Ἡ Ὅσια Ἀναστασία ἔζησε στά χρόνια του Δεκίου (κατ' ἄλλους
τοῦ Διοκλητιανοῦ) καί Βαλλεριανού καί καταγόταν ἀπό τή Ρώμη. Ὅταν πέθαναν οἱ
πλούσιοι γονεῖς της, διαμοίρασε τήν περιουσία πού κληρονόμησε στούς φτωχούς καί
ἀποσύρθηκε σέ μοναστήρι.Ὅταν τή συνέλαβε ὁ ἡγεμόνας Πρόβος (περί τό 256 μ.Χ.), ὑπενθύμισε
στήν Ἀναστασία τήν ἀνθηρή νεότητά της, γιά τήν ὁποία θά ἔπρεπε νά ἀρνηθεῖ τό
Χριστό. Τότε, δυναμική ὑπῆρξε ἡ ἀπάντηση τῆς Ἀναστασίας: «Ἐγώ, εἶπε, μία ὡραιότητα
καί νεότητα γνωρίζω, ἐκείνη πού δίνει ὁ Χριστός στίς πιστές καί γενναῖες ψυχές,
πού προτιμοῦν γι’ Αὐτόν τό θάνατο ἀντί ἄλλων ἐγκόσμιων ἀγαθῶν, ὅταν αὐτά
προτείνονται γιά τήν προδοσία τοῦ Θεοῦ τους. Πλούτη εἶχα ἄφθονα. Δέν τά θέλησα.
Ἀλλά τό Χριστό μου τόν θέλω καί ἀπ' Αὐτόν καμία δύναμη δέ θά μπορέσει νά μέ
χωρίσει. Ἄν ἀμφιβάλλεις, δοκίμασε». Ἐξαγριωμένος ἀπό τήν ἀπάντηση ὁ Πρόβος, τή
μαστίγωσε στό πρόσωπο καί τήν ἅπλωσε σέ ἀναμμένα κάρβουνα. Ἔπειτα, τήν κρέμασε
καί τῆς ἔσκισε τό σῶμα. Μετά ἔκοψε τούς μαστούς της, ξερίζωσε τά νύχια της καί
τελικά τήν ἀποκεφάλισε. Ἔτσι, ἡ Ἀναστασία πῆρε τόν ἁμαράντινο στέφανο τοῦ
μαρτυρίου.
Πηγή: Οἱ Ἅγιοί του ἔτους