Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Γάμος καὶ Μοναχισμὸς


(Ἀπὸ τὴν συζήτηση μὲ τοὺς Φοιτητὲς τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας Μόσχας τοῦ Σέβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἰεροθέου)

Σὲ ποιὸ βαθμὸ ὁ μοναχικὸς τρόπος ζωῆς στὴν θεολογία τῆς θεωρίας εἶναι πιὸ ὑψηλὰ ἀπὸ τὴν κατάσταση τοῦ γάμου;

Ὅταν κανεὶς εἰσέρχεται στὴν Ἐκκλησία καὶ βαπτίζεται ἔχει σκοπὸ νὰ φτάσει στὴν θέωση. Ἡ θέωση εἶναι γιὰ κάθε ἄνθρωπο, γιὰ κάθε Χριστιανό. Αὐτὸ ἀκριβῶς φαίνεται στὴν ἀκολουθία τοῦ Βαπτίσματος καὶ στὴν ὅλη πνευματικὴ ζωή.

Ὑπάρχει ὁ ἐν Χριστῷ γάμος καὶ ἡ ἐν Χριστῷ παρθενία. Ἂν ὁ γάμος δὲν εἶναι ἐν Χριστῷ δὲν σώζει. Καὶ ἂν ἡ παρθενία δὲν εἶναι ἐν Χριστῷ δὲν σώζει. Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι γάμος ἢ παρθενία, ἀλλὰ τὸ πῶς ὁ ἄνθρωπος θὰ ζεῖ ἐν Χριστῷ καὶ ἐν τῇ Ἐκκλησία.

Βέβαια, ὅταν κανεὶς εἶναι καλὸς μοναχός, τότε τοῦ δίνονται μεγαλύτερες δυνατότητες γιὰ νὰ σωθεῖ καὶ νὰ φτάσει σὲ ὑψηλὸ βαθμὸ πνευματικῆς ζωῆς. Γιατί στὸν γάμο πρέπει κανεὶς νὰ συνυπάρχει μὲ ἕνα ἄλλο πρόσωπο καὶ νὰ βαδίζουν μὲ ἕνα ζυγὸ καὶ οἱ δύο. Ὑπάρχουν, ὅμως, περιπτώσεις ποῦ ἕνας ἔγγαμος φθάνει σὲ μεγάλο ὕψος πνευματικῆς ζωῆς καὶ ἕνας μοναχὸς παραμένει στὰ χαμηλὰ ἐπίπεδα πνευματικῆς ζωῆς.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει ὅτι ὁ Προφήτης Ἠσαΐας ἦταν ἔγγαμος, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τὸν ἐμπόδισε νὰ φθάσει στὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτὸ καὶ λέω ὅτι, ὅταν κανεὶς ἔχει δίψα γιὰ τὸν Θεό, δὲν τὸν ἐμποδίζει οὔτε ὁ γάμος οὔτε ἡ παρθενία. Βέβαια ὑπάρχουν βαθμοὶ θεωρίας καὶ ἁγιότητας.

Ὁ π. Παΐσιος κάποτε εἶπε ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει τὴν δική του ἀριθμητική. Ἡ δική μας ἀριθμητικὴ εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν ἀριθμητική του Θεοῦ. Γιὰ παράδειγμα, τὸ ἐννιὰ γιὰ τὸν Θεὸ μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ἄριστα, ἐνῶ τὸ τέσσερα ἢ τὸ δύο νὰ εἶναι ἄριστα. Καὶ ἐξήγησε ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ τὴν παραβολὴ τῶν ταλάντων εἶπε ὅτι στὸν ἕνα δόθηκαν πέντε τάλαντα, στὸν ἄλλο δύο καὶ στὸν τρίτο ἕνα, γιὰ νὰ τὰ διπλασιάσουν. Ἐκεῖνος ποῦ πῆρε τὰ πέντε τάλαντα, ἔπρεπε νὰ τὰ κάνει δέκα γιὰ νὰ πάρει τὸ ἄριστα. Ἐὰν τὰ ἔκανε ἐννιά, δὲν πῆρε τὸ ἄριστα. Ἐκεῖνος ποῦ πῆρε τὰ δύο ἔπρεπε νὰ τὰ κάνει τέσσερα, γιὰ νὰ πάρει τὸ ἄριστα. Γιὰ τὸν Θεὸ τὸ ἐννέα δὲν εἶναι ἄριστα, ἐνῶ τὸ τέσσερα εἶναι. Ἔτσι ἡ ἀριθμητική του Θεοῦ εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν ἀριθμητική του ἀνθρώπου.

Τὸ θέμα εἶναι ὅτι ὁ Χριστιανὸς ὅ,τι κάνει στὴν ζωή του, πρέπει νὰ τὸ κάνει ἐν Χριστῷ. Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος λέγει ὅτι μερικοὶ μακάρισαν τὸν ἐρημικὸ βίο ὡς καλύτερο καὶ ἄλλοι μακάρισαν τὸν κοινοβιακὸ βίο. Γιὰ μένα, λέγει ὁ Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, καλύτερος εἶναι αὐτὸς ὁ βίος ποῦ γίνεται γιὰ τὸν Χριστό, γιὰ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ καὶ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ὑπάρχουν ἔγγαμοι ἄνθρωποι ποὺ σώζονται, μπαίνουν στὸν Παράδεισο, καὶ ὑπάρχουν μοναχοὶ ποὺ δὲν θὰ σωθοῦν. Ὁπότε, τὸ θέμα εἶναι νὰ ζοῦμε ἐκκλησιαστικὴ ζωή, νὰ ρωτᾶμε τὸν Πνευματικὸ Πατέρα τί πρέπει νὰ κάνουμε στὴν ζωή μας καὶ αὐτὸ ποὺ θὰ κάνουμε νὰ τὸ κάνουμε κατὰ Θεό.

Ὁ πατέρας μου ἤθελε νὰ γίνει μοναχός. Πῆγε στὸ μοναστήρι ἀλλὰ τὴν πρώτη ἑβδομάδα, πρὶν γίνει μοναχός, ἔγινε πόλεμος μὲ τοὺς Ἰταλοὺς καὶ τὸν ἐπιστράτευσαν. Ὁ ἡγούμενος τοῦ εἶπε νὰ πάει στὸν πόλεμο καὶ ἂν σωθεῖ καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ γίνει μοναχὸς μποροῦσε νὰ ἐπανέλθει στὸ μοναστήρι. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ πολέμου προσευχόταν, κοινωνοῦσε συχνὰ καὶ ὅταν τελείωσε ὁ πόλεμος ὁ Πνευματικός του εἶπε: «Ἐσὺ πρέπει νὰ παντρευτεῖς» καὶ τοῦ ὑπέδειξε ἕνα πρόσωπο. Ἐκεῖνος ἔκανε ὑπακοὴ καὶ παντρεύτηκε. Κάποτέ μου ἔγραψε σὲ γράμμα: «Ἐὰν παντρεύτηκα τὸ ἔκανα γιὰ δυὸ λόγους: πρώτον, γιατί ἤθελα νὰ κάνω ὑπακοὴ στὸν Πνευματικό μου Πατέρα καὶ δεύτερον, ἤθελα νὰ κάνω παιδιὰ γιὰ νὰ τὰ ὑπηρετήσω». Ἀγαποῦσε πάρα πολύ τους μοναχούς, διάβαζε μοναχικὰ βιβλία, διάβαζε τὸ βιβλίο τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κλίμακος. Καὶ ἡ μητέρα μου ζοῦσε πολὺ μοναχικά. Μὲ προσευχή, μὲ νηστεία. Εἰσῆλθα μιὰ φορὰ μέσα στὸ σπίτι καὶ τὴν εἶδα νὰ κάνει μετάνοιες καὶ νὰ προσεύχεται. Ἐγὼ δὲν ἔχω τὴν πίστη καὶ τὴν πνευματικὴ ζωὴ ποῦ εἶχαν οἱ γονεῖς μου.

Ἡ μητέρα μου στὸ τέλος τῆς ζωῆς τῆς ἦταν γιὰ πέντε χρόνια κατάκοιτη καὶ συνεχῶς προσευχόταν στὸν Θεό. Τότε τὴν ρώτησα ἂν εἶχε κάποιο παράπονο. Μοῦ ἀπάντησε: «Δὲν ἔχω κανένα παράπονο, χίλιες δόξες νὰ ἔχει ὁ Θεός. Δὲν εἶμαι ἄξια νὰ Τὸν δοξάζω». Καὶ ὅμως ἦταν κατάκοιτη. Ὁ πατέρας μου πέθανε στὸ Νοσοκομεῖο. Ὅταν τὸν ἔφεραν στὸ σπίτι, κάθισε δίπλα στὸ φέρετρό του, τὸν χάιδεψε στὸ μέτωπο καὶ τοῦ εἶπε: «Γιατί ἔφυγες; Γιατί δὲν μὲ χαιρέτισες; Τόσα χρόνια περάσαμε καλά, γιατί ἔφυγες τόσο ξαφνικά;». Καὶ μετὰ εἶπε: «Ἄντε, δὲν πειράζει. Πήγαινε στὸ καλὸ καὶ καλὴ ἀντάμωση».

Οἱ γονεῖς μου σώθηκαν, ἐγὼ δὲν ξέρω ἀκόμη ἂν θὰ σωθῶ. Γι' αὐτὸ νὰ προσεύχεσθε καὶ ἐσεῖς γιὰ νὰ σωθῶ καὶ ἐγὼ καὶ νὰ μὴ διαψεύσω τοὺς γονεῖς μου ποὺ μὲ γέννησαν καὶ μὲ ἀγάπησαν.

Ἑπομένως, ἡ παρθενία εἶναι μιὰ εὐλογημένη κατάσταση, ἡ ὁποία δίνει πολλὲς προϋποθέσεις, γιὰ νὰ ἀνεβεῖ κανεὶς σὲ μεγάλο ὕψος πνευματικῆς ζωῆς. Ὅμως, ὅταν κανεὶς δὲν τὶς ἀξιοποιεῖ, τότε ἀποτυγχάνει. Ἀλλὰ καὶ ὁ γάμος εὐλογεῖται ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ Μυστήριο τοῦ γάμου καὶ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ σωθεῖ. Ὅλα πρέπει νὰ γίνονται ἐν Χριστῷ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μιλώντας γιὰ τὸν γάμο καὶ τὴν παρθενία λέγει: «Ἕκαστος ἴδιον χάρισμα ἔχει ἐκ Θεοῦ, ὃς μὲν οὕτως, ὃς δὲ οὕτως» (Ἃ' Κορ. ζ', 7).

Πηγή: περιοδ. Ἐκκλησιαστικὴ Παρέμβαση, ἔκδ. Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου, τεύχ. 166, Μάιος 2010, Ἡ ἀγάπη πάντα ἐλπίζει