Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

Θεός και επιστημολογικός αθεϊσμός



Στήν ἐποχή μας, ὅπως ἔχουμε δεῖ καί ἀκούσει ὅλοι, διεξάγεται ἕνας ἔντονος διάλογος γιά τή θέση τῆς πίστης σέ σχέση μέ κάποια πορίσματα καί θεωρίες τῆς ἐπιστήμης. Κάποιες φορές οἱ πιστοί παρεξηγοῦν τήν ἐπιστήμη συνολικά, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι πού δηλώνουν «ἄθεοι», συχνά ἀσκοῦν πίεση στούς πιστούς, σχολιάζοντας ὅτι ἡ πίστη εἶναι κάτι «παράλογο» καί αὐτό τάχα, τό «ἐπιβεβαιώνει» ἡ ἐπιστήμη.

Φυσικά, οὔτε ἡ Ἐκκλησιαστική πίστη βρίσκεται ἐκτός λογικῆς (ἀφοῦ δέν ἔχει ὡς ἀρχή κάποια ἀνεξέλεγκτη ἀποδοχή θέσεων, ἀλλά σχετίζεται μέ τίς ἔννοιες τῆς ἐμπιστοσύνης καί τῆς ἀξιοπιστίας μέ βάση τά βιώματα καί τή μαρτυρία τῆς πρωτοχριστιανικῆς κοινότητας ἀλλά καί τῶν μεταγενέστερων ἁγίων της), οὔτε ἀπό τήν ἄλλη, ὁ ρόλος τῆς ἐπιστήμης εἶναι νά ὑπηρετεῖ τήν ἑκάστοτε κοσμοθεωρία. Σκοπός τῆς ἐπιστήμης εἶναι ἁπλῶς νά μελετᾶ τό ἐπιστητό, καί ὄχι νά παράγει δῆθεν «ἐπιστημονικά» συμπεράσματα στηριγμένα σέ θρησκειο-φιλοσοφικά ἐπιχειρήματα.

Θά πρέπει, γιά παράδειγμα, νά πάψουμε νά ἀκοῦμε προβληματικά «πορίσματα» τοῦ τύπου: [α)] «εἶναι πιθανόν ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι κρίκος στήν Ἐξέλιξη τῶν εἰδῶν», [β)] «ΑΡΑ ἡ παρουσία τοῦ ἀνθρώπου στή γῆ δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀποτέλεσμα σκόπιμης ἐνέργειας κάποιου Δημιουργοῦ»!

Ἅς εἴμαστε κατηγορηματικοί ἀπέναντί σε αὐτές τίς αὐθαιρεσίες. Ἀπό τά ‘ἅ)’ καί ‘β)’, ΜΟΝΟ τό πρῶτο ἀποτελεῖ πρόταση σχετική μέ τήν ἐπιστήμη, ἐνῶ τό δεύτερο εἶναι θρησκειο-φιλοσοφική τοποθέτηση! Ὅταν κάποιος προσπαθεῖ νά τά κολλήσει μαζί, τό ‘β)’ ὡς δῆθεν συνεπαγωγή τοῦ ‘ἅ)’, προφανῶς νομίζει ὅτι συζητάει σέ καφενεῖο γιά νά περνάει τήν ὥρα του. Διότι, ἀκόμα κι αὐτούς πού πιστεύουν πώς ὁ ἄνθρωπος ἐμφανίστηκε διαμέσου τῆς «Ἐξέλιξης», τίποτα δέν τούς ἐμποδίζει νά βρίσκεται ἡ διαδικασία αὐτή ὑπό τήν ἐπιστασία τοῦ Δημιουργοῦ. Τό διαδίκτυο, δυστυχῶς, εἶναι γεμάτο ἀπό προσπάθειες, νά μετατραπεῖ ἡ ἐπιστήμη σέ ὑπηρέτη τῶν διαφόρων ἰδεολογιῶν.

Βεβαίως, αὐτά τά φαινόμενα ὑπάρχουν ἐπειδή ἡ πλευρά τῶν «ἄθεων» ξεχνᾶ πάντα ὅτι βασική διδασκαλία τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἡ ὀντολογία περί Κτιστοῦ καί Ἀκτίστου, ὅπου το Ἄκτιστο, δηλ. ὁ Τριαδικός Θεός δέν ἔχει οὐδεμία σχέση στή φύση/οὐσία Του μέ ὁτιδήποτε ἄλλο στήν κτιστή Δημιουργία, εἴτε αὐτό εἶναι ὑλικό (ὁρατός κόσμος), εἴτε εἶναι πνευματικό (ψυχή, ἄγγελοι κ.λπ.). Ὁ Θεός, δέν ἀνήκει στό ἐπιστητό. Αἰῶνες πρίν ὑπάρξει καν ἡ ἔντονη ἀντί-χριστιανική πολεμική του Διαφωτισμοῦ, ἡ Ἐκκλησιαστική διδασκαλία ἀποσαφηνίζει ὅτι, ποτέ, οὐδεμία πρόοδος ἐπιστημονική, δέν θά μπορέσει νά ὁδηγήσει στήν ἐργαστηριακή ἐξέταση καί ἀπόδειξη τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ. Ὅσο κι ἄν θά τό ἤθελε ἡ πλευρά τῶν ἀπίστων ἤ ἡ πλευρά τῶν πιστῶν, κανείς ΠΟΤΕ δέν θά μπορέσει νά «ἀποδείξει» τόν Θεό, μέ τόν τρόπο πού ἡ ἐπιστήμη παρέχει ἀποδείξεις γιά κάποια πτυχή τοῦ ἐπιστητοῦ.

Αὐτό σημαίνει ὅτι εἶναι ἀπολύτως ἀδύνατο νά συγκρουστεῖ ὁποιαδήποτε στιγμή τῆς ἱστορίας, τό «πώς» (ἔρευνα τῆς ἐπιστήμης γιά τή Δημιουργία) μέ τό «ποιός» (ἐκκλησιαστική πίστη στόν Τριαδικό Θεό καί Δημιουργό) της Δημιουργίας.

Ὅπως χαρακτηριστικά λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, μποροῦμε νά ἀποδεχτοῦμε τήν γῆ ὡς «ἀφ’ ἐαυτῆς ἑδραζομένην» στά πλαίσια τῶν φυσικῶν νόμων, χωρίς αὐτό νά μᾶς ἐμποδίζει νά ὁμολογήσουμε ὅτι ἡ Δημιουργία βρίσκεται «ἐν τῇ χειρί τοῦ Θεοῦ».

Καθώς, ἤδη ἀπό τόν 4ο αἰώνα, μᾶς διδάσκει μέ ἕναν λόγο, ἀπό τόν ὁποῖο «δέν ἀπουσιάζει ἡ λογική καί ἡ νομοτέλεια μέσα στίς φυσικές διαστάσεις», ὁ Μέγας Βασίλειος ἀπαλλάσσει τόν πιστό σήμερα ἀπό περιττές ἔγνοιες καί προβληματισμούς σχετικά μέ ὁποιαδήποτε πορίσματα ἤ θεωρίες τῆς ἐπιστήμης στό ζήτημα τῆς Δημιουργίας.

Ἐπιπλέον, θά ἦταν ἄτοπο νά μιλᾶμε γιά «σύγκρουση» πίστης καί ἐπιστήμης, ὅταν σύμφωνα μέ τήν ἐκκλησιαστική νομοθεσία, πολλά ἐπαγγέλματα πού ἀπαιτοῦν σπουδές καί ἐπιστημονικό ὑπόβαθρο θεωροῦνται «συμβατά μέ τήν ἰδιότητα τοῦ Κληρικοῦ» ὅπως «τοῦ ἠλεκτρονικοῦ, τοῦ τεχνικοῦ [...] ἐρευνητικά ἐπαγγέλματα: Φυσικοί, Χημικοί, Βιολόγοι, Μεταλλειολόγοι, Γεωλόγοι, Σεισμολόγοι, Γεωχημικοί, Μετεωρολόγοι, Ἀστρονόμοι, Ἀστροφυσικοί κ.α. [...] Ἐπαγγέλματα Κοινωνικῆς καί Ἀνθρωπιστικῆς φύσεως: Ψυχολόγοι, Κοινωνικοί Λειτουργοί, Νοσηλευταί [...]» καί πολλά ἄλλα.


Ἀπαραίτητες διευκρινήσεις

Γιά νά ἀποφύγουμε τίς ὅποιες παρεξηγήσεις, θά θέλαμε στό σημεῖο αὐτό νά ξεκαθαρίσουμε τό νόημα τῆς ὁρολογίας πού χρησιμοποιοῦμε.

Ὡς ἀποδεδειγμένο «πόρισμα τῆς ἐπιστήμης» θεωροῦμε κάθε ἀποτέλεσμα μιᾶς ἐργαστηριακῆς ἔρευνας τό ὁποῖο, ἀπ’ ὅσο γνωρίζουμε, θεωρεῖται δεδομένο καί δέν συναντᾶ ἰσχυρές ἀμφιβολίες ἀπό τούς εἰδικούς. Γιά παράδειγμα, τό γεγονός ὅτι εἶναι δυνατόν νά γίνει μιά «χαρτογράφηση» τοῦ DNA καί ὅτι αὐτά τά στοιχεῖα πού εἰκονίζονται στίς ὀθόνες των Η/Ὑ τῶν ἐρευνητῶν ἀντιπροσωπεύουν κάποιον «χάρτη» τοῦ DNA, τό θεωροῦμε «πόρισμα τῆς ἐπιστήμης».

Δέν θεωροῦμε ὅμως «πόρισμα τῆς ἐπιστήμης» τήν πρόταση π.χ. ὅτι, καλό εἶναι ἀφοῦ μάθουμε τά πάντα γιά τό DNA νά κλωνοποιήσουμε ἀνθρώπους. Αὐτό δέν εἶναι ἐπιστημονικό πόρισμα ἀλλά μία ΠΡΟΤΑΣΗ ἐφαρμογῆς τοῦ ἐπιστημονικοῦ πορίσματος, ἀπέναντι στήν ὁποία δικαιούμαστε φυσικά νά διαφωνοῦμε.

Ἀκόμα καί ὡς πρός τήν γνωστή «θεωρία τῆς Ἐξέλιξης» ἡ ὁποία συχνά γίνεται ἀντικείμενο συζήτησης, δέν θά πρέπει νά ἐπιτρέψουμε τήν δημιουργία σύγχυσης: σχετική μέ τήν ἐπιστήμη θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ΜΟΝΟ ἡ ἔρευνα γιά τόν μηχανισμό τῆς «Ἐξέλιξης». Τό ἄν ὅμως ὑπάρχει Δημιουργός πίσω ἀπό τόν μηχανισμό αὐτό, εἶναι θρησκειο-φιλοσοφικό ἐρώτημα καί δέν ἀνήκει σέ καμία ἐπιστήμη καί σέ κανέναν δῆθεν «ἐπιστήμονα».

Θά πρέπει ἐπίσης νά γνωρίζουμε ὅτι:

Ἡ ἀναφορά ἀποκλειστικά σέ ἐργαστηριακές ἔρευνες σχετικά μέ τόν μηχανισμό τῆς «Ἐξέλιξης», εἶναι ἐπιστήμη. Ἡ κατάχρηση ὅμως τῶν ἐρευνῶν τῆς θετικῆς ἐπιστήμης γενικά, καί τό ἅπλωμά τους σέ χώρους πού ἀνήκουν στή θρησκεία, τή φιλοσοφία, τήν ψυχολογία ἤ τήν κοινωνιολογία, ὀνομάστηκε καί ἐξακολουθεῖ νά ὀνομάζεται «ἐπιστημονισμός», καί ἀποτελεῖ ἕνα ξεπερασμένο ἰδεολογικό φαινόμενο τό ὁποῖο ἀδιαφορεῖ γιά τόν πολύπλοκο χαρακτήρα τῶν ὀργανικῶν ὄντων, τῶν ψυχικῶν λειτουργιῶν καί τῶν κοινωνικῶν φαινομένων.


Ὁ μηχανισμός ἐμφάνισης τῶν εἰδῶν πού προσπαθοῦν νά διατυπώσουν οἱ ἐπιστήμονες, ὀνομάζεται «Ἐξέλιξη». Ὅταν ὅμως στά ἐπιστημονικά εὐρήματα προσδίδουμε αὐθεντία καί γιά χώρους πού ἀνήκουν στή θρησκεία ἤ τή φιλοσοφία, αὐτό ἀφορᾶ τήν τάση τοῦ ἐπιστημολογικοῦ ἀθεϊσμοῦ καί δίκαια μπορεῖ νά ὀνομάζεται «ἐξελικτισμός», μέ τήν ἔννοια ὅτι ἀφορᾶ πλέον μιά ἰδεολογία καί μιά κοσμοθεωρία ἀλλά ὄχι τήν ἐπιστήμη καθεαυτή.

Κλασικό παράδειγμα ἀποτελεῖ ὁ Ρίτσαρντ Ντόκινς, συγγραφέας τοῦ βιβλίου «Ἡ Περί Θεοῦ Αὐταπάτη»: ὅσο παραμένει στά πλαίσια μιᾶς ἀνάλυσης τοῦ μηχανισμοῦ ἐμφάνισης τῶν εἰδῶν, εἶναι ἐπιστήμονας, θεωρητικός της «Ἐξέλιξης». Ὅταν ὅμως πάει νά ἐμπλέξει ἐκεῖ τήν παρουσία ἤ ὄχι τοῦ Δημιουργοῦ καί τίς ὕβρεις τοῦ ἐνάντια στόν χριστιανισμό, τότε μετατρέπεται σέ ἕναν πιστό της ἰδεολογικῆς πρότασης τοῦ «Ἐξελικτισμοῦ». Τό γεγονός πού τόν ἀναδεικνύει σέ μέγιστο ἀπατεώνα τῆς ἐποχῆς μας, εἶναι ὅτι προσπαθεῖ νά περάσει τίς προτάσεις τοῦ «Ἐξελικτισμοῦ», κρυμμένες κάτω ἀπό τό μανδύα τῆς θεωρίας τῆς «Ἐξέλιξης». Αὐτή ἡ ἀδίστακτη ἐκμετάλλευση τῆς ἐπιστήμης στό ὄνομα τῆς ἰδεοληψίας του, ἀποτελεῖ ἐκτροχιασμό ἐξαιτίας τοῦ ὁποίου ἔχει δεχτεῖ δυσμενῆ σχόλια καί κριτικές ἀπό συναδέλφους του.

Φυσικά, ἡ ἀντίθεση τοῦ χριστιανισμοῦ πρός τόν «Ἐξελικτισμό» δέν μένει μόνο στό βασικό ἐρώτημα περί Θεοῦ, ἀλλά πίσω ἀπό τό ἰδεολόγημα ἀποκαλύπτει καί ἕναν βαθύτερο κίνδυνο γιά τόν ἀνθρώπινο πολιτισμό:

Ἐάν κάποιος στήν κοσμοθεωρία τοῦ ἀρνεῖται νά δεῖ σχέσεις προσώπων καί ἀποδέχεται μόνο τήν ἐπικράτηση τοῦ ἰσχυροτέρου, τότε ἐξαγιάζεται ὁ νόμος τῆς ζούγκλας καί τό δίκαιό του ἰσχυροῦ. Ἡ ἰσχύς τοῦ δικαίου παραμερίζεται, καί ἡ ἐπικράτηση τοῦ δυνατοῦ (σέ οἰκονομία, κράτη, φυλές, φύλα κ.λπ.) φεύγει ἀπό τή σφαίρα τῆς παθογένειας (καί τῆς ἁμαρτίας) καί μετατρέπεται σέ ὕψιστη ἀξία, ἀπενοχοποιώντας τήν ἀλληλοεξόντωση καί τήν ἐπικυριαρχία σέ ὅλα τα ἐπίπεδά της ἀνθρώπινης ζωῆς. Καί τελικά, ποιός ὠφελεῖται ἀπό τόν Κοινωνικό Δαρβινισμό, ἀπό μιά ἑδραίωση τοῦ νόμου τῆς ζούγκλας στίς συνειδήσεις καί στίς κοινωνίες; Τά ἀπροστάτευτα μέλη της, ἤ μήπως τά «σαρκοβόρα» πάσης φύσεως;

Δέν θά πρέπει λοιπόν ὁ χριστιανός νά παραλείψει ὅλα αὐτά ἀπό τόν ἀντίλογό του, ὥστε νά ἀποκαλύψει ὅτι πίσω ἀπό τόν Ἐξελικτισμό δέν κρύβεται τίποτε ἄλλο παρά μιά νοσηρή προσπάθεια νά δικαιωθεῖ ἡ ἀπόλυτη κυριαρχία τῶν ἐνστίκτων, πού γιά τά ζῶα μπορεῖ νά εἶναι ἀποδεκτή, γιά τόν ἄνθρωπο ὅμως ἀποτελεῖ ὀπισθοδρόμηση σέ ἐποχές ἀπό τίς ὁποῖες πέρασε μέ πολύ κόπο καί αἷμα. Ἄλλο λοιπόν «Ἐξέλιξη» καί ἄλλο «Ἐξελικτισμός», ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ, σαφέστατα, ἰδεολογία.

Πίστη καί Ἐπιστήμη κατά τόν Μ. Βασίλειο

Ο Μ. Βασίλειος ἦταν ἕνας σοφός δάσκαλος, ἕνας ἀπό τούς τρεῖς ἱεράρχες, τούς τρεῖς ἐπίσημα ἀναγνωρισμένους Οἰκουμενικούς Διδασκάλους τῆς Ὀρθοδοξίας.

Πολυμαθής καί ἀνθρωπιστῆς, ἔφερε τόν μοναχισμό καί τά μοναστικά ἱδρύματα στίς πόλεις καί στήν ὑπηρεσία τῶν ἀρρώστων καί τῶν ἀδυνάτων. Σπούδασε στήν Ἀθήνα φιλολογία, φιλοσοφία καί ρητορική, ἐνῶ ἔλαβε καί βασικές γνώσεις ἰατρικῆς.

Ἅς ἐξετάσουμε τώρα μιά πολύ σημαντική ρήση αὐτοῦ του σπουδαίου Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τίς ὁμιλίες τοῦ «εἰς τήν ἑξαήμερον», ἡ ὁποία σχετίζεται ἀπόλυτα μέ τό ζήτημα πού μᾶς ἀπασχολεῖ, γιά τή σχέση Δημιουργοῦ καί ἐπιστήμης στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση:

«Τούτων δ’ ἄν σοί δοκή τί πιθανόν εἶναι τῶν εἰρημένων [ἀπό αὐτά δηλ. ποῦ λένε «τινές τῶν φυσικῶν», ἐπί τήν οὕτω ταῦτα διαταξαμένην τοῦ Θεοῦ σοφίαν μετάθες τό θαῦμα. Οὐ γάρ ἐλαττοῦται ἐπί τοῖς μεγίστοις ἔκπληξις, ἐπειδᾶν ὁ τρόπος καθ’ ὅν γίνεται τί τῶν παραδόξων ἐξευρεθῆ· εἰ δέ μή ἀλλά τό γέ ἁπλοῦν τῆς πίστεως ἰσχυρότερον ἔστω τῶν λογικῶν ἀποδείξεων».

Τό ὁποῖο σημαίνει:

«Ἐάν δέ νομίζης ὅτι κάποιο ἐξ αὐτῶν, πού λέγουν οἱ φυσικοί, εἶναι πιθανόν, μετάθεσε τόν θαυμασμόν σου πρός τήν σοφίαν τοῦ θεοῦ, ἡ ὁποία τοιουτοτρόπως τά ἐκανόνισε. Διότι δέν ἐλαττοῦται ἡ ἔκπληξις διά τά μέγιστα, ὅταν ἀνακαλυφθῆ ὁ τρόπος καθ’ ὅν γίνεται τί ἐκ τῶν παραδόξων. Εἰδεμή ἡ ἁπλότης τῆς πίστεως ἅς εἶναι ἰσχυροτέρα των λογικῶν ἀποδείξεων».

Στήν ἀνάλυσή μας ἐπάνω στό ἐδάφιο αὐτό, θεωρήσαμε καλό νά ξεκινήσουμε ἀπό τήν τελευταία φράση, ἡ ὁποία ἔχει τύχει ποικίλης ἀντιμετώπισης: «τό γέ ἁπλοῦν τῆς πίστεως ἰσχυρότερον ἔστω τῶν λογικῶν ἀποδείξεων».

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ φράση αὐτή, προκειμένου νά χρησιμοποιηθεῖ ὡς ἐπιχείρημα γιά ὅποιες ἀντιδράσεις πιστῶν κατά ἐπιστημονικῶν θεωριῶν, κάποιες φορές ἐκλαμβάνεται μέ ἕναν τρόπο πού πιστεύουμε ὅτι ὑποβιβάζει τό πνεῦμα αὐτοῦ του σπουδαίου Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας. Τό νόημα πού μερικές φορές τῆς δίδεται, εἶναι κάτι σάν: «ἀπό τά πορίσματα τῆς ἐπιστήμης, ἐσεῖς νά ἀποδεχτεῖτε μόνο ἐκεῖνα πού συμβαδίζουν μέ τήν πίστη σας».

Ἡ ἑρμηνεία αὐτή, φαίνεται νά δίνει ἕνα φτωχό περιεχόμενο σέ ὅλο το ἐδάφιο, τό ὁποῖο πλέον, μοιάζει μέ συμβουλή τοῦ στίλ: «ἄν ἡ βαρύτητα θεωρεῖτε ὅτι ἐναντιώνεται στήν πίστη σας, ἐσεῖς θά λέτε ὅτι δέν ὑπάρχει βαρύτητα» (ἤ ὅτι ἡ γῆ εἶναι ἐπίπεδη κ.λπ. κ.λπ.)!

Ἄν ὅμως ὁ Μ. Βασίλειος ἤθελε νά δώσει αὐτό τό φτωχό καί παράδοξο νόημα στό ἐδάφιό του, τότε δέν θά ἦταν τόσο ἀπόλυτος λέγοντας:
  

«ΔΕΝ ΕΛΑΤΤΟΥΤΑΙ ἡ ἔκπληξις διά τά μέγιστα, ΟΤΑΝ ΑΝΑΚΑΛΥΦΘΗ ὁ τρόπος καθ’ ὅν γίνεται τί ἐκ τῶν παραδόξων».

Αὐτή εἶναι μιά θέση πού διατυπώνεται εὐθέως καί μέ σαφήνεια ἀπό τόν Μ. Βασίλειο, καί δέν ἐμπεριέχει κανέναν ἑλιγμό: μᾶς λέει ξεκάθαρα ὅτι κανένα ἀπολύτως δεδομένο, σημερινό ἤ μελλοντικό, ἐπιστημονικά ΑΠΟΔΕΔΕΙΓΜΕΝΟ δέν ἔχει τή δύναμη νά μᾶς ὁδηγήσει μακριά ἀπό τόν θαυμασμό μας γιά τή σοφία τοῦ Θεοῦ (ἐπισημαίνουμε τό «ἀποδεδειγμένο», διότι ὁ Μ. Βασίλειος μιλάει γιά πράγματα πού ἔχουν «ἐξευρεθῆ» καί ὄχι γιά ὅσα δέν ἔχουν ὁριστικοποιηθεῖ ἀκόμα. Καί αὐτά ὅμως, ὅταν καί ΑΝ, πράγματι «ἐξευρεθοῦν», μποροῦμε ἐπίσης νά τά ἀποδεχτοῦμε).

Αὐτό σημαίνει ὅτι ἄσχετα μέ τό «πῶς» τῆς Δημιουργίας, αὐτό πού θά παραμένει ὡς αἰώνια ἀλήθεια καί σύμφωνο μέ τά δεδομένα τῆς θείας ἀποκάλυψης, εἶναι τό «ποιός», τό ὁποῖο θά συνδέεται πάντα μέ τόν Ἕνα καί Τριαδικό Θεό.

Δέν ὑπάρχουν λοιπόν τά περιθώρια γιά ἀλλοίωση τῶν λόγων τοῦ Μ. Βασιλείου. Ἄλλωστε λίγο παρακάτω μας λέει πάλι ὁ ἴδιος, ὅτι ἡ Γραφή «παρέλειψε νά ἀναφέρη πολλά» σχετικά μέ τή Δημιουργία. Αὐτό ὅμως δέν ἔγινε γιά νά καθίσουμε ἐμεῖς ἄπραγοι καί παθητικοί, ἀλλά γιά νά ἀσχοληθοῦμε μέ ὅσα εἶναι δυνατόν νά βροῦμε. Διότι ἡ Γραφή - λέει ὁ Μ. Βασίλειος- «τά παρέλειψε […] διά νά ἐξασκῆ τόν νοῦν μας πρός ἐπιμέλειαν, ἐκ τῶν ὀλίγων ἀφορμῶν παρέχουσα ἔδαφος νά σκεπτώμεθα ἔπειτα καί διά τά ὑπόλοιπα».

Κατά συνέπεια, μέ τή φράση «εἰδεμή ἡ ἁπλότης τῆς πίστεως ἅς εἶναι ἰσχυροτέρα…», ὅπως γράφει ὁ καθ. Νίκος Ματσούκας, «ὁ Μ. Βασίλειος ἐπισημαίνει τό γεγονός ὅτι ὑπάρχει περίπτωση νά μή γνωρίζεται ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἔγιναν τά παράδοξα. Τότε μπροστά σ’ αὐτή τήν κατά φύση ὁριακή κατάσταση, ἡ ἁπλότητα τῆς πίστης εἶναι ἰσχυρότερη ἀπό τίς λογικές ἀποδείξεις».

Καί συνεχίζει:

«Ἀναφερόμενος ὁ Μ. Βασίλειος στήν ἐπιστημονική ἄποψη τοῦ Ἀναξίμανδρου γιά τή γῆ ὡς μετέωρη καί ἀκίνητη, λέει στό ἀκροατήριό του ὅτι μπορεῖ τοῦτο νά εἶναι πιθανό, καί τότε τήν τάξη αὐτή θά ἔχει πραγματώσει ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά δέν ἐλαττώνεται ὁ θαυμασμός μας γιά τά μεγαλεῖα του Θεοῦ, ὅταν βροῦμε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἔγιναν ὅλα αὐτά τά θαυμαστά. Εἰδάλλως ἡ ἁπλή πίστη εἶναι ἰσχυρότερη ἀπό τίς λογικές ἀποδείξεις. Ἐδῶ ὁ Μ. Βασίλειος διακρίνει τό ‘ποιός’ τῆς δημιουργίας ἀπό τό ‘πῶς’. Τό δεύτερο ἀνήκει στήν ἐπιστήμη, καί ὅταν ὑπάρχει μποροῦμε νά τό ἀποδεχτοῦμε».


Ἀκολουθώντας τήν ἑρμηνεία αὐτή, μποροῦμε νά κατανοήσουμε καί τή φράση τοῦ Μ. Βασιλείου, «ἐάν δέ νομίζης ὅτι κάποιο ἐξ αὐτῶν, πού λέγουν οἱ φυσικοί, εἶναι πιθανόν».

Καταρχᾶς, ὅταν ὁ Μ. Βασίλειος χρησιμοποιεῖ τή λέξη «πιθανόν» καί ἐπικαλεῖται τήν ἁπλότητα τῆς πίστεως, ἀναφέρεται σέ πράγματα πού εἶναι ἀκόμα συγκεχυμένα καί θεωρίες πού ἀλληλο-καταρίπτονται καί ἄρα ἡ ἐπιστήμη δέν ἔχει ὁριστική ἀπάντηση γι’ αὐτά:

«Τά ἴδια δέ αὐτά δυνάμεθα νά εἴπωμεν καί περί τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι πολλά καί συγκεχυμένα συγγράμματα συνεγράφησαν ὑπό τῶν σοφῶν του κόσμου περί τῆς φύσεως τοῦ οὐρανοῦ. Καί ἄλλοι μέν ἔχουν εἰπεῖ [...] Ἄλλοι δέ περιφρονοῦντες ταῦτα ὡς ἀπίθανα [...] Ἠμεῖς, λοιπόν, ἀφίνοντες ἐκείνους νά καταρρίπτη ὁ ἕνας τάς θεωρίας τοῦ ἄλλου», ἅς μείνουμε στό γεγονός ὅτι «ἐποίησεν ὁ θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν».

Κατά συνέπεια, πουθενά δέν προτείνει μιά αὐθαίρετη ἐπιλογή ὅπου ὁ καθένας μᾶς σύμφωνα μέ τό τί νομίζει «πιθανό» ἀποφασίζει μέ τό «ἔτσι θέλω» ποιά ἐπιστημονικά πορίσματα εἶναι σωστά.

Ἐπιπλέον, στήν ἐποχή τοῦ Μ. Βασιλείου, ἡ φιλοσοφία, ἡ ἐπιστήμη καί οἱ διάφορες κοσμοθεωρίες, συχνά βρίσκονταν νά περιπλέκονται σέ ἕνα ἑνιαῖο ἔργο τῶν λογίων της ἐποχῆς (π.χ. Νεοπλατωνικοί) ἀλλά καί τῶν παλαιοτέρων φιλοσόφων.

Δηλαδή, ἕνα κομμάτι τῆς φιλοσοφίας τήν ἐποχή ἐκείνη, ἦταν καί ἡ φυσική ἐπιστήμη (πού σήμερα εἶναι ἐντελῶς αὐτόνομη), ἡ ὁποία πολλές φορές ἐμφάνιζε κάποια συμπεράσματα ὡς ἀποτέλεσμα μιᾶς συλλογιστικῆς καί ὄχι ὡς ἀποτέλεσμα σαφοῦς ἀποδείξεως μέ τήν ἀξία πού ἔχει σήμερα μιά ἐργαστηριακή ἀπόδειξη.

Ὅταν λοιπόν κάποιοι φιλόσοφοι/ἐπιστήμονες τῆς ἐποχῆς ἔλεγαν π.χ. ὅτι ἡ ὕλη ἦταν ἀδημιούργητη, αὐτό λεγόταν ὄχι ἐπειδή μποροῦσε πραγματικά νά ἀποδειχτεῖ, ἀλλά ἐπειδή ἀποτελοῦσε μέρος της τότε φιλοσοφικό-θρησκευτικῆς κοσμοθεωρίας. Τό ἀδημιούργητό της ὕλης δέν μπορεῖ οὔτε καν σήμερα νά ἀποδειχθεῖ καί βεβαίως, εἶναι ἀδύνατο νά ἀποκλείσει κάποιος τόν Δημιουργό, ὅταν πιστεύουμε ὅτι εἶναι μιᾶς ἄλλης φύσης καί οὐσίας ἀπό αὐτή τοῦ κόσμου μας καί ἔτσι εἶναι ἀδύνατο νά ἐντοπίσει κάποιος σέ ἕνα ἐργαστήριο τήν παρουσία Του καί τόν ρόλο Του σέ ὅλο αὐτό τό θαῦμα.


Ἄρα, μιά θεωρία πού μπορεῖ νά ἐμφανιστεῖ περί ἀδημιούργητης ὕλης καί ἀνυπαρξίας τοῦ Θεοῦ (ἔτσι ὅπως τόν κατανοεῖ ἡ Ἐκκλησιαστική πίστη), γιά ἐμᾶς σήμερα θά πρέπει νά θεωρεῖται ὑπέρβαση τοῦ ρόλου τῆς ἐπιστήμης. Στήν ἐποχή τοῦ Μ. Βασιλείου ὅμως, ὁ φιλόσοφος-ἐπιστήμονας μποροῦσε νά διατυπώσει τέτοιες θεωρίες. Ἀναφερόταν λοιπόν καί σέ αὐτούς, ὅταν ἔλεγε, «ἐάν δέ νομίζης ὅτι κάποιο ἐξ αὐτῶν, πού λέγουν οἱ φυσικοί, εἶναι πιθανόν».

Ἄν λοιπόν «οἱ φυσικοί» δηλ. οἱ ἐπιστήμονες, μιλήσουν γιά ἀνυπαρξία τοῦ Θεοῦ, ἐμεῖς γνωρίζουμε δέν «εἶναι πιθανόν» νά γνωρίζουν κάτι τέτοιο, διότι δέν ἐντάσσεται στά πλαίσια τῶν δυνατοτήτων τους.

Κατά συνέπεια, ἐδῶ ὑπάρχει μιά νοητή γραμμή ἡ ὁποία ὑποδεικνύει ἕνα ἀδιαπέραστο ὅριο γιά τή φυσική ἐπιστήμη καί θά πρέπει αὐτό νά τό ἐπισημάνουμε καί νά τό διαχωρίσουμε. Σέ αὐτό ἀκριβῶς τό σημεῖο τῆς ὑπέρβασης, θά μιλήσει «ἡ ἁπλότητα τῆς πίστης». Ὅποιος μιλᾶ γιά ἀνυπαρξία τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά κρατήσει τίς ἀπόψεις του, καί ἐμεῖς ὅμως μποροῦμε νά κρατήσουμε τήν πίστη πού μᾶς παραδόθηκε μέσα ἀπό ὅσα βίωσε καί εἶδε μέ τά μάτια της ἡ πρώτη Ἐκκλησία.

Ἄν ὅμως, αὐτό πού λένε «οἱ φυσικοί» δηλ. οἱ ἐπιστήμονες, «εἶναι πιθανόν», δηλ. βρίσκεται μέσα στά πραγματικά πλαίσια τῆς ἐπιστήμης τους, ἐμεῖς μποροῦμε νά τό δεχόμαστε, καί γιά ὅλα ὅσα μαθαίνουμε γιά τό «πῶς» τῆς Δημιουργίας, νά μεταθέτουμε τόν θαυμασμό μας «πρός τήν σοφίαν τοῦ Θεοῦ».

Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ Μ. Βασίλειος διαφοροποιήθηκε ἀπό τίς θέσεις πού ἀνέπτυξε ὁ δυτικός σχολαστικισμός, ὁ ὁποῖος προσπάθησε νά ἐντάξει τόν Θεό σέ μιά συζήτηση περί ἐπιστημονικῶν ἐπιχειρημάτων. Εἶναι χαρακτηριστικό γιά νά κατανοήσουμε τή διαφορά στήν ἀντίληψη Πατέρων καί σχολαστικῶν, ὅτι οἱ τελευταῖοι, «ἐπιχείρησαν μέ βάση τήν ἀριστοτελική φιλοσοφία ὡς πρός τή σχέση ὕλης καί εἴδους νά ἐξηγήσουν τόν τρόπο τῆς μεταβολῆς τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ σῶμα καί αἷμα τοῦ Χριστοῦ», πράγμα πού οὐδέποτε ἀπασχόλησε τούς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.


Ὁ Θεός τῶν «κενῶν»

Ὡς συνέχεια τοῦ σχολαστικισμοῦ, ἡ ἀπολογητική γραμμή πού ἀκολούθησαν οἱ δυτικοί θεολόγοι ἀπό τόν 18ο αἰώνα καί ἑξῆς, ἐνέπλεξε τή θεολογία τους σέ ἕνα ἀδιέξοδο (ὅπως καί κάποιων Ὀρθοδόξων πού ἐπηρεάστηκαν ἀπό αὐτούς). Γιά κάθε τί πού δέν γνώριζε (ἀκόμα) ἡ ἐπιστήμη, φρόντιζαν οἱ θεολόγοι νά ὁρίζουν ὡς ἄμεση αἰτία τόν Θεό γιά νά καταφέρουν μιά ἄμεση ἀπάντηση στήν πίεση τῶν ἄθεων. Αὐτό ὅμως τελικά ἦταν κάτι πού ἔβλαψε τήν πίστη τῶν ἀνθρώπων: διότι, ὅταν κάποια στιγμή ἡ ἐπιστήμη κατέκτησε αὐτό πού μέχρι τότε ἦταν κενό γνώσης, αὐτομάτως ὁ Θεός «ἐξορίστηκε» ἀπό αὐτό, καί «τοποθετήθηκε» στό ἀμέσως ἑπόμενο κενό πού εἶχε τότε ἡ γνώση τῆς ἐπιστήμης.

Αὐτό ὅμως δέν μπορεῖ νά συνεχίζεται αἰώνια. Δημιουργεῖ προφανεῖς καί εὔλογες ἀμφιβολίες στόν ἄνθρωπο, ὅτι τελικά ὁ Θεός ἴσως καί νά μήν βρίσκεται πουθενά.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶχαν διδάξει ξεκάθαρα ὅτι ἄλλο οἱ φυσικοί νόμοι καί ἄλλο ὁ Δημιουργός ὁ ὁποῖος εἶναι ἀδύνατο νά ἐρευνηθεῖ καί νά μελετηθεῖ ἀπό τήν ἐπιστήμη. Εἶχαν ἐπίσης διδάξει ὅτι τά πάντα στή Δημιουργία εἶναι ὑπό τήν ἐπιστασία Του μέ ἕναν τρόπο πού δέν μποροῦμε νά τόν γνωρίζουμε καί δέν πίστευαν σέ ἕναν Θεό τῶν «κενῶν» ἀλλά στήν καθολικότητα τῆς «πανταχοῦ» παρουσίας Του. Οἱ δυτικοί ὅμως θεολόγοι ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Διαφωτισμοῦ καί μετά, κινούμενοι ἀντίθετα ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἐπικαλοῦνταν ὅσα πορίσματα τῆς ἐπιστήμης θεωροῦσαν εὐνοϊκά γιά τήν πίστη ὡς «ἀπάντηση» στούς ἄθεους. Ἔτσι ὅμως, κατά ἕναν ἐπιπόλαιο τρόπο, ἀναγνώριζαν δικαιοδοσία στήν ἐπιστημονική γνώση νά χρησιμοποιήσει τά δικά της μέτρα καί σταθμά γιά νά δικαιώσει ἤ ὄχι τήν πίστη! Καί φυσικά, τό χειρότερο ὅλων ἦταν ὅτι σέ ἀντίθεση μέ τήν πανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας, μετέβαλλαν τήν πίστη καί τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ σέ ἕνα …συμπλήρωμα τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσης!

Αὐτή τήν θεολογία πού ἔκρυβε τελικά τεράστιες παγίδες, περιγράφει μέ ἐξαιρετικό τρόπο στό βιβλίο τοῦ ὁ Francis S. Collins, ἕνας ἐξέχων ἐπιστήμονας, ἐπικεφαλῆς τοῦ προγράμματος Human Genome Project (Σχέδιο Ἀνθρώπινου Γονιδιώματος).

Μᾶς ἔκανε ἰδιαίτερη ἐντύπωση πόσο κοντά κινεῖται ἕνας σημερινός, δυτικός ἐπιστήμονας, σέ ὅσα εἶπε ὁ Μ. Βασίλειος πρίν ἀπό 16 αἰῶνες!

Ὅπως λοιπόν ὁ Μ. Βασίλειος μᾶς διδάσκει πώς «ὅταν ἀνακαλυφθῆ ὁ τρόπος καθ’ ὅν γίνεται τί ἐκ τῶν παραδόξων», ἐσύ «μετάθεσε τόν θαυμασμόν σου πρός τήν σοφίαν τοῦ θεοῦ», ὁ Francis Collins, 16 αἰῶνες μετά, γράφει:


«Γιά μένα δέν ὑπάρχει ἴχνος ἀπογοήτευσης ἀπό αὐτές τίς ἀνακαλύψεις γιά τή φύση τῆς ζωῆς -τό ἀντίθετο! Πόσο θαυμάσια καί περίπλοκη ἀνακαλύπτεται νά εἶναι ἡ ζωή! Πόσο βαθιά ἱκανοποιητική εἶναι ἡ ψηφιακή κομψότητα τοῦ DNA! Πόσο αἰσθητικά γοητευτικά καί ἀρτιστικά ὑπέροχα εἶναι τά συστατικά των ζώντων ὀργανισμῶν, ἀπό τό ριβόσωμα πού μεταφράζει τό RNA σέ πρωτεΐνη, στή μεταμόρφωση τῆς κάμπιας σέ πεταλούδα, στό μυθικό φτέρωμα τοῦ παγωνιοῦ πού προσελκύει τό ταίρι του. Ἡ ἐξέλιξη ὡς μηχανισμός, μπορεῖ καί πρέπει νά εἶναι ἀληθινή. Ἀλλά αὐτό δέ λέει τίποτα γιά τή φύση τοῦ Ποιητοῦ. Γι' αὐτούς πού πιστεύουν στό Θεό, αὐτοί εἶναι λόγοι γιά νά αἰσθανθοῦν περισσότερο δέος, ὄχι λιγότερο».

Οἱ Πατέρες λοιπόν τῆς Ἐκκλησίας, ὡς αὐθεντικοί ἐκφραστές τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Θεολογίας, ἀποτελοῦν ἀσφαλεῖς ὁδηγούς γιά τήν οὐσία καί τόν σκοπό τῆς Ἐκκλησιαστικῆς πίστης, ἡ ὁποία, σίγουρα, δέν ἔχει ὡς σκοπό νά μπεῖ ἐμπόδιο στήν ἐπιστημονική ἔρευνα (θυμίζουμε ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ καθαρή «ἐπιστημονική ἔρευνα» καί ἄλλο ἡ ἀποδοχή τῶν ἐφαρμογῶν ἤ ἰδεολογιῶν πού προτείνουν κάποιοι, βασιζόμενοι στά πορίσματα τῆς ἐπιστήμης).

Ἄλλωστε, ἡ Ἐκκλησιαστική πίστη δέν ἀποτελεῖ κάποια «ἀντιπρόταση» πρός τήν ἐπιστημονική ἔρευνα, καί ὅπως σημειώνει ὁ καθ. Γεώργιος Πατρῶνος, ἡ «εἰκονογραφία καί […] ὑμνολογία τῆς [Ἐκκλησίας], προτιμᾶ νά βλέπει τόν Μωυσῆ, τόν ἱερό συγγραφέα τοῦ βιβλίου τῆς Γένεσης, περισσότερο ὡς προφήτη, ὡς ἀρχιερέα καί ποιμένα, παρά ὡς ἱστορικό συγγραφέα, μέ τή σημερινή κοσμική ἔννοια, ἤ ὡς θεωρητικό διερευνητή τοῦ προβλήματος τῆς δημιουργίας».

Ἡ ἴδια λοιπόν ἡ θεολογική ἔκφραση τῆς Ὀρθοδοξίας μέσα ἀπό τήν ὑμνογραφία καί ἁγιογραφία της, διαψεύδει τήν πορεία τῆς δυτικῆς θεολογίας, ἡ ὁποία προσπάθησε αὐθαίρετα, νά μετατρέψει σέ ἐπιστημονικά ἐγχειρίδια τά ἱερά κείμενα, μοναδικός σκοπός τῶν ὁποίων εἶναι νά μεταδώσουν σωτηριώδεις, ἠθικοδογματικές ἀλήθειες καί τήν ἀκλόνητη πεποίθηση γιά ἕναν Θεό «ποιητήν οὐρανοῦ καί γῆς, ὁρατῶν τέ πάντων καί ἀοράτων».

Πηγή: Πατερική Θεολογία