Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Κυριακή Γ΄Λουκᾶ: Τό παιδί τῆς χήρας πού ἀναστήθηκε ἀπό τόν Κύριο

 
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς

Ὁ μέγας Παῦλος, δείχνοντας τό θεῖο καί κοινωφελές της πίστεως καί διακηρύσσοντας τά ἔργα αὐτῆς καί τά κατορθώματα καί τούς καρπούς καί τή δύναμη, ἀρχίζει ἀπό τούς αἰῶνες ἀπό τούς ὁποίους δέν ὑπάρχει τίποτε ἀρχαιότερο, λέγοντας, «μέ τήν πίστη κατανοοῦμε ὅτι οἱ αἰῶνες καταρτίσθηκαν μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὥστε τά βλεπόμενα νά μή ἔχουν γίνει ἀπό αὐτά πού εἶναι ὁρατά», καί τελειώνει μέ τήν μελλοντική παγκόσμια ἀνάσταση καί τήν τελείωση τῶν ἁγίων πού θά συμβεῖ κατ’ αὐτήν, ἀπό τήν ὁποία τίποτε δέν ὑπάρχει τελειότερο. Συντάσσοντας ὅμως τόν κατάλογο ἐκείνων πού θαυμάσθηκαν γιά τήν πίστη καί ἐπιβεβαιώνουν αὐτήν μέ τόν ἑαυτό τους, λέγει καί τοῦτο, ὅτι «μέ τήν πίστη ἔλαβαν γυναῖκες μέ τήν ἀνάσταση τούς νεκρούς των». Καί αὐτές εἶναι ἡ Σαραφθία καί ἡ Σουναμίτιδα, ἀπό τίς ὁποῖες ἡ μία ἔλαβε τόν υἱό της πού εἶχε πεθάνει πάλι ζωντανό ἀπό τόν προφήτη Ἠλία, ἐνῶ ἡ Σουναμίτιδα ἔλαβε τόν δικό της ἀπό τόν Ἐλισσαῖο.

Ἡ καθεμιά τούς ἐπέδειξε μέ τά ἔργα μεγάλη πίστη. Ἡ Σαραφθία προλαβαίνοντας σύμφωνα μέ τήν πίστη τῆς τήν ἀναγγελμένη ἀπό τόν προφήτη αὔξηση τῶν τροφίμων καί τρέφοντας αὐτόν πρίν ἀπό τά παιδιά της ἀπό τό ἀλεύρι μιᾶς χούφτας καί τό λίγο λάδι, τά μόνα πού εἶχε νά φάγει, καί ἔπειτα περιμένοντας νά πεθάνει μέ τά παιδιά της. Ἀλλά κι ὅταν μετά τόν ἐρχομό τοῦ Ἠλία ἀρρώστησε καί πέθανε ὁ υἱός τῆς (γιατί λέγει, «ἡ ἀρρώστια τοῦ ἦταν πολύ βαρειά, σέ βαθμό ὥστε νά μή ἀπομείνει σ’ αὐτόν πνεῦμα ζωῆς»), αὐτή δέν ἔδιωξε τόν προφήτη, δέν τόν κατηγόρησε, δέν ἀπομακρύνθηκε ἀπό τή θεοσέβεια πού διδάχθηκε ἀπό αὐτόν, ἀλλά κατηγόρησε τόν ἑαυτό της καί θεώρησε ὅτι αἰτία τοῦ πάθους εἶναι οἱ ἁμαρτίες της, ἀποκαλώντας σ’ αὐτή τή συμφορά τόν Ἠλία ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, καί κατηγορώντας μᾶλλον τόν ἑαυτό της καί λέγοντάς του μᾶλλον προτρεπτικά, παρά σκωπτικά, «τί σχέση ὑπάρχει ἀνάμεσά σε μένα καί σέ σένα, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ; ἦρθες σέ μένα νά μοῦ ὑπενθυμίσεις τίς ἁμαρτίες μου καί νά θανατώσεις τόν υἱό μου;». Σύ εἶσαι φῶς, λέγει, κατά μέθεξη, ὡς διάκονος τοῦ φωτός τῆς δικαιοσύνης, καί ἐρχόμενος ἐδῶ κατέστησες φανερά τα ἀφανῆ ἁμαρτήματά μου, καί αὐτά μου θανάτωσαν τόν υἱό μου. Βλέπετε πίστη ἀλλόφυλης γυναίκας; βλέπετε ταπείνωση; Γι’ αὐτό εὔλογα ἔλαβε τήν ἐκλογή ἀπό τόν Θεό καί καταξιώθηκε νά γίνει πρότυπό της κλήσεως καί πίστεως τῶν ἐθνῶν, καί ἔπειτα δέχθηκε καί τό παιδί τῆς ζωντανό.

Ἡ Σουναμίτιδα πάλι ἔδειξε τήν πίστη της καί μέ ὅσα εἶπε πρός τόν ἄνδρα της γιά τόν Ἐλισσαῖο, καί μέ ὅσα ἑτοίμασε γιά τή φιλοξενία τοῦ προφήτη, καί μέ τήν ἀξιοπρέπεια πού ἐπέδειξε ὅταν πέθανε τό παιδί της. Γιατί, κρύβοντας ἀθόρυβα τή συμφορά, ἔτρεξε πρός τόν προφήτη καί τόν ὁδήγησε στήν οἰκία της, λέγοντας πρός αὐτόν, «ὁρκίζομαι στόν ζωντανό Κύριο καί στή δική σου ζωή, ὅτι δέν θά σέ ἐγκαταλείψω», καί μέ αὐτή τήν πίστη δέχθηκε τόν υἱό τῆς ἀναστημένο ἀπό τόν προφήτη, ὥστε τό ἐξαίρετο αὐτό θαῦμα νά μή εἶναι ἐκείνων τῶν προφητῶν, ἀλλά μᾶλλον τῆς πίστεως τῶν μητέρων πού δέχθηκαν τούς ἀναστάντες.

Ἀλλά μολονότι οἱ προφῆτες εἶχαν συνεργό τήν πίστη καί τήν πρός τόν Θεό εὐαρέστηση τῶν μητέρων, ὁ Ἠλίας καί τά ἄλλα ἔκαμε, καί πρός τόν Θεό φώναξε μέ ὀλοφυρμό λέγοντας, «ἀλλοίμονο, Κύριε, ὁ μάρτυρας τῆς χήρας μέ τήν ὁποία κατοικῶ ἐγώ, ἐσύ θανάτωσες σκληρά τόν υἱό της; Καί ἐπικαλέσθηκε τόν Κύριο καί εἶπε· Κύριε Θεέ μου, ἅς ἐπιστρέψει ἡ ψυχή αὐτοῦ του παιδιοῦ σ’ αὐτό. Καί ἔτσι ἔγινε». Ὁ Ἐλισσαῖος πάλι ὄχι μόνο προσκολλήθηκε στό παιδί, ἐρχόμενος καί φεύγοντας μέχρι καί ἑπτά φορές, ἀλλά καί προσευχήθηκε πρός τόν Κύριο σύμφωνα μ’ αὐτό πού ἔχει γραφεῖ, καί ἔτσι ἀναζωογόνησε τόν υἱό τῆς Σουναμίτιδας.

Ὁ Κύριός μας ὅμως Ἰησοῦς Χριστός, σύμφωνα μέ τήν περικοπή τοῦ Εὐαγγελίου πού διαβάζεται σήμερα, σπλαγχνίσθηκε τή χήρα, τῆς ὁποίας ὁ υἱός μεταφερόταν νεκρός, καί χωρίς νά ἀργοπορήσει οὔτε νά διαπραγματευθεῖ οὔτε νά προσευχηθεῖ, ἀλλά μέ πρόσταγμα μόνο, δίνοντας στή μητέρα πού πενθοῦσε τόν μονογενῆ της ζωντανό ἀπό νεκρό, ἔδειξε ὅτι αὐτός μόνο εἶναι κύριος της ζωῆς καί τοῦ θανάτου· γιατί λέγει ὁ εὐαγγελιστής, «τήν ἑπόμενη ἡμέρα πήγαινε ὁ Ἰησοῦς στήν πόλη πού ὀνομαζόταν Ναΐν». Ὁ Κύριος ἔρχεται γιά τό μεγάλο αὐτό θαῦμα τῆς ἀναστάσεως αὐτόκλητος, γιά νά δείξει ὄχι μόνο τήν ζωοποιό δύναμη, ἀλλά καί ὅτι ἔχει ἀσύγκριτη τήν ἀγαθότητα καί τήν εὐσπλαγχνία. Γιατί τόν Ἠλία βέβαια φάνηκε κατά κάποιο τρόπο νά τόν ἐμπαίζει ἡ Σαραφθία παρακινώντας τόν πρός τήν ἀναβίωση τοῦ παιδιοῦ, τόν Ἐλισσαῖο πάλι ἡ Σουναμίτιδα, ἀφοῦ τοῦ ἔκανε τήν παρατήρηση πρῶτα, ὅτι δέν προεῖδε τό πάθος, ἔπειτα καί τόν κατανάγκασε λέγοντας, «ὁρκίζομαι στόν ζωντανό Κύριο καί στή δική σου ζωή, ὅτι δέν θά σέ ἐγκαταλείψω», ὁ Κύριος ὅμως τό προγνωρίζει μόνος του καί, χωρίς νά τόν ἐπικαλεσθεῖ κανένας, πορεύεται πρός τήν πόλη, ἀπό τήν ὁποία γινόταν ἡ ἐκφορά τοῦ πεθαμένου παιδιοῦ.

«Τήν ἑπόμενη ἡμέρα πήγαινε», λέγει. Καί αὐτό τό ὑποσήμανε μέ πάνσοφο τρόπο ὁ εὐαγγελιστής. Γιατί ἡ ἀνάσταση τοῦ παιδιοῦ τῆς χήρας ὑποτυπώνει τήν ἀνακαίνιση τοῦ νοῦ μας. Γιατί καί ἡ ψυχή μᾶς ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας ἦταν χήρα του οὐράνιου νυμφίου, πού εἶχε σάν κάποιο μονογενῆ υἱό τόν νοῦ της, ὁ ὁποῖος εἶχε πεθάνει ἀπό τό κεντρί τῆς ἁμαρτίας, χάνοντας τήν ἀληθινή ζωή, καί μεταφερόταν καί αὐτός ἀπό τά πάθη, ἔχοντας βρεθεῖ κάπου μακριά ἀπό τόν Θεό, σέ βυθούς τοῦ ἅδη καί τῆς ἀπώλειας. Ἀλλά, ἀφοῦ ὁ Κύριος βάδισε πρός ἐμᾶς καί ἦρθε κοντά μας μέ τήν μέ σάρκα παρουσία του, τόν ἀνακαίνισε καί τόν ἀνέστησε. Αὐτή ἡ παρουσία ὅμως δέν ἔγινε σέ μᾶς ἀπό τήν ἀρχή, ἀλλ’ ὕστερα, κατά τούς τελευταίους αἰῶνες. Γι’ αὐτό ὁ εὐαγγελιστής δέν παρέλειψε οὔτε αὐτό, λέγοντας, «τήν ἑπόμενη πήγαινε» ὁ Ἰησοῦς γιά ν’ ἀναστήσει τόν πεθαμένο υἱό τῆς χήρας καί νά μεταβάλει τό πένθος αὐτῆς σε εὐφροσύνη. Προσέχετε, παρακαλῶ, ἀδελφοί, τό νόημα τῶν λεγομένων γιατί καί ἀπό σᾶς ὁ καθένας, ἄν αἰσθανθεῖ τόν μέσα του πεθαμένο καί θρηνήσει τίς ἁμαρτίες του, πενθώντας καί μελαγχολώντας γι’ αὐτές μέ μετάνοια, θά πορευθεῖ καί πρός αὐτόν ὁ Παράκλητος παρέχοντας τήν αἰώνια παρηγοριά. Γιατί λέγει, «μακάριοι εἶναι αὐτοί πού πενθοῦν, γιατί αὐτοί θά παρηγορηθοῦν».

Ἀλλά, «πορευόταν» λέγει, «ὁ Ἰησοῦς καί μαζί μ’ αὐτόν πορεύονταν ἀρκετοί μαθητές του καί πλῆθος πολύ». Ὁ Ἠλίας δηλαδή ἀπομονώνεται ὅταν πρόκειται ν’ ἀναστήσει τόν υἱό τῆς Σαραφθίας, καί ὁ Ἐλισσαῖος, ἀφοῦ ἀνέβηκε στό ὑπερῶο, ὅπου βρισκόταν ὁ πεθαμένος, «ἔκλεισε τή θύρα», ὅπως λέγει ἡ ἱστορία, «μπροστά στούς δύο αὐτούς», δηλαδή τή Σουναμίτιδα καί τόν μαθητή τοῦ Γιεζί. Ἐπειδή δηλαδή χρειαζόταν ἐκτενέστατη προσευχή πρός τόν Θεό, καί οἱ ἄνθρωποι ἀπό τή φύση τους, ὅταν ἀπομονωθοῦν, ἀπασχολοῦν τό νοῦ τελειότερα καί τόν ἀνυψώνουν πρός τόν Θεό, ἀντίθετα ὁ Κύριος, ἔχοντας ἀληθινά τήν ἐξουσία ζωῆς καί θανάτου, δέν χρειάζεται καθόλου προσευχή γιά νά ζωοποιήσει τό παιδί, ὄχι μόνο τους μαθητές τοῦ εἶχε μαζί του, ἀλλά καί πολύ πλῆθος, πού ἄλλο ἔφερε αὐτός καί ἄλλο βρῆκε γύρω ἀπό τόν μεταφερόμενο. Καί ἐνῶ ὅλοι ἔβλεπαν καί ἄκουαν, μέ μόνο το πρόσταγμά του ζωοποίησε τόν νεκρό, κάμνοντας αὐτό ἀπό φιλανθρωπία δημόσια, γιά νά προσελκύσει ὅλους στήν πρός αὐτόν σωτήρια πίστη. Γιατί λέγει, «καθώς πλησίασε στήν πύλη τῆς πόλεως, μεταφερόταν πεθαμένος»΄ δηλαδή προγνωρίζοντας καί τῆς μεταφορᾶς τήν ὥρα ἔφθασε στήν κατάλληλη ὥρα. «Μεταφερόταν λοιπόν πεθαμένος ὁ μονογενής υἱός τῆς μητέρας του΄ καί αὐτή ἦταν χήρα».

Τά ἴδια πράγματα στήν πενθοῦσα καί τή λύπη αὔξησαν πολλαπλάσια, καί τή λύση πρόσφεραν ἐξαίσια. Γιατί βλέποντας ὁ Κύριος μιά μητέρα, καί μάλιστα χήρα μητέρα, πού στήριζε τίς ἐλπίδες της σέ ἕνα παιδί, νά τό χάνει μέ πρόωρο θάνατο, ν’ ἀκολουθεῖ τή σορό τοῦ παιδιοῦ καί νά θρηνεῖ ἐλεεινά, «εὐσπλαγχνίσθηκε», λέγει (πῶς δηλαδή δέν θά τό ἔκαμε «ὁ πατέρας τῶν ὀρφανῶν καί κριτής τῶν χηρῶν»;), «καί εἶπε πρός αὐτήν» παρηγορώντας τήν καί προβλέποντας τό μέλλον, «μή κλαῖς». Ἐκεῖνος βέβαια γνώριζε τί ἐπρόκειτο νά κάνει, ἐνῶ ἡ γυναίκα οὔτε αὐτόν γνώριζε, καί πολύ περισσότερο οὔτε τό μέλλον, γι’ αὐτό οὔτε καί πίστη εἶχε, οὔτε ζητοῦσε κάτι ἀπό αὐτόν οὔτε αὐτός ἀπαιτοῦσε πίστη ἀπό αὐτήν, ἀλλά μπορώντας τά πάντα καί μή ἔχοντας ἀνάγκη οὔτε ἀπό τή συνέργεια αὐτῶν πού πιστεύουν, «πλησιάζοντας ἄγγισε τή σορό», γιά νά δείξει ὅτι καί τό σῶμα του ὡς ὁμόθεο ἔχει ζωοποιό δύναμη΄ «καί εἶπε, νεανίσκε, σοῦ λέγω, σήκω΄ καί ἀνακάθισε ὁ νεκρός». Ἄκουσε δηλαδή τό κουφό χῶμα ἐκεῖνον πού καλεῖ στήν ὕπαρξη αὐτά πού δέν ὑπάρχουν, ἄκουσε αὐτόν πού ἐξουσιάζει τά πάντα μέ τό λόγο τῆς δύναμής του, ἄκουσε ὄχι ἄνθρωπο θεοφόρο, ἀλλά Θεό πού ἔγινε ἄνθρωπος, καί ὄχι μόνο «ἀνακάθισε ὁ νεκρός», ἀλλά «καί ἄρχισε νά ὁμιλεῖ». Καί στήν περίπτωση βέβαιά του υἱοῦ τῆς Σαραφθίας χήρας, ὅταν ἐπέστρεψε ἡ ψυχή τοῦ σ’ αὐτόν, ἀμέσως, σύμφωνα μέ τήν ἱστορία, φώναξε πρός τό παιδί (τόν ὑπηρέτη του). Καί αὐτό εἶναι ἀπόδειξή του ὅτι ἡ ἀνάσταση δέν ἦταν φαινομενική.

Ὁ Ἠλίας λοιπόν ἀνέστησε ἕνα νεκρό μέ προσευχή, καί ὁ Ἐλισσαῖος ἀνέστησε ἕναν ἐνῶ ζοῦσε καί ἄλλον ὄντας νεκρός, ἐπιβεβαιώνοντας καί δείχνοντας ἀπό πρίν τή θεανδρική ζωοποιό ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ὁ Κύριος ἀνέστησε τρεῖς νεκρούς μέ πρόσταγμα πρίν ἀπό τόν σταυρό, τό παιδί αὐτό τῆς χήρας, τή θυγατέρα τοῦ ἀρχισυνάγωγου, καί τόν τετραήμερο Λάζαρο, ἐνῶ κατά τή σταύρωσή του ἀνέστησε πολλούς, οἱ ὁποῖοι καί «ἐμφανίσθηκαν σέ πολλούς». Ἐκτός ἀπό αὐτά μετά τόν γιά χάρη μᾶς σταυρικό θάνατό του ἀνέστησε τόν ἑαυτό του, ἤ καλύτερα τόν ἑξανέστησε τριήμερο, γενόμενος μόνος αὐτός ἀρχηγός τῆς αἰώνιας ζωῆς. Γιατί ὅλοι οἱ ἄλλοι, ἄν καί ἀναστήθηκαν, ὁπωσδήποτε ἀπέκτησαν τή δική μας θνητή ζωή, ὅταν ὅμως ἀναστήθηκε ὁ Χριστός ἀπό τούς νεκρούς «δέν τόν κυριεύει πλέον ὁ θάνατος». Γι’ αὐτό καί μόνος ὁ Κύριος «ἔγινε ἀπαρχή ἐκείνων πού ἔχουν κοιμηθεῖ», δηλαδή τῶν πιστῶν καί ἐκείνων πού μετατέθηκαν ἀπό τά ἐδῶ μέ τήν ἐλπίδα ἀνάστασης καί αἰώνιας ζωῆς. Ἔγινε λοιπόν ἀπαρχή αὐτῶν πού ἔχουν κοιμηθεῖ καί «πρωτότοκος ἀπό τούς νεκρούς» καί μᾶς ἐπιβεβαίωσε καί μᾶς ἐπαγγέλθηκε ὄχι μόνο αὐτή τή θνητή καί πρόσκαιρη ζωή μας πού καθοδηγεῖται ἀπό ζωικό πνεῦμα, ἀλλ’ ἐκείνην πού ἐμπεριέχεται στίς ἐλπίδες μας, τήν ἔνθεο καί ἀθάνατη καί αἰώνια΄ γιατί αὐτή εἶναι δῶρο αὐτοῦ πραγματικά θεοπρεπέστατο. Καθώς λοιπόν δέν παρέχει ἐδῶ αὐτήν τήν αἰώνια ζωή στούς ἀναστημένους ἀπό αὐτόν, ἀλλά τήν διακοπτόμενη ἀπό τόν θάνατο, δέν τήν παρέχει σ’ αὐτούς μέ τή μορφή χάριτος, ἀλλά τό κάνει αὐτό γιά ἄλλους, ὀδηγώντας αὐτούς στήν πίστη, πού εἶναι πρόξενος τῆς αἰώνιας ζωῆς. Καί ἐδῶ λοιπόν, ὅπως ἱστορεῖ μέ σαφήνεια ὁ εὐαγγελιστής, δέν ἀνέστησε τό παιδί γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά γιά τή μητέρα «ἀπό εὐσπλαγχνία γι’ αὐτήν»΄ γι’ αὐτό καί, ἀφοῦ τό ἀνέστησε, τό ἔδωσε στή μητέρα του.

Ἀλλά βλέπετε πῶς ὁ Κύριος ἀπό εὐσπλαγχνία πρός τή χήρα πού πενθοῦσε τόν υἱό της δέν χρησιμοποίησε μόνο παρηγορητικούς πρός αὐτήν λόγους, ἀλλά καί τήν παρηγόρησε μέ ἔργα; Ἔτσι νά κάνομε καί ἐμεῖς μέ ὅλη τή δύναμή μας καί νά μή εἴμαστε μόνο μέ λόγια συμπονετικοί πρός αὐτούς ποῦ κακοπαθοῦν, ἀλλά ζωή; Ἄν καί βέβαια καί αὐτό εἶναι χρέος μας, ἄν καί ὄχι ἴσως τοῦ ἑνός μας πρός τόν ἄλλο, ἄλλα πρός ἐκεῖνον πού παρέδωσε τόν ἑαυτό του σέ θάνατο γιά χάρη μας, ὄχι μόνο ὡς λύτρο, ἀλλά καί πρός παράδειγμα καί ἔμπρακτη διδασκαλία, ἀσύγκριτα ὑψηλότερη ἀπό κάθε ἔργο καί λόγο καί νοῦ. Γιατί λέγει, «γι’ αὐτό πέθανε ὁ Χριστός γιά χάρη μας, ἀφήνοντας σέ μᾶς παράδειγμα, γιά νά ἀκολουθήσομε τά ἴχνη του καί νά εἴμαστε ἕτοιμοι, ἄν χρειασθεῖ, νά θυσιάσομε καί τή ζωή μας» πρός ἐκπλήρωση τῶν ἐντολῶν τοῦ΄ γιατί ἔτσι θά γίνομε μέτοχοι καί τῆς ζωῆς καί βασιλείας αὐτοῦ πού διαρκεῖ αἰώνια, ζωντας μαζί μ’ αὐτόν αἰώνια καί δοξαζόμενοι μαζί του. Βλέπετε αὐτόν τόν Μυροβλύτη (Ἄγ. Δημήτριο). Ἔχυσε τό αἷμα τοῦ σώματός του μέ τή θέλησή του ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ, καί γι’ αὐτό κατέστησε αὐτό ἀδιάκοπη καί ἀνεξάντλητη πηγή πολυειδῶν θαυμάτων, ἁγιασμοῦ ψυχῆς καί σώματος, εὐωδέστατου καί ἱερώτατου μύρου, μολονότι ἡ ψυχή τοῦ Μεγαλομάρτυρα ἔχει τώρα δίκαια λάβει τήν αἰώνια καί ἀναλλοίωτη δόξα στούς οὐρανούς μαζί μέ τούς ἀγγέλους, ἐνῶ τό σῶμα δέν ἔχει ἀκόμη δοξασθεῖ μαζί μέ ἐκείνη, ἀλλ’ εἶναι κατά κάποιο τρόπο τά παρόντα ὑπόδειγμα καί τύπος καί σύμβολο πρός τήν θειότατη καί οὐράνια δόξα πού πρόκειται ν’ ἀποκαλυφθεῖ γύρω ἀπό αὐτό στό μέλλον΄ καί ἄν τό ὑπόδειγμα καί ὁ τύπος εἶναι τέτοιος, τί θά εἶναι ἐκεῖνο τό μελλοντικό τέλος; ὁπωσδήποτε καί ἀνέκφραστο καί ἀκατανόητο.

Εὔχομαι καί ἐμεῖς μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ μεταξύ των μαρτύρων Μυροβλύτη, ὅπως μεταλαμβάνομε ἐδῶ το θεῖο μύρο πού ἐκχύνεται ἀπό αὐτόν, ἔτσι καί τότε νά γίνομε θεατές καί μέτοχοί της θείας ἐκείνης δόξας μέ τή χάρη καί φιλανθρωπία τοῦ δοξαζόμενου μέσω τῶν μαρτύρων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ τῶν πάντων, στόν ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα στούς ἀπέραντους αἰῶνες. Γένοιτο.

Πηγή: Γρηγορίου Παλαμᾶ Ἔργα, ΕΠΕ, Πατερικαί Ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Ἡ Ἄλλη Ὄψιc