Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

Η λανθάνουσα επίδραση της μουσικής στην ανθρώπινη ψυχή


Όλοι οι ειδικοί συμφωνούν ότι η ψυχολογική δύναμη των ήχων είναι τεράστια. Μπορούν να οδηγήσουν στον ενθουσιασμό, στη συγκίνηση στη γαλήνη, στην ανακούφιση. Και τούτο διότι οι ήχοι επιδρούν άμεσα στον υποθάλαμο του εγκεφάλου, ο οποίος επηρεάζει το νευρικό σύστημα, τους μυς και τους αδένες του σώματος, που ρυθμίζουν την κυκλοφορία του αίματος στον οργανισμό. Επίσης, η μουσική καταπραΰνει τον καρδιακό ρυθμό και την πίεση, μειώνει το άγχος, ανακουφίζει από τον πόνο, φουντώνει την σπίθα της αισιοδοξίας. Έρευνες έχουν αποδείξει, ότι ασθενείς που άκουγαν μουσική πριν και κατά τη διάρκεια εγχείρησης είχαν χαμηλότερα επίπεδα ορισμένων ορμονών στο αίμα τους.

Η Λιάνα Πολυχρονιάδου στο βιβλίο της «Μουσική και Ψυχολογία» αναφέρει: «Η κατάλληλη μουσική οδηγεί τον άνθρωπο στο πρώτο στάδιο χαλάρωσης, στη μυϊκή υποτονία. Έτσι προκαλείται ένα αίσθημα ευφορίας, που ευνοεί μια καινούργια διαθεσιμότητα και μια μεγαλύτερη δεκτικότητα σε εξωτερικούς ερεθισμούς. Η μουσική σ’ αυτό ακριβώς το στάδιο παύει να είναι απλώς ένα στοιχείο χαλάρωσης και παίζει θεραπευτικό ρόλο».
 
Από τα παραπάνω πορίσματα της επιστήμης σχετικά με την επίδραση της μουσικής στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση συμπεραίνεται ότι η μουσική δεν είναι ένα απλώς ένα παιχνίδι ήχων, αλλά ασκεί ισχυρές επιδράσεις στον ψυχικό μας κόσμο. Ασκεί τέτοια δύναμη στον άνθρωπο, ώστε δημιουργεί ισχυρά συναισθήματα ή τα εναλλάσσει έτσι, ώστε να διεγείρει τον ράθυμο, να παρορμά τον αναίσθητο, να μαλάσει τον σκληρό και τον ψυχρό. Γι’ αυτό και οι αρχαίοι Έλληνες, και μάλιστα δυνατά πνεύματα σαν τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, έκαναν πολύ συχνά λόγο για την ηθοπλαστική δύναμη της μουσικής.

Την επίδραση της μουσικής στη ζωή μας υπογραμμίζει και το γεγονός ότι η Εκκλησία χρησιμοποίησε από τα πρώτα βήματά της τους ύμνους και τις ωδές. Ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος τονίζει την αγαθή επίδραση της μουσικής λέγοντας ότι «και η ανθρώπινη φύση μας ευχαρίστως και ομαλώς έλκεται από τους ύμνους και τα άσματα και αναπαύεται σ’ αυτά, όπως ευχαριστιούνται και σιωπούν στους μητρικούς μαστούς τα βρέφη, που κλαψουρίζουν παραπονιάρικα και δυσανασχετούν».

Και τώρα έρχεται αυτόματα στο νου μας το ερώτημα. Καλά και χρήσιμα όλα αυτά, αλλά όλες οι μουσικές την ίδια επίδραση έχουν στην ανθρώπινη ψυχή; Και αν όχι, ποια μουσική πρέπει να ακούω και ποια να αποφεύγω; Ποια θα επιδράσει ευεργετικά στον ψυχικό μου κόσμο και ποια καταστρεπτικά; Ποια μουσική θα διακρίνει τον συνειδητό Ορθόδοξο Χριστιανό από τον μέσο κοσμικό τύπο ανθρώπου;

Καταρχήν ισχύει η αρχή, ότι το δημιούργημα αντανακλά τον δημιουργό. Επομένως και στη μουσική οι μελωδίες αποτελούν έκφραση και φυσική προέκταση της ψυχοσύνθεσης του δημιουργού τους. Η μουσική δηλαδή εκφράζεται αυθόρμητα και πηγαία. Είναι ένας κατ’ εξοχήν τρόπος έκφρασης του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου. Η μουσική είναι η αγωγή της ψυχής∙ η ίδια όμως καλείται και στο να ερμηνεύσει τον κόσμο μας. Γι’ αυτό και στον μεταπτωτικό διχασμένο άνθρωπο με το εσωτερικό κενό, την καταναλωτική κοινωνία, την άρνηση των αξιών, τον άκρατο εγωισμό και τον πυρετό της σαρκολατρείας η μουσική εμφανίζει ηχόχρωμα αντίστοιχο αυτών των μεταπτωτικών συμπτωμάτων. Βέβαια υπάρχει μια κλιμακούμενη διαβάθμιση στην ευεργετική ή μη επίδραση της μουσικής στην ψυχή. Πολλοί Πατέρες της Εκκλησίας, όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρινός, ο Ιω. Χρυσόστομος και ο Μ. Βασίλειος θέτουν ως κριτήριο επιλογής της μουσικής το κατά πόσο αυτή μας εξευγενίζει, μας κατανύσσει, μας συνετίζει∙ το κατά πόσο μας κάνει να νιώθουμε ανώτερα σκιρτήματα. Αν η μουσική διακρίνεται απ’ τα παραπάνω χαρακτηριστικά τότε είναι επιτρεπτή και επικροτέα, διότι επιδρά θετικά στον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου είτε προκαλώντας μια αίσθηση ευφορίας και αγαλλίασης είτε φρονηματίζοντας το υπό διέγερση και φιληδονία εσωτερικό του.

Αντίθετα, η συνισταμένη θέση των Πατέρων καταδικάζει τις μουσικές που προκαλούν ξεφαντώματα, απρέπειες, τρέλες, ασυδοσία, εκτροχιασμό και αποχαλίνωση της ηθικής. Στο πλαίσιο αυτό καταδικάζονται με αφορισμό από τις ΣΤ’ και Ζ’ Οικουμενικές Συνόδους οι Χριστιανοί που με πορνικά τραγούδια και χορούς τρώνε, πίνουν και δεν αποδίδουν την πρέπουσα ευχαριστία στο Θεό, καθώς και οι γυναίκες που χορεύουν δημόσια. Ο δε Μ. Βασίλειος βάζει επιτίμια σε όσους μεθούν να νηστεύουν τόσο καιρό, σε όσους τραγουδούν, να λεν τους ψαλμούς απ’ το Ψαλτήρι ή το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», σε όσους γελούν άτακτα να κλάψουν και να δακρύσουν, σε όσους χορεύουν να κάνουν τόσες γονυκλισίες κ.τ.λ..
Η αφετηρία της Πατερικής σκέψης σχετικά με τη μουσική και εν γένει με την ψυχαγωγία, πηγάζει απ’ το ήθος που πρέπει να διακρίνει τον Ορθόδοξο Χριστιανό, σύμφωνα πάντα με το Ευαγγέλιο. Και το ήθος αυτό πρέπει να είναι ήθος μετάνοιας, σωφροσύνης, σύνεσης και ανωτερότητας. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει στο βιβλίο του Χρηστοήθεια: «Και ποιο άλλο κακό, αγαπητέ, δεν προξενείται από τους χορούς και τα παιχνίδια και τα τραγούδια; Απ’ αυτά προέρχονται οι στολισμοί και οι καλωπισμοί […], οι άτακτες και άσεμνες θεωρίες των ματιών […], τα πορνικά ακούσματα των αυτιών […], οι αισχρολογίες, οι αστεϊσμοί και τα άσεμνα γέλια […]. Πώς γίνεται να είστε και ναός του Θεού και ναός του Διαβόλου; Αυτά είναι πράγματα που δεν ταιριάζουν∙ είναι πράξεις που δε σμίγουν, διότι ποια ένωση έχει το φως με το σκοτάδι, ο διάβολος με το Χριστό, ο ναός του Θεού με το ναό των ειδώλων;»

Αν όλη η παραπάνω στάση της Εκκλησίας σχηματίστηκε σε εποχές που η μουσική βρισκόταν ακόμα σε πρωτογενή επίπεδα και εμβρυακή εξέλιξη, με μειωμένους ρυθμούς παραγωγικότητας και πενιχρά δείγματα δημιουργικότητας, τότε ποια στάση θα πρέπει να υιοθετήσει κανείς απέναντι στη σύγχρονη μουσική, η οποία έχει καταντήσει μουσική βιομηχανία, όπου οργιάζει ο δημιουργικός οίστρος, αφθονούν τα μέσα μετάδοσής της και παρατηρείται ένας καταιγισμός από μουσικά ερεθίσματα, ποικιλία ήχων, και είδη μουσικής;
Επειδή, λοιπόν, μια κριτική επισκόπηση όλων των σύγχρονων ρευμάτων μουσικής (τζαζ, πανκ, χιπ χοπ, ποπ, ροκ κ.ά.) θα ήταν σκέτη ματαιοπονία, τόσο εξαιτίας της πληθώρας των ειδών όσο και του δυσχερούς εγχειρήματος αντιστοίχισης των μουσικών στα αναλογούντα είδη, για διευκόλυνσή μας θα κατανείμουμε τα διάφορα είδη μουσικής σε ποπ και ροκ ή έντεχνο με διακριτικό κριτήριο το αντικείμενο έκφρασής τους και τη διαφορετική φιλοσοφική βάση απ’ την οποία απορρέουν.

Η ποπ (δημοφιλής) μουσική θα μπορούσε να παραλληλιστεί με τα χολιγουντιανά blockbuster που αποσκοπούν στην εύπεπτη, αβίαστη και επιπόλαια κατανάλωσή τους από το ευρύ κοινό. Η φιλοσοφία της είναι να ξυπνήσει και να διεγείρει ένστικτα που έχουν πηγή προέλευσης τη σάρκα. Εκμεταλλεύεται το επιρρεπές και ευάλωτο της ανθρώπινης φύσης στη σάρκα και της σερβίρει ένα ηδονούχο παρασκεύασμα, το οποίο ο άνθρωπος καλείται να καταπιεί μονογουλιά. Έτσι δημιουργείται ένα αισθησιακό υπόβαθρο στην ανθρώπινη ψυχή, που λειτουργεί ως πρόσφορο έδαφος για την εξύμνηση του επιφανειακού και ρηχού έρωτα. Φυσικά όλα τα τραγούδια που ανήκουν σ’ αυτό το είδος της μουσικής δεν έχουν το ίδιο ποσοστό του αισθησιακού στοιχείου. Υπάρχει μια κλιμάκωση του σαρκικού ποσοστού απ’ το ελαφρώς σαρκικό μέχρι το αμιγώς σαρκικό. Σε κάθε περίπτωση πάντως ο άνθρωπος καθίσταται υπόδουλος στις ηδονές και υπηρέτης ενός ζωικού ενστίκτου.

Διαφορετική είναι η φιλοσοφία της έντεχνης και ροκ μουσικής, η οποία θα μπορούσε να παρομοιαστεί με τον «ποιοτικό» κινηματογράφο. Εκφράζει μεν με ειλικρινή και ανιδιοτελή στάση τα ανθρώπινα συναισθήματα, αλλά σε αφήνει κολλημένο στη γη, δε σε ανυψώνει, δε σε ωφελεί, δε σε διδάσκει, δε σε απελευθερώνει, απλά μόνο εκφράζει την μεταπτωτική σου έκφανση. Για παράδειγμα μπορεί να εκφράσει την ανικανοποίητη δίψα σου για ανόθευτη αλήθεια, αυθεντική ζωή, ακόρεστη ηδονή, αλλά δε σου δίνει λύσεις, σε κρατάει λες αλυσοδεμένο στο μηδέν, δε σε μεταφέρει σε σφαίρα άλλου είναι. Είναι εμποτισμένη απ’ τη γη, γιατί φτιάχτηκε απ’ την μεταπτωτική και σαρκική εκδοχή του ανθρώπου. Είναι κατασκευασμένη από γήινα υλικά και όχι από ουράνια. Τα δομικά συστατικά της κοσμικής μουσικής έχουν γήινη προέλευση και όχι θεία.

Αν θέλαμε να κάνουμε μια αποτίμηση των όσων μέχρι στιγμής είπαμε, θα καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι η κοσμική μουσική ακόμα και στα στάδια που είναι επιτρεπτή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί ως ιδανική ή τέλεια. Δεν παύει να είναι στη συντριπτική της πλειοψηφία προϊόν αμαρτωλών και όχι εξαγιασμένων ψυχών, οπότε είναι καταδικασμένη εξαρχής να αποτύχει. Τα όποια ευεργετικά της αποτελέσματα κινούνται στο χώρο της σαρκικής απόλαυσης, της γήινης μετριότητας. Δεν έχει την προοπτική να σε απαγκιστρώσει απ’ το κοσμικό φρόνημα και να σου μεταλαμπαδεύσει το ουράνιο.

Σε αντίθεση, η βυζαντινή μουσική είναι η μόνη που έχει τα εχέγγυα της πνευματικής προόδου, το πιστοποιητικό της εξ ουρανού αποκάλυψης. Απλά, πρέπει να ξεκαθαριστεί εξ αρχής, ότι δεν αποσκοπεί στην τέρψη της ακοής, αλλά στη δημιουργία μιας πνευματικής ατμόσφαιρας στην ψυχή. Ο γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ τονίζει, ότι η ωραιότητα της εκκλησιαστικής τέχνης διαφέρει πολύ κατά την ίδια την ουσία της από τη σαρκική. Εκείνο που ελκύει τους σαρκικούς ανθρώπους στη συνηθισμένη «κοσμική» τέχνη, είτε αυτό είναι μουσική είτε ζωγραφική, δεν ανταποκρίνεται καθόλου στο πνεύμα του ναού, δηλαδή στη Θεία Μυσταγωγία. Η εμφάνιση της τέχνης αυτού του είδους προκαλεί την ίδια δυσάρεστη αίσθηση του «άκαιρου», που δοκιμάζουμε όταν τύχει να εισχωρήσει στο ναό η οσμή της κουζίνας.

Σ’ αυτό το σημείο, βέβαια, θα πρέπει να γίνει η διευκρίνιση, ότι, όταν μιλούμε για αυθεντική πατροπαράδοτη βυζαντινή μουσική, δεν εννοούμε καθόλου την αποκρουστική ρινοφωνία και τους αμανέδες, ούτε βέβαια τις κανταδίστικες πολυφωνίες, που θυμίζουν θέατρο και όπερες. Ο ιερός ναός δεν είναι τόπος για καλλιτεχνική επίδειξη, ούτε αίθουσα συναυλιών∙ είναι χώρος προσευχής, λατρείας και ιερής διακονίας. Αυτό που ζητούμε στην Εκκλησία του Χριστού δεν είναι μια κοσμική συναισθηματική ευχαρίστηση, αλλά ψυχή που να αγρυπνά, διάνοια που να’ ναι ξύπνια, καρδιά γεμάτη συντριβή και κατάνυξη. Ψάλλουμε, όχι για να νιώσουμε καλλιτεχνική συγκίνηση, αλλά για να δημιουργήσουμε τις κατάλληλες προϋποθέσεις για προσευχή. Γι’ αυτό και οι ύμνοι της Εκκλησίας αναδύουν μια λυρική μεγαλοπρέπεια, η οποία όμως δεν εξάπτει την φαντασία, ούτε διεγείρει κατώτερες ορμές. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος συνιστά εγκράτεια και στην ψαλμωδία, γιατί σε περίπτωση αμετρίας ερεθίζει τη φιληδονία. Για τους παραπάνω λόγους οι Πατέρες απαγόρευσαν και τη χρήση μουσικών οργάνων στη λατρευτική μουσική. Κατ’ εξαίρεση, σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο, στην Παλαιά Διαθήκη επιτρεπόταν η χρήση οργάνων από συγκατάβαση του Θεού, εξαιτίας της ατέλειας των Εβραίων και της νηπιότητάς τους στην πίστη, αλλά και για να μην παρασυρθούν στην ειδωλολατρία. (1)

Απ’ όλα αυτά συμπεραίνει κανείς ότι η βυζαντινή μουσική, χωρίς να αγνοεί καθόλου την καλαισθησία και την τέχνη, αποφεύγοντας επιμελώς κάθε θεατρική επιτήδευση και κοσμική ελευθεριότητα, μας εντάσσει στη δυναμογόνο Ορθόδοξη παράδοση, στο πνεύμα και την αγία ζωή της Εκκλησίας. Εξυπηρετεί με άριστο τρόπο τις ανάγκες της λογικής και αθάνατης ψυχής μας. Μας βοηθά ν’ ανακαλύψουμε ένα άλλο ύφος και να καλλιεργούμε ένα διαφορετικό ήθος. Συμβάλλει στην πνευματική μας καλλιέργεια που δεν έχει καμία σχέση με τους θορύβους του κόσμου, την ταραχή, την απατηλή έκσταση και την τόσο διατυμπανιζόμενη εκτόνωση απ’ το καθημερινό άγχος.

Συνοψίζοντας όλα τα πιο πάνω, θα χρησιμοποιήσω ένα απόσπασμα απ’ το βιβλίο του Ν. Βασιλειάδη «Μουσική: νότες ζωής ή αντίλαλοι θανάτου;» που απαντάει στο ερώτημα: «ποια μουσική τελικά θα πρέπει να ακούμε;»
Η μουσική που γαληνεύει την ψυχή, τονώνει τα ευγενικά και άγια συναισθήματα, πλησιάζει προς τον Θεό είναι καλή. Έχετε χρέος να την ακούτε.

Η μουσική που επηρεάζει αρνητικά τη ζωή της προσευχής ή σας αφαιρεί την όρεξη και τη διάθεση για να μελετήσετε το λόγο του Θεού ή θολώνει τη σκέψη και αναστατώνει την ψυχή ή λιγοστεύει τον ενθουσιασμό και τον πόθο σας να εργασθείτε για το συνάνθρωπό σας ή για τη δόξα του Θεού ή πληγώνει την ψυχή σας ή εξάπτει τη νοσηρή φαντασία, αυτή η μουσική είναι κακή. Έχετε χρέος να μην την ακούτε.

Το μέτρο της καλής μουσικής μας το δίνει ο αθάνατος στίχος του Βερίτη: «Και το βιολί σου ας παίζεται μ’ αρχαίες φωνές και νέες∙ και με φωνές Βυζαντινές και με φωνές της Δύσης. Το κέντρο πάντως κι ο σκοπός, αρχή μαζί και τέλος θα μείνει πάντα ο Πλάστης μας κι ο Αρχηγός της πίστης».



(1) Είναι καιρός πλέον να συνειδητοποιήσουν όλοι οι Εκκλησιαστικοί φορείς, ότι δεν αρμόζουν στο ναό τα ρεσιτάλ αυτοπροβολής και οι φιγουραντζίδικες ψαλμωδίες που καταντούν μια φθηνή και ματαιόδοξη ρεκλάμα. Το παρήγορο είναι, ότι υπάρχουν παραδείγματα αυθεντικότητας τόσο παλαιότερα όσο και σύγχρονα, που αξίζει να τα μιμηθούμε. Σύγχρονα ενδεικτικά παραδείγματα —κατά μου προσωπική εκτίμηση— αποτελούν η χορωδία της Ι.Μ. Βατοπεδίου αλλά και της Χ.Φ.Δ. Αθηνών με το πρόσφατο CD της «επί την ηλίου δύσιν». Από παλαιότερα παραδείγματα, θα γίνει αναφορά μόνο σε ένα, που προέρχεται απ’ το σύγγραμμα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού «Αι Νεαραί». Το 355μ.Χ τα αναλόγια της Αγίας Σοφίας είχαν αναλάβει χορωδίες που άγγιζαν σε ορισμένες περιόδους τα 405 άτομα. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η σύσταση των χορωδιών, οι οποίες αποτελούνταν κατά συντριπτική πλειοψηφία από νέους. Αργότερα μάλιστα κρίθηκε, ότι έπρεπε να μετατραπούν από νεανικές σε παιδικές με το αιτιολογικό, ότι οι παιδικές φωνές ευνοούν την πνευματική μεταρσίωση. Ας συγκρίνουμε τώρα την παλαιά αυτή παράδοση με τη σημερινή συνήθεια, που θέλει τη συντριπτική πλειοψηφία των ψαλτών να είναι άνω των 50 ετών και τη σπάνια αν όχι ανύπαρκτη διατήρηση αναλογίου από χορωδία.
  
Πηγές:
“Μουσική: νότες ζωής ή αντίλαλοι θανάτου;”, Ν. Βασιλειάδη
“Θεραπευτική Αγωγή”, Ι. Βλάχου
“Γράμματα στη Ρωσία”, Σωφρόνιος του Έσσεξ