Τοῦ Πρωτοπρ. Δημητρίου Ἀθανασίου
Πιστεύεται, ὅτι ὁ Θεός διατήρησε τό Λείψανο σέ τόσο θαυμαστή κατάσταση ἀφθαρσίας, διότι ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος εἶναι ὁ μόνος Ἅγιος μετά τόν Πατριάρχη Ἀβραάμ, ὁ ὅποιος ἀξιώθηκε ἐπισκέψεως τῆς Ἁγίας Τριάδος μέ μορφή τριῶν Ἀγγέλων.
Κατά τήν διάρκεια αὐτῆς τῆς ἐπισκέψεως, ἤ Ἁγία Τριάς μέχρι πού ἄγγιξε τόν Ἅγιο, καί αὐτό τό ἄγγιγμα προφανῶς ἦταν πού ἔκανε τό σῶμα τοῦ ἀπρόσβλητο στήν φθορά. Θαυμαστός ὁ Τριαδικός Θεός, ὁ ἐνδοξαζόμενος ἐν τοῖς Ἅγιοις Αὐτοῦ!
Ὅ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ἀναχώρησε γιά τήν Οὐράνιο Βασιλεία τήν 30ή Αὐγούστου τοῦ 1533, σέ ἡλικία 85 ἐτῶν.
Ὅ Ἅγιος Ἀλέξανδρος τοῦ Σβίρ ἐδοξάσθη μέ θαυμαστά σημεῖα καί θαύματα κατά τήν διάρκεια τῆς ζωῆς του καί μετά τήν Κοίμησή του.
Τό 1545, ὁ μαθητής καί διάδοχός του Ἡγούμενος Ἠρωδίων συνέθεσε τόν Βίο του. Τό 1547 ἄρχισε ὁ τοπικός ἑορτασμός τῆς μνήμης του καί συνετέθη ἤ Ἀκολουθία του.
Στίς 17 Ἀπριλίου τοῦ 1641, κατά τήν διάρκεια τῆς ἀνακαινίσεως τοῦ Ναοῦ τῆς Μεταμορφώσεως, ὅπου ὁ Ἅγιος εἶχε ταφή, ἀποκαλύφθηκε τά ἅγιο Λείψανό του σέ κατάσταση πλήρους Ἀφθαρσίας· ἔκτοτε, ἤ Ἐκκλησία ἑορτάζει τήν μνήμη τοῦ δύο φορές: τήν ἥμερά της Κοιμήσεώς του, 30ή Αὐγούστου, καί τήν ἥμερά της ἐπισήμου Διακηρύξεως τῆς Ἁγιότητάς του καί τῆς ἀνακομιδῆς τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου του, 17η Ἀπριλίου.
Ὅ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, ὅπως τοῦ ὑποσχέθηκε ἤ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἄφησε πίσω του μεγάλο πλῆθος μαθητῶν, πολλοί ἀπό τούς ὁποίους ἠγίασαν καί τιμῶνται μέχρι σήμερα ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ἐπί γῆς ὡς Ἅγιοι.
Ἔκτοτε, τό ἀδιάφθορο ἅγιο Λείψανο τοῦ Ἅγιου Ἀλεξάνδρου ἀποτελοῦσε πηγή ἁγιασμοῦ, προσκυνήσεως καί θεραπείας: οἱ τυφλοί ἐλάμβαναν τό φῶς τους, οἱ παραλυτικοί ἐλάμβαναν τήν δύναμη τῶν ποδῶν τους, καί ὅσοι ἔπασχαν ἀπό ὁποιαδήποτε ἀσθένεια, ἐλάμβαναν τήν πλήρη ἴαση.
Οἱ δαίμονες ἔφευγαν ἀπό τούς δαιμονισμένους καί στεῖρες γυναῖκες συνελάμβαναν...
Θαυμαστός εἶναι ὁ Πανάγαθος Θεός ἐν τοῖς Ἁγίοις Αὐτοῦ, ὁ Ὅποιος δόξασε τόν δούλων Αὐτοῦ σε αὕτη τήν ἐφήμερη ζωή μέ θαύματα καί σημεῖα, τά ὅποια ἐγίνοντο διά τῶν χειρῶν του. Καί μετά τόν θάνατο τοῦ ἀκόμη ἀξίωσε νά τοποθετηθεῖ τό παντιμο καί ἱερό Σκήνωμά του στήν Ἐκκλησία Του, γιά νά καταυγάζει ἀπό ἐκεῖ, ὡς μέγας φάρος, μέ τά πανένδοξα Θαύματά του!...
Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΤΟΥ ΖΒΙΡ
Τήν 30ή Ἰουλίου τοῦ 1998, οἱ πιστοί της Ρωσίας ἔσπευσαν κατά χιλιάδες νά προσκυνήσουν τό νεωστί ἀνακαλυφθέν ἱερό Λείψανο τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβίρ στόν Ναό τῶν Ἁγίων Σοφίας, Πίστεως, Ἀγάπης καί Ἐλπίδος στήν Ἁγία Πετρούπολη.
Μετά ἀπουσία περίπου 80 χρόνων, ἕνας ἀπό τούς πλέον ἀγαπητούς Ἁγίους της Θηβαΐδος τοῦ Βορρᾶ ἐπέστρεψε στόν τόπο τῶν μοναχικῶν του ἀγώνων.
Ὀκτώ δεκαετίες ἐνωρίτερα, στίς 5 Ἰανουαρίου τοῦ 1918, οἱ Μπολσεβίκοι κατέλαβαν τό μεγαλύτερο τμῆμα τῆς Ρωσικῆς Θηβαΐδος τοῦ Βορρᾶ: τήν περιοχή γύρω ἀπό τό Ὁλονετς καί τό Λοντέϊνογιε Πολιέ.
Τήν ἀμέσως ἑπομένη ἥμερα οἱ Μπολσεβίκοι ἔκαναν τήν ἐμφάνισή τους στό Μοναστήρι τοῦ Σβίρ στήν λειψανοθήκη τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου.
Ἕνα τέτοιο ταμεῖο ἁγιότητας ἀποτελοῦσε ἕνα προφανές ἐμπόδιο στόν διάβολο καί τά ὄργανά του, τά ὅποια εἶχαν καταλάβει τότε τήν γῆ τῆς Ρωσίας.
Ὅμως, στήν περίπτωση ἐκείνη ἦταν ἀνεξήγητα ἀνίκανοι νά προκαλέσουν κάποια βλάβη στό Λείψανο τοῦ Ἁγίου ἤ νά τό μετακινήσουν.
Οἱ Κομμουνιστές ἔκαναν ἀκόμη κάποιες ἀπόπειρες καί μόνον στήν ἕκτη τους προσπάθεια, στίς 20 Δεκεμβρίου τοῦ ἴδιου ἔτους (1918), κατόρθωσαν νά μετακινήσουν τό ἀδιάφθορο Λείψανο τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου.
Τοῦτο ἐγκαινίασε τήν θλιβερή «ἐκστρατεία κατασχέσεως τῶν λειψάνων», ἤ ὁποία συνεχίσθηκε ἀπό τό 1919 ὡς τό 1922, ὁπότε τά Λείψανα 63 Ρώσων Ἁγίων ἐκλάπησαν, ὑπεβλήθησαν σέ «ἐπιστημονικές ἐξετάσεις», παρουσιάσθηκαν ὡς «μούμιες», ἤ ἀκόμη καί ὡς «κίβδηλα», σέ ἀντιθρησκευτικά μουσεῖα ἤ κατεστράφησαν.
Κατά τήν περίοδο αὐτήν, ὁλόκληρη ἤ βόρεια περιοχή τῆς Ρωσίας μετεβλήθη σέ ἕνα ἀπέραντο στρατόπεδο συγκεντρώσεως.
Ἤ Θηβαΐδα τοῦ Βορρᾶ βεβηλώθηκε καί μολύνθηκε, ἀλλά ταυτοχρόνως καί ἁγιάστηκε, γινομένη ἕνας Γολγοθάς ἀπό τούς πολλούς στήν Ρωσία.
Ἤ Μονή τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβίρ δοκίμασε τήν ἴδια μοίρα τῶν πολλῶν Μοναστηριῶν τῆς περιοχῆς: ἔγινε στρατόπεδο συγκεντρώσεως, γνωστό ὡς «Σβίρλαγκ» («Στρατόπεδο τοῦ Σβίρ»).
Ἀργότερα, ἔγινε διαδοχικά οἶκος ἀναπήρων πολέμου, οἶκος παιδιῶν, τεχνική σχολή καί στρατόπεδο. Τελικά, τό τμῆμα τῆς Ἁγίας Τριάδος τῆς Μονῆς μετατράπηκε σέ ψυχιατρικό ἄσυλο, ἕνα μέρος τοῦ ὁποίου παραμένει τέτοιο μέχρι σήμερα.
Ἤ Μονή ὑπέστη ἄσχημες φθορές μέ τήν πάροδο τῶν χρόνων. Ὅμως, ὁ Θεός δέν ἐπέτρεψε νά χαθεῖ τό Λείψανο τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου. Μετά τήν κατάσχεσή του ἀπό τούς Μπολσεβίκους, πρῶτα ἐφέρθη στό Λοντέϊνογιε Πολιέ.
Ἤ τοπική ἐπιτροπή τῶν Τσεκιστῶν ζήτησε νά γίνει μία ἔρευνα γιά τήν αὐθεντικότητα τοῦ Λειψάνου. Ἐξετάσθηκε ἀπό Σοβιετικούς ἐπιστήμονες μέ τήν ἐλπίδα ἀποδείξεως ὅτι ἦταν κίβδηλο - μία ἀπάτη τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἀποβλάκωση τῶν πιστῶν.
Ὅμως, πρός ἀμηχανία τῶν Μπολσεβίκων, τά ἀποτελέσματα τούς ἐπιβεβαί ὡσάν ὅσα εἶχαν καταγραφή κατά τήν πρώτη ἀνακάλυψη τοῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου το 1641· ὅτι δηλαδή ἐπρόκειτο πράγματι περί τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου καί ὅτι τό σῶμα τοῦ ἦταν, σέ ἐκπληκτικό βαθμό, ἀδιάφθορο.
Τό δέρμα τοῦ ἦταν λευκό καί ἐλαστικό. Τά χαρακτηριστικά του προσώπου τοῦ ἤσαν καθαρά διακρινόμενα καί ἔφεραν μία ἐντυπωσιακή ὁμοιότητα μέ τίς εἰκόνες τοῦ Ἁγίου, οἱ ὁποῖες ἁγιογραφήθηκαν μεταξύ του 16ου καί τοῦ 18ου αἰῶνος.
Ἕνας ἀκαδημαϊκός, ὁ Πέτρος Πετροβιτς Ποκρύσκιν, δέν φοβήθηκε σέ ἐκείνη τήν ἐποχή τῶν διωγμῶν νά γράψει μία θαρραλέα ἀπάντηση στήν αἴτηση τῶν Τσεκιστῶν: «Ἀναγνωρίζοντας ὅτι τό Λείψανο τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβίρ ἀποτελεῖ ἀναμφισβήτητα ἱστορικό γεγονός, ἤ θέσης τῶν ὁποίου πρέπει νά εἶναι σέ μία ἐκκλησία, ζητοῦμε νά ληφθοῦν μέτρα γιά τήν διαφύλαξη Αὐτοῦ του ἐθνικοῦ ἱστορικοί θησαυροῦ».
Ἀπό τό Λοντέϊνογιε Πολιέ τό Λείψανο ἐφέρθη στήν Ἁγία Πετρούπολη (τότε Πετρογκραντ). Τήν ἐποχή ἐκείνη ἦλθε ἐντολή ἀπό τό Κομμισαριάτο τῆς Δικαιοσύνης νά τοποθετηθοῦν ὅλα τα Λείψανα σέ μουσεῖα.
Τό Λείψανο τοῦ Ἅγιου Ἀλεξάνδρου ἔφερθη στό ἀνατομικό μουσεῖο τῆς πόλεως, τό ὅποιο στεγαζόταν στήν Στρατιωτική Ἰατρική Ἀκαδημία.
Ἐκεῖ το Λείψανο ἐξετέθη ὡς ἔκθεμα, ἀλλά ἔμεινε χωρίς ἐγγραφή -μία προφανής προσπάθεια ἀπό τούς ὑπαλλήλους τοῦ μουσείου νά ἀποκρυφθῆ.
Ταυτόχρονα, ἔγιναν ἀπόπειρες νά ἐπιδειχθοῦν ψεύτικα λείψανα τοῦ Ἁγίου στό κοινό, τά ὅποια δέν ὁμοίαζαν στήν ἱστορική του περιγραφή, ὡς μέρος σχεδίου τῶν Κομμουνιστῶν νά πλήξουν τήν Ἐκκλησία, ἄλλα αὐτές οἱ ἀπόπειρες ἀπέτυχαν.
Χάρις σέ ἕναν ἀπό τούς ἐπιστήμονες, τόν Β. Ν. Τόνκοβ, ὁ ὅποιος δέν ἦταν «στρατευμένος ἀθεϊστής» ὅπως οἱ συνάδελφοί του, τό Λείψανο παρέμεινε στήν Στρατιωτική Ἰατρική Ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπολέως, ἐξορισμένο στήν λήθη. Ἐκεῖ ἔμεινε γιά περίπου ὀκτώ δεκαετίες, μέ ἀναμονή τῆς στιγμῆς, κατά τήν ὁποία, θεία πρόνοια, θά ἐπέστρεφε στούς πιστούς.
Στίς 14 Ἰουνίου 1997, περίπου ἕξι χρόνια μετά τήν κατάρρευση τοῦ κομμουνιστικοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ στήν Ρωσία, τό τμῆμα τῆς θείας Μεταμορφώσεως τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβίρ ἐπεστράφη ὁλόκληρο στήν Ἐκκλησία. Τό τμῆμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό ὅποιο ἀπέχει ἕνα τρίτο μιλίου ἀπό τό ἕτερο τμῆμα, ἐπεστράφη μερικῶς στήν Ἐκκλησία στίς 22 Σεπτεμβρίου 1998.
Ἤ ἔρευνα γιά τόν Ἅγιο Ἀλέξανδρο ἄρχισε τό 1997, μέ τήν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτου τῆς Ἁγίας Πετρουπολέως Βλαδίμηρου.
Τά περισσότερα ντοκουμέντα ἀπό τήν σοβιετική περίοδο εἴτε ἐχάθησαν εἴτε κατεστράφησαν, ὅμως οἱ προσευχητικές ἐρευνητικές προσπάθειες τῶν Ἀδελφῶν της Γυναικείας Μονῆς τῆς Ἁγίας Σκέπης Τερβενίτσι, ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ πνευματικοῦ τους Πατρός, τοῦ Ἡγουμένου Λουκιανοῦ (Κουτσένκο), Προϊσταμένου τώρα τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Σβίρ, ἀνταμείφθηκαν τελικά.
Τόν Δεκέμβριο Αὐτοῦ του ἔτους (1997) τό Λείψανο τοῦ Ἁγίου εὑρέθη! Ὅταν αὐτό ἐξετάσθηκε, ἦταν ἀκριβῶς ἐφάμιλλο πρός τήν ἀρχική περιγραφή τῆς πρώτης ἀνακομιδῆς τοῦ Λειψάνου τοῦ 1641. Ἦταν τό ἴδιο ἀδιάφθορο ὅσο καί πρίν ἀπό τήν κατάσχει του.
Σύμφωνα μέ ἀνθρωπολόγους καί ἐθνολόγους εἰδικούς, τό Λείψανο ἄνηκε σέ ἄνδρα τῆς φυλῆς τῶν Βέπ-μιᾶς πολύ μικρῆς ὁμάδος Φινλανδικῆς καταγωγῆς, ἤ ὁποία κατοικοῦσε στήν περιοχή ὅπου ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος γεννήθηκε καί ὅπου ἀργότερα ἔκτισε τήν Μονή του.
Τελικά, μετά τήν ἕκτος πάσης ἀμφιβολίας ἀπόδειξη τῆς ταυτότητος τοῦ Ἁγίου, ὁ Μητροπολίτης Βλαδίμηρος ἔδωσε τήν εὐλογία του, ὥστε τό πλῆρες θείας Χάριτος Λείψανο νά μεταφερθεῖ στόν Ναό τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Σοφίας, Πίστεως, Ἐλπίδος καί Ἀγάπης γιά τέσσερις μῆνες, προκειμένου νά τεθεῖ σέ δημόσια προσκύνηση πρό τῆς ἐπιστροφῆς του στήν Μονή τοῦ Ἁγίου.
Πρίν ἀπό τήν μεταφορά τοῦ Λειψάνου στόν Ναό, ἔτελεσθη μία δέηση στήν αἴθουσα ἐξετάσεων τῆς Ἰατρικῆς Ἀκαδημίας. Πρός ἔκπλησιν καί πνευματική ἀγαλλίασιν τῶν παρόντων, τά χέρια καί τά πόδια τοῦ Ἁγίου ἄρχισαν νά ἀναβλύζουν σταγόνες εὐώδους μύρου, σάν ὁ Ἅγιος νά ἔλεγε: «Ναί, σᾶς ἀκούω· ἐγώ εἶμαι»!
Αὐτή ἤ ἔκχυσης Χάριτος συνεχίσθηκε καί ὅταν τό Λείψανο μετεφέρθη στόν Ναό. Ἤ ροή τοῦ εὐώδους μύρου ἦταν τόσο ἰσχυρή, ὥστε πετοῦσαν μέλισσες κοντά στά πόδια τοῦ Ἁγίου.
Ὅ Κληρικός Ἀλέξιος Γιάνγκ (τώρα Ἱερομόναχος Ἀμβρόσιος) ἦταν στήν Ἁγία Πετρούπολη ὅταν τό Λείψανο εὑρέθη.
Περιγράφων τήν ἐμπειρία τῆς προσκυνήσεώς του, γράφει αὐτός ὁ ἀμερικανός προσκυνητής: «Μέ ἔκπληξη εἶδα, ὅτι ὁ Ἅγιος δέν ἦταν μόνον ἀδιάφθορος, ἀλλά τό δέρμα του δέν εἶχε καθόλου σκουρύνει ἀπό τήν πάροδο πέντε περίπου αἰώνων ἦταν τόσο λευκό ὅσο κάποιου ποῦ ζεῖ σήμερα. Ἀσπαζόμενος τά ἀκάλυπτα πόδια του, μποροῦσα νά ἰδῶ τόν σχηματισμό τοῦ θαυματουργοῦ μύρου, σάν σταγόνες πλουσίου μέλιτος, μεταξύ των δακτύλων».
Εἰκόνες τοῦ Ἁγίου, οἱ ὅποιες εὐλογήθηκαν στήν λειψανοθήκη, ἄρχισαν ὁμοίως νά ἀναδίδουν εἴτε μύρο εἴτε εὔωδια? Ὅ Δόκιμος Ἀλέξανδρος τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβίρ στεκόταν συνεχῶς στήν λειψανοθήκη, παρατηρώντας ὄχι μόνον τήν ποσότητα τοῦ ρέοντος μύρου, ἄλλα καί τίς θαυματουργικές θεραπεῖες, οἱ ὅποιες ἐλάμβαναν χώρα ἐκεῖ. θεραπεύθηκαν ἄνθρωποι μέ πολλές ἀσθένειες: παραλυτικοί, καρκινοπαθεῖς, πάσχοντες ἀπό δερματικές παθήσεις ἤ παθήσεις τῶν ὀστῶν καί δαιμονισμένοι.
Μετά τήν μεταφορά τοῦ Λειψάνου στήν Μονή τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβίρ τόν Νοέμβριο τοῦ 1998, οἱ θεραπεῖες συνέχισαν νά συμβαίνουν ἐνώπιόν του.
Ἤ ροή τοῦ μύρου ἐπίσης συνεχίσθηκε ἀπαραμείωτα. Παρατηρήθηκε, ὅτι αὐτό τό θαῦμα αὐξάνει σέ ἔνταση ὅταν καταφθάνουν στήν Μονή ὁμάδες ἀνθρώπων, στίς ὅποιες δέν συμπεριλαμβάνονται μόνον πιστοί, ἄλλα καί ἀμφισβητίες ἐπίσης. Μέχρι καί σήμερα ἤ Μονή καταγράφει τά θαύματα, τά ὅποια τελοῦνται στό Λείψανο τοῦ Ἁγίου του Θεοῦ
Η ΖΩΟΠΟΙΟΣ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΣ ΕΝΕΦΑΝΙΣΘΕΙ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΤΟΥ ΣΒΙΡ.
Τό μέγα αὐτό θαῦμα ἔγινε ὡς ἑξῆς. Τό ἔτος 1508 σέ ἡλικία 60 ἐτῶν ἀφ` ὅτου ὁ ὅσιος Ἀλέξανδρος ἄρχισε τότε νά ἀσκεῖται μέ ἀγῶνες πού ὑπερβαίνουν τήν ἀνθρώπινη δύναμη σέ πείνα, δίψα καί στήν ἀντοχή τοῦ ψύχους, ἐλπίζοντας ὅτι μέ τό πρόσκαιρο αὐτό ψύχος τοῦ χειμώνα θά ἀποφύγει τή μέλλουσα αἰώνια κόλαση.
Οἱ δαίμονες ὅμως, βλέποντας νά καταπολεμοῦνται ἀπ’ τόν Ὅσιο καί καταλαβαίνοντας ὅτι ἐπρόκειτο νά ἐξοστρακιστοῦν ἀπ’ αὐτόν, προσπάθησαν ἀπ’ τήν ἀρχή νά τόν τρομοκρατήσουν.
Ἐμφανίζονταν ἄλλοτε μέν σάν θηρία καί ἄλλοτε σάν φίδια ποῦ ἔτρεχαν κατεπάνω του μέ συριγμούς καί θηριώδη ἀγριότητα καί τοῦ προκαλοῦσαν πολλούς ἄλλους πειρασμούς.
Μιά νύχτα ὅ ὅσιος Ἀλέξανδρος πήγαινε πρός τό μοναχικό ἐρημητήριο τοῦ ὁπού συνήθιζε νά προσεύχεται μόνος του, ὅταν ξαφνικά ἐμφανίστηκε μπροστά του ἕνα ἀναρίθμητο πλῆθος δαιμόνων, σάν νάταν στρατός πολύς, καί ἄρχισαν νά πηδοῦν κατεπάνω του μέ μανία, νά τρίζουν τά δόντια τους, ἐνῶ ἀπ’ τό στόμα τούς φαινόταν ἔβγαινε μιά μεγάλη φλόγα καί μέ λύσσα νά τοῦ φωνάζουν:
-Φύγε, φύγε ἀπ’ αὐτόν τόν τόπο, ἀναχώρησε γρήγορα ἀπ’ ἐδῶ, γιά νά μήν πεθάνεις μέ θάνατο κακό.
Ὅ Ὅσιος ὅμως, σάν καλός μαχητής τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁπλισμένος μέ προσευχή, δέν τρομοκρατήθηκε καθόλου ἀπ’ αὐτούς, γιατί γνώριζε τήν ἀσθενική δύναμή τους.
Καί ἤ προσευχή ,τοῦ ἔβγαινε ἀπό τό στόμα του σάν πύρινη φλόγα καί κατέκαψε καί ἀφάνισε ὅλες τίς ἀνίσχυρες λεγεῶνες τῶν δαιμόνων.
Ὅ ὅσιος Ἀλέξανδρος συνέχισε τότε τό δρόμο του καί ἦρθε στό μοναχικό ἐρημητήριο τοῦ ὅπου ἔκανε τίς συνηθισμένες προσευχές του στό Θεό, ὁπότε ξαφνικά ἕνας ἄγγελος μέ λαμπρά ἐνδύματα παρουσιάστηκε μπροστά του. Βλέποντας τόν ὅ Ὅσιος αἰσθάνθηκε φόβο καί τρόμο καί πέφτοντας στό ἔδαφος ἔμεινε ἐκεῖ σάν νεκρός.
Ὅ ἄγγελος τόν ἐπίασε ἀπό τό χέρι καί τοῦ εἶπε:
Εἶμαι ἄγγελος Κυρίου καί ὅ Θεός μέ ἔστειλε νά σέ διαφυλάξω ἀπ` ὅλες τίς ἀπάτες τοῦ πονηροῦ διαβόλου καί νά σοῦ ὑπενθυμίσω τά θεία ὁράματα ποῦ εἶχες δεῖ σ’ αὐτόν τόν τόπο ποῦ ἔχεις ἐγκατασταθεῖ- γιατί οἱ ἐντολές Τοῦ πρέπει νά ἐκτελεστοῦν- ὅ Κύριος σέ ἐξέλεξε νά γίνεις ὁδηγός σέ πολλούς γιά τή σωτηρία τους. Σού δηλώνω ὅτι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι νά χτίσεις σ’ αὐτόν τόν τόπο μιά ἐκκλησία στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, νά συγκεντρώσεις ἀδελφούς καί νά ἱδρύσεις μοναστήρι.
Κι ἀφοῦ εἶπε αὐτά ὅ ἄγγελος ἔγινε ἄφαντος.
Ὅ ὅσιος Ἀλέξανδρος ὅμως ἀγαποῦσε τήν ἡσυχία καί ἤθελε νά ζήσει σ’ αὕτη ὅλες τίς μέρες τῆς ζωῆς τοῦ- γι’ αὐτό προσευχόταν ὅλο καί περισσότερο στό Θεό νά τόν ἐλευθερώσει ἀπό κάθε ἀπάτη τοῦ ἐχθροῦ. Κάποτε ποῦ εἶχε ἀπομακρυνθεῖ ἀπ’ τήν καλύβα του καί ὅπως τό συνήθιζε προσευχόταν μερικές ὧρες συνέχεια, ξαφνικά ἐμφανίστηκε πάλι ὅ ἄγγελος Κυρίου καί τοῦ εἶπε:
-Ἀλέξανδρε, ὅπως σου εἶπα τήν προηγούμενη φορᾶ, φτιάξε μιά ἐκκλησία, συγκέντρωσε ἀδελφούς καί ἵδρυσε μοναστήρι, γιατί πολλοί ποῦ ἐπιζητοῦν νά σωθοῦν θά ἔρθουν σέ σένα καί πρέπει νά τούς ὁδηγήσεις «εἰς ὁδόν σωτηρίας».
Καί λέγοντας αὐτά ὅ ἄγγελος ἔγινε καί πάλι ἄφαντος.
Κατά τό 1508 πάλι, ποῦ ὅ Ὅσιος συμπλήρωνε τόν 23ο χρόνο σ’ αὐτή τήν ἔρημο κι ἐνῶ ἦταν στό ἐρημικό κελί τοῦ μιά νύχτα καί κατά τή συνήθεια τοῦ προσευχόταν, ξαφνικά στό σημεῖο ποῦ βρισκόταν ἔλαμψε ἕνα μεγάλο φῶς.
Ὅ Ὅσιος ξαφνιάστηκε καί σκέφτηκε: «Τί νά σημαίνει αὐτό;» Καί ἀμέσως εἶδε τρεῖς ἀνθρώπους νά ἔρχονται πρός αὐτόν ντυμένοι μέ λαμπρά, λευκά ἐνδύματα. Ἦταν ὡραιότατοι καί ἁγνοί, λάμποντας περισσότερο ἀπ’ τόν ἥλιο καί ἀστράφτοντας μέ μιά ἀνέκφραστη οὐράνια δόξα.. Καθένας τούς Κρατοῦσε στό χέρι κι ἕνα σκῆπτρο.
Ὅταν τούς εἶδε ὅ Ὅσιος ἔτρεμε ὁλόκληρος, γιατί τόν κατέλαβε φόβος καί τρόμος Καί μόλις συνῆλθε λίγο προσπάθησε νά τούς προσκυνήσει μέχρι τό ἔδαφος. Ἐκεῖνοι ὅμως τόν ἐπίασαν ἀπ’ τό χέρι, τόν σήκωσαν καί τοῦ εἶπαν:
Ἔχε ἐλπίδα, μακάριε, καί μή φοβᾶσαι.
Καί ὅ Ἅγιος εἶπε:
-Κύριοί μου, ἐάν βρῆκα κάποια χάρη ἐνώπιόν σας, πέστε μου ποιοί εἶστε ποῦ, ἐνῶ ἔχετε τόση δόξα καί λαμπρότητα, καταδεχθήκατε νά ἔρθετε πρός τό δοῦλο σας, γιατί ποτέ μου δέν εἶδα κανένα μέ τέτοια δόξα Ὅπως ἐσεῖς.
Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπάντησαν:
-Μή φοβᾶσαι, ἄνθρωπε θείων ἐπιθυμιῶν, γιατί τό Ἅγιο Πνεῦμα εὐαρεστήθηκε νά κατοικήσει σέ σένα γιά τήν ἁγνότητα τῆς καρδιᾶς σου καί ὅπως σου προεῖπα πολλές φορές ἔτσι καί τώρα σου λέω ὅτι πρέπει νά φτιάξεις ἐκκλησία, νά συγκεντρώσεις ἀδελφούς καί νά δημιουργήσεις μοναστήρι, γιατί μέ σένα εὐδόκησα νά σώσω πολλές ψυχές καί νά τούς φέρω στήν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας.
Ἀκούγοντας αὐτά ὅ Ὅσιος γονάτισε καί πλημμυρισμένος ἀπό δάκρυα εἶπε:
- Κύριέ μου, ποιός εἶμαι ἐγώ ὅ ἁμαρτωλός, ὅ χειρότερος ἀπ’ ὅλους τους ἀνθρώπους, ποῦ θά ἤμουν ἄξιος ν’ ἀναλάβω τέτοιες εὐθύνες, σάν κι αὐτές γιά τίς ὁποῖες μου μίλησες; Εἶμαι ἀδύνατος γιά ν’ ἀποδεχτῶ τέτοια ἀποστολή. Γιατί ἐγώ ὅ ἀνάξιος δέν ἦρθα σ’ αὐτόν τόν τόπο γιά νά κάνω αὐτά ποῦ μέ προστάζεις, ἀλλά μᾶλλον γιά νά κλάψω τίς ἁμαρτίες μου.
Μόλις εἶπε αὐτά ὅ Ὅσιος κειτόταν κάτω στό ἔδαφος καί ὅ Κύριος τόν ἐπίασε πάλι ἀπ’ τό χέρι, τόν σήκωσε καί τοῦ εἶπε:
-Σήκω ὄρθιος, πάρε θάρρος καί δύναμη καί κᾶνε ὅλα ὅσα σέ πρόσταξα.
Ὅ Ὅσιος ἀπάντησε:
- Κύριέ μου, μή θυμώνεις μαζί μου ποῦ τόλμησα νά σοῦ ἀντιμιλήσω- πές μου, σέ τίνος τό ὄνομα θέλεις νά τιμᾶται ἤ ἐκκλησία ποῦ ἤ ἀγάπη Σου γιά τό ἀνθρώπινο γένος θέλει νά χτιστεῖ σ’ αὐτόν τόν τόπο;
Καί ὅ Κύριος εἶπε στόν Ὅσιο:
-Ὅπως βλέπεις τόν ἕνα νά σοῦ μιλάει μέ τρία πρόσωπα, φτιάξε τήν ἐκκλησία στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς Ἁγίας Τριάδος «ἐν μιά τή οὐσία». Σοῦ ἀφήνω τήν εἰρήνη Μου καί ἤ εἰρήνη Μου ποῦ σου χαρίζω θά εἶναι μαζί σου.
Καί ξαφνικά ὅ Ὅσιος εἶδε τόν Κύριο μέ ἁπλωμένα φτερά νά βαδίζει στό ἔδαφος, σάν νά περπατοῦσε μέ τά πόδια, καί μετά ἔγινε ἄφαντος.
Πηγή: Ρομφαία