Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013

Γέροντας Ιωσήφ ο ησυχαστής


Γεννήθηκε τὸ ἔτος 1898 εἰς τὸ χωρίον Λεῦκες τῆς Πάρου. Ἡ Πάρος εἶναι ἕνα μικρὸ καὶ ἤρεμο νησὶ τῶν Κυκλάδων. Οἱ γονεῖς του ἦσαν πτωχοὶ καὶ ἀναγκάζονταν νὰ ἐργάζωνται πολὺ διὰ νὰ συντηρήσουν τὴν οἰκογένειά τους. Ὁ πατέρας του ὠνομάζετο Γεώργιος καὶ ἀπέθανε πολὺ ἐνωρίς. Ἡ μητέρα του Μαρία ἀνέλαβε τὴν προστασία ὅλης τῆς οἰκογενείας. Ἡ μητέρα του ἦταν εὐλογημένη ψυχὴ καὶ εἶχε ἁπλότητα καὶ ἀκεραιότητα χαρακτῆρος καὶ ἐπήγαμε πολὺ συχνὰ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν διὰ νὰ λειτουργηθῆ, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ περιποιηθῆ τὸν Ἱερὸν ναόν.

Ὅταν ὁ μικρὸς Φραγκίσκος -αὐτὸ ἦταν τὸ κοσμικὸν ὄνομα τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ- ἔφυγε διὰ νὰ γίνη μοναχὸς ἡ μητέρα του εἶπε εἰς τοὺς συγγενεῖς της: «Τὸ ἐγνώριζα πὼς θὰ γίνη μοναχὸς ἀπὸ τὴν γέννησίν του. Ὅταν ἐγέννησα τὸν Φραγκίσκον μου καὶ ἤμουνα ἀκόμη εἰς τὸ κρεββάτι μὲ τὸ μωρὸ δίπλα φασκιωμένο, εἶδα νὰ ἀνοίγη ἡ στέγη τοῦ σπιτιοῦ καὶ ἕνας φτερωτὸς καὶ πολὺ ὡραῖος νέος, ποὺ μόλις μποροῦσα νὰ τὸν ἀντικρύσω ἀπὸ τὴν πολλὴν λάμψιν του, κατέβηκε καὶ ἐστάθηκε πλάι στὸ μωρό μου καὶ ἄρχισε νὰ τὸ ξεσκεπάζη μὲ σκοπὸν νὰ τὸ πάρη.
 
Ὅταν ἐγὼ διαμαρτυρήθηκα λέγοντας, «Τί κάνεις καλέ; Θὰ μοῦ πάρης τὸ μωρό μου;» Ἐκεῖνος ἐπέμενε ὅτι διὰ τὸν σκοπὸν αὐτὸν ἦρθε καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπόφασις. Καὶ διὰ νὰ μὲ βεβαίωση, μάλιστα μοῦ ἔδειξε σὲ ἕνα σημειωματάριο γραμμένη μιὰ ἐντολή, ὅτι πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ πάρη τὸ μικρό. Ὅταν ἀντιστάθηκα, ὁ Ἄγγελος μοῦ ἔδωσε ἕνα πολύτιμον κόσμημα σὲ σχῆμα σταυροῦ καὶ μοῦ πῆρε τὸ μωρό». Ἀπὸ τότε πίστευα, ἔλεγε ἡ μητέρα του Μαρία, ὅτι κάποτε ὁ Φραγκίσκος θὰ ἀκολουθοῦσε τὸν Χριστόν.

Ὁ Γέροντας ὡς τὴν ἐφηβικήν του ἡλικίαν παρέμεινε εἰς τὸ χωριό του καὶ βοηθοῦσε τὴν μητέραν του εἰς τὶς διάφορες ἐργασίες τοῦ σπιτιοῦ. Μετὰ ἔφυγε διὰ τὸν Πειραιά, ὅπου ἐργαζότανε ὡς μικροέμπορος. Εἰς τὴν ἡλικίαν τῶν εἰκοσιτριῶν ἐτῶν κέντρον τῆς ἐργασίας του ἦτο ἡ Ἀθήνα. Ἦταν πολὺ δραστήριος, ἀλλὰ ἀπέφευγε τὴν πονηρία καὶ τὴν ἀδικίαν.

Τότε ἄρχισε νὰ μελετᾶ πατερικὰ βιβλία. Μεγάλον ἐνθουσιασμὸν προκαλοῦσαν εἰς αὐτὸν οἱ βίοι τῶν μεγάλων ἀσκητῶν. Τὴν ἀπόφασίν του διὰ τὸν μοναχισμὸν τὴν ἐπῆρε ὕστερα ἀπὸ τὸ ἀκόλουθο ὅραμα:

«Ἕνα βράδυ εἶδα εἰς τὸν ὕπνο μου ὅτι περνοῦσα ἔξω ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα καὶ ἀμέσως μὲ ἐπῆραν δυὸ ἀξιωματικοὶ τῆς ἀνακτορικῆς φρουρᾶς καὶ μὲ ἀνέβασαν εἰς τὸ παλάτι. Δὲν ἐκατάλαβα τὸν λόγον καὶ διὰ τοῦτο διαμαρτυρήθηκα. Τότε μοῦ ἀποκρίθηκαν μὲ καλωσύνη νὰ μὴ φοβοῦμαι, ἀλλὰ νὰ ἀνέβω, διατὶ εἶναι θέλημα τοῦ Βασιλέως. Ἀνεβήκαμε σὲ ἕνα πολὺ ὑπέροχον ἀνάκτορον, ἀνώτερον ἀπὸ κάθε ἐπίγειον, μοῦ ἐφόρεσαν μιὰ ὁλόλευκη καὶ πολύτιμη στολὴ καὶ μοῦ εἶπαν· «ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἐμπρὸς θὰ ὑπηρετῆς ἐδῶ». Καὶ μετὰ μὲ ἐπῆγαν νὰ προσκυνήσω τὸν Βασιλέα.

Ξύπνησα ἀμέσως καὶ αὐτὰ ποὺ εἶδα καὶ ἄκουσα χαράχθηκαν τόσο πολὺ μέσα μου, ὥστε δὲν μποροῦσα νὰ κάνω ἢ νὰ σκεφθῶ τίποτε ἄλλο. Σταμάτησα τὶς ἐργασίες μου καὶ ἔμεινα σκεπτικός. Ἄκουγα ζωντανὰ μέσα μου νὰ ἐπαναλαμβάνεται διαρκῶς ἐκείνη ἡ ἐντολὴ «ἀπὸ τώρα καὶ ἐμπρὸς θὰ ὑπηρετῆς ἐδῶ». Ὅλη μου ἡ κατάστασις ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ ἄλλαξε»(1).

Ἔτσι ἐπῆρε τὴν ἀπόφασιν καὶ ἔφυγε διὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ πρῶτος σταθμὸς ἦταν τὰ Κατουνάκια. Ἐκεῖ ζοῦσε τότε ὁ ἀείμνηστος Γέροντας Δανιήλ, ὁ ἱδρυτὴς τῆς ἀδελφότητος τῶν Δανιηλαίων. Ἀπὸ τὸν Γέροντα Δανιήλ, ὁ ὁποῖος ἦταν εὐλαβὴς καὶ συνετὸς ἄνθρωπος, ἔλαβε μεγάλην βοήθειαν. Δὲν ἔμεινε ὅμως μαζύ του, διότι ἀγαποῦσε τὴν αὐστηρότερη ἡσυχαστικὴν ζωήν.

Σὲ μιὰ πανηγύρι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Ἄθωνα, ἐγνώρισε τὸν Γέροντα Ἀρσένιο. Ἔκτοτε ὁ π. Ἀρσένιος ἔγινε ὁ μόνιμος συνασκητὴς του καὶ δὲν ἐχώρισαν ποτὲ πλέον.

Ὑποτάχθηκαν εἰς τὸν Γέροντα Ἐφραὶμ ποὺ εἶχε τὴν καλύβην τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἰς τὰ Κατουνάκια. Ἔπειτα μαζὺ μὲ τὸν Γέροντά τους Ἐφραὶμ ἔφυγαν διὰ τὴν Σκήτην τοῦ Ἁγίου Βασιλείου διὰ περισσοτέραν ἄσκησιν.

Μετὰ τὴν κοίμησιν τοῦ Γέροντος Ἐφραὶμ ἄρχισαν τοὺς μεγάλους ἀσκητικοὺς ἀγώνας. Ἡ ἄσκησίς τους ἦταν ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καὶ ἡ προσευχή. Κυριώτερον ὅμως ἔργον ἀποτελοῦσεν δι᾿ αὐτοὺς ἡ νῆψις καὶ ὁ ἐγκλεισμὸς τοῦ νοὸς εἰς τὴν καρδίαν.

Τὸ ἔτος 1938 μαζὺ μὲ τὸν π. Ἀρσένιον μετεκόμισαν εἰς τὶς ἀπόκρημνες σπηλιὲς τῆς Μικρᾶς Ἁγίας Ἄννης. Εἰς ἕνα ἀπὸ τὰ σπήλαια αὐτὰ ὑπῆρχε καὶ Ἐκκλησία τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Διεμόρφωσαν ἐκεῖ τὸν χῶρον, ἔκτισαν καὶ μερικὰ κελλία καὶ παρέμειναν εἰς τὸ σπήλαιον αὐτὸ ἕως καὶ τὸ ἔτος 1947.

Εἰς αὐτὸ τὸ ταπεινὸν σπήλαιον τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἀσκήθηκαν καὶ ἑτοιμάσθηκαν τὰ πνευματικά του παιδιὰ καὶ ἔγιναν ἔπειτα ἡγούμενοι εἰς ἄλλα μοναστήρια. Εἰς τὸν μακαριστὸν Γέροντα Ἰωσὴφ ὀφείλεται ἡ πνευματικὴ ἀναγέννησις καὶ ἐπάνδρωσις ἕξι Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ πολλῶν ἄλλων γυναικείων ἀδελφοτήτων εἰς τὸν Ἑλλαδικὸν χῶρον.

Ἀπὸ τὸ ταπεινὸν αὐτὸ σπήλαιον ἐξεκίνησε καὶ ὁ Γέροντας Ἐφραὶμ καὶ ἵδρυσε εἰς τὸν Καναδὰ καὶ τὴν Ἀμερικὴν ἱεροὺς Παρθενῶνες, πνευματικὰ φυτώρια ἀπ᾿ ὅπου μεταφυτεύεται καὶ ἐξακτζώνεται τὸ Ὀρθόδοξον Πνεῦμα, τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν ἀπόδημον Ἑλληνισμόν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου.

Ἡ ἀρετὴ ἔχει κόπον διὰ νὰ τὴν ἀπόκτηση κανείς. Ἀλλὰ ὅταν τὴν ἀπόκτηση καὶ τὴν εὐωδίαν της δὲν μπορεῖ νὰ συγκρατήση. Τὸ Ὀρθόδοξον ἀσκητικὸν Πνεῦμα μπορεῖ νὰ ἀναμόρφωση τὸν κόσμον καὶ νὰ ἀνάπλαση τὸν ἄνθρωπον ποὺ σήμερα ἔχασε τὸν δρόμον του, τὸν προορισμόν του καὶ ὑποφέρει πολύ.

Τὸ ἔτος 1951 μεταφέρθηκαν εἰς τὴν Νέαν Σκήτην, εἰς τὴν καλύβην τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ὅπου παρέμεινε ἕως τὴν κοίμησίν του ποὺ συνέβη τὴν 15ην Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1959, ἑορτὴν τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.

Τὰ περὶ τῆς κοιμήσεώς του τὰ περιγράφει πολὺ γλαφυρὰ ὁ Γέροντάς μου Ἐφραὶμ εἰς τὸ βιβλίον «Προθύμως Ἀνάβαινε», τὸ ὁποῖον εἶναι ἔκδοσις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου:

«Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὴν Παναγίαν μας εἶναι ἀνωτέρα πάσης περιγραφῆς. Μόνον ποὺ ἀνέφερε τὸ ὄνομά της τὰ μάτια του ἔτρεχαν. Τὴν παρακαλοῦσε ἀπὸ καιρόν, νὰ τὸν πάρη, νὰ ξεκουρασθῆ. Καὶ τὸν εἰσήκουσεν ἡ Παντάνασσα. Τὸν ἐπληροφόρησε ἕνα μήνα πρὶν διὰ τὴν ἀναχώρησίν του. Μὲ ἐκάλεσε τότε ὁ Γέροντας καὶ μοῦ ὑπέδειξε τί νὰ ἑτοιμάσωμε. Ἐπεριμέναμε.

Τὴν παραμονὴν τῆς κοιμήσεώς του -14 Αὐγούστου 1959- ἐπέρασε νὰ τὸν ἴδη ὁ κ. Σχοινᾶς ἀπὸ τὸν Βόλον· ἦσαν γνώριμοι πολύ.

-Τί κάμετε, τοῦ λέγει, πῶς ἔχει ἡ ὑγεία σας;

-Αὔριον, Σωτήρη, ἀναχωρῶ διὰ τὴν αἰώνιαν πατρίδα. Ὅταν ἀκούσης τὶς καμπάνες, νὰ ἐνθυμηθῆς τὸν λόγον μου.

Τὸ βράδυ εἰς τὴν ἀγρυπνίαν τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας μας ὁ Γέροντας συνέψαλλε ὅσον ἠδύνατο μὲ τοὺς πατέρας. Εἰς τὴν Θείαν Λειτουργίαν τὴν ὥραν ποὺ ἐκοινώνησε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια εἶπε· «ἐφόδιον ζωῆς αἰωνίου».

Ξημέρωσε 15η Αὐγούστου. Ὁ Γέροντας κάθεται στὴν μαρτυρική του πολυθρόνα στὴν αὐλὴ τοῦ ἡσυχαστηρίου μας. Περιμένει τὴν ὥραν καὶ τὴν στιγμήν. Εἶναι σίγουρος διὰ τὴν πληροφορίαν ποὺ τοῦ εἶχε δώσει ἡ Παναγία μας, ἀλλὰ βλέποντας τὴν ὥραν νὰ περνᾶ καὶ τὸν ἥλιον νὰ ἀνεβαίνη τοῦ ἔρχεται κάτι ὡσὰν στενοχώρια, ὡσὰν ἀγωνία διὰ τὴν βραδύτητα.

Εἶναι ἡ τελευταία ἐπίσκεψις τοῦ πονηροῦ. Μὲ φωνάζει καὶ μοῦ λέγει: «Παιδί μου, γιατί ἀργεῖ ὁ Θεὸς νὰ μὲ πάρη; Ὁ ἥλιος ἀνεβαίνει καὶ ἐγὼ ἀκόμη εἶμαι ἐδῶ!». Βλέποντας ἐγὼ τὸν Γέροντά μου νὰ λυπῆται καὶ σχεδὸν νὰ ἀδημονῆ τοῦ λέγω μὲ θάρρος: «Γέροντα μὴ στενοχωρῆστε, τώρα ἐμεῖς θὰ κάνωμε εὐχή» καὶ θὰ φύγετε».

Ἐσταμάτησαν τὰ δάκρυά του. Οἱ πατέρες, ὁ καθένας τὸ κομποσχοίνι του καὶ ἔντονον τὴν εὐχήν. Δὲν ἐπέρασε ἕνα τέταρτο καὶ μοῦ λέγει: «Κάλεσε τοὺς πατέρες νὰ βάλουν μετάνοιαν, διότι φεύγω». Ἐβάλαμε τὴν τελευταίαν μετάνοιαν. Ἔπειτα ἀπὸ λίγο ἐσήκωσε τὰ μάτια του ὑψηλὰ καὶ ἔβλεπε ἐπιμόνως ἐπὶ δυὸ λεπτὰ περίπου. Κατόπιν γυρίζει καὶ πλήρης νηφαλιότητος καὶ ἀνέκφραστου ψυχικοῦ θάμβους μᾶς λέγει:

«Ὅλα ἐτελείωσαν, φεύγω, ἀναχωρῶ, εὐλογεῖτε!» Καὶ μὲ τὶς τελευταῖες λέξεις ἔγειρε τὸ κεφάλι του δεξιά, ἀνοιγόκλεισε δυὸ τρεῖς φορὲς ἤρεμα τὸ στόμα καὶ τὰ μάτια, καὶ αὐτὸ ἦταν. Παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χείρας Ἐκείνου, τὸν ὁποῖον ἐπόθησε καὶ ἐδούλευσεν ἐκ νεότητος.

Θάνατος ὄντως ὁσιακός. Εἰς ἡμᾶς ἐσκόρπισε ἀναστάσιμον αἴσθησιν. Ἐμπροστά μας εἴχαμε νεκρὸν καὶ ἤρμοζε πένθος, ὅμως μέσα μας ἐζούσαμε ἀνάστασιν. Καὶ τοῦτο τὸ αἴσθημα δὲν ἔλειψε πλέον· μὲ αὐτὸ συνοδεύεται ἔκτοτε ἡ ἐνθύμησις τοῦ ἀειμνήστου ἁγίου Γέροντος».

Ἡ διδασκαλία του περιέχεται εἰς ἑξηνταπέντε ἐπιστολάς, τὰς ὁποίας ἔχει ἐκδόσει ἡ Ἱερὰ Μονὴ Φιλοθέου. Εἰς αὐτὰς φαίνεται καθαρά, ὅτι εἶναι συνεχιστὴς καὶ ἐκφραστὴς ὅλης τῆς νηπτικῆς παραδόσεως.

Ὁ ἐμπειρικὸς τρόπος τῆς ζωῆς του ἔδειξε ἐφηρμοσμένην ὅλην τὴν διδασκαλίαν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Τὰ κύματα τῆς θείας χάριτος πλημμύριζαν τὴν ψυχήν του καὶ ὁ νοῦς του ἠρπάζετο εἰς θεωρίαν. Ἦτο κάτοχος τοῦ ἀκτίστου φωτὸς καὶ ἄριστος διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς.

Ὅλος ὁ βίος του εἶναι ἕνα πνευματικὸν συναξάρι ποὺ θυμίζει τοὺς παλαιοὺς ἀσκητὰς τῆς ἐρήμου. Τοὺς ἀγώνας του μὲ τὰ δαιμόνια οὔτε νὰ τοὺς ἀκούση κανεὶς δὲν τολμᾶ σήμερα. Ἦταν ἀνδρεῖος πολεμιστὴς ἐναντίον τῶν παθῶν καὶ ἐβίαζε τὸν ἑαυτόν του εἰς ἀφάνταστον βαθμόν. Ἀπέκτησε πολλὴν καθαρότητα καὶ ἁγνότητα ψυχῆς καὶ σώματος καὶ εἶχε ὡς παράδειγμα πάντα τὴν Παναγία μας. Ἔγραφε σὲ μία ἐπιστολή: «Δὲν ἠμπορῶ νὰ σᾶς περιγράψω πόσον ἀρέσκει ἡ Παναγία μας τὴν σωφροσύνην καὶ τὴν καθαρότητα. Ἐπειδὴ Αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἁγνὴ Παρθένος, δι᾿ αὐτὸ καὶ ὅλους τοιούτους θέλει καὶ ἀγαπᾶ».

Ὁ ἀείμνηστος Γέρων Ἰωσὴφ ἐπέρασε ὅλα τὰ στάδια τῆς πνευματικῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς τελειώσεως. Ἐγνώρισε ὅλα τὰ θεῖα χαρίσματα αὐτῶν τῶν καταστάσεων.

Ἔγινε ἔμπειρος πνευματικὸς ὁδηγός, διακριτικὸς καὶ ἀπλανὴς ὁδηγὸς τῆς πνευματικῆς ζωῆς· δι᾿ αὐτὸ ἔγραφε: «ἀναγκάζομαι νὰ ἀνοίγω τοὺς αὔλακας εἰς τὸν κόσμον· καθότι ὑπάρχει ἐλπὶς νὰ δεχθοῦν τὸν λόγον ψυχαὶ καθαραὶ καὶ εἰς ἐμὲ νὰ γίνη ὠφέλεια ὁ μισθὸς τῆς ἀγάπης. Λοιπὸν ἀκούσατέ μου τοὺς λόγους, χαρίσατέ μου τὰς ἀκοάς...». Ἡ ζωή του καὶ ἡ διδασκαλία του εἶναι μιὰ ὀρθόδοξη ἐμπειρικὴ θεολογία.

Ἀπὸ πνευματικὴν ὑπακοὴν εἰς τὸν ἅγιον αὐτὸν Γέροντα, τὸν παπποῦν μας, ὀφείλομεν νὰ ἐκτελοῦμεν τὶς συμβουλές του, διὰ νὰ συνεχίζεται καὶ σήμερα ἡ νηπτικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ παράδοσις εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ νὰ εὐαρεστῆται καὶ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, τῆς ὁποίας τὸ περιβόλι ὡς ἀνάξιοι κατοικοῦμεν.

Νὰ ἔχωμεν τὴν εὐχὴν τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἰωσήφ.

Τὸ παρὸν φυλλάδιον εἶναι ἀπόσπασμα ἀπὸ εὐρυτέραν ἐργασίαν περὶ τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ. Διανέμεται δωρεάν, τὴν δὲ δαπάνην ἀνέλαβε ἡ φιλόθεος προαίρεσις τοῦ ἀδελφοῦ Γεωργίου εἰς τὸν ὁποῖον ἀναλογεῖ καὶ ὁ μισθὸς ἀπὸ τὴν ὠφέλειαν ποὺ θὰ πρόκυψη ἐκ τῆς ἀναγνώσεως.
Εἰσαγωγή

Ἡ ἀσκητικὴ παράδοσις εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι τόσον δυνατή, ὥστε ἐφ᾿ ὅσον ζῆς εἰς τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας μας, πρέπει νὰ τὴν ἀκολουθήσης. Ἀπορρέει μέσα ἀπὸ τὴν ψυχὴ ἕνα αἴσθημα σεβασμοῦ καὶ ὑπακοῆς πρὸς τὴν ἱερότητα τοῦ χώρου αὐτοῦ. Ἐὰν δὲν ἐγκλιματισθῆς εἰς τὸν χῶρον αὐτὸν καὶ δὲν θέλησης νὰ ἀγωνισθῆς καὶ νὰ κράτησης αὐτὴν τὴν παράδοσιν, αἰσθάνεσαι ὅτι δὲν ἔχεις θέσιν εἰς αὐτὸν τὸν χῶρον.

Παραμένοντας κανεὶς εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος σημαίνει ὅτι ἀπὸ τὴν ἰδικήν του προαίρεση ἀγαπᾶ καὶ ὑπακούει εἰς ὅλην αὐτὴν τὴν ἀσκητικὴν παράδοσιν καὶ ἐντάσσεται ταπεινὰ μέσα εἰς αὐτὴν τὴν μεγάλην καὶ εὐλογημένην Ἁγιορειτικὴν ἀδελφότητα.

Οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες εἶναι ἐγκατεσπαρμένοι εἰς τὰ εἴκοσι κοινόβια, εἰς τὶς Σκῆτες, τὰ κελλία καὶ τὰ ἐρημητήρια· διατηροῦν μὲν τὴν ἴδια Ἅγιορείτικην παράδοσιν, ἀλλὰ μὲ τὸ ὀλίγον διαφορετικὸν λειτουργικὸν πρόγραμμα ἀπὸ τόπου εἰς τόπον συντελοῦν, ὥστε ἡ προσευχὴ νὰ μὴ καταπαύη ποτὲ εἰς τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας μας. Ἡ νοερὰ προσευχὴ βέβαια δὲν περικλείεται σὲ τυπικὸν καὶ πρόγραμμα, ἀλλὰ συντελεῖται μυστικὰ καὶ ἀθόρυβα πάντοτε. Ἐδῶ ἁπλῶς ἐννοοῦμε τὶς τακτικὲς ἀκολουθίες ποὺ γίνονται εἰς τὸν ἱερὸν Ναόν.

Ἡ ἀξία τῆς νοερᾶς προσευχῆς εἶναι πάρα πολὺ μεγάλη διὰ τὴν ζωήν μας. Εἶναι ἕνας ἀγνοημένος καὶ κρυμμένος θησαυρός, ποὺ ὅποιος τὸν ἀνακάλυψη καὶ τὸν κρύψη μέσα εἰς τὴν ψυχήν του αἰσθάνεται ὅτι εἰσέρχεται εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν. Ἡ νοερὰ προσευχὴ ἀρωματίζει ὅλα τὰ ἔργα μας, ἐνισχύει τὴν ψυχὴν εἰς τὴν ἄσκησιν, περικόπτει τὰ διάφορα πάθη, φωτίζει τὸν νοῦν καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει φωτισμένον νοῦ ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι μιὰ εὐλογία μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησία.

Συνασκούμενοι καὶ συνεργαζόμενοι ὅλοι μαζὺ οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες δίδουν μιὰ μαρτυρία Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ ζωῆς εἰς τὸν σύγχρονον κόσμον. Ἀπὸ τὸν λόγον αὐτὸν ὅλον τὸ Ἅγιον Ὄρος κατακλύζεται ἀπὸ τοὺς προσκυνητάς, οἱ ὁποῖοι μὲ ζῆλον καὶ πόθον ψάχνουν νὰ βροῦν τὴν προσευχήν, τὴν ἄσκησιν, τὴν ἀρετήν, τὴν λύσιν τῶν προβλημάτων τους.

Τὸ Ἁγιώνυμον Ὄρος ἦτο ἀνέκαθεν καὶ θὰ εἶναι πάντοτε, μὲ τὴν πρεσβείαν τῆς Ὀροφυλάκισσας Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἕνας ὁλοφώτεινος Ναὸς ποὺ θὰ φρυκτωρῆ καὶ θὰ ἐξακτινώνη τὸ φῶς του πρὸς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου.

Αὐτὴ ὅμως ἡ περίβλεπτος θέσις τοῦ Ἁγίου Ὄρους μᾶς ἐπιβάλλει νὰ καθιστοῦμε αὐτό, μὲ τὴν εὐλογίαν καὶ τὴν προστασίαν τῆς Παναγίας μας, τόπον μετανοίας καὶ προσευχῆς. Τὸ χρέος ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἁγιορεῖτες Πατέρες εἶναι νὰ διατηρήσωμεν αὐτὴν τὴν πνευματικὴν κληρονομίαν καὶ τὴν χάριν τῆς νοερᾶς προσευχῆς ὡς τὴν μεγίστην ὑπακοὴν καὶ ἐκπλήρωσιν τῶν μοναχικῶν μας ὑποσχέσεων.

Ὁ Γέρων Ἰωσὴφ ἦταν ἕνας πολὺ μεγάλος βιαστὴς εἰς τὸν ἑαυτόν του καὶ ἐμπειρότατος ἀσκητής. Ἐκοπίασεν ὅσον ὀλίγοι γιὰ νὰ ἀπόκτηση τὴν νοερὰν προσευχὴν καὶ νὰ κατανίκηση τὰ πάθη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Εἰς τὶς ἐπιστολές του παρουσιάζεται ἡ ἀσκητική του διαγωγή, ἐκφράζεται ὅλη ἡ μοναχική του ἐμπειρία καὶ ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ ζωή του δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τοὺς ἀσκητὰς τῆς ἐρήμου τῶν πρώτων αἰώνων. Οἱ συμπλοκές του μὲ τοὺς δαίμονας ἐνθυμίζουν τοὺς ἀγώνας τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου καὶ τῶν μεγάλων ἀσκητῶν τῆς ἐρήμου.

Ἐπάλαισε μὲ τὰ δαιμόνια εἰς τὴν πρώτην γραμμή. Ποίος μπορεῖ νὰ παραμείνη ἀσυγκίνητος, ὅταν ἀκούη αὐτὸ τὸ ἀσκητικὸν πολεμικὸν διάγγελμα: «Ἔκτοτε ἤρχισαν οἱ ἄγριοι πόλεμοι, ὅπου δὲν μὲ ἄφηναν ἡμέραν καὶ νύκτα. Ἄγριοι πόλεμοι! Μήτε ὥραν νὰ ἡσυχάσω. Ἐπίσης καὶ ἐγὼ εἶχον μανίαν εἰς αὐτούς. Ἐξ ὥρας καθήμενος εἰς τὴν προσευχὴν δὲν ἐσυγχώρουν νὰ βγῆ ἀπὸ τὴν καρδίαν. Ἀπὸ τὸ σῶμα μου ὁ ἱδρῶτας ἔτρεχεν ὡσὰν βρύσι. Ξύλον ἀλύπητα. Πόνος καὶ δάκρυα. Νηστεία ἄκρα καὶ ὁλονύκτιος ἀγρυπνία» (2).

Θέλετε νὰ παρακολουθήσετε καὶ τὴν πολεμικὴν συμπλοκὴν μετὰ τῶν δαιμόνων; Ἂς ἀκούσωμεν τὴν καταπληκτικὴν αὐτὴν σύγκρουσιν ὅπως τὴν διηγεῖται ὁ ἴδιος: «Λοιπὸν μίαν νύκτα, καθὼς ηὐχόμην, ἦλθον πάλιν εἰς θεωρίαν καὶ ἠρπάγη ὁ νοῦς μου εἰς ἕνα κάμπον· καὶ ἦσαν κατὰ τάξιν -κατὰ σειρὰν- μοναχοὶ συνταγμένοι πρὸς μάχην. Καὶ ἕνας στρατηγὸς ἦλθε πλησίον μου καὶ μοῦ λέγει: Θέλεις, μοῦ λέγει, νὰ εἰσέλθης νὰ πολεμήσης εἰς τὴν πρώτην γραμμήν; Καὶ ἐγὼ τοῦ ἀπάντησα ὅτι σφόδρα ἐπιθυμῶ νὰ μονομαχήσω μὲ τοὺς ἀντίκρυ αἰθίοπας, ὅπου ἦσαν κατέναντι ὠρυόμενοι καὶ πῦρ πνέοντες ὡσὰν ἄγριοι σκύλοι, ὁποὺ μόνον ἡ θεωρία τους σοῦ ἐπροξένει τὸν φόβον. Ἀλλ᾿ εἰς ἐμένα δὲν ἦταν φόβος· διότι εἶχον τόσην μανίαν, ὅπου μὲ τὰ δόντια μου νὰ τοὺς σχίσω.

Εἶναι δὲ ἀληθὲς ὅτι καὶ ὡς κοσμικὸς ἦμουν τοιαύτης ἀνδρείας ψυχῆς. Τότε λοιπὸν μὲ χωρίζει ὁ στρατηγὸς ἀπὸ τὰς γραμμάς, ὅπου ἦταν ἡ πληθὺς τῶν πατέρων. Καὶ ἀφοῦ διήλθομεν τρεῖς ἢ τέσσαρας γραμμὰς συνταγματικῶς μὲ ἔφερεν εἰς τὴν πρώτην γραμμήν, ὅπου ἦσαν ἕνας ἢ δυὸ ἀκόμη κατὰ πρόσωπον τῶν ἀγρίων δαιμόνων. Αὐτοὶ ἦσαν ἕτοιμοι νὰ ὁρμήσουν καὶ ἐγὼ ἔπνεον πῦρ καὶ μανίαν κατεναντίον τους. Καὶ μὲ ἄφησε ἐκεῖ ἀφοῦ εἶπε: Ὅποιος ἐπιθυμεῖ νὰ πολεμήση ἀνδρείως μὲ αὐτούς, ἐγὼ δὲν τὸν ἐμποδίζω, ἀλλὰ βοηθῶ». (3)

Αὐτὸς εἶναι ὁ Γέρων Ἰωσὴφ· ὁ γενναῖος στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Χριστοῦ πολεμεῖ εἰς τὴν πρώτην γραμμὴν καὶ ἀποδιώκει τὰς φάλαγγας τῶν δαιμόνων. Αὐτός, ὅπως βεβαιώνη ὁ ἴδιος, εἰσῆλθεν εἰς ὅλα τὰ καταφύγια τοῦ διαβόλου καὶ κατετροπωσε αὐτόν: «Κἀγὼ δὲ ἐπ᾿ ἀληθείας σᾶς λέγω ὅτι εἰσῆλθον εἰς ὅλα τὰ καταφύγια τοῦ ἐχθροῦ καὶ σκληρῶς μονομαχήσας ἐξῆλθον διὰ τῆς χάριτος».

Ἐκοπίασεν ὅσον ὀλίγοι ψάχνοντας νὰ βρῆ τὴν ἀρετήν. Συνέλεξε ὡς μέλισσα τὸ πνευματικὸν μέλι, ὅλην τὴν ἀσκητικὴν διδασκαλίαν καὶ παράδοσιν ποὺ εὑρῆκε εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τὴν παρέδωσε εἰς τὰ παιδιά του. Αὐτὸ εἶναι τὸ δεύτερον βασικὸν ἔργον τοῦ Πάππου μας Ἰωσήφ. Πρῶτον ἔσκαψε βαθειὰ μέσα εἰς τὴν καρδίαν του, ἔδιωξε τὰ πάθη, ἔκλεισε καὶ ἐπανέφερε τὸν νοῦν μέσα εἰς τὴν ψυχήν του, ἐλειτουργοῦσε ἀδιάλειπτα ἡ εὐχὴ μέσα του, ἐμορφώθη ἐν αὐτῷ ὁ Χριστός. Ἀνακαίνισε τὸν ἑαυτόν του καὶ αὐτὸν τὸν ἀνακαινισμένον ἄνθρωπον παρέδωσεν ὡς ὑπόδειγμα εἰς τὰ παιδιά του καὶ ἐν συνεχείᾳ εἰς τὰ ἐγγόνια του.

Ὁ παππούς μας Ἰωσὴφ εὑρῆκε πολλοὺς πατέρας μὲ μεγάλες πνευματικὲς καταστάσεις. Δὲν ἄφησαν ὅμως πνευματικοὺς κληρονόμους τῆς ἀρετῆς των. Ἡ ἀρετὴ πολλῶν ἀσκητῶν ἔγινε γνωστὴ διὰ μέσου τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ ποὺ ἔψαχνε νὰ τοὺς βρῆ καὶ νὰ τοὺς μιμηθῆ.

Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ἡ συμβολὴ τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ εἶναι πολλὴ μεγάλη εἰς τὴν πορείαν τοῦ Ἁγιορείτικου μοναχισμοῦ. Παρέδωσε τὴν ἀσκητική του πείρα εἰς τὰ παιδιά του. Διὰ νὰ συνεχισθῆ ἡ ἀσκητικὴ παράδοσις δὲν ἐπαρκοῦν τὰ βιβλία. Χρειάζεται καὶ ἡ προφορικὴ διδασκαλία, τὸ προσωπικὸν παράδειγμα καὶ ἡ ἐπίβλεψις τοῦ ἀγωνιζομένου μοναχοῦ ἀπὸ τὸν Γέροντά του, διὰ νὰ ἐπιλύωνται τὰ ἀναφυόμενα προβλήματα καὶ νὰ ἀποδιώκωνται οἱ πανουργίες τοῦ διαβόλου.

Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὴ ἡ ἀσκητικὴ παράδοσις ἔφθασε ἕως καὶ τὴν ἰδικήν μας γενεά, ἔχομεν μεγίστην ὑποχρέωσιν νὰ τὴν συνεχίζωμεν καὶ ἐμεῖς μὲ τὴν βοήθειαν τῆς Παναγίας μας, ἡ ὁποία εὐκαιρία ἀποζητᾶ διὰ νὰ ἁπλώση τὸ χέρι της νὰ μᾶς βοηθήση, νὰ εὐλόγηση τὸν κόπο καὶ τὴν προσευχήν μας.

Καὶ οἱ πνευματικὲς ἐμπειρίες τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ καὶ παπποῦ μας καὶ οἱ Πατρικὲς νουθεσίες τοῦ Γέροντός μας Ἐφραὶμ εἰς ἕνα κυρίως σκοπὸ ἀποβλέπουν καὶ εἰς μίαν πνευματικὴν ἀνάβασιν μᾶς παρωθοῦν:

Νὰ ἀποκτήσωμεν τὴν νοερὰν προσευχὴν καὶ διὰ τῆς καλλιέργειας αὐτῆς νὰ ἀνέβουμε πνευματικά, συνεχίζοντας αὐτὴν τὴν πνευματικὴ πατρικὴ κληρονομιὰ καὶ ὅλην τὴν ἀσκητικὴν παράδοσιν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἐὰν αὐτὸ τὸ ἐπιμεληθοῦμε καὶ τὸ ἐπιτύχωμεν, τότε θὰ ἐπιτύχωμεν καὶ τὸν προορισμόν μας ὡς μοναχοί.

Τὴν διδασκαλίαν τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ τὴν παρέλαβον καὶ τὴν συνέχισαν τρεῖς ἀπὸ τοὺς ὑποτακτικούς του. Ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Βατοπαιδινός, ὁ Γέροντας Ἐφραίμ, Προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου καὶ ὁ ἀείμνηστος Γέροντας Χαράλαμπος, Προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου. Εἰς ἕξι Μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους σήμερα εἶναι ἡγούμενοι ἀπὸ τοὺς ἄμεσα πνευματικοὺς ἀπογόνους τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἰωσήφ. Ὑπάρχουν ἐπίσης καὶ πολλὰ Μοναστήρια ἐκτὸς τοῦ Ἁγίου Ὄρους ποὺ ἐξαρτῶνται καὶ κατευθύνονται ἀπὸ τοὺς ἰδικούς του ἀπογόνους.

Ὑπολογίζουν ὅτι τὰ πνευματικὰ ἐγγόνια τοῦ μακαρίου Γέροντος Ἰωσὴφ εἶναι περίπου χίλια (1000). Ἔχουν δὲ ὡς κύριον σκοπὸν καὶ ἱερὰν παρακαταθήκην ἀπὸ τὸν ἀξιοσέβαστον παπποῦ τους τὴν καλλιέργειαν τῆς νοερᾶς προσευχῆς.

Καὶ αὐτὸ ποὺ ἐπιτελεῖται σήμερα εἰς τὰ νέα φυτώρια, τὰ νέα Μοναστήρια τῆς Ἀμερικῆς καὶ τοῦ Καναδᾶ, εἶναι ἕνα θαυμαστὸ καὶ πρωτόγνωρο ἔργο. Μεγάλη οἰκονομία τῆς Θείας Προνοίας. Εἰς τὸ ἔργο αὐτὸ ἱδρυτὴς καὶ καθοδηγητὴς εἶναι ὁ Γέροντάς μου Ἐφραίμ, Προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου. Ἐγκατέστησε εἰς διάφορα μέρη τοὺς πρώτους πυρῆνες ἀπὸ τὰ γυναικεῖα καὶ τὰ ἀνδρῶα μοναστήρια τῆς Ἑλλάδος. Ἀπὸ τὶς παλιὲς μοναστικὲς κυψέλες ἐπέταξαν μικρὰ σμήνη, νέες βασίλισσες καὶ ἐδημιούργησαν νέα μοναστικὰ κοινόβια, ὅπου καλλιεργεῖται τὸ μέλι τῆς νοερᾶς προσευχῆς.

Ὁ Γέροντας Ἐφραὶμ ἔχει ἐγκατασταθῆ μόνιμα εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου εἰς τὴν Ἀριζόνα. Ἀπὸ ἐκεῖ πλέον κατευθύνει τὰ δέκα ὀκτὼ Μοναστήρια ποὺ ἔχει ἱδρύσει ἕως τώρα εἰς τὴν Ἀμερικὴν καὶ τὸν Καναδά, ἀλλὰ καὶ γενικὰ ὅλον τὸ πνευματικόν του ἔργον. Εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου εἰς τὴν Ἀριζόνα συρρέουν κάθε ἡμέρα ἑκατοντάδες προσκυνηταὶ καὶ ἔγινε ἡ ἔρημος μιὰ πνευματικὴ ὄασις, ἡ ὁποία ἀναγεννᾶ τὸν κόσμον.

Τὸ ἔργον τῶν δέκα ὀκτὼ αὐτῶν πνευματικῶν νησίδων εἶναι πάρα πολὺ μεγάλο. Μὲ ἀνθρώπινα κριτήρια δὲν ἠμποροῦμε νὰ τὸ ὑπολογίσωμεν. Τὰ μοναστήρια αὐτὰ μετέφεραν ὅλην τὴν ἀσκητικὴν παράδοσιν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἀνανεώνεται καὶ ζωογονεῖται ὁ ἀπόδημος Ἑλληνισμός. Βιώνει τὴν Ὀρθοδοξία μέσα εἰς τὴν Βαβυλωνίαν τῶν αἱρέσεων καὶ ὑποδεικνύεται τὸ Ὀρθόδοξον δόγμα καὶ ἀναπτερώνεται τὸ θρησκευτικὸν συναίσθημα καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεόν.

Δημιουργεῖται μιὰ Νέα Ἑλλάδα μέσα εἰς τὴν ἀπέραντο αὐτὴ ἤπειρο ἀπὸ ἕναν Γέροντα Ἐφραὶμ ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ ἕνα Σπήλαιο τοῦ Ἄθωνος, μαθητὴς γενόμενος τοῦ παπποῦ μας Ἰωσὴφ τοῦ Σπηλαιώτου.

Πῶς νὰ μὴν δοξολογήσωμεν τὸν Ἅγιον Θεὸν καὶ τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον ποὺ μᾶς κατέστησαν κληρονόμους μιᾶς τέτοιας πνευματικῆς κληρονομιᾶς καὶ πῶς νὰ μὴν εὐχάριστησωμεν καὶ τὸν Σεβαστόν μας Γέροντα Ἐφραὶμ ποὺ μᾶς ἀνέλυσε καὶ μᾶς ἐδίδαξε πλουσιοπάροχα τὴν συνοπτικὴν διδασκαλίαν τοῦ παπποῦ μας Ἰωσήφ;

Ἄλλα ἂς ἐπανέλθωμεν πάλιν εἰς τὸν Γέροντα Ἰωσήφ, διὰ νὰ ἀκούσωμεν ζωντανὸν τὸν λόγον του. «Τὰ σπήλαια ὁλοκλήρου τὸν Ἄθωνος μὲ ὑπεδέχοντο ἐπισκέπτην· βῆμα πρὸς βῆμα, ὡσὰν τὰς ἐλάφους, ὁποὺ ζητοῦν νοτίδα ὑδάτων διὰ νὰ δροσίσουν τὴν δίψαν τους, οὕτως ἐζήτουν νὰ εὕρω πνευματικὸν νὰ μὲ διδάξη οὐράνιον θεωρίαν καὶ πραξιν» (4).

Ἀπὸ τὸν πολὺ πόθον ὅπου εἶχε διὰ τὴν ἐρημικὴν ζωὴν τῶν παλαιῶν ἀσκητῶν, ἡ Παναγία μας δὲν τὸν ἄφησεν ἀπαρηγόρητον, ἀλλὰ τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ὅταν ἀκόμη ἦταν δόκιμος μοναχός:

«Καὶ μίαν ἡμέραν μὲ ἔτυχαν πολλοὶ πειρασμοί. Καὶ ὅλην αὐτὴν τὴν ἡμέραν ἐφώναζα μὲ μεγαλύτερον πόνον. Καὶ πλέον τὸ βράδυ, δύοντος τοῦ ἡλίου, κατέπαυσα· νηστικός, παϊλτισμένος ἀπὸ τὰ δάκρυα. Ἐκοίταζα τὴν Ἐκκλησίαν, τὴν Μεταμόρφωσιν εἰς τὴν Κορυφὴν καὶ παρεκάλουν τὸν Κύριον μαραμένος καὶ πληγωμένος. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖθεν μοῦ ἐφάνη ὅτι ἦλθεν μία βιαία πνοή. Καὶ ἐγέμισεν ἡ ψυχή μου ἄρρητον εὐωδίαν. Καὶ εὐθὺς ἤρχισεν ἡ καρδία μου ὡσὰν ὡρολόγιον νὰ λέγη τὴν εὐχὴν νοερῶς. Ἠγέρθην λοιπὸν πλήρης χάριτος καὶ ἀπείρου χαρᾶς καὶ ἐμβῆκα εἰς τὸ σπήλαιον. Καὶ κύψας τὴν σιαγόνα μου εἰς τὸ στῆθος ἤρχισα νοερῶς νὰ λέγω τὴν εὐχήν. Ἔκτοτε δὲν ἔπαυσεν νοερῶς μέσα μου νὰ λέγεται ἡ εὐχή» (5).

Ἀλλὰ ἂς ἀκούσωμεν καὶ τὸν Γέροντα Ἐφραὶμ πῶς προτρέπει καὶ παρακινεῖ τὰ πνευματικά του παιδιὰ νὰ λέγουν τὴν εὐχὴν: «Παιδιά μου, παρακαλῶ διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, μὴ σταματᾶτε τὴν εὐχὴν τοῦ Χριστοῦ μας, οὐδὲ ἐπ᾿ ἐλάχιστον. Τὰ χείλη σας συνεχῶς νὰ μουρμουρίζουν τὴν εὐχὴν τοῦ Ἰησοῦ, τὸν καταλύτην τοῦ διαβόλου καὶ πάσης μηχανορραφίας αὐτοῦ. Φωνάζετε ἀδιακόπως εἰς βοήθειάν σας τὸν Χριστόν μας, καὶ αὐτὸς πάραυτα σπεύδει ὁλοκαρδίως νὰ μᾶς βοηθήση.

Ὅπως τὸ πυρακτωμένο σίδηρο γίνεται ἀπλησίαστο, ἔτσι γίνεται καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἔχοντος τὴν εὐχὴν τοῦ Χριστοῦ. Οἱ δαίμονες δὲν τὴν πλησιάζουν. Πῶς νὰ τὴν ἐγγίσουν; Ἐὰν τὴν ἐγγίσσουν θὰ καοῦν ἀπὸ τὸ θεϊκὸν πῦρ ποὺ περικλείει μέσα τὸ θεῖον ὄνομα.

Βιάζεσθε εἰς τὴν εὐχήν τοῦ Ἰησοῦ μας. Αὐτὴ θὰ γίνη τὰ πάντα. Τροφὴ καὶ πόμα καὶ ἔνδυμα καὶ φῶς καὶ παρηγοριὰ καὶ ζωὴ πνευματική. Τὰ πάντα γίνεται εἰς τὸν κατέχοντα αὐτήν. Χωρὶς αὐτὴν τὸ κενόν της ψυχῆς δὲν ἱκανοποιεῖται» (6).

Διὰ νὰ βοηθήσουμε αὐτοὺς ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ ἀσκοῦνται εἰς τὴν νοερὰν Προσευχήν, παραθέτουμε ὁρισμένα κείμενα τῶν θεοφόρων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν διὰ τὴν ἀναγκαιότητα καὶ τὴν σημασίαν τῆς προσευχῆς αὐτῆς.

Σκοπὸς αὐτοῦ τοῦ φυλλαδίου εἶναι νὰ εὑρεθοῦν ἄνθρωποι ποὺ ἀπὸ φιλότιμο καὶ ἀγάπη Χριστοῦ θὰ πιάσουν τὸ κομποσχοίνι καὶ θὰ λέγουν τὴν εὐχὴν. Ὅλα τὰ ἄλλα τὰ ἀφίνομεν εἰς τὴν Πρόνοιαν τοῦ Ἁγίου Θεοῦ.
Πρέπει οἱ ἀγωνιζόμενοι Χριστιανοὶ νὰ προσεύχωνται μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ

Κάθε ἀγωνιζόμενος Χριστιανὸς μέσα εἰς τὸν κόσμον ποὺ ἐξομολογεῖται εἰς τὸν πνευματικόν του πατέρα καὶ κοινωνεῖ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιεῖ τὴν νοερὰν προσευχήν, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον με».

Ἡ ἐξομολόγησις καὶ ἡ θεία κοινωνία δημιουργοῦν τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις διὰ νὰ ἐνεργήση ἡ χάρις τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἡ κάθαρσις τῆς ψυχῆς, ποὺ ἐπιτελεῖται διὰ τῆς Ἱερᾶς ἔξομολογησεως, θὰ καταστήση τὴν ψυχὴν δεκτικὴν τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀνάλογα πρὸς τὴν κάθαρσιν τῆς ψυχῆς ἔρχεται καὶ ὁ φωτισμὸς τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τότε ἡ ψυχὴ εἰρηνεύει, χαίρεται, ἀγωνίζεται μὲ περισσότερη βία, μὲ μεγαλύτερη διάκρισι.

Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ ψυχή σας εὑρίσκεται εἰς αὐτὴν τὴν κατάστασιν, ρίψετε αὐτὸν τὸν εὐλογημένον σπόρον εἰς τὸν καλλιεργημένον τόπον τῆς ψυχῆς σας. Ἀνοίξετε τὴν ψυχήν σας καὶ δεχθεῖτε την. Θὰ βλάστηση, θὰ ἀνθοφορήση καὶ θὰ καρποφορήση θαλεροὺς καρπούς, ποὺ δὲν σήπονται, ἀλλὰ εὐωδιάζουν καὶ ἀποθηκεύονται εἰς τὴν ἀποθήκην τοῦ Οὐρανίου Πατρός.

Ὅταν προφορικὰ λέγετε τὰ εὐλογημένα αὐτὰ λόγια τῆς εὐχῆς τὸ στόμα σας θὰ γλυκαίνεται, ἡ ψυχή σας θὰ χαίρεται καὶ θὰ εἶναι ὡς δένδρον πεφυτευμένον παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων καὶ δὲν θὰ λείψουν ποτὲ ἀπὸ αὐτὴν οἱ καρποὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «ὁ καρπὸς τὸν Ἁγίου Πνεύματος ἔστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. ε´, 22).

Πρέπει, λοιπὸν οἱ ἐν τῷ κόσμῳ ἀγωνιζόμενοι Χριστιανοὶ νὰ λέγουν τὴν εὐχὴν αὐτήν, ἢ αὐτὴ ἡ εὐχὴ εἶναι μόνον διὰ τοὺς μοναχούς;

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ καθηγητὴς τῆς νοερᾶς προσευχῆς, εἶχε ἕναν ὑποτακτικόν, Ἰὼβ τὸ ὄνομα, γηραλέον εἰς τὴν ἡλικίαν καὶ ἁπλοῦν εἰς τοὺς τρόπους. Ἄκουσε μία ἡμέρα τὸν Ἅγιον Γρηγόριον ποὺ ἐδίδασκε καὶ ἔλεγε εἰς τοὺς προσκυνητάς, ὅτι ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ προσεύχωνται μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πάσης ἡλικίας καὶ πνευματικῆς καταστάσεως. Διότι, ἐὰν ἦταν ἀδύνατον νὰ γίνη αὐτό, δὲν θὰ προέτρεπε ὁ Θεός, διὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, νὰ εὔχωνται οἱ Χριστιανοὶ ἀδιαλείπτως.

Αὐτὴν τὴν διδασκαλίαν ἔκαμε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος εἰς τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ ἐπήγαιναν νὰ τὸν συμβουλευτοῦν. Εἶχε φύγει τότε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ εὑρίσκετο εἰς τὴν Θεσσαλονίκην. Ὁ Ἰὼβ ἀκούγοντας αὐτὴν τὴν διδασκαλίαν σκανδαλίσθηκε καὶ εἶπε πρὸς τὸν Γέροντά του: «Ἐμεῖς εἴμεθα μοναχοὶ καὶ ἔχομε χρόνον νὰ λέγωμεν αὐτὴν τὴν εὐχὴν. Οἱ λαϊκοὶ ὅμως ποὺ ἔχουν τόσες μέριμνες καὶ ἀσχολίες μὲ τὴν οἰκογένειαν καὶ τὶς ἐργασίες τους, πῶς μπορεῖ νὰ τὸ ἐπιτύχουν αὐτό; Νομίζω πὼς ἡ προσευχὴ αὐτὴ εἶναι μόνον διὰ τοὺς μοναχούς». Ὄχι, τοῦ λέγει, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος. Ἐὰν ἦταν ἀκατόρθωτον, ὁ Θεὸς δὲν θὰ προέτρεπε διὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου τό· «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α´ Θεσ. ε´, 17). Ἡ ρίζα καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς νοερᾶς προσευχῆς εἶναι ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους. Τὸν καιρὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων δὲν ὑπῆρχον μοναχοί. Ἑπομένως, διὰ τοὺς εἰς τὸν κόσμον ἀγωνιζόμενους Χριστιανούς, ἀπευθύνει τὴν προτροπὴν αὐτὴν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, περὶ τῆς προσευχῆς.

Ὁ Ἰὼβ ὅμως δὲν ἐπείθετο καὶ συνέχιζε νὰ ἐπιμένη εἰς τὴν γνώμην του. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος διέκοψε τὴν συζήτησιν καὶ ἐπῆγε νὰ ἡσυχάση εἰς τὸ κελλίον του. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ὁ μοναχὸς Ἰὼβ.

Ὅταν ὅμως ὁ Ἰὼβ ἔφθασε εἰς τὸ κελλίον του, ἐμφανίσθηκε ἐνώπιόν του Ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέγει: «Διατί ἀντιλέγεις καὶ δὲν πείθεσαι εἰς ὅσα λέγει ὁ Γρηγόριος; Εἶναι σωστὸ αὐτὸ ποὺ διδάσκει, διὰ τοῦτο νὰ ὑπάκουης εἰς αὐτὸν καὶ νὰ μὴν ἀντιλέγης».

Ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἐμφάνισιν αὐτὴν τοῦ Ἀγγέλου ὁ Ἰὼβ συγκλονίσθηκε καὶ ἔτρεξε ἀμέσως πρὸς τὸν Ἅγιον Γρηγόριον καὶ τοῦ εἶπε τί ἀκριβῶς συνέβη. Ἔβαλε τότε μετάνοια, ἐζήτησε συγχώρησι καὶ εἶπε πὼς ἄλλη φορὰ δὲν θὰ ἀντιλέγη.

Ὁ Γέροντάς μας Ἐφραὶμ, μᾶς ἐδίδασκε νὰ λέμε εἰς τὴν ἀρχὴν τὴν εὐχὴν προφορικά. Πρέπει νὰ λέμε συνέχεια μὲ τὸ στόμα: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Ἡ φωνὴ ἡ ὁποία βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα συγκεντρώνει τὸν νοῦν, ὁ ὁποῖος μετεωρίζεται καὶ ἀρχίζει τότε ὁ νοῦς νὰ προσέχη τὰ λόγια τῆς εὐχῆς.

Ὅταν ἔχετε χρόνο εἰς τὸ σπίτι σας καὶ τὴν ἀπαιτουμένη ἡσυχία ἀρχίσετε νὰ λέγετε μὲ κατάνυξι τὰ λόγια τῆς εὐχῆς. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Καθὼς περνάει ὁ χρόνος ἡ προφορικὴ αὐτὴ εὐχή, ἑλκύει τὸν νοῦν πρὸς τὰ ἔσω καὶ συγχρόνως δημιουργεῖται εἰς τὴν ψυχὴν ἕνα ἄλλο κλίμα. Αἰσθάνεται ἡ ψυχὴ χαρά, εἰρήνη, γλυκύτητα εἰς τὸ στόμα. Δὲν θέλει καθόλου νὰ διακόπτη τὴν εὐχὴν. Καὶ ὅταν ἐκ τῶν πραγμάτων ἀναγκάζεται νὰ διακόψη τὴν εὐχήν, τὸ αἰσθάνεται αὐτὸ ἡ ψυχὴ μέσα της ὡσὰν μιὰ ἔλλειψι.

Ὅταν ἀρχίση νὰ συγκεντρώνεται ὁ νοῦς, τότε μποροῦμε νὰ λέγωμεν τὴν εὐχὴν νοερά, δηλαδὴ μὲ τὸν νοῦν. Ἐὰν συνεχίσωμεν αὐτὸ τὸ ἱερὸν ἔργον μὲ συνέπεια καὶ τάξι καὶ λέγωμεν τὴν εὐχὴν ἄλλοτε μὲ τὸ στόμα ἐκφώνως καὶ ἄλλοτε μὲ τὸν νοῦν, νὰ εἴμεθα βέβαιοι, ὅτι θὰ αἰσθανθοῦμε μιὰ ἄλλη πνευματικὴν κατάστασιν μέσα μας.

Ὅταν ἡ οἰκοκυρὰ ἐργάζεται μέσα εἰς τὸ σπίτι της καὶ μαγειρεύει ἢ πλένει ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο κάνει, ἂς λέγη ταυτοχρόνως καὶ τὴν εὐχὴν ἐκφώνως. Θὰ φύγουν ὅλοι οἱ λογισμοὶ καὶ τὸ σπίτι της θὰ γίνη ἕνας αἰσθητὸς παράδεισος. Ὅλα τότε θὰ εἶναι ὄμορφα καὶ γαλήνια εἰς τὸ σπίτι της καὶ τὰ λόγια τῆς εὐχῆς, ὡσὰν ἕνα ἱερὸ ἄσμα, θὰ διαποτίζουν τὴν ψυχήν της καὶ ὅταν θὰ ἔλθουν τὰ παιδιά της ἀπὸ τὸ σχολεῖον καὶ ὁ ἄνδρας της ἀπὸ τὴν ἐργασίαν, θὰ τοὺς ὑποδεχθῆ μὲ τὴν θερμότητα τῆς εὐχόμενης καρδίας της καὶ θὰ τοὺς ἀφαίρεση τὸν κόπον καὶ τὸ ἄγχος. Μόνον ἡ εὐχή, τὸ γλυκύτατον Ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, μπορεῖ νὰ διώξη ἀπὸ τὸ σπίτι τὴν τηλεόραση ἢ νὰ τὴν ρυθμίση.

Ὁ Γέρων Ἰωσὴφ ὁ Σπηλακύτης μᾶς συμβουλεύει μὲ τὰ ἀκόλουθα λόγια διὰ τὴν χρῆσιν τῆς εὐχῆς: «Ἡ εὐχὴ ἔτσι πρέπει νὰ λέγεται μὲ τὸν ἐνδιάθετον λόγον. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ εἰς τὴν ἀρχὴν δὲν τὴν ἔχει συνηθίσει ὁ νοῦς τὴν ξεχνᾶ. Γι᾿ αὐτὸ τὴν λέγεις, πότε μὲ τὸ στόμα καὶ πότε μὲ τὸν νοῦν. Καὶ αὐτὸ γίνεται μέχρις ὅτου τὴν χόρταση ὁ νοῦς καὶ γίνη ἐνέργεια.

Ἐνέργεια λέγεται ἐκεῖνο ὅπου, ὅταν λέγης τὴν εὐχήν, αἰσθάνεσαι μέσα σου -χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι- καὶ θέλεις διαρκῶς νὰ τὴν λέγης. Λοιπόν, ὅταν παραλάβη τὴν εὐχὴν ὁ νοῦς καὶ γίνη αὐτὴ ὅπου σοῦ γράφω ἡ χαρά, τότε θὰ λέγεται μέσα σου ἀδιαλείπτως, χωρὶς τὴν ἰδικήν σου βίαν. Αὐτὸ λέγεται αἴσθησις - ἐνέργεια, ἐπειδὴ ἡ χάρις ἐνεργεῖ χωρὶς τὴν θέλησιν τοῦ ἀνθρώπου. Τρώγει, περιπατεῖ, κοιμᾶται, ἔξυπνα καὶ μέσα φωνάζει τὴν εὐχήν. Καὶ ἔχει εἴρηνην καὶ χαράν» (7).

Εἰς τρεῖς τάξεις διαιρεῖται ἡ πνευματικὴ κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ καθαρτική, ἡ δευτέρα ἡ φωτιστικὴ καὶ ἡ τρίτη ἡ τελειωτική. Ἡ καθαρτικὴ κατάστασις βοηθεῖ πολὺ τὸν ἄνθρωπον νὰ καθαρίσῃ τὴν καρδίαν του. Αὐτὴ ἡ καθαρτικὴ χάρις αὐξάνει πολὺ τὴν νοερὰν προσευχήν. Χαρίζει μετάνοια, ζῆλον πνευματικὸν καὶ ἀγωνίζεται μὲ πολλὴν ὄρεξιν ὁ ἄνθρωπος.

Ἐπειδὴ δὲν προσέξαμε εἰς τὴν ζωήν μας καὶ ὁ νοῦς δὲν ἀγρυπνοῦσε, διὰ νὰ μὴ περάσουν μέσα εἰς τὴν καρδίαν μας ἐμπαθεῖς λογισμοί, ὁ χῶρος αὐτὸς τῆς καρδίας ἔχει γίνει ἀκάθαρτος ἀπὸ τοὺς λογισμούς.

Αὐτοὶ οἱ πονηροὶ καὶ ἐμπαθεῖς λογισμοὶ ἀποτελοῦν, κατὰ τοὺς Πατέρας, τὸ σκότος τῆς ψυχῆς. Τὸ πνευματικὸν αὐτὸ σκότος μπορεῖ νὰ τὸ διάλυση μόνον ἡ νοερὰ Προσευχή, τὸ γλυκύτατον Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸ γλυκύτατον καὶ πανίσχυρον Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας κάνει βαθειὲς τομὲς μέσα εἰς τὴν καρδίαν μας καὶ ἐξέρχεται ὁ Ἰὸς τῆς ἁμαρτίας. Τὰ θανάσιμα πάθη καὶ τὰ πνευματικὰ ἕλκη δημιουργοῦν μιὰ δυσωδία εἰς τὸν χῶρον τῆς ψυχῆς. Βάθος μέγα ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ πάντα ξεκινοῦν ἀπὸ αὐτὸ τὸ σαρκικὸν ὄργανον, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν καρδίαν, διότι ἐκεῖ εὑρίσκονται ὅλοι οἱ λογισμοὶ τῆς ψυχῆς.

Ἡ διδασκαλία τοῦ παπποῦ μας Ἰωσὴφ καὶ τοῦ Γέροντός μας Ἐφραὶμ, ἀποτελεῖ συνέχεια τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ἡ πείρα τοῦ Γέροντός μας Ἐφραὶμ εἰς τὴν νοερὰν προσευχήν, ὅπως μᾶς τὴν παρέδωσεν, ἀποτελεῖ συνέχεια ὅλης τῆς νηπτικῆς ἀσκητικῆς παραδόσεως.

Λέγει ὁ Γέροντας Ἐφραίμ: «Ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ κέντρον τῶν ὑπὲρ φύσιν, τῶν κατὰ φύσιν καὶ τῶν παρὰ φύσιν κινήσεων. Τὰ πάντα ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν καρδίαν. Ἐὰν ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου καθαρισθῆ, τότε βλέπομεν τὸν Θεόν. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀθεώρητος· ὁ Θεὸς εἶναι Πνεῦμα. Δύναται ὅμως νὰ βασιλεύση εἰς τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν γίνῃ αὐτὴ καθαρὸν δοχεῖον.

Διὰ νὰ γίνη δεκτικὸν δοχεῖον ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου, πρέπει νὰ γίνη καθαρή. Δηλαδή, νὰ γίνη καθαρὴ ἀπὸ ἀκάθαρτους λογισμούς. Διὰ νὰ καθαρισθῆ ὅμως ἡ καρδιά, πρέπει νὰ μπῆ εἰς αὐτὴν κάποιο φάρμακον. Τὸ φάρμακον αὐτὸ εἶναι ἡ νοερὰ προσευχή.

Ὅπου πηγαίνει ὁ βασιλεύς, διώκονται οἱ ἐχθροί· καὶ ὅταν μπῆ εἰς τὴν καρδιὰ ὁ Χριστός, τὸ ὄνομά Του τὸ Ἅγιον, φυγαδεύονται τῶν δαιμόνων οἱ φάλαγγες. Ὅταν ἐνθρονισθῆ μέσα καλὰ-καλὰ ὁ Χριστός, τότε ὑπάκούουν τὰ πάντα.

Ἔτσι καὶ τὸ κράτος τῆς καρδιᾶς μας. Ἔχει μέσα ἐχθρούς, ἔχει ἐπαναστάσεις, ἔχει λογισμούς, ἔχει πάθη καὶ ἀδυναμίες, ἔχει τρικυμίες καὶ ταραχές. Ὅλα εἰς τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου.

Διὰ νὰ μπόρεση αὐτὸ τὸ κράτος τῆς καρδιᾶς νὰ καθησύχαση καὶ νὰ ὑποταχθῆ, πρέπει νὰ ἔρθη ὁ Χριστός, ὁ Βασιλεύς, μὲ τὶς στρατιές του νὰ κυρίευση τὸ κράτος, νὰ διώξη τὸν ἐχθρόν, τὸν διάβολον, νὰ καθυποτάξῃ κάθε ἀνησυχία ἀπὸ πάθη καὶ ἀδυναμίες, νὰ βασιλεύση σὰν αὐτοκράτωρ, σὰν παντοδύναμος. Τότε αὐτό, κατὰ τοὺς πατέρας, λέγεται καρδιακὴ ἡσυχία. Νὰ βασιλεύῃ ἡ προσευχὴ χωρὶς νὰ διακόπτεται. Ἡ προσευχὴ νὰ ἔχη δημιουργήσει τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἥσυχον καρδίαν» (8).

Ὁ μεγάλος ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νὰ ἐπαναφέρη τὸν νοῦν, ποὺ μετεωρίζεται μὲ τὶς αἰσθήσεις ἔξω εἰς τὰ κτίσματα, μέσα εἰς τὴν καρδίαν μας εἰς τὸ ταμεῖον τῶν λογισμῶν. Ὁ μεγαλύτερος διδάσκαλος εἰς τὸν ἄνθρωπον, διὰ τὸ Ἱερὸν αὐτὸ ἔργον, εἶναι ἡ νοερὰ προσευχή. Ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία προσελκύεται διὰ τῆς εὐχῆς, μᾶς διδάσκει ὅλα ὅσα χρειαζόμεθα.

Ὁ καλύτερος βοηθός, κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἐξόδου τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν, εἶναι ἡ νοερὰ προσευχή. Διότι τὴν εὐχὴν αὐτὴν θὰ χρησιμοποιῆ ἡ ψυχή, ἐφ᾿ ὅσον βέβαια τὴν γνωρίζει. Ἡ ψυχὴ θὰ εἶναι ὁπλισμένη μὲ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς, μὲ τὸ ἀκαταμάχητον Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖον τρέμουν οἱ δαίμονες καὶ δὲν μποροῦν νὰ πλησιάσουν τὴν ψυχήν.
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με

Προσπάθησε πάντα ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ ἐπενδύη ὅλα τὰ ἔργα σου, κάθε πνοὴ καὶ κάθε νόημα. Ὢ τότε πόσο θὰ εὐφραίνεται ἡ καρδία σου! Πόσο θὰ χαίρεσαι, διότι θὰ ἀνεβαίνη ὁ νοῦς εἰς τὰ οὐράνια. Διὰ τοῦτο μὴν ἀμελῆς νὰ λέγης: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.

Ὅταν ψάλης θὰ κατανοῆς τὰ ψαλλόμενα· θὰ ἔχης ὄρεξιν καὶ φωνὴν ἱκανὴν καὶ ταπείνωση διὰ νὰ ἀποδίδης καθὼς ἁρμόζει τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Διὰ τοῦτο μὴν ἀδικῆς ἄλλο τὴν ψυχήν σου, ἀλλὰ καὶ ψάλλων λέγε ἐνδόμυχα τὴν εὐχήν· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.

Ὅταν ἐργάζεσαι ἂς μὴν ἀπορροφᾶται ὅλη σου ἡ δύναμις εἰς τὴν ἐργασίαν, ἀλλὰ νὰ λέγης -ψιθυριστὰ καὶ τὴν εὐχὴν. Τότε καὶ τὰ ἔργα σου θὰ εἶναι ὀρθά, χωρὶς λάθη, καθαρὰ ἀπὸ λογισμοὺς καὶ ἡ ἀπόδοσις τῆς ἐργασίας σου θὰ εἶναι μεγαλυτέρα. Λέγε λοιπὸν τὴν εὐχὴν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ εὐλογοῦνται τὰ ἔργα σου· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.

Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σκεπάζει τὴν ψυχὴν ποὺ εὔχεται. Εἰσέρχεται μέχρι τὰ βάθη τῆς ψυχῆς, ἐλέγχει ὅλον τὸν ἐσωτερικὸν κόσμον τῆς ψυχῆς καὶ τὸν κατευθύνει πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ Ἅγιον. Τότε μόνον ἡ ψυχὴ ἔχει τὴν δύναμι, νὰ εἴπῃ μαζὺ μὲ τὸν Προφήτην. «Εὐλόγει ἡ ψυχὴ μου τὸν Κύριον καὶ πάντα τὰ ἐντός μου, τὸ ὄνομα τὸ Ἅγιον αὐτοῦ» (Ψαλ. 102, 1). Λέγε λοιπὸν τὴν εὐχὴν διὰ νὰ ἔχης τὴν σκέπην τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὅταν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καλύπτει τὴν ψυχήν σου, αἰσθάνεσαι μιὰ πληρότητα καὶ μιὰ ταπείνωσιν. Δὲν ἐπηρεάζεσαι ἀπὸ τὴν ἀδικία, τὴν εἰρωνεία ἢ τὸν ἔπαινον. Ζῆς σὲ μιὰ ἀτμόσφαιρα πνευματικὴ ποὺ δὲν εἰσέρχεται εὔκολα ὁ ἰὸς τῆς ἁμαρτίας. Ὁ πνευματικὸς ἀνακρίνει τὰ πάντα, αὐτὸς δὲ ὑπ᾿ οὐδενὸς ἀνακρίνεται. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σοῦ δίδει ἄλλα μάτια καὶ ἄλλην κρίσιν. Λέγε συνεχῶς τὴν εὐχήν, διὰ νὰ ζῇς ἄνετα μέσα σὲ κάθε περιβάλλον· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.

Ὡς ἄνθος ἀμάραντον καὶ δένδρον εὐσκιόφυλλον πεφυτευμένον παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γίνεται ἡ ψυχή σου ὅταν λέγης· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.

Λέγε τὴν εὐχὴν καὶ ἄφησε τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ εἰσέλθη εἰς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς σου. Γίνε τότε ἄγρυπνος θυρωρὸς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς σου καὶ θεατὴς τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ λέγε μετ᾿ εὐφροσύνης· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.

Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι ἡ εὐλογία ὅλου τοῦ κόσμου. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι τὸ φῶς καὶ ἡ ζωὴ τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ἀνυμνεῖ καὶ δοξολογεῖ ἀπὸ τὰ βάθη αὐτῆς τὸ Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἀμήν.
ΑΝΑΦΟΡΕΣ

1. Γέροντος Ἰωσὴφ Βατοπαιδινοῦ, Ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Ἥσυχαστης, σελ. 39.

2. Γέροντος Ἰωσήφ, Ἔκφρασις Μοναχικῆς Ἐμπειρίας, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου, σελ. 209.

3. Γέροντος Ἰωσὴφ, Ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 209.

4. Γέροντος Ἰωσὴφ, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 207.

5. Γέροντος Ἰωσήφ, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 208.

6. Γέροντος Ἐφραὶμ, Πατρικαὶ Νουθεσίαι, ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου, σελ. 106.

7. Γέροντος Ἰωσὴφ, Ἔκφρασις Μοναχικῆς Ἐμπειρίας, ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου, Ἅγιον Ὄρος, σελ. 30.

8. Γέροντος Ἐφραὶμ, Πατρικαὶ Νουθεσίαι, ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου, σελ. 130.