡλικιωμένος ἱππέας ποὺ ἔτρεχε γύρω ἀπὸ τὸ ναὸ κραδαίνοντας τὸ ξίφος του καὶ κυνηγώντας τοὺς ἐπίδοξους σφαγεῖς οἱ ὁποῖοι τράπηκαν πανικόβλητοι σὲ φυγή. Ἔτσι σώθηκαν οἱ πολύπαθοι Χριστιανοὶ τοῦ Ἡρακλείου ἀπὸ τὸν φοβερὸ κίνδυνο.

Οἱ Τοῦρκοι νόμισαν ὅτι ὁ καβαλάρης ἦταν μουσουλμάνος πρόκριτος ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Διοικητὴ τῆς πόλης γιὰ νὰ ματαιώσει τὴν σφαγή. Ὅταν διαμαρτυρήθηκαν στὸν Διοικητή, αὐτὸς τοὺς διαβεβαίωσε ὅτι δὲν γνώριζε τίποτε καὶ μάλιστα διαπιστώθηκε ὅτι ὁ συγκεκριμένος πρόκριτος δὲν εἶχε βγεῖ καθόλου ἀπὸ τὸ σπίτι του.

Κατάλαβαν τότε οἱ Τοῦρκοι ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ θαῦμα τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, κοινοποίησαν τὸ γεγονὸς στοὺς Ἕλληνες καὶ ἀπὸ τότε οἱ Μουσουλμάνοι ηὐλαβοῦντο πολὺ τὸν Ἅγιο, προσφέροντας μάλιστα καὶ δῶρα στὸ ναό του. Τὸ θαῦμα αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καθιερώθηκε νὰ τιμᾶται στὸ Ἡράκλειο τὴν Τρίτη της Διακαινησίμου, ὁπότε καὶ ἐκτίθεται σὲ προσκύνηση, κατὰ τὸν ἑσπερινό, λείψανο τοῦ Ἁγίου.

δ) Τὸ θαῦμα στὸν πατὴρ Γεώργιο

«Μεταξύ των ἀδικημένων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μᾶς εἶναι καὶ ὁ Ὀσιώτατος πατὴρ Γεώργιος, ὁ Χατζὴ-Γεωργης, ὁ ὁποῖος εἶναι ἕνας σύγχρονος Ἅγιος της ἐποχῆς μας, ἀλλά, μποροῦμε νὰ ποῦμε, καὶ μεγάλος Ἅγιος, ἀνάλογα μὲ τὴν ἐποχή μας.», γράφει ὁ Γέρων Παϊσιος ὁ Ἁγιορείτης.

Ὁ Γέρων Χατζὴ-Γεωργης (1809 – 1886 μ.Χ.), «ὁ μέγας καὶ περιβόητος ἀσκητής», ἀσκήτευσε στὸ Ἅγιον Ὅρος ἐπὶ μακρὸ χρονικὸ διάστημα. Ἐπὶ ἀρκετὰ χρόνια ἔμενε στὴν Κερασιά, στὸ μεγάλο Κελὶ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καὶ Ἁγίου Μηνᾶ, ὡς ὑποτακτικός του Πάπα-Νεόφυτου στὴν ἀρχὴ καὶ ὡς Γέρων τῆς Συνοδείας ἀπὸ τὸ 1848 μ.Χ. καὶ ἔπειτα. «Κάποτε, ἐνῶ ὁ Γέροντας ἠσχολεῖτο μὲ τὸ ἐργόχειρο, κατὰ λάθος κατάπιε μεγάλη βελόνα καὶ προσευχήθηκε πρὸς τὸν μεγαλομάρτυρα Μηνᾶ.

Στάθηκε τότε ὁ ἅγιος ἐνώπιόν του, ἔβαλε τὸ χέρι στὸν λαιμό του καὶ ἔβγαλε τὴν βελόνα».

ε) Τὸ θαῦμα στὸ Ἒλ Ἀλαμέιν τὸ 1942 μ.Χ.

Τὸ 1942 μ.Χ., κατὰ τὸν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οἱ ὑπὸ τὸν Ρόμμελ δυνάμεις τοῦ Ἄξονα στὴν Ἀφρικὴ εἶχαν καταφέρει νὰ προελάσουν τόσο ὥστε νὰ εἶναι ὁρατὸς ὁ κίνδυνος νὰ φθάσουν στὴν Διώρυγα τοῦ Σουέζ. Στὴν περιοχὴ τοῦ Ἒλ Ἀλαμέιν (ἀραβικὴ παραφθορὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ), ὅπου βρισκόταν τὰ ἐρείπια ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καὶ ἴσως καὶ ὁ τάφος του, οἱ ἀντίπαλες δυνάμεις προετοιμάζονταν γιὰ τὴν ἀποφασιστικὴ σύγκρουση ἡ ὁποία θὰ ἔκρινε τὸ ἂν οἱ Σύμμαχοι θὰ κατάφερναν νὰ παραμείνουν στὴν Ἀφρική.

Μεταξύ των συμμαχικῶν στρατευμάτων βρισκόταν καὶ ἑλληνικὴ στρατιωτικὴ δύναμη, ἡ ὁποία πῆρε μέρος στὴ μάχη. Ἕνα ἀπὸ τὰ βράδια ἐκεῖνα, πολλοὶ στρατιῶτες εἶδαν τὸν Ἅγιο Μηνᾶ νὰ βγαίνει ἀπὸ τὰ ἐρείπια τοῦ ναοῦ τοῦ ὀδηγώντας ἕνα καραβάνι μὲ καμῆλες, ὅπως ἀπεικονίζεται σὲ μία ἀπὸ τὶς παλαιὲς ἁγιογραφίες τοῦ ναοῦ του, καὶ νὰ μπαίνει μέσα στὸ στρατόπεδο τῶν ἐχθρικῶν δυνάμεων.

Ἡ ἐμφάνιση αὐτὴ κατατρόμαξε τοὺς Γερμανοὺς καὶ ὑπονόμευσε καίρια το ἠθικό τους, πράγμα ποὺ συνέβαλε καθοριστικὰ στὴ νίκη τῶν συμμαχικῶν δυνάμεων.

Σὲ ἀνταπόδοση τῆς εὐεργεσίας αὐτῆς τοῦ Ἁγίου παραχωρήθηκε στὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας ὁ τόπος ἐκεῖνος καὶ ξανακτίσθηκε ὁ ναὸς καθὼς καὶ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ.