Οἱ Ἅγιοι
Μάρτυρες, ὁ Ζηνόβιος καί ἡ Ζηνοβία ἤσαν ἀδέλφια, ποῦ κατάγονταν ἀπό τήν ἐπαρχία
τῶν Κιλίκων.
Ὁ πατέρας
τούς ὀνομαζόταν καί αὐτός Ζηνόβιος καί ἡ μητέρα τούς Θέκλα. Ὅταν πέθαναν οἱ
γονεῖς τους, μοίρασαν τά ὑπάρχοντά τους στούς ξένους καί δέν κράτησαν τίποτα
γιά τόν ἐαυτόν τους. Ὁ Ζηνόβιος εἶχε σπουδάσει Ἰατρική καί γιάτρευε τούς
ἀρρώστους ὄχι μόνο γιατί ἦταν εὔσπλαχνος, ἀλλά καί μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, δέν
ἔπαιρνε λεφτά ἀπό τούς
φτωχούς, ὅπως λέει τό εὐαγγέλιο.
Βασιλιάς
ἦταν ἐκείνη τήν περίοδο ὁ Διοκλητιανός καί εἶχε ἔπαρχο σέ ἐκείνη τήν περιοχή
τόν Λυσία. Ὁ Λυσίας ἦταν εἰδωλολάτρης καί αὐτός καί ἔτρεφε μίσος κατά τῶν
χριστιανών
ὅπως καί ὁ
Διοκλητιανός. Αὐτός λοιπόν ὁ Λυσίας δέν ἤθελε καθόλου τούς Χριστιανούς ἐνῶ ὁ
καλός καί εὐσεβής Ζηνόβιος ζοῦσε ἥσυχα μέ τούς χριστιανούς, διότι ὁ Κύριος
τον
πρόσταξε μέ
θεία ἀποκάλυψη νά γίνει ἐπίσκοπός των Κιλίκων. Πρώτον ἦταν στά σώματα γιατρός,
ὕστερα τίς ψυχές ἐπιμελεῖτο μέ σοφία Θεοῦ.
Ὅταν ἄκουσε ὁ κακός ἔπαρχος Λυσίας, γιά τόν ἱερό Ζηνόβιο, ὅτι κηρύττει ἕνα καί μοναδικό Θεό καί θεραπεύει στό ὄνομά Του κάθε ἀσθένεια, καί ὅτι δίδει ἄπειρη ἐλεημοσύνη στούς πτωχούς, θύμωσε γιά τήν τόσην πολλή φιλανθρωπία τοῦ Ἁγίου, διέταξε καί τοῦ ἔφεραν τόν Ἅγιο μπροστά του, καί τοῦ εἶπε: «Πολλά ἄκουσα γιά σένα Ζηνόβιε, ἀλλά ἐγώ δέν πιστεύω αὐτά ἄν δέν τά δῶ μέ τά ἴδια τά μάτια μου. Γί αὐτό σε ἔφερα ἐδῶ γιά νά βεβαιωθῶ. Γί αὐτό λοιπόν διάλεξε ἕνα ἀπό τά δύο, ἤ νά θυσιάσεις μαζί μου στούς θεούς, ὁπότε θά ζήσης ζωή μέ πλοῦτο καί λαμπρότητα, ἤ θά πεθάνεις μέ μεγάλα βάσανα καί μαρτύρια».
Ὁ Ἅγιος
ἀπάντησε:
«Ἐγώ ἔχω
ἕναν Θεό ἀληθινό, τόν Ἰησοῦ Χριστό. Αὐτός μέ ἔπλασε καί μοῦ χάρισε τή ζωή καί
ἐπιθυμῶ νά θυσιαστῶ γί αὐτόν». Ὅταν ἄκουσε αὐτά ὁ τύραννος, διέταξε νά τόν
κρεμάσουν.
Ὅταν γινόταν
αὐτά ἔφτασε ἡ ἀδελφή του Ἁγίου, Ζηνοβία καί ὅταν εἶδε στό ξύλο νά κρέμεται ὁ
ἀδελφό της, δέν δείλιασε καθόλου, ἀλλά ἔλεγξε μέ θάρρος τόν ἔπαρχο καί τοῦ
εἶπε:
«Κακέ καί
ὑπερήφανε τύραννε, ποιά κακουργία ἔκανε ὁ ἀδελφός μου καί τόν δέρνεις;»
Τότε τούς
ἔβαλαν καί τούς δυό σέ κρεβάτι καί κάτω ἀπό αὐτό ἔβαλαν κάρβουνα ἀναμμένα ποῦ
ἔκαιγαν αὐτό ἀλλά οἱ μάρτυρες ὑπέμεναν μέ καρτερία. Μετά τούς ἔβαλαν σέ καζάνι
γεμάτο βρασμένο νερό καί τούς ἔριξαν μέσα νά βράσουν μέχρι νά διαλυθοῦν. Εἰς
μάτην ὅμως ὁ δύστυχος κοπίαζε, διότι ὅσον ἔβραζε τό νερό τόσο αὐτοί
δροσίζονταν καί ἔψαλλαν
χαίροντες.
Ἀφοῦ δέν
εἶχε ἄλλη ἐλπίδα ὁ τύραννος, ἔλαβε τήν τελική ἀπόφαση νά τούς θανατώσει μέ
ξίφος, ἔξω ἀπό τήν πόλη. Ὅταν ἔφθασαν ἐκεῖ, προσευχήθηκαν οἱ Ἅγιοι
λέγοντες:
«Σέ
εὐχαριστοῦμε Χριστέ μας ποῦ μᾶς ἀξίωσες νά τελέσουμε τόν δρόμο τοῦ Μαρτυρίου,
καί νά φυλάξουμε τήν πίστη μᾶς καθαρή. Σέ παρακαλοῦμε, φιλάνθρωπε Κύριε,
νά μᾶς ἀξιώσεις
τοῦ χαρίσματος τῆς αἰωνίου Βασιλείας σου καί νά μᾶς συναριθμήσεις μέ τούς
Ἁγίους δούλους σου».
Ἔκοψαν
λοιπόν οἱ δήμιοι τήν 30ήν Ὀκτωβρίου τά κεφάλια τῶν Μαρτύρων σύμφωνα μέ τή
διαταγή, τά ἅγια δέ λείψανά τους εὐρίσκοντο ἔξω ἀπό τήν πόλη. Τά μεσάνυχτα
πήγαν δύο
πρεσβύτεροι, ὁ Ἐρμογένης καί ὁ Γάιος, ἔλαβαν κρυφά τα λείψανα καί τά ἐνταφίασαν
μαζί. Ἔτσι οἱ Ἅγιοί μας ὅπως εἶχαν κοινούς γονεῖς καί κοινή διαβίωση, ἔτσι
ἀξιώθηκαν κοινῆς
ἀθλήσεως καί κοινῆς ἐνταφιάσεως.