Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

Γιατί λες «Δόξα τω Θεώ»;


Ἔξω βροχή, πλημμύρα. Ἄνθρωποι λίγοι ἀλλά βιαστικοί προσπαθοῦν νά ἀποφύγουν τίς οὐράνιες στάλες νεροῦ. Ὁ ἥλιος ἔχει μέρες νά φανεῖ. Τά φῶτα τοῦ δρόμου δέν καῖνε πιά, σημεῖο ὅτι εἶναι ἡμέρα…μά εἶναι σάν νά μήν ξημέρωσε ποτέ.

Τό δωμάτιο σκοτεινό μέ ἀνταύγειες χρωμάτων ἀπό τό φῶς τοῦ καντηλιοῦ. Καί ἐγώ ὁμιλῶ μέ μιά γλυκιά μελαγχολία, μέ τήν θυγατέρα τοῦ φθινοπώρου καί τῆς σιωπῆς.

Ρουφῶ τόν χρόνο παρατηρώντας τό τρέμουλο τῆς φλόγας τοῦ καντηλιοῦ, τό ὁποῖο καθώς χορεύει λές καί παρασύρει μαζί του καί τά πρόσωπα τά ἅγια, τά σώματα ἐκείνων πού στέκουν καθαρμένα μέ τήν μετάνοια, ἀποτυπωμένα στά χρώματα τοῦ ἁγιογράφου.

Δέρνουν ἀλύπητα οἱ στάλες τό παράθυρο. Παράθυρο παλαιό, πού ἀπό μέσα του ζήσανε πολλοί γείτονες καί περαστικοί. Κάνω νά τό πλησιάσω, νά ζήσω καί ἐγώ λίγο ἀπό τήν ζωή τῶν ἄλλων. Πλησιάζω. Τό ἀκουμπῶ, μά τά χνῶτα μου ἐμποδίζουν τήν ὅρασή μου. Ἀπομακρύνομαι λίγο.

Στόν δρόμο δέν βλέπω πρόσωπα, μόνο σιλουέτες ἀνθρώπινες μέ ὀμπρέλες πού τίς σκέπουν.

Ξάφνου μία σιλουέτα μές στά μαῦρα, μά φωτεινή. Χωρίς ὀμπρέλα. Χωρίς βιασύνη. Μέ μιά εἰρήνη στό βῆμα καί στό βλέμμα. Κοντοστέκεται στήν γωνιά τοῦ πεζοδρομίου. Κοντοστέκεται σάν νά ψάχνει κάτι. Ἁπλώνει τό χέρι του καί ἀφήνει κάτι δίπλα σε κάτι σκουπίδια.

Μά ὄχι, δέν εἶναι σκουπίδια μόνο. Κάποιος ἄστεγος τυλιγμένος μέ ἐφημερίδες δίπλα σε σακοῦλες σκουπιδιῶν. Δέν τόν εἶδα. Κανείς δέν τόν βλέπει, μᾶλλον κανείς μας δέν θέλει νά τόν δεῖ. Τά βλέμματα τόν προσπερνοῦν. Δέν θεωρεῖται ἄνθρωπος, ἀποφεύγεται σάν σκουπίδι, μήπως μᾶς λερώσει, μήπως μᾶς ἀγγίξει καί μᾶς ἀφήσει κάποιο ἀνεξίτηλο σημάδι τῆς ταλαιπώριας του.

Ἐκείνη ὅμως ἡ μαύρη σιλουέτα, ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος σταμάτησε. Σπαταλᾶ λίγο χρόνο μαζί του. Μέσα στή βροχή. Βρίσκεται ἀκόμα ἐκεῖ, ὅταν αἰσθάνομαι τήν ἀνάσα μου νά μέ προδίδει. Λές καί μέ ἄφησε καί αὐτή καί πῆγε νά δεῖ ἀπό κοντά τί συμβαίνει.

Ὁ μαυροφορεμένος γονατίζει. Δέν τοῦ ἀρκεῖ πού ἄφησε κάτι σέ ἐκεῖνον τόν ταλαίπωρο. Τοῦ μιλᾶ. Τοῦ δίνει τό χέρι του καί ὁ ρακένδυτος ἄνδρας σηκώνεται ὄρθιος. Ἡ βροχή, τό παλιό τζάμι,δέν μέ ἀφήνουν νά δῶ τό πρόσωπό του. Εἶναι ἀδύνατος, καμπουριασμένος, μά θαρρεῖς ὅτι εἶναι νέος.

Κοιτῶ τουλάχιστον δέκα λεπτά. Στέκομαι ὄρθιος μέσα στό σκοτεινό μά ζεστό δωμάτιό μου χωρίς νά σκέφτομαι τίποτα, χωρίς νά κάνω τίποτα… μόνο παρατηρῶ.

Ξάφνου ὁ μαυροφορεμένος ἄνδρας γυρίζει πρός τό παραθύρι μου. Λές καί ξέρει τί κάνω, λές καί μέ βλέπει ἐδῶ καί ὥρα. Παίρνει ἀπό τό χέρι τόν ἄρρωστο καί προσπαθοῦν νά περάσουν, τόν γεμάτο ἀπό νερό, δρόμο. Θέλουν νά περάσουν ἀπέναντι, νά ἔρθουν κάτω ἀπό τό κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ μου.

Ἀποτραβιέμαι λίγο. Φοβᾶμαι μήπως μέ δοῦν τά μάτια ἐκείνου τοῦ ἄνδρα. Μά καθώς περνᾶ ἡ μοναδική αὐτή σκέψη ἀπό τό νοῦ μου ὁ κτύπος τοῦ κουδουνιοῦ μέ καθηλώνει. Ἕνα ρίγος περνᾶ τό κορμί μου. Τό βλέμμα μου χαμένο πρός τήν πόρτα, ἀγωνιᾶ. Ἀγωνιᾶ μήπως… «ντρίν», τό κουδούνι ξαναχτυπᾶ. Ἀκίνητος, κόβω ἀκόμα καί τήν ἀνάσα μου πού ψιθυρίζει φόβο.

«Ἀδελφέ, βοήθησέ μας», μία φωνή ἀκούγεται κάτω ἀπό τό σπίτι μου. «Ἀδελφέ…». Μᾶλλον κάποιον ἄλλο θά θέλουνε, κάποιον ἄλλο θά φωνάζουν, σκέφτομαι, καί ἡ φωνή μου ἀπαντᾶ, «Ἀδελφέ, γιά ὄνομα τοῦ Θεοῦ, βοήθησέ μας…». Ἡ βροχή δυναμώνει, ὁ θόρυβος πού παράγει πλέον δέν ἠχεῖ στά αὐτιά μου ὄμορφα. Ἠχεῖ σάν πόνος καί ἀπελπισία...

Ἀντί νά πάω πρός τήν πόρτα, κάθομαι στήν βελούδινη πολυθρόνα μου. Ἀκουμπῶ τήν πλάτη μου ἀναπαυτικά πίσω καί περιμένω. Ἡ ὥρα περνᾶ. Ἡσυχία. «Δόξα τῷ Θεῶ» εἶπα μέσα μου…

Περιμένω λίγο ἀκόμα. Ἡ βροχή σταμάτησε. Σηκώθηκα. Πλησιάζω τό παράθυρο. Τά σκουπίδια ἦταν ὀρφανά, ὁ ταλαίπωρος δέν βρισκόταν πλέον ἐκεῖ. Οἱ ὀμπρέλες εἶχαν πιά κλείσει. «Δόξα τῷ Θεῶ…» εἶπα κοιτώντας ψηλά στόν οὐρανό καί ἀκούμπησα τό μέτωπό μου στό παράθυρο.

Μά ἐκείνη τήν ὥρα πού ὁ ἥλιος πολεμοῦσε νά ξεπροβάλει, τήν στιγμή ἐκείνη πού πίσω ἀπό τήν πλάτη μου τό καντηλάκι ἀγωνιοῦσε μήπως σβήσει, ἐκείνη ἡ σιλουέτα ἐμφανίστηκε στό ἀπέναντι πεζοδρόμιο. Ἦταν ἐκεῖνος, ὁ μαυροφορεμένος, ἕνας ἱερέας, μούσκεμα, ἀκίνητος νά μέ κοιτάζει. Δύο μάτια γεμάτα παράπονο, γεμάτα καλοσύνη καί ἐνδιαφέρον. Δύο μάτια καθάρια πού κρεμάστηκαν στό πρόσωπό μου.

Καθόμουν ἐκεῖ ἀκίνητος.
Καθόταν ἐκεῖ ἀκίνητος.

«Γιατί λές, δόξα τῷ Θεῶ; Γιά τήν βοήθεια ποῦ δέν μᾶς ἔδωσες, γιά τήν ἀπραξία σου, γιά τήν ἀτολμία σου, τήν ἀναισθησία σου; Γιατί λές, δόξα τῷ Θεῶ;» Δέν μίλησε, ἀλλά αὐτά μου εἶπε. Δέν κούνησε τά χείλη του, ἁπλά μου ἔγνεψε καί χάθηκε μέσα στούς περαστικούς. Μποροῦσα νά βοηθήσω. Ποῦ τό ἤξερε; Πῶς μέ γνώριζε; Ποιός ἦταν αὐτό ὁ ἱερέας; Δέν ξέρω. Δέν θά μάθω μᾶλλον ποτέ.

Ἦταν κάποιο ὑπαρκτό πρόσωπο, ἤ ἡ ἐνσαρκωμένη μου συνείδηση; Μποροῦσα νά βοηθήσω μά δέν τό ἔκανα, ἁπλά παρατηροῦσα...

Ἐκείνη τήν ἡμέρα, ἔκλαψα πολύ. Ἔκλαψα γιά ἐμένα, ἔκλαψα γιά τό κατάντημά μου.

Ἔκλαψα, πού δέν εἶπα οὔτε ἕνα συγνώμη.

Αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος