Ἡ θέση τῆς
γυναίκας κατά τούς περασμένους αἰῶνες ἦταν ἐξαιρετικά δύσκολη, ἐνῶ ἀκόμη ὡς τίς
ἡμέρες μας δέν ἔχει πλήρως τακτοποιηθεῖ. Σέ ὅλα τα ἐπίπεδά της ζωῆς τό πρόβλημα
αὐτό ἀποδεικνύεται ὑπερβολικά πολύπλοκο καί στό ἐπίπεδό της κρατικῆς
νομοθεσίας, καί στό ἐπίπεδό της δομῆς τῆς κοινωνίας, καί στό ἐπίπεδό της
κατανομῆς τῆς ἐργασίας, καί στό ἐπίπεδό της ἐκπαιδεύσεως καί τῆς μορφώσεως, καί
στό ἐπίπεδο τέλος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Πολλά ἔχουν ἀλλάξει κατά τίς
τελευταῖες δεκαετίες· ἀπό πολλές ἀπόψεις ἡ γυναίκα ἀπέκτησε θέση ἀσύγκριτα
καλύτερη ἀπό τήν προηγούμενη, ἀλλά ὡστόσο δέν ἔχει βρεῖ τή θέση της στήν
κοινωνία· δέν ἔχει βρεθεῖ πραγματικά το σωστό μέτρο γιά τήν ἀξιολόγησή της.
Κατά τούς προηγούμενους αἰῶνες ὁ ἄνδρας ἦταν ὁ νομοθέτης, ὁ κύριος.
Ἡ γυναίκα
ὅμως συχνά ἦταν ὑπερβολικά ὑποβιβασμένη, καί κατά τήν ἀναζήτηση ἀλήθειας καί
δικαιοσύνης ὅλοι ὅσοι ἐπιθυμοῦσαν βελτίωση τῆς θέσεως τῆς γυναίκας εἶχαν τή
σκέψη: νά τήν ἐξισώσουν στά δικαιώματα μέ τόν ἄνδρα σέ ὅλα τα ἐπίπεδα. Ἡ ὁδός
αὐτή ἔδωσε ὑπέροχους καρπούς. Πολλές γυναῖκες ἀπέκτησαν μεγάλη μόρφωση,
κατέχουν ὑπεύθυνες θέσεις στήν κρατική μηχανή, ἄρχισαν νά διαδραματίζουν
ἱστορικό ρόλο συμμετέχοντας στίς ἐκλογές κυβερνήσεων. Στήν οἰκογένεια ἐπίσης ἡ
θέση τῆς γυναίκας ἄλλαξε πρός ὄφελός της.
Πραγματικά, ὅλα αὐτά ἔτσι εἶναι. Ἀλλά μποροῦμε ἄραγε νά θεωρήσουμε λυμένα τά προβλήματα ὄχι μόνο της ἐργασίας τῆς γυναίκας, ἀλλά ἀκόμη καί τῆς οἰκογενειακῆς θέσεώς της; Ἡ πείρα τῆς ἱστορίας ἔδειξε ὅτι τό τεράστιο σῶμα τῆς ἀνθρωπότητας ἀποτελεῖται ἀπό κύτταρα, καί ἕνα τέτοιο κύτταρο εἶναι ἡ οἰκογένεια. Στό μέτρο πού τά κύτταρα εἶναι ὑγιῆ ὑγιαίνει καί τό σῶμα.
Συνεπῶς ἡ
ὑγεία στό τεράστιο σῶμα τῆς ἀνθρωπότητας ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ὑγεία τοῦ κυττάρου
τοῦ σώματος αὐτοῦ, τῆς οἰκογένειας. Μποροῦμε ἄραγε νά θεωρήσουμε τή σύγχρονη
θέση της ὡς εὐτυχῆ; Λόγω του ὅτι ἡ γυναίκα γίνεται οἰκονομικά ἐντελῶς
ἀνεξάρτητη, ἐργαζόμενη ὅπως ἐργάζεται κάθε ἄνδρας, πλήθυναν οἱ διαλύσεις τῶν
οἰκογενειῶν, δηλαδή τά διαζύγια. Καί στήν περίπτωση πού δέν ὑπάρχει διάλυση τῆς
οἰκογένειας, ὅταν ἀναγκάζεται νά ἐργασθεῖ ἡ γυναίκα ἐκτός σπιτιοῦ, πάλι
ὑποφέρει ἡ οἰκογένεια, ἐφόσον γιά τά παιδιά δέν ὑπάρχει στό σπίτι πλέον
οὐσιαστικά οὔτε πατέρας οὔτε μητέρα. Τά παιδιά μένουν ἀρκετή ὥρα μόνα τους ἤ
ἀνατρέφονται ἀπό συγγενικά ἤ ξένα χέρια ἤ ἀνατίθενται σέ σχολεῖα γιά τήν
ἀνατροφή τους. Βασικά ὅμως στεροῦνται τῆς μητρικῆς στοργῆς. Ἄν ἡ γυναίκα
ἐργάζεται ἐξίσου μέ τόν ἄνδρα, τότε πάλι καταργεῖται ἡ δικαιοσύνη, ἐπειδή ἡ
γυναίκα στήν οἰκογένεια, παράλληλα μέ τήν ἐργασία, βαστάζει καί ἄλλα βάρη,
ἐπιπρόσθετα καθήκοντα, ἐπειδή ἀκριβῶς αὐτή εἶναι ἡ μητέρα τῶν παιδιῶν. Θά
νόμιζε κάποιος ὅτι, ἐπειδή ἡ γυναίκα βαρύνεται ἀπό μεγαλύτερες εὐθύνες καί
ἀσκεῖ πολυπλοκότερο ρόλο, σέ αὐτήν πρέπει νά ἀνήκει τό προνόμιο νά «κατευθύνει»
τήν οἰκογένεια. Ἀσφαλῶς κάποιος πρέπει νά κατευθύνει τήν οἰκογένεια, ὅπως καί
κάθε ἄλλο ἀνθρώπινο καθίδρυμα. Ἔτσι, σέ πολλές οἰκογένειες ἀνακύπτει ἡ πάλη γιά
ἐξουσία, πού πολύ συχνά γίνεται καταστροφική γιά τήν οἰκογένεια. Συνεπῶς, ὁπού
καί ἄν στρέψουμε τήν προσοχή μας, παντοῦ βλέπουμε ὑπερβολικά πολύπλοκα
προβλήματα, καί δέν πλησιάσαμε ἀκόμη στήν ἐπίλυσή τους.
Ἔκανα τίς
λίγες αὐτές παρατηρήσεις, γιά νά δῶ τά πράγματα ἔτσι ὅπως τά βλέπει ἡ
πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων. Νομίζω ὅμως ὅτι ἐμεῖς ὡς χριστιανοί βλέπουμε ἀκόμη
καί ἐκεῖνα πού οἱ ἄλλοι δέν προσέχουν. Θεωροῦμε ὅτι τό σπουδαιότερο θέμα γενικά
γιά κάθε ἄνθρωπο εἶναι τό ἐρώτημα: Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Ποιός εἶναι ὁ
προορισμός του; Γιατί καί γιά ποιόν λόγο ἐμφανίστηκε στόν κόσμο; Ποιός σκοπός
ὑπάρχει μπροστά του; Ποιό εἶναι τό νόημα τῆς ὑπάρξεώς του; Ἄν δέν ἀπαντήσουμε
στά ἐρωτήματα αὐτά, δέν θά μπορέσουμε ποτέ νά λύσουμε τά προβλήματα πού
ἀντιμετωπίζουμε· οὔτε σέ ἕνα ἐπίπεδο. Εἶναι ἀδύνατον γιά παράδειγμα νά
ἐπιτύχουμε ἀληθινά δίκαια δομή τῆς κοινωνίας χωρίς τή γνώση αὐτή. Δέν μποροῦμε
νά λύσουμε τό πρόβλημα τῆς κρατικῆς ὀργανώσεως, ἄν δέν ἔχουμε ἀπάντηση στό
κύριο αὐτό ἐρώτημα. Ὅλη ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας γράφεται μέ ἄσκοπη
περιδίνηση, παράλογους πολέμους, ἄδικη καταπίεση τοῦ ἰσχυροῦ ἐπάνω στόν ἀσθενῆ,
ὅπως βλέπουμε στόν ζωικό κόσμο. Συνεπῶς, τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Τήν ἀπάντηση στό
ἐρώτημα αὐτό τήν παίρνουμε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή: «Καί ἐποίησεν ὁ Θεός τόν
ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ… ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς» (Γέν. 1,27). Καί
λίγο πιό κάτω διαβάζουμε: «Ἐπλασεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπό τῆς γῆς, καί
ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς, καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν
ζῶσαν» (Γέν. 2,7).
Ἄν λοιπόν ὁ
Θεός δημιούργησε τόν ἄνδρα καί τήν γυναίκα ὡς ἑνιαία ἀνθρωπότητα, τότε εἶναι
φυσικό ὅτι τό θέμα τῆς σχέσεως μεταξύ ἀνδρός καί γυναικός ἦταν καί θά εἶναι
πάντοτε ἕνα ἀπό τά σπουδαιότερα ζωτικά θέματα. Ἄν στρέψουμε τήν προσοχή μας στά
φυσικά χαρίσματα τῆς γυναίκας καί τά συγκρίνουμε μέ τά ἀντίστοιχά τους στόν
ἄνδρα, θά δοῦμε ἀπό τήν μακρόχρονη πείρα ὅτι τά χαρίσματα αὐτά εἶναι ποικίλα·
κάποτε συμπίπτουν, ἐνῶ κάποτε γίνονται συμπληρωματικά το ἕνα του ἄλλου.
Γνωρίζουμε ἐπίσης ἀπό τήν ἱστορία καί ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ὅτι στήν Ἀνατολή, ὅπου
γεννήθηκαν ὅλες οἱ μεγάλες θρησκεῖες, ἡ κυριότητα τοῦ ἄνδρα ἐπάνω στή γυναίκα
ἦταν ὑπερβολικά ἰσχυρή. Ἡ γυναίκα στή συνείδηση τῆς Ἀνατολῆς ἦταν κατά κάποιον
τρόπο κατώτερο ὅν. Ἀκόμη καί στό Εὐαγγέλιο βλέπουμε παρόμοια χωρία, ὅπως γιά
παράδειγμα: «Οἱ δέ ἐσθίοντες ἤσαν ἄνδρες ὡσεί πεντακισχίλιοι χωρίς γυναικών καί
παιδίων» (Ματθ. 14,21). Ἐλάμβαναν ὑπ’ ὄ¬ψιν μόνο τους ἄνδρες, ἐνῶ τίς γυναῖκες
οὔτε καν τίς μετροῦσαν. Ἀλλά αὐτό δέν τό βλέπουμε μόνο στήν Ἀνατολή.
Ἔτυχε νά
διαβάσω, ὅταν ἤμουν νέος, κάποιες στατιστικές πού ἔκαναν μερικοί Γερμανοί
μορφωμένοι ἄνθρωποι γιά τόν ρόλο τοῦ ἄνδρα καί τόν ρόλο τῆς γυναίκας στήν ἱστορία
τοῦ πολιτισμοῦ. Οἱ πολυμαθεῖς αὐτοί Γερμανοί παρουσίαζαν τά κατορθώματα τοῦ
ἄνδρα ὡς ἄκρως σημαντικά (παρομοιάζοντάς τα ὡς ὅρη ὑψηλά), ἐνῶ ἀπό τά
κατορθώματα τῆς γυναίκας σημείωναν μόνο μερικά πού οὕτως ἤ ἄλλως γράφτηκαν στήν
ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ.
Μοῦ φαίνεται
ὅτι ἡ παρεξήγηση αὐτή ἐμφανίστηκε ὡς συνέπεια τῆς ἀπώλειας τῆς συνειδήσεως
ἐκείνης, πού περιέχεται στή Γραφή: «Καί ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον κατ’
εἰκόνα Θεοῦ… ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς» (Γέν. 1,27). Αὐτό τό ξεχνοῦν ὄχι
μόνο οἱ ἄνδρες, ἀλλά καί οἱ ἴδιες οἱ γυναῖκες. Γιά νά διορθώσουμε λοιπόν τή ζωή
μας σέ ὅλα τα ἐπίπεδά της, ἀρχίζοντας ἀπό τήν οἰκογένεια, ὀφείλουν οἱ γυναῖκες
νά ἀνυψωθοῦν μέ τό πνεῦμα καί νά φανερώσουν στόν κόσμο τήν αὐθεντική ἀξία τους,
τόν ὑψηλό ρόλο τους. Γιά τήν χριστιανική Ἐκκλησία τό θέμα τοῦ ρόλου τῆς
γυναίκας γίνεται κάθε χρόνο διαρκῶς ὀξύτερο.
Βλέπουμε ὅτι
στίς χῶρες ὅπου ὁ ἄθεος κομμουνισμός διεξάγει ἀνοικτή πάλη ἐναντίον τῆς
Ἐκκλησίας μέ τήν ἐφαρμογή κάθε εἴδους ἐκβιασμῶν, διασώζει τήν Ἐκκλησία ἡ
ἀνδρεία τῶν γυναικών, ἡ αὐτοθυσία τους, ἡ ἑτοιμότητά τους γιά κάθε εἴδους
παθήματα. Παντοῦ παρατηροῦμε ὅτι οἱ γυναῖκες στίς Ἐκκλησίες ἀποτελοῦν τό
μεγαλύτερο ποσοστό. Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι στίς Ἐκκλησίες κατά τίς ἀκολουθίες οἱ
γυναῖκες συνιστοῦν τήν πλειονότητα, κάποτε τά τρία τέταρτα, κάποτε ὅμως καί
περισσότερο. Ἄν τώρα ὅλες οἱ γυναῖκες ἀποχωροῦσαν ἀπό τήν Ἐκκλησία, τότε αὐτή
δέν θά μποροῦσε νά ὑπάρχει, γιατί οἱ ἄνδρες πού ἐκπληρώνουν ὑψηλή ποιμαντική
διακονία, κατέχοντας ὑψηλές ἱεραρχικές θέσεις, θά ἔμεναν ὀλιγάριθμοι καί, μέ
ἁπλά λόγια, θά ἦταν γι’ αὐτούς ἀπό ὑλικῆς πλευρᾶς ἀδύνατον νά διατηρήσουν τήν
Ἐκκλησία.
Συνεπῶς ὁ
ρόλος τῆς γυναίκας στήν Ἐκκλησία εἶναι μεγάλος, καί ὅλοι μας πρέπει νά
σκεφτοῦμε τό φαινόμενο αὐτό. Στή χριστιανική μας διδασκαλία γιά τόν ἄνθρωπο,
μιλώντας θεολογικά, ἡ γυναίκα παρουσιάζεται στό ἴδιο ἀκριβῶς μέτρο ὡς ἄνθρωπος,
ὅπως καί ὁ ἄνδρας. Οἱ δυνατότητες τῆς διακονίας τῆς μέσα στήν ἱστορία εἶναι
ἀπεριόριστες. Τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός Λόγος σαρκώθηκε ἀπό γυναίκα καταδεικνύει
ὅτι ἡ γυναίκα δέν εἶναι καθόλου μειωμένη ἐνώπιόν του Θεοῦ.
Ἐδῶ ὅμως
θέλω νά ἐκφράσω τό βασικότερο νόημα τῆς ὁμιλίας μου. Ὅλα, ὅσα εἶπα μέχρι τή
στιγμή αὐτή, ἦταν μόνο εἰσαγωγικά, γιά νά σταθοῦμε ὅλοι σέ σαφῆ πορεία σκέψεως.
Ἄν μιλᾶμε γιά τή μεγάλη σπουδαιότητα τῆς γυναίκας, τότε καί οἱ ἴδιες οἱ
γυναῖκες ὀφείλουν νά δικαιώσουν τή σπουδαιότητά τους αὐτή νά δικαιώσουν τόν
ἑαυτό τους σέ ὅλα τα ἐπίπεδά της ζωῆς τῆς ἀνθρωπότητος. Τό οὐσιωδέστερο ὅμως
γι’ αὐτές ἔργο, τό σπουδαιότερο λειτούργημά τους, εἶναι ἡ Μητρότητα: «Καί
ἐκάλεσεν Ἀδάμ τό ὄνομα τῆς γυναικός αὐτοῦ Ζωή, ὅτι αὕτη μήτηρ πάντων των
ζώντων» (Γέν. 3,20). Γιά νά ἀνυψώσουν τήν ἀνθρωπότητα οἱ γυναῖκες, πρέπει νά
φέρνουν στόν κόσμο παιδιά μέ τόν τρόπο πού μᾶς διδάσκει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
Ὑπάρχουν ὅμως δύο εἴδη γεννήσεως τό ἕνα κατά σάρκα, τό ἄλλο κατά πνεῦμα. Ὁ
Χριστός εἶπε στόν Νικόδημο: «Τό γεγεννημένον ἐκ τῆς σαρκός σάρξ ἐστι, καί τό
γεγεννημένον ἐκ τοῦ Πνεύματος πνεῦμα ἐστι. Μή θαυμάσης ὅτι εἶπον σοί, δεῖ ὑμᾶς
γεννηθῆναι Ἄνωθεν» (Ἰωάν. 3,6-7). Ἐπειδή οἱ γυναῖκες τῆς ἐποχῆς μᾶς ἔχασαν τήν
ὑψηλή αὐτή συνείδηση, ἄρχισαν νά γεννοῦν προπαντός κατά σάρκα. Τά παιδιά μᾶς
ἔγιναν ἀνίκανα γιά τήν πίστη. Συχνά ἀδυνατοῦν νά πιστέψουν ὅτι εἶναι εἰκόνα τοῦ
Αἰωνίου Θεοῦ. Ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία στίς ἡμέρες μᾶς ἔγκειται στό ὅτι οἱ ἄνθρωποι
βυθίστηκαν στήν ἀπόγνωση καί δέν πιστεύουν πιά στήν Ἀνάσταση. Ὁ θάνατος τοῦ
ἀνθρώπου ἐκλαμβάνεται ἀπό αὐτούς ὡς τελειωτικός θάνατος, ὡς ἐκμηδένιση, ἐνῶ
πρέπει νά θεωρεῖται ὡς στιγμή ἀλλαγῆς τῆς μορφῆς τῆς ὑπάρξεώς μας· ὡς ἡμέρα
γεννήσεώς μας στήν ἀνώτερη ζωή, σέ ὁλόκληρο πλέον τό πλήρωμα τῆς ζωῆς πού
ἀνήκει στόν Θεό. Ἀλήθεια, τό Εὐαγγέλιο λέει: «Ὁ πιστεύων εἰς τόν Υἱόν ἔχει ζωήν
αἰώνιον ὁ δέ ἀπειθῶν τῷ Υἱῶ οὐκ ὄψεται ζωήν» (Ἰωάν. 3,36). «Ἀμήν, ἀμήν λέγω
ὑμίν ὅτι… ὁ πιστεύων τῷ Πέμψαντι μέ ἔχει ζωήν αἰώνιον, καί εἰς κρίσιν οὐκ
ἔρχεται, ἀλλά μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν» (Ἰωάν. 5,24). «Ἀμήν,
ἀμήν λέγω ὑμίν, ἐάν τίς τόν λόγον τόν Ἐμόν τηρήση, θάνατον οὐ μή θεώρηση εἰς
τόν αἰώνα» (Ἰωάν. 8,51). Παρόμοιες λοιπόν ἐκφράσεις μποροῦμε νά ἀναφέρουμε
πολλές.
Συχνά ἀκούω
ἀπό τούς ἀνθρώπους: Πῶς ἤ γιατί συμβαίνουν ὅλα αὐτά; Γιατί ἡ πλειονότητα τῶν
ἀνθρώπων ἔχασε τήν ἱκανότητα νά πιστεύει; Δέν εἶναι ἄραγε ἡ νέα ἀπιστία
συνέπεια τῆς εὐρύτερης μορφώσεως, ὅταν αὐτό ποῦ λέει ἡ Γραφή γίνεται μύθος,
ἀπραγματοποίητο ὄνειρο;
Ἡ Πίστη, ἡ
ἱκανότητα γιά τήν πίστη, δέν ἐξαρτᾶται πρωτίστως ἀπό τόν βαθμό μορφώσεως τοῦ
ἀνθρώπου. Πράγματι παρατηροῦμε ὅτι στήν ἐποχή μας, κατά τήν ὁποία διαδίδεται ἡ
μόρφωση, ἡ πίστη ἐλαττώνεται, ἐνῶ θά ἔπρεπε οὐσιαστικά νά συμβαίνει τό
ἀντίθετο· ὅσο δηλαδή πλατύτερες γίνονται οἱ γνώσεις τοῦ ἀνθρώπου, τόσο
περισσότερες ἀφορμές ἔχει γιά νά ἀναγνωρίζει τή μεγάλη σοφία τῆς δημιουργίας
τοῦ κόσμου. Σέ τί λοιπόν συνίσταται ἡ ρίζα τῆς ἀπιστίας;
Πρίν ἀπ’ ὅλα
ὀφείλουμε νά ποῦμε ὅτι τό θέμα αὐτό εἶναι πρωτίστως ἔργο τῶν γονέων, τῶν
πατέρων καί τῶν μητέρων. Ἄν οἱ γονεῖς φέρονται πρός τήν πράξη τῆς γεν¬νήσεως
τοῦ νέου ἀνθρώπου μέ σοβαρότητα, μέ τή συνείδηση ὅτι τό γεννώμενο βρέφος μπορεῖ
νά εἶναι ἀληθινά «υἱός ἀνθρώπου» κατ’ εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου, δηλαδή τοῦ Χριστοῦ,
τότε προετοιμάζονται γιά τήν πράξη αὐτή ὄχι ὅπως συνήθως γίνεται αὐτό. Νά ἕνα
ὑπέροχο παράδειγμα· ὁ Ζαχαρίας καί ἡ Ἐλισάβετ προσεύχονταν γιά πολύ καιρό νά
τούς χαρισθεῖ τέκνο… Καί τί συνέβη λοιπόν; «Ὤφθη δέ αὐτῶ (τῷ Ζαχαρία) ἄγγελος
Κυρίου ἐστῶς ἐκ δεξιῶν του θυσιαστηρίου τοῦ θυμιάματος. Καί ἐταράχθη Ζαχαρίας
ἰδών, καί φόβος ἐπέπεσεν ἐπ’ αὐτόν. Εἶπε δέ πρός αὐτόν ὁ ἄγγελος- μή φοβοῦ,
Ζαχαρία· διότι εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου, καί ἡ γυνή σου Ἐλισάβετ γεννήσει υἱόν
σοί, καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰωάννην καί ἔσται χαρά σοί καί ἀγγαλίασις, καί
πολλοί ἐπί τῇ γεννήσει αὐτοῦ χαρήσονται. Ἔσται γάρ μέγας ἐνώπιόν του Κυρίου…
καί Πνεύματος Ἁγίου πλησθήσεται ἔτι ἐκ κοιλίας μητρός αὐτοῦ, καί πολλούς των
υἱῶν Ἰσραήλ ἐπιστρέψει ἐπί Κύριον τόν Θεόν αὐτῶν» (Λουκ. 1,11-16).
Βλέπουμε
μάλιστα στή συνέχεια ὅτι ὁ Ἰωάννης, εὑρισκόμενος ἀκόμη στήν κοιλιά τῆς μητέρας
του, ἀναγνώρισε τήν ἐπίσκεψη τῆς μητέρας τοῦ Χριστοῦ, σκίρτησε ἀπό χαρά καί ἡ
χαρά τοῦ μεταδόθηκε στή μητέρα του. Τότε ἐκείνη γέμισε μέ προφητικό Πνεῦμα (βλ.
Λουκ. 1,40-41). Ἄλλο παράδειγμα εἶναι ἡ προφήτιδα Ἄννα (βλ. Λουκ. 2,36).
Ἔτσι καί
τώρα· ἄν οἱ πατέρες καί οἱ μητέρες θά γεννοῦν παιδιά συναισθανόμενοι τήν ἄκρα
σπουδαιότητα τοῦ ἔργου αὐτοῦ, τότε τά παιδιά τους θά γεμίζουν ἀπό Πνεῦμα Ἅγιο,
ἤδη ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας- καί ἡ πίστη στόν Θεό, τόν Δημιουργό των
ἁπάντων, ὡς πρός τόν Πατέρα τους, θά γίνει γι’ αὐτά φυσική, καί καμία ἐπιστήμη
δέν θά μπορέσει νά κλονίσει τήν πίστη αὐτή, γιατί «τό γεννώμενον ἐκ Πνεύματος
πνεῦμα ἔστιν». Ἡ ὕπαρξη λοιπόν τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἐγγύτητά του σέ μᾶς εἶναι γιά μιά
τέτοια ψυχή ὀφθαλμοφανές γεγονός. Καί ἡ ἀπιστία τῶν πολυμαθῶν ἤ τῶν ἀμαθῶν στά
μάτια τῶν τέκνων αὐτῶν τοῦ Θεοῦ θά εἶναι ἁπλῶς ἀπόδειξη ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι
δέν γεννήθηκαν ἀκόμη Ἄνωθεν, καί ἀκριβῶς ἐξαιτίας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ δέν
πιστεύουν στόν Θεό, διότι εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου σάρκα, γεννημένοι ἀπό σάρκα.
Ἐκεῖνο ὅμως
πού ἀποτελεῖ πραγματικό πρόβλημα γιά τήν Ἐκκλησία, τόν προορισμό της, εἶναι το
πῶς νά πείσει τούς ἀνθρώπους ὅτι εἶναι ἀληθινά τέκνα καί θυγατέρες τοῦ αἰωνίου
Πατρός· πώς νά δείξει στόν κόσμο τή δυνατότητα μιᾶς ἄλλης ζωῆς, ὅμοιας πρός τή
ζωή τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, ἤ τή ζωή τῶν προφητῶν καί τῶν ἁγίων. Ἡ Ἐκκλησία
ὀφείλει νά φέρει στόν κόσμο ὄχι μόνο τήν πίστη στήν ἀνάσταση, ἀλλά καί τή
βεβαιότητα γι’ αὐτήν. Τότε περιττεύει ἡ ἀπαίτηση γιά ὁποιεσδήποτε ἄλλες
ἠθικιστικές διδασκαλίες.
Πηγή: (Ἀρχιμ. Σωφρονίου(Σαχάρωφ) «Τό Μυστήριο τῆς
χριστιανικῆς ζωῆς», σ.180-189. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου – Ἔσσεξ), Ὅπου γῆς