Ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
Τό ἔργον ἐπρόφθασε τούς λόγους, καί οἱ Φαρισαῖοι ἀπεστομώθησαν
ἀκόμη περισσότερο. Διότι ἦταν ἀρχισυνάγωγος αὐτός πού ἦλθε, καί τό πένθος βαρύ.
Τό παιδί μονογενές καί στό ἄνθος τῆς ἡλικίας του, μόλις δώδεκα ἐτῶν. Καί τό ἀνέστησε
διά μιᾶς. Ἐάν δέ ὁ Λουκᾶς λέγει ὅτι ἦλθαν καί εἶπαν «μή σκύλλε, μή ταλαιπωρεῖς
τόν διδάσκαλον’ τέθνηκε γάρ», θά ἀπαντήσωμε τοῦτο, ὅτι τό «ἄρτι ἐτελεύτησε» τό
εἶπεν ἐκεῖνος στοχαζόμενος τόν χρόνο τῆς ὁδοιπορίας ἤ γιά νά ἐπαυξήσει τήν
συμφορά. Συνηθίζουν, ὅσοι παρακαλοῦν, νά μεγαλοποιοῦν μέ τά λόγια τήν συμφορά
τους, καί νά προσθέτουν κάτι ἐπιπλέον ὥστε νά προσελκύσουν περισσότερό τους ἰκετευομένους.
Κοίτα ὅμως τήν ἁπλοϊκότητά του. Δύο πράγματα ἀπαιτεῖ ἀπό τόν Χριστόν, καί νά ἔλθει
ὁ ἴδιος, καί νά βάλει τό χέρι τοῦ ἐπάνω. Πράγμα πού σημαίνει ὅτι ἡ μικρή ἀνέπνεε
ἀκόμη ὅταν τήν ἄφησε. Τό ἴδιο ἀπαιτοῦσε καί ἐκεῖνος ὁ Σύρος Νεεμᾶν ἀπό τόν
Προφήτην. Ζητοῦσε, λέγει, καί νά ἐξέλθει, καί τό χέρι νά βάλει ἐπάνω. Πράγματι,
ὅσοι εἶναι πιό παχεῖς στόν νοῦ, χρειάζονται καί τήν ὅραση καί τά αἰσθητά πράγματα.
Ἐνῶ λοιπόν ὁ Μάρκος λέγει ὅτι ἔλαβε τούς τρεῖς μαθητᾶς, καθώς καί ὁ Λουκᾶς, ὁ Ματθαῖος λέγει ἁπλῶς τούς μαθητᾶς. Γιά ποῖον λόγον ὅμως δέν παρέλαβε τόν Ματθαῖον, ἄν καί εἶχε μόλις προσέλθει; Γιά νά τοῦ δημιουργήσει μεγαλυτέραν ἐπιθυμία, καί ἐπειδή ἦταν ἀκόμη ἀτελέστερος. Γι’ αὐτό τιμᾶ τούς τρεῖς μαθητᾶς, ὥστε νά γίνουν καί οἱ ἄλλοι ὅπως ἐκεῖνοι. Ἦταν γι’ αὐτόν ἀρκετό το ὅτι εἶδε τήν αἱμορροοῦσα, καί ὅτι ἐτιμήθη μέ τό νά γίνει ὁμοτράπεζός του Δεσπότου καί νά φάγει μαζί του.
Καί ὅταν ἐσηκώθη νά φύγει, τόν ἠκολούθησαν πολλοί, σάν
νά περίμεναν κάποιο μεγάλο θαῦμα, ἀλλά καί ἐξ αἰτίας τοῦ προσώπου πού εἶχε ἔλθει.
Ἐπίσης, ἐπειδή οἱ περισσότεροι ἤσαν παχύτεροι στόν νοῦ, ἐζητοῦσαν ὄχι τόσο τήν ἐπιμέλεια
τῆς ψυχῆς ὅσο τήν θεραπεία τοῦ σώματος, καί συνέρρεαν ὠθούμενοι ἄλλοι ἀπό τά
παθήματά τους καί ἄλλοι σπεύδοντας νά γίνουν θεαταί τῆς διορθώσεως ξένων
παθημάτων. Αὐτοί ὅμως πού τόν ἐπλησίαζαν κυρίως γιά τούς λόγους καί τήν
διδασκαλία του ὡς τότε, ἤσαν λίγοι. Πράγματι, γι’ αὐτό δέν ἄφησε νά εἰσέλθουν
στήν οἰκία παρά μόνον οἱ μαθηταί, καί πάλιν ὄχι ὅλοι, σέ κάθε περίπτωση
διδάσκοντάς μας νά ἀποφεύγωμε τήν δόξα τῶν πολλῶν. «Καί ἰδού», λέγει, «γυνή ἐν
ρύσει αἵματος δώδεκα ἔτη ἔχουσα, προσῆλθεν ὄπισθεν, καί ἤψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ
ἱματίου αὐτοῦ. Ἔλεγε γάρ ἐν ἐαυτή. Ἐάν μόνον ἄψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ,
σωθήσομαι». Γιά ποῖον λόγο δέν τόν ἐπλησίασε μέ παρρησίαν; Ἐντρέπετο γιά τήν ἀρρώστια,
ἐπειδή ἐνόμιζε ὅτι εἶναι ἀκάθαρτος. Διότι ἄν ἡ γυναίκα πού εἶναι στά ἔμμηνά της
δέν ἐθεωρεῖτο καθαρά, πολύ περισσότερο θά θεωροῦσε τόν ἐαυτόν τῆς ἀκάθαρτον ἐκείνη
πού πάσχει ἀπό τοιούτου εἴδους ἀσθένεια. Πράγματι, σύμφωνα μέ τόν νόμο, αὐτή ἡ ἀσθένεια
ἐθεωρεῖτο πολύ ἀκάθαρτος. Γι’ αὐτό προσπαθεῖ νά μή γίνει ἀντιληπτή καί
κρύπτεται. Δέν εἶχε οὔτε αὐτή ἀκόμη σωστήν καί διαμορφωμένην γνώμη περί τοῦ
Κυρίου. Ἀλλιῶς δέν θά ἐπίστευε πώς θά περνοῦσε ἀπαρατήρητη. Καί εἶναι αὐτή ἡ
πρώτη γυναίκα πού προσέρχεται δημοσίως. Εἶχε ἀκούσει ὅτι θεραπεύει καί γυναῖκες,
καί ὅτι τώρα πορεύεται πρός τήν μικρή κόρη πού μόλις ἀπέθανε. Δέν τόν ἐκάλεσε ὅμως
στόν οἶκο της, μολονότι ἦταν πλουσία, οὔτε προσῆλθε φανερά, ἀλλά μόνον ἤγγισε
μέ πίστη κρυφά τα ἐνδύματά του. Οὔτε καν ἀμφέβαλλεν οὔτε εἶπε μέσα της: θά ἀπαλλαγῶ
ἄραγε ἀπό τήν ἀσθένειά μου; Ἤ μήπως δέν θά ἀπαλλαγῶ; Ἀλλά ἐπλησίασε γεμάτη ἐλπίδες
γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας της. «Ἔλεγε γάρ», διηγεῖται ὁ Εὐαγγελιστής, «ἐν
ἐαυτή. Ἐάν μόνον ἄψωμαι τοῦ ἱματίου του, σωθήσομαι». Εἶδε ἀπό ποίαν οἰκία εἶχεν
ἐξέλθει, τῶν τελωνῶν, καί ποῖοι τόν ἀκολουθοῦσαν, ἁμαρτωλοί καί τελῶνες. Ὅλα αὐτά
τήν ἔκαμαν αἰσιόδοξη. Καί ὁ Χριστός δέν τήν ἄφησε νά διαφύγει ἀπαρατήρητη, ἀλλά
τήν παρουσιάζει στό μέσον. (Ὁ ἅγιος φαίνεται συμπεραίνει ὅτι ἡ γυναίκα αὐτή, ἡ
μετέπειτα ἁγία Βερονίκη, ἦταν πλουσία, ἀπό τόν χάλκινο ἀνδριάντα πού, ὅπως
διέσωσε ἡ παράδοση, ἔστησε ἀργότερα στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ της.) Καί τήν
φανερώνει, γιά πολλούς λόγους. Ἄν καί μερικοί ἀναίσθητοι λέγουν ὅτι αὐτό τό ἔκαμε
ἀπό φιλοδοξία. Γιατί, λέγει, δέν τήν ἄφησε νά περάσει ἀπαρατήρητη; Τί λέγεις,
μιαρέ καί παμμίαρε; Αὐτός ποῦ προστάσσει νά σιωποῦμε, ποῦ ἀφήνει μύρια θαύματα
νά περάσουν ἀπαρατήρητα, αὐτός ἀγαπᾶ τήν δόξαν;
Γιατί λοιπόν τήν παρουσιάζει στό μέσον; Πρώτον διαλύει
τόν φόβο τῆς γυναικός, γιά νά μή τήν ἐλέγχει ἡ συνείδησις, καί ζεῖ μέ ἀγωνία
σάν νά τήν ἔχει κλέψει τήν δωρεά. Δεύτερον, τήν διορθώνει, ἐπειδή εἶχε φαντασθεῖ
ὅτι δέν θά ὑποπέσει στήν ἀντίληψή Του. Τρίτον, ἐπιδεικνύει σέ ὅλους τήν πίστη
της, ὥστε νά ποθήσουν καί οἱ ἄλλοι νά τήν μιμηθοῦν. Ἄλλωστε τό ὅτι ἔδειξε πώς
τά γνωρίζει ὅλα πολύ καλά, ἀποτελεῖ σημεῖον ὄχι μικρότερον ἀπό τήν παύση τῆς ροῆς
τοῦ αἵματος. Ἔπειτα, μέ τήν στάση τῆς γυναικός κερδίζει τόν ἀρχισυνάγωγον, ὁ ὁποῖος
ἦταν ἕτοιμος νά κλονισθεῖ στήν πίστη, καί μέ αὐτόν τόν τρόπο νά χάσει τό πᾶν. Ἐπειδή
ἐκεῖνοι πού ἦλθαν ἔλεγαν «μή σκύλλε τόν διδάσκαλον, ὅτι τέθνηκε τό κοράσιον»,
καί οἱ οἰκιακοί τόν περιγελοῦσαν ὅταν εἶπε ὅτι κοιμᾶται, ἦταν φυσικό κάτι
παρόμοιο νά πάθει καί ὁ πατέρας.
Γι’ αὐτό, προλαβαίνοντας αὐτήν τήν ἀδυναμία, φέρνει στό
μέσον τήν γυναίκα. Τό ὅτι ἐκεῖνος ἦταν πολύ παχύς στόν νοῦν, ἄκου το ἀπό τά
λόγια πού τοῦ ἀπευθύνει: «μή φοβοῦ, σύ μόνον πίστευε, καί σωθήσεται». Καί
πράγματι, ἐπίτηδες περίμενε νά ἐπέλθει ὁ θάνατος, καί τότε νά παρουσιασθεῖ, ὥστε
νά γίνει σαφής ἡ ἀπόδειξις τῆς ἀναστάσεως. Γι’ αὐτό καί βαδίζει κάπως ἀργά, καί
παρατείνει τήν συνομιλία του μέ τήν γυναίκα, γιά νά ἀποθάνει ἐν τῷ μεταξύ ἡ
μικρή, καί νά ἔλθουν οἱ ἀπεσταλμένοι νά τό ἀναγγείλουν καί νά εἰποῦν: «Μή
σκύλλε τόν διδάσκαλον». Αὐτό ὑπονοεῖ καί ὁ Εὐαγγελιστής καί τό ἐπισημαίνει
λέγοντας ὅτι «ἔτι λαλοῦντος αὐτοῦ, ἦλθαν οἱ ἀπό τῆς οἰκίας λέγοντες, τέθνηκεν ἡ
θυγάτηρ σου, μή σκύλλε τόν διδάσκαλον». Ἤθελε νά διαπιστωθεῖ ὁ θάνατος, γιά νά
μή δημιουργηθοῦν ὑποψίες γιά τήν ἀνάσταση. Αὐτό κάνει παντοῦ. Ἔτσι ἔκαμε καί
στήν περίπτωση τοῦ Λαζάρου, περίμενε καί μία καί δύο καί τρεῖς ἡμέρες. Γιά ὅλους
αὐτούς τούς λόγους τήν παρουσιάζει στό μέσον καί τῆς λέγει: «Θάρσει, θύγατερ». Ὅπως
ἀκριβῶς εἶχεν εἰπεῖ καί στόν παράλυτο: «Θάρσει τέκνον». Ἐπειδή ἡ γυναίκα ἦταν
φοβισμένη. Γι’ αὐτό λέγει «Θάρσει», καί τήν ἀποκαλεῖ θυγατέρα. Ἡ πίστις τήν ἔκαμε
θυγατέρα. Καί ἀκολουθεῖ τό ἐγκώμιον «ἡ πίστις σου σέσωκέ σε». Ὁ Λουκᾶς μάλιστα
μᾶς ἀναφέρει περισσότερα γιά τήν γυναίκα. Ἀφοῦ προσῆλθε, λέγει, καί ἔλαβε τήν ὑγεία,
δέν τήν ἐκάλεσεν ὁ Χριστός ἀμέσως, ἀλλά πρῶτα ἐρώτησε: «τίς ὁ ἀψάμενός μου;». Ἔπειτα,
ὅταν ὁ Πέτρος καί οἱ ἄλλοι τοῦ εἶπαν: «Ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καί ἀποθλίβουσι,
καί λέγεις τίς ὁ ἀψάμενός μου;» (αὐτό μάλιστα εἶναι πολύ μεγάλη ἀπόδειξίς του ὅτι
εἶχε ἐνδυθεῖ σάρκα ἀληθινήν, καί ὅτι εἶχε καταπατήσει ἐντελῶς τήν ὑπερηφάνεια.
Διότι δέν τόν ἀκολουθοῦσαν ἀπό μακρυά, ἀλλά τόν εἶχαν περικυκλώσει ἀπό παντοῦ)’
αὐτός, λέγει, ἐπέμενε: «ἤψατό μου τίς. Ἐγώ γάρ ἔγνων δύναμιν ἐξ ἐμοῦ ἐξελθοῦσαν»,
ἀποκρινόμενος μέ ἁπλοϊκότερο τρόπο, σύμφωνα μέ τό πνευματικόν ἐπίπεδό των
παρευρισκομένων. Αὐτά τά ἔλεγε γιά νά πείσει καί ἐκείνην νά τό ὁμολογήσει μόνη
της. Γι’ αὐτό καί δέν τήν ἤλεγξεν ἀμέσως, ὥστε ἀφοῦ ἀποδείξει ὅτι τά γνωρίζει ὅλα
σαφῶς, νά τήν πείσει νά τά ὁμολογήσει ὅλα αὐθορμήτως. Αὐτό θά τόν βοηθοῦσε νά
διακηρύξει τήν πίστη τῆς γυναικός, χωρίς νά προξενήσει ἀμφιβολίες.
Εἶδες ὅτι ἡ γυναίκα ἦταν καλλιτέρα ἀπό τόν ἀρχισυνάγωγον;
Δέν τόν ἐσταμάτησε, δέν τόν ἐκράτησε. Μόνον μέ τά ἄκρα τῶν δακτύλων τῆς τόν ἤγγισε,
καί μολονότι ἦλθε ἀργότερα, ἔφυγε πρίν ἀπό αὐτόν θεραπευμένη. Καί ἐκεῖνος μέν ὁδήγησε
τόν ἰατρόν στήν οἰκία του, ἐνῶ σ’ αὐτήν ἤρκεσε μόνον ἡ ἁφή.
Ἄν καί ἦταν δεμένη μέ τά δεσμά τοῦ πάθους της, τῆς εἶχε ὅμως
ἀναπτερώσει τό ἠθικόν ἡ πίστις. Καί πρόσεξε πῶς τήν παρηγορεῖ μέ τά λόγια: «ἡ
πίστις σου σέσωκέ σε». Ἐάν τήν εἶχε φέρει στό μέσον γιά νά ἐπιδειχθεῖ, βεβαίως
δέν θά τό προσέθετε αὐτό. Ἀλλά τό εἶπε γιά νά ἐνισχύσει τήν πίστη τοῦ ἀρχισυναγώγου,
καί συγχρόνως νά διακηρύξει τήν ἀρετήν τῆς γυναικός, ὥστε νά τῆς προξενήσει μέ
αὐτά τά λόγια εὐχαρίστηση καί ὀφέλειαν ὄχι μικροτέραν ἀπό τήν σωματικήν ὑγείαν.
Ἀπό τοῦτο γίνεται φανερόν ὅτι μέ αὐτό πού ἔκαμε ἤθελε νά δοξάσει ἐκείνην, καί
συγχρόνως νά διορθώσει τούς ἄλλους, ἀλλά ὄχι νά προβάλει τόν ἐαυτόν του. Διότι ὁ
ἴδιος ἔμελλε νά εἶναι ἐξ ἴσου θαυμαστός καί χωρίς νά γίνει αὐτό (ἀφθονότερα ἀπό
χιονονιφάδες ἐξεχύνοντο γύρω του τά θαύματα, καί πολύ μεγαλύτερα ἀπό αὐτό καί ἔκαμε
καί ἐπρόκειτο νά κάμει). Ἐνῶ ἡ γυναίκα αὐτή, ἐάν δέν συνέβαινε αὐτό, θά εἶχεν ἀπέλθει
ἀπαρατήρητη, ἀπεστερημένη τῶν μεγάλων αὐτῶν ἐπαίνων. Γι’ αὐτό τήν ἔφερε στό
μέσον καί τήν παρουσίασε ἐνώπιον ὅλων, καί τήν ἀπήλλαξε ἀπό τόν φόβο (διότι,
λέγει, ἐπλησίασε τρέμοντας) καί τήν ἔκαμε νά λάβει θάρρος. Καί μαζί μέ τήν ὑγεία
τοῦ σώματος τῆς ἔδωσε καί ἄλλα ἐφόδια λέγοντας: «πορεύου ἐν εἰρήνη».
Ὅταν ἦλθε στήν οἰκία τοῦ ἄρχοντος καί εἶδε τούς αὐλητᾶς
καί τόν ὄχλον θορυβημένον, τούς εἶπε: «Ἀποχωρεῖτε, οὐ γάρ ἀπέθανε τό κοράσιον, ἀλλά
καθεύδει (κοιμᾶται δηλαδή). Καί κατεγέλων αὐτοῦ». Ὡραία τα τεκμήρια τῶν ἀρχισυναγώγων.
Αὐλοί καί κύμβαλα στόν θάνατο, γιά νά προκαλέσουν θρήνους. Καί ὁ Χριστός; Ἐξέβαλε
ὅλους τους ἄλλους, καί ἔβαλε μέσα τους γονεῖς, ὥστε νά μήν ἠμποροῦν νά εἰποῦν ὅτι
ἐθεράπευσε μέ κάποιον ἄλλον τρόπο. Ἀνέστησε λοιπόν μέ τόν λόγο του καί πρίν ἀπό
τήν ἀνάσταση, λέγοντας: «οὐ τέθνηκε τό κοράσιον, ἀλλά καθεύδει». Πολλές φορές
τό κάνει αὐτό. Ὅπως ἀκριβῶς καί τότε στήν θάλασσαν ἐπετίμησε πρῶτα τους μαθητᾶς,
ἔτσι καί ἐδῶ ἀποβάλλει τήν ἀνησυχίαν ἀπό τίς ψυχές τῶν παρόντων, δεικνύοντας
συγχρόνως ὅτι τοῦ εἶναι εὔκολο νά ἐγείρει τούς νεκρούς. Τό ἴδιο ἔκαμε καί στήν
περίπτωση τοῦ Λαζάρου, ὅταν εἶπε: «Λάζαρος ὁ φίλος ἠμῶν κεκοίμηται». Καί
συγχρόνως μᾶς μαθαίνει νά μή φοβούμεθα τόν θάνατο, διότι δέν εἶναι πλέον
θάνατος, ἀλλά ἤδη ἔχει γίνει ὕπνος. Ἐπειδή καί ὁ ἴδιος ἐπρόκειτο νά ἀποθάνει,
προπαρασκευάζει τούς μαθητᾶς μέ τά σώματα τῶν ἄλλων, ὥστε νά λάβουν θάρρος, καί
νά ὑπομένουν τόν θάνατο μέ ἠρεμία. Πράγματι, ἀπό τότε πού ἦλθεν Αὐτός, ὁ
θάνατος εἶναι πλέον ὕπνος. Ὡστόσο τόν περιγελοῦσαν. Αὐτός ὅμως δέν ἠγανάκτησε
πού δέν τόν ἐπίστευαν γιά τό θαῦμα πού θά ἐπιτελοῦσε ἔπειτα ἀπό λίγο, οὔτε τούς
ἐπετίμησε πού γελοῦσαν, ὥστε καί ὁ γέλως καί οἱ αὐλοί καί τά κύμβαλα καί ὅλα τα
ἄλλα νά γίνουν ἀπόδειξις τοῦ θανάτου.
Ἐπειδή πολλές φορές μετά ἀπό τά θαύματα οἱ ἄνθρωποι
δυσπιστοῦν, τούς προλαμβάνει μέ τίς ἴδιες τίς ἀποκρίσεις των. Ὅπως ἔγινε καί μέ
τόν Λάζαρο καί μέ τόν Μωυσῆ. Στόν Μωυσήν εἶπε: «Τί τοῦτο τό ἐν τῇ χειρί σου», ὥστε
ὅταν τό ἰδεῖ νά μετατρέπεται σέ ὄφη, νά μή λησμονήσει ὅτι ἦταν ράβδος
προηγουμένως, ἀλλά ἐνθυμούμενος τά ἴδια τοῦ τά λόγια, νά ἐκπλαγεῖ γιά τό
γεγονός. Καί στήν περίπτωση τοῦ Λαζάρου ἐρωτᾶ: «Ποῦ τεθείκατε αὐτόν»; Ὥστε ἐκεῖνοι
πού ἀπήντησαν «ἔρχου καί ἴδε» καί ὅτι «ὄζει, τεταρταῖος γάρ ἐστι», νά μήν ἠμποροῦν
πλέον νά ἀπιστήσουν γιά τήν ἀνάσταση τοῦ νεκροῦ. Ὅταν λοιπόν εἶδε τά κύμβαλα
καί τόν κόσμο, τούς ὁδήγησε ὅλους ἔξω, καί θαυματουργεῖ παρόντων τῶν γονέων, εἰσάγοντας
στό σῶμα ὄχι ἄλλην ψυχήν, ἀλλά ἐπαναφέροντας αὐτήν τήν ἰδία πού ἐξῆλθε, καί ἔτσι
ἐξύπνησε τήν μικρή σάν ἀπό ὕπνο. Τήν πιάνει δέ ἀπό τό χέρι, γιά νά πληροφορήσει
αὐτούς πού παρακολουθοῦσαν, ὥστε μέ ὅσα ἔβλεπαν νά τούς ἀνοίξει τόν δρόμο γιά
τήν πίστη τῆς ἀναστάσεως. Διότι ἐνῶ ὁ πατέρας ἔλεγε: «ἐπίθες τήν χείρα», Αὐτός
κάνει κάτι περισσότερο. Ὄχι μόνον θέτει ἐπάνω της τό χέρι του, ἀλλά τήν πιάνει
καί τήν ἐγείρει, δεικνύοντας ὅτι τά ἔχει ὅλα ἕτοιμα. Καί ὄχι μόνο τήν ἐγείρει, ἀλλά
προστάσσει νά τῆς δώσουν καί τροφή, γιά νά μή φανεῖ τό γεγονός φανταστικό. Καί
δέν τῆς δίδει ὁ ἴδιος, ἀλλά ἀνέθεσε σ’ ἐκείνους, ὅπως ἔκαμε καί μέ τόν Λάζαρο, ὅταν
εἶπε: «Λύσατε αὐτόν, καί ἄφετε ὑπάγειν», καί μετά τόν ἔκαμε ὁμοτράπεζόν του.
Πράγματι, φροντίζει πάντοτε καί γιά τά δύο, γιά νά ἀποδείξει πλήρως καί τόν
θάνατο καί τήν ἀνάσταση.
Σύ ὅμως πρόσεξε παρακαλῶ ὄχι μόνον τήν ἀνάσταση, ἀλλά
καί ὅτι παρήγγειλε νά μή τό εἰποῦν σέ κανέναν. Καί περισσότερο κοίτα νά διδαχθεῖς
ἀπό ὅλα αὐτά τήν ταπεινοφροσύνη καί τήν ἀποφυγή τῆς ματαιοδοξίας. Μάθε ἐπίσης
καί τοῦτο. Ὅτι ἐξέβαλε ἀπό τήν οἰκίαν ἐκείνους πού θρηνοῦσαν, καί τούς ἔκρινε ἀναξίους
γι’ αὐτήν τήν θαυμαστήν θεωρία. Ἐσύ, μήν ἐξέλθεις μέ τούς αὐλητᾶς, ἀλλά μεῖνε
μαζί μέ τόν Πέτρον καί τόν Ἰάκωβον καί τόν Ἰωάννην. Ἐάν τούς αὐλητᾶς ἐξεδίωξε
τότε, πολύ περισσότερο τώρα. Διότι τότε δέν ἦταν ἀκόμη φανερόν ὅτι ὁ θάνατος ἔγινεν
ὕπνος. Τώρα ὅμως αὐτό εἶναι καί ἀπό τόν ἥλιον φανερώτερον. Ἀλλά δέν σοῦ ἀνέστησε
τώρα τήν μικρή σου θυγατέρα; Θά σοῦ τήν ἀναστήσει ὅμως ὁπωσδήποτε, καί μέ πιό
μεγάλην δόξα. Ἐπειδή ἐκείνη μετά τήν ἀνάστασή της ἀπέθανε πάλι. Ἐνῶ ἡ δική σου ὅταν
ἀναστηθεῖ, θά μείνει στό ἑξῆς ἀθάνατος. Κανείς λοιπόν νά μή χτυπιέται πλέον ἀπό
τήν θλίψιν, οὔτε νά θρηνεῖ, οὔτε νά διαβάλλει τό κατόρθωμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδή ὄντως
ἐνίκησε τόν θάνατο. Τί θρηνεῖς λοιπόν ἀδίκως; Ἀφοῦ τό πράγμα ἔγινε ὕπνος, ὀδύρεσαι
καί κλαίεις; Αὐτό καί ἐθνικοί ἄν τό ἔκαμαν, θά ἔπρεπε νά τούς περιγελοῦμε. Ὅταν
ὅμως κάνει ὁ πιστός αὐτές τίς ἀσχημίες, ποία δικαιολογία, ποία συγγνώμη θά ὑπάρξει,
ἐάν κάνει παρόμοιες ἀνοησίες, καί μάλιστα μετά ἀπό τόσον χρόνον καί σαφῆ ἀπόδειξη
τῆς ἀναστάσεως; Σύ ὅμως σάν νά προσπαθεῖς νά ἐπαυξήσεις τό παράπτωμα, μᾶς
φέρνεις καί γυναῖκες ἐθνικές γιά θρηνωδοῦς, μέ σκοπό νά ἐξάψεις τό πάθος καί νά
ρίξεις λάδι στήν φωτιά. Καί δέν ἀκοῦς τόν Παῦλο ποῦ λέγει: «Τίς συμφώνησις
Χριστῷ πρός Βελίαρ; ἤ τίς μερίς πιστῶ μετά ἀπίστου;». Καί οἱ μέν εἰδωλολάτρες,
οἱ ὁποῖοι δέν γνωρίζουν τίποτε γιά τήν ἀνάστασιν, εὑρίσκουν ὅμως λόγους
παρηγορίας καί λέγουν: Ὑπόμεινε μέ γενναιότητα, δέν ἠμπορεῖς νά ματαιώσεις αὐτό
πού ἔγινε, οὔτε νά τό διορθώσεις μέ τούς θρήνους. Ἐνῶ ἐσύ πού ἀκοῦς
πνευματικοτέρους καί ὑψηλοτέρους λόγους ἀπό αὐτούς, δέν ἐντρέπεσαι νά κάμεις
μεγαλύτερες ἀσχημίες ἀπό ἐκείνους; Διότι ἐμεῖς δέν ἔχουμε μόνον αὐτό νά εἰποῦμε:
ὑπόμεινε γενναίως ἐπειδή δέν ἠμπορεῖς νά ματαιώσεις αὐτό πού ἔγινε, ἀλλά, ὑπόμεινε
γενναίως, ἐπειδή ὁπωσδήποτε θά ἀναστηθεῖ. Τό παιδί κοιμᾶται, δέν ἀπέθανε, ἡσυχάζει,
δέν ἐχάθη, τό περιμένει ἀνάστασις καί ζωή αἰώνιος, καί ἀθανασία καί κατάστασις ἀγγελική.
Δέν ἀκοῦς τόν ψαλμό ποῦ λέγει «Ἐπιστρεψον ψυχή μου εἰς τήν ἀνάπαυσίν σου, ὅτι
Κύριος εὐηργέτησέ σε»; Ὁ Θεός ὀνομάζει τό πράγμα εὐεργεσίαν, καί σύ θρηνεῖς;
Καί τί περισσότερο θά ἔκαμες ἐάν ἤσουν ἐχθρός του νεκροῦ; Ἐάν κάποιος πρέπει νά
θρηνεῖ, αὐτός εἶναι ὁ διάβολος. Ἐκεῖνος ἅς κτυπᾶ τήν κεφαλή του, ἐκεῖνος ἅς ὀδύρεται
γιά τό ὅτι ὁδεύουμε πρός μεγαλύτερα ἀγαθά. Στήν ἰδικήν τοῦ πονηρίαν ἁρμόζουν αὐτές
οἱ γοερές κραυγές, ὄχι σ’ ἐσέ, πού μέλλεις νά στεφανωθεῖς καί νά εὕρεις ἀνάπαυση.
Ἕνα γαλήνιο λιμάνι εἶναι ὁ θάνατος. Παρατήρησε ἀπό πόσα κακά εἶναι γεμάτη ἡ ζωή
αὐτή, σκέψου πόσες φορές τήν ἔχεις καταρασθεῖ. Καί τά πράγματα προχωροῦν πρός
τό χειρότερο. Ἀλλά καί ἀπ’ ἀρχῆς δέν ἐκληρονόμησες μικρήν καταδίκη: «Ἐν λύπαις
τέξη τέκνα», λέγει, καί «ἐν ἰδρώτι τοῦ προσώπου σου φαγεῖ τόν ἄρτον σου», καί «ἐν
τῷ κόσμω θλίψιν ἔξετε». Γιά τά ἐκεῖ ὅμως τίποτε παρόμοιον δέν ἔχει λεχθεῖ, ἀλλά
τό ἐντελῶς ἀντίθετον, ὅτι «ἀπέδρα ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός», καί ὅτι «ἀπό ἀνατολῶν
καί δυσμῶν ἤξουσι καί ἀνακλιθήσονται εἰς τούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ», τοῦ Ἰσαάκ
καί τοῦ Ἰακώβ. Καί ὅτι τά ἐκεῖ εἶναι νυμφών πνευματικός καί χαρμόσυνες λαμπάδες
καί ταξίδι στόν οὐρανό.
Γιατί λοιπόν ἐντροπιάζεις αὐτόν ποῦ ἀπῆλθε; Γιατί
προδιαθέτεις τούς ἄλλους νά φοβοῦνται καί νά τρέμουν τόν θάνατο; Γιατί κάνεις
πολλούς νά κατηγοροῦν τόν Χριστόν ὅτι εἶναι αἴτιος μεγάλων δεινῶν; Ἤ μᾶλλον
γιατί μετά ἀπό αὐτά προσκαλεῖς τούς πτωχούς καί παρακαλεῖς τούς ἱερεῖς νά
προσεύχονται; Γιά νά εὕρει ἀνάπαυσιν ὁ νεκρός, λέγεις, γιά νά τόν ἀντιμετωπίσει
ὁ Δικαστής μέ εὐσπλαχνία. Γι’ αὐτά λοιπόν θρηνεῖς καί μοιρολογεῖς; Ἄρα τόν ἐαυτόν
σου μάχεσαι καί πολεμεῖς, προκαλώντας γιά σένα καταιγίδαν, ἐνῶ ἐκεῖνος ἔχει
προσαράξει σέ λιμάνι. Καί πῶς νά ἀντιδράσω, λέγει, ἔτσι εἶναι ἡ φύσις. Δέν εὐθύνεται
ὅμως ἡ φύσις οὔτε αὐτό εἶναι ἀναπόφευκτον, ἀλλά ἐμεῖς εἴμεθα πού κάνουμε τά ἄνω
κάτω, ἐκφυλιζόμεθα καί προδίδουμε τήν εὐγένεια τῶν χριστιανῶν, καί τούς ἀπίστους
τους κάνουμε χειροτέρους. Πῶς θά ὁμιλήσωμε στόν ἄλλον περί ἀθανασίας; Πῶς θά
πείσωμε τόν ἐθνικόν, ὅταν φοβούμεθα καί φρίττωμε τόν θάνατο περισσότερο ἀπό ἐκεῖνον;
Καί μάλιστα πολλοί ἀπό τούς εἰδωλολάτρες, ὅταν ἀπέθαναν τά παιδιά τους, ἐφόρεσαν
στεφάνι καί λευκά ἐνδύματα, ἄν καί δέν ἐγνώριζαν τίποτε περί ἀθανασίας, γιά νά
κερδίσουν τήν παροῦσαν δόξα. Καί σύ οὔτε γιά τήν μέλλουσα δέν παύεις νά κτυπᾶς
τό στῆθος σου σάν τίς γυναῖκες. Ἀλλά τώρα δέν ἔχεις κληρονόμους τῆς περιουσίας
σου, δέν ἔχεις διάδοχο; Καί τί θά προτιμοῦσες γι’ αὐτόν, νά κληρονομήσει τήν
περιουσία σου ἤ τούς οὐρανούς; Τί θά ἐπιθυμοῦσες, νά κληρονομήσει πράγματα πού ἀφανίζονται,
τά ὁποῖα μετά ἀπό λίγο θά τά ἄφηνε, ἤ τά μόνιμα καί ἀκίνητα; Δέν τόν ἔκαμες
κληρονόμο σου, ἀλλά τόν ἔκαμε ὁ Θεός ἰδικόν του. Δέν ἔγινε συγκληρονόμος τῶν ἀδελφῶν
του, ἀλλά τοῦ Χριστοῦ. Καί σέ ποῖον θά ἀφήσωμε τά ἐνδύματα, σέ ποῖον τά οἰκήματα,
σέ ποῖον τούς δούλους καί τούς ἀγρούς; Πάλι σ’ αὐτόν, καί μάλιστα μέ
περισσοτέραν ἀσφάλειαν ἀπό ὅ,τι ἄν ζοῦσε. Τίποτε δέν σέ ἐμποδίζει. Ἐάν οἱ
βάρβαροι μαζί μέ τούς νεκρούς καίουν καί τά ὑπάρχοντά τους, πολύ περισσότερον εἶναι
δίκαιο νά στείλεις καί σύ μαζί μέ τόν νεκρόν αὐτά πού τοῦ ἀνήκουν. Ὄχι γιά νά
γίνουν στάκτη ὅπως ἐκεῖνα, ἀλλά γιά νά τόν περιβάλεις μέ μεγαλυτέραν δόξα. Καί ἄν
μέν ἀπῆλθε ἁμαρτωλός, γιά νά τοῦ συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες. Ἐάν δίκαιος, γιά νά αὐξηθεῖ
ὁ μισθός καί ἡ ἀνταμοιβή του. Ἐπιθυμεῖς ὅμως νά τόν ἰδεῖς; Ζῆσε τήν ἰδίαν ζωή
μ’ ἐκεῖνον, καί γρήγορα θά ἀπολαύσεις τό ἱερόν του πρόσωπο. Καί μαζί μέ αὐτά
συλλογίσου καί τοῦτο, ὅτι καί ἄν δέν ἀκούσεις ἐμένα, θά σέ πιάσει ὁπωσδήποτε ὁ
χρόνος. Ἀλλά τότε δέν θά ἔχεις κανένα μισθόν, ἀφοῦ ἡ παρηγορία θά προέλθει ἀπό
τόν χρόνο πού θά ἔχει παρέλθει. Ἐάν ὅμως θέλεις τώρα νά φιλοσοφήσεις, θά
κερδίσεις δύο, τά μεγαλύτερα: καί τόν ἐαυτόν σου θά ἀπαλλάξεις ἀπό αὐτά τά
δεινά, καί μέ τό πιό λαμπρό στεφάνι θά σέ στεφανώσει ὁ Κύριος. Διότι καί ἀπό
τήν ἐλεημοσύνη καί ἀπό τά ἄλλα, πολύ ἀνώτερον εἶναι το νά ὑπομείνεις τήν
συμφορά μέ πραότητα. Ἀναλογίσου ὅτι καί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἀπέθανε. Ἐκεῖνος γιά
σένα, καί σύ γιά τόν ἐαυτόν σου. Καί μολονότι εἶπε «εἰ δυνατόν παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ
τό ποτήριον», καί ἐλυπήθη, δέν ἀπέφυγε ὅμως τόν θάνατον, ἀλλά τόν ἐβίωσε σέ ὅλη
του τήν τραγικότητα. Καί δέν ὑπέμεινε ἕναν κοινόν θάνατον, ἀλλά τόν χειρότερο.
Καί πρίν τόν θάνατο μαστιγώσεις, καί πρίν τίς μαστιγώσεις ὀνειδισμούς καί εἰρωνεῖες
καί ὕβρεις, γιά νά σέ μάθει νά τά ὑπομένεις ὅλα γενναίως. Ἀφοῦ ὅμως ἀπέθανε καί
ἀπέθεσε τό σῶμα, τό ἔλαβε πάλι πιό ἔνδοξο, προσφέροντας ἔτσι σέ σένα τίς
καλλίτερες ἐλπίδες. Ἐάν αὐτά δέν εἶναι μύθος, τότε μή θρηνεῖς. Ἐάν τά θεωρεῖς αὐτά
ἀξιόπιστα, μή δακρύζεις. Ἐάν ὅμως δακρύζεις, πῶς θά ἠμπορέσεις νά πείσεις τόν ἐθνικόν
ὅτι πιστεύεις;
Ἀλλά καί ἔτσι ἀκόμη σου φαίνεται ἀνυπόφορό το συμβάν;
Γι’ αὐτό ἀκριβῶς δέν ἀξίζει νά τόν θρηνεῖς, ἐπειδή ἐκεῖνος ἀπηλλάγη ἀπό πολλές
παρόμοιες συμφορές. Μή τόν φθονεῖς λοιπόν, μή θέλεις τό κακό του. Διότι τό νά ἀποζητᾶ
κανείς τόν θάνατον ἐπειδή κάποιος ἀπέθανε πρόωρα, καί νά τόν πενθεῖ πού δέν ἔζησε
γιά νά ὑποφέρει καί ἄλλα πολλά παρόμοια, σημαίνει ὅτι τόν φθονεῖ, καί θέλει τό
κακό του. Καί μή σκέπτεσαι ὅτι δέν θά ἐπιστρέψει πλέον στήν οἰκογενειακήν ἑστίαν,
ἀλλά ὅτι καί σύ ὁ ἴδιος σέ λίγο θά πᾶς κοντά του. Μή συλλογίζεσαι ὅτι πλέον δέν
θά ἐπανέλθει ἐδῶ, ἀλλά ὅτι καί ὅλα αὐτά πού βλέπουμε γύρω μας δέν θά
παραμείνουν ὅπως εἶναι τώρα, ἀλλά θά μετασχηματισθοῦν. Διότι καί ὁ οὐρανός καί ἡ
γῆ καί ἡ θάλασσα καί τά πάντα θά ἀναμορφωθοῦν καί τότε θά λάβεις τό παιδί σου
πίσω λαμπρότερο. Καί ἄν μέν ἀπῆλθε ἁμαρτωλός, ὁ θάνατος ἐσήμανε τήν παύση τῶν ἔργων
τῆς κακίας. Διότι ἐάν ὁ Θεός ἐγνώριζε ὅτι θά παρουσίαζε μεταβολή, δέν θά τόν ἔπαιρνε
πρίν μετανοήσει. Ἐάν ὅμως ἔφυγε δίκαιος ἀπό τήν ζωή, κατέχει τώρα τά ἀγαθά μέ ἀσφάλεια.
Ἄρα εἶναι φανερόν ὅτι τά δάκρυά σου δέν μαρτυροῦν φιλοστοργίαν, ἀλλά πάθος ἀλόγιστον.
Ἐπειδή ἄν ἀγαποῦσες αὐτόν πού ἔφυγε, ἔπρεπε νά χαίρεις καί νά εὐφραίνεσαι πού ἀπηλλάγη
ἀπό αὐτήν τήν τρικυμία. Τί περισσότερον ὑπάρχει ἐδῶ; Εἰπέ μου, τί τό νέο καί ἀσύνηθες;
Τά ἴδια δέν βλέπουμε συνεχῶς νά ἐπαναλαμβάνονται; Ἡμέρα καί νύκτα, νύκτα καί ἡμέρα.
Χειμών καί θέρος, θέρος καί χειμών, καί τίποτε περισσότερο. Καί αὐτά μέν εἶναι
πάντοτε τά ἴδια. Τά κακά ὅμως πάντοτε παράδοξα καί ἀνανεωμένα. Μέ αὐτά λοιπόν ἤθελες
νά ταλαιπωρεῖται καθημερινῶς μένοντας ἐδῶ, νά ἀρρωσταίνει, νά πενθεῖ, νά φοβεῖται,
νά τρέμει καί, ἄλλα μέν ἀπό τά δεινά νά τά ὑποφέρει, ἄλλα δέ νά φοβεῖται μήπως
τά ὑποστεῖ; Οὔτε βεβαίως ἠμπορεῖς νά ἰσχυρισθεῖς ὅτι ταξιδεύοντας στό μέγα τοῦτο
πέλαγος, ἦταν δυνατόν νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν λύπη καί τίς μέριμνες καί τά ἄλλα
παρόμοια. Καί ἐκτός αὐτοῦ συλλογίσου καί τό ἄλλο, ὅτι δέν τόν ἐγέννησες ἀθάνατον.
Καί ὅτι ἄν δέν ἀπέθαινε τώρα, θά τό ὑφίστατο αὐτό λίγο ἀργότερα. Ἀλλά δέν τόν ἐχόρτασες;
Θά τόν ἀπολαύσεις ὅμως ἐκεῖ ὁπωσδήποτε. Ἀλλά ἐπιθυμεῖς νά τόν βλέπεις καί ἐδῶ;
Καί τί σέ ἐμποδίζει; Ἔχεις καί τώρα αὐτήν τήν δυνατότητα, ἐάν νήφεις, διότι ἡ ἐλπίς
τῶν μελλόντων εἶναι πιό φανερά ἀπό τήν ὅραση. Καί ἄν ζοῦσε μέσα στά ἀνάκτορα,
σύ ἡ ἰδία ἡ μητέρα του δέν θά ζητοῦσες νά τόν ἰδεῖς, ἀκούγοντας ὅτι εὐδοκιμεῖ.
Τώρα ὅμως πού τόν βλέπεις νά ἔχει ἀποδημήσει πρός τά πολύ ἀνώτερα, μικροψυχεῖς
γιά τόν σύντομον αὐτόν καιρό, καί μάλιστα ἐνῶ ἔχεις ἀντί ἐκείνου τόν σύζυγό
σου; Ἀλλά δέν ἔχεις ἄνδρα; Ἔχεις ὅμως παρηγορία τόν «Πατέρα τῶν ὀρφανῶν καί
κριτήν τῶν χηρῶν». Ἄκου ὅτι καί ὁ Παῦλος αὐτήν τήν χηρεία τήν μακαρίζει,
λέγοντας: «Ἡ δέ ὄντως χήρα καί μεμονωμένη ἤλπισεν ἐπί Κύριον». Πράγματι αὐτή θά
εὐαρεστήσει περισσότερο τόν Θεόν, δεδομένου ὅτι ἐπέδειξε περισσοτέραν ὑπομονή.
Μή θρηνεῖς λοιπόν γι’ αὐτό τό γεγονός, τό ὁποῖο θά γίνει ἀφορμή νά στεφανωθεῖς,
γιά τό ὁποῖο θά ἀπαιτήσεις μισθόν. Ἁπλῶς ἐπέστρεψες τήν παρακαταθήκην, ἐάν
παρέδωσες αὐτό πού ὁ Θεός σου εἶχε ἐμπιστευθεῖ. Μή μεριμνᾶς πλέον, ἀφοῦ ἐφύλαξες
τόν θησαυρό σέ ἀσύλητο θησαυροφυλάκιο. Καί, ἄν συνειδητοποιήσεις τί εἶναι ἡ
παροῦσα καί τί ἡ μέλλουσα ζωή, καί ὅτι αὐτή μέν εἶναι ἱστός ἀράχνης καί σκιά,
τά δέ ἐκεῖ ὅλα ἀμετάβλητα καί ἀθάνατα, δέν θά χρειασθεῖς πλέον ἄλλους λόγους.
Τώρα τό παιδί ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἀπό κάθε εἴδους μεταβολήν. Ἐάν ὅμως ἦταν ἐδῶ, ἴσως
παρέμενεν ἐνάρετος, ἀλλά ἴσως καί ὄχι. Ἤ δέν βλέπεις πόσοι ἀποκηρύττουν τά
παιδιά τους; Πόσοι ἀναγκάζονται νά τά κρατοῦν κοντά τους ἄν καί εἶναι χειρότερα
ἀπό τά ἀποκηρυγμένα; Ἅς συλλογιζόμεθα ὅλα αὐτά, καί ἅς φιλοσοφοῦμε. Μέ τόν
τρόπον αὐτόν, καί τόν νεκρό θά εὐχαριστήσωμε, καί ἀπό τούς ἀνθρώπους θά ἀπολαύσωμε
πολλούς ἐπαίνους, καί ἀπό τόν Θεόν θά λάβωμε τόν μεγάλο μισθό τῆς ὑπομονῆς, καί
θά γίνωμε μέτοχοί των αἰωνίων ἀγαθῶν. Τά ὁποῖα εἴθε νά ἐπιτύχωμε μέ τήν χάρη
καί τήν φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, «ὤ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς
τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Πηγή: Ἀπό τό βιβλίο "Πατερικόν
Κυριακοδρόμιον", σελίς 353 καί ἑξῆς, ἡ
ἄλλη ὄψις