Ὁ ἄνθρωπος βαδίζει μέσα στὸν κόσμο ὑπακούοντας σὲ χίλια
δυὸ πράγματα. Στὴν μόδα, στὴν γνώμη τῶν φίλων, στὶς διαφημίσεις, σὲ καφετζοῦδες,
σὲ μέντιουμ, στὰ ἄστρα...
Δυστυχῶς κάνει ὑπακοὴ σὲ πολλὰ ὅμως ὄχι ἐκεῖ ποὺ πρέπει,
δηλαδὴ στὴν Ἐκκλησία, στὸν Χριστό.
Ὁ ἄνθρωπος κάνοντας ὑπακοὴ στὸ κοσμικὸ φρόνημα, σέρνεται
μέσα στὴν ἀβέβαιη "βεβαιότητα" ὅλων των δῆθεν σωτήρων του. Ἡ ὑπακοὴ
στὴν Ἐκκλησία ἢ καλύτερα ἡ ὑπακοὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία, δηλαδὴ ἡ ἐν Χριστῷ ὑπακοή,
ἡ χριστομίμητη ὑπακοὴ ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ σκοτάδι τοῦ ἐγώ του καὶ τὸν
εἰσαγάγει σιγὰ σιγὰ στὸ φῶς τῶν ἀρετῶν καὶ τῆς τελειώσεως.
Νὰ σᾶς πῶ, ἕνα πράγμα, ἀπὸ ἐμᾶς ἐξαρτᾶται ἂν αὐτὸ τὸ φῶς
ποὺ ἔχουμε μέσα μας, τὴ χάρη -δηλαδὴ ποὺ ἀποκτήσαμε κατὰ τὴν ὥρα τοῦ Μυστηρίου
τοῦ Χρίσματος- μπορεῖ νὰ τὴν αὐξήσουμε ἢ νὰ τὴν ἐλαττώσουμε. Ἂν εἶναι τώρα
πέντε βαθμῶν, αὔριο μποροῦμε νὰ τὴν κάνουμε δέκα, τριάντα, πενήντα, ἑκατό.
Ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται, ἂν εἶναι τώρα δέκα βαθμούς, νὰ τὴν
κάνουμε ὀχτώ, πέντε, τρία, ἕνα, ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται.
Καὶ αὐτὸ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν αὐταπάρνηση, ἀπὸ τὴν πεποίθηση, τὴν εὐλάβεια, τὸν σεβασμὸ ποὺ θὰ'χοῦμε στὸν Γέροντα, στὸν πνευματικό μας, στὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία. Ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ ποὺ θὰ'χοῦμε αὐτὸ τὸ φῶς αὐξάνει ἢ ἑλλατώνεται. Ὑπακοὴ ὄχι μόνο στὸν γέροντα ἢ στὸν πνευματικό μας ἄλλα καὶ μεταξὺ μας (ὅταν βεβαίως αὐτὸ ποὺ μᾶς ζητᾶ κάποιος δὲν μᾶς ζημιώνει πνευματικὰ ἀλλὰ κυρίως συντρίβει τὸ ἐγωιστικὸ θέλημά μας).
Τὸ ὅριο τῆς ὑπακοῆς εἶναι ὁ θάνατος. Ἐκεῖ σταματάει ἡ ὑπακοή.
Ἡ ὑπακοὴ δὲν εἶναι μόνο γιὰ τοὺς μοναχούς, εἶναι γιὰ ὅλους τους χριστιανούς. Μὲ
τὴν ἀρετὴ αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ καλπάσει μὲ ἀσφάλεια μέσα στὴν ἄσκηση.
Ἡ ὑπακοὴ εἶναι ἡ ἀρετὴ ἐκείνη ποὺ γεννᾶ καὶ διατηρεῖ τὴν
ταπείνωση στὴν καρδιά μας, μᾶς προφυλάσσει ἀπὸ τὴν ἔπαρση, τὴν οἴηση καὶ ἀπὸ
μύρια κακὰ ποὺ ἕπονται.
Ὅπως τονίζει χαρακτηριστικὰ καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς
Κλίμακος: «Ὑπακοὴ σημαίνει ἐνέργεια χωρὶς ἐξέτασι, θάνατος ἑκούσιος, ζωὴ χωρὶς
περιέργεια, ἀμεριμνία γιὰ κάθε σωματικὸ κίνδυνο, ἀμεριμνία γιὰ τὸ τί θὰ ἀπολογηθῆς
στὸν Θεόν, νὰ μὴ φοβῆσαι τὸν θάνατο, νὰ ταξειδεύης στὴν θάλασσα χωρὶς κίνδυνο,
νὰ ὁδοιπορῆς στὴν ξηρὰ ξέγνοιαστα σὰν νὰ κοιμᾶσαι.
Ὑπακοὴ σημαίνει ἐνταφιασμὸς τῆς ἰδικῆς μᾶς θελήσεως καὶ ἀνάστασις
τῆς ταπεινώσεως.
Ὅπως τὰ δένδρα ποῦ σείονται ἀπὸ τοὺς ἀνέμους ρίχνουν
βαθειὲς ρίζες, ἔτσι καὶ ὅσοι ζοῦν σὲ ὑπακοὴ ἀποκτοῦν δυνατὲς καὶ ἀκλόνητες
ψυχές».
Διαμέσου τῆς ὑπακοῆς ὁ ἄνθρωπος καθαρίζεται ἀπὸ τὴν
μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ ἔτσι φωτίζεται. Μπορεῖ πλέον νὰ κατανοήσει τὴν
μεγαλοσύνη τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀξία τῶν ἄλλων συνανθρώπων του. Μπορεῖ τεταπεινωμένος νὰ
ἐμβαθύνει στὸ δῶρο τῆς ζωῆς, προσπερνώντας τὴν ἄτολμη κοσμικὴ οὐτοπία τῶν ἐφήμερων
ἀπολαύσεων, εἰσερχόμενος πλέον μὲ τόλμη μέσα στὴν μυστικὴ πραγματικότητα τῆς ἐν
Χριστῷ ἑνότητας.
Ἡ ὑπακοὴ δὲν σημαίνει πειθαρχία καὶ καταπίεση, ἀλλὰ ἐλευθερία,
ταπείνωση καὶ ἀγάπη. Μόνο ἔτσι μπορεῖ νὰ νοηθεῖ ἡ ὑπακοὴ μέσα στὴν χριστιανικὴ
ζωὴ καὶ μόνο ἔτσι μπορεῖ νὰ φέρει καὶ τὰ ἐπιθυμητὰ ἀποτελέσματα μέσα στὴν ὕπαρξή
μας.
Ἀρχιμ. Παῦλος Παπαδόπουλος
Πηγή: Ἁγιορείτικο
Βῆμα