Στο τεύχος μηνός Μαΐου 2020 του περιοδικού «Ιωάννης ο Βαπτιστής» του φίλου και συμφοιτητού π. Δανιήλ Αεράκη φιλοξενείται άρθρο με τίτλο «υπευθυνότητα μπροστά στον κίνδυνο» του Μητροπολίτου Αργολίδος Νεκταρίου, άρθρο επίκαιρο αφού αναφέρεται στην «επέλαση του ιού Covid-19. Στάθηκα στις πιο κάτω φράσεις του εν λόγω άρθρου: «άλλοι πάλι, σα να μιλούν εξ ονόματος του Θεού, αποφαίνονται ότι όλ’αυτά είναι τιμωρία του Θεού για την αποστασία, για την αμαρτία, για την ανηθικότητα κλπ. κλπ. …… Αλλά να ρίχνουμε ευθύνες στο Θεό …. και να Τον παρουσιάζομε σαν τιμωρό και σαν εφευρέτη κορωνοϊών, είναι τουλάχιστον αθεολόγητο.» (σελ. 70).
Τυχαία είδα ότι ο Σεβασμιώτατος έχει γράψει και μία μικρή μελέτη με τίτλο «Πέρα από τη δικαιοσύνη» και υπότιτλο «ένας άδικος Θεός», που έσπευσα βέβαια, σαν Θεολόγος, να το αγοράσω και μελετήσω. Στη σελ. 51 της ανωτέρω μελέτης ο Σεβασμιώτατος σχολιάζει το φαινόμενο της αναγραφής στους τοίχους διαφόρων συνθημάτων και μας λέει:
«Από το φαινόμενο δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν και οι ροπαλοφόροι υπερασπιστές του Χριστού και κριτές των αμαρτωλών. Ένα από τα συνθήματά τους είναι «έφτασε η οργή του Θεού» και άλλα εξ ίσου κωμικά…..Φοβάμαι πως μάλλον…οι ενέργειες αυτές δείχνουν ανωριμότητα, εσωτερική ακαταστασία και ερήμωση».
Ας δούμε τι απαντά ο αείμνηστος π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος στο βιβλίο του «Άρθρα – Μελέται – Επιστολαί» (τ.Α, σελ. 640) Ἀθῆναι, 1981, σχετικά με παρόμοια με τον κορωνοϊό μάστιγα, τη μάστιγα των σεισμών:
«Εἰς ποῖα αἴτια ἀράγε πρέπει να ἀποδοθῇ ἡ νέα μάστιξ τῶν σεισμῶν (ἐν Μαγνησίᾳ) ; Νομίζομεν ὅτι πρέπει να σκεφθῶμεν τάς ἁμαρτίας ἡμῶν. Να μελετήσωμεν το χωρίον τῆς Γραφῆς (Εφεσ. Ε, 6) «ἔρχεται ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ ἐπί τους υἱούς τῆς ἀπειθείας». Ἄς μετανοήσωμεν, ἵνα μη εἰς το μέλλον δεχθῶμεν μεγαλυτέραν τιμωρίαν ὑπό τοῦ ἀδεκάστου Κριτοῦ».
Τι λέτε, Σεβασμιώτατε; Το θεολογικό μέγεθος που λέγεται Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος έχει και αυτός «ἀνωριμότητα», «ἑσωτερική ακαταστασία», και «ἑρήμωση», ή μήπως είναι… «αθεολόγητος»; Και συνεχίζει ο αείμνηστος πατήρ: «Οἱ σεισμοί και οἱ καταστροφές, πού ἐπιφέρουν δεν εἶναι ἄσχετες με την θεία βούληση και πρόνοια Αὐτοῦ. Ὁ Κύριος ἡμῶν βεβαιοῖ (Ματθ. 2, 29) ὅτι οὔτε ἕν στρουθίον δεν πίπτει νεκρόν ἐπί τῆς γῆς ἄνευ τοῦ θείου θελήματος»… Ποῦ εἶναι ἡ Παντοδυναμία τοῦ Πατρός μου, ὅταν ἐγώ εὑρίσκομαι εἰς την διάθεσιν τυφλῶν τῆς φύσεων στοιχείων, ποῦ ἡ ἀγάπη Αὐτοῦ προς ἐμέ; Ταῦτα φρονούντες δεν καταλήγομεν εἰς τον ΔΕΪΣΜΟΝ;».
Αλλά και η Αγ. Γραφή, σεβασμιώτατε μας διαβεβαιοί ότι ο Θεός είναι «ὁ σείων την γῆν ἐκ θεμελίων» (Ἰώβ, Θ, 6) καθώς και «ὁ ἐπιβλέπων ἐπί την γῆν και ποιῶν αὐτήν τρέμειν» (Ψαλ. 103,32) και μας προειδοποιεί: «Ἰδού σεισμός παρά Κυρίου και ὀργή ἐκπορεύεται….ἐπί τους ἀσεβεῖς ἥξει» (Ἰερεμ. Κγ, 19).
Έχοντες δε προ οφθαλμών το παγκόσμιο ξεχαρβάλωμα που έχει καθιερωθεί και νομοθετικά, βλέπομε πόσο εξαιρετικά επίκαιρος είναι ο λόγος του Προφήτη Ωσηέ, ως προς τις αιτίες των πανδημιών.
«Ἀρά και ψεῦδος και φόνος και κλοπή και μοιχεία κέχυται ἐπί τῆς γῆς…. Διά τοῦτο πενθήσει ἡ γῆ και σμικρυνθήσεται σύν πᾶσι τοῖς κατοικοῦσιν αὐτήν» (Ὠσήέ, Δ, 2, 3). Και οι Παροιμίες προϊδοποιούν «Πρό συντριβῆς ἡγεῖται ὕβρις» (Παρ. ΙΣΤ, 18).
Ανάλογες μάστιγες περιγράφει και η Π.Δ., όπου φαίνονται και τα αίτια, που τις προκαλούν, καθώς και το πώς αντιμετωπίζονται: Όρα 1ον Α. Παραλ. ΚΑ, 1 και Β. Βασ. ΚΔ, 14, 15, 2ον, στους Αριθμ. ΚΕ, 1-9 και Ψαλ. 105, 28-31 και 3ον στην Σοφ. Σολ. ΙΗ, 20, 21, όπου σαφώς φαίνεται η δικαιοσύνη του Θεού, ως τιμωρού, αλλά και η ευσπλαχνία του.
Θα μπορούσα να τερματίσω εδώ την απάντησή μου προς τον Σεβασμιώτατον, αλλά η ως άνω μελέτη του παρά την καλή την πρόθεση εγείρει πολλά θεολογικά ερωτηματικά…είναι δυστυχώς «μόδα» οι νεώτεροι κυρίως Θεολόγοι, οι (αγαπολόγοι) από τις δύο ιδιότητες του Θεού, δηλ. την αγάπη και την δικαιοσύνη, να τονίζουν μονομερώς την αγάπη και μάλιστα την απροϋπόθετη, την άνευ όρων και ορίων αγάπη, ενώ εξαφανίζουν την τιμωρούσαν δικαιοσύνην του Θεού.
Μιάς και το θέμα της ως άνω μελέτης του Σεβασμιωτάτου είναι περί δικαιοσύνης του Θεού, όφειλε ο Σεβασμιώτατος δια λόγους τουλάχιστον «δεοντολογίας συγγραφικής» να συμπεριλάβει και τα χωρία της Γραφής τα μαρτυρούντα σαφώς και την δικαιοσύνην Αυτού και όχι μόνον τα περί αγάπης. Και
ΠΡΩΤΟΝ,
στη σελ. 52 της μελέτης του γράφει ο Σεβασμιώτατος: «Οι μαθηταί του Χριστού, όταν του ζητούσαν να κατέβει φωτιά από τον ουρανό και να καταστρέψει τους Σαμαρείτες, επειδή δεν τους επέτρεψαν να περάσουν από το χωριό τους, ο Χριστός τους είπε … Ο Υιός του ανθρώπου δεν ήλθε για να καταστρέφει ανθρώπους, αλλά για να τους σώσει. (Λουκ. Θ, 51, 52)» Παραλείπει όμως ο Σεβασμιώτατος, τι λέγει και ο Ματθαίος για το ίδιο θέμα: «Και ὅς ἐάν μη δέξηται ὑμᾶς…. ἀνεκτότερον ἔσται γῆ Σοδόμων και Γομόρρας ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ἤ τῇ πόλει ἐκείνῃ» (Ματθ. 1, 14) που δεν τους εδέχθη.
ΔΕΥΤΕΡΟΝ,
γράφει μεν ο Σεβασμιώτατος στη σελ. 56: «…. και ο Παύλος διατάσσει (τους μαθητάς) να διδάσκουν με ήπιον τρόπον τους αντιφρονούντας» αλλά ξεχνάει ότι ο ίδιος Απόστολος λέει προς τον Τίτο: «Ἔλεγχε αὐτούς ἀποτόμως, ἵνα ὑγιαίνωσι ἐν τῇ πίστῃ (Τιτ. Α΄, 13) και προς τον Τιμόθεο, «τους ἁμαρτάνοντας ἐνώπιον πάντων ἔλεγχε, ἵνα και οἱ λοιποί φόβον ἔχουσι» (Α΄ Τιμ. Ε, 20). Ο Χριστός και οι Απόστολοι δεν έχουν καμμία σχέση με το λεγόμενο «σαβουάρ βιβρ», σύμφωνα με το οποίο οι αγαπολόγοι τους θέλουν μελιστάλακτους. Όταν χρειάζεται, ο λόγος τους είναι δριμύς και «τσεκουράτος» και ελεγκτικός. Έτσι ο Χριστός τους ψευδοπροφήτας αποκαλεί «λύκους ἅρπαγες» (Ματθ. Ζ, 15) και τους Φαρισαίους «ὑποκριτάς» (Ματθ. ΚΕ, 13) και «τάφους κεκονιαμένους» (Ματθ. ΚΓ, 27), τον δε Ηρώδη «ἀλώπεκα» (Λουκ. ΙΓ, 32).
Ο Παύλος τους αιρετικούς αποκαλεί «λύκους βαρεῖς» (Πραξ. Κ, 29). Ο Πέτρος «κατάρας τέκνα» (Β΄ Πετρ. Β, 14), ο Ιωάννης «ἀντιχρίστους» (Α΄ Ιωαν. Β, 18), ο Παύλος τον μάγον Ελύμαν «υἱόν διαβόλου» (Πραξ. ΙΓ, 10), ο Στέφανος τους αμετανοήτους Ισραηλίτες «προδότες και φονεῖς» (Πραξ. 51, 52).
ΤΡΙΤΟΝ,
γράφει ο Σεβασμιώτατος στη σελ. 58: «Ο Θεός εμφανίζεται στον Προφήτη Ηλία στο όρος Χωρήβ ούτε ως άνεμος καταστρεπτικός ούτε σαν σεισμός ούτε ως πύρ, αλλά ως «φωνή αὔρας λεπτῆς, κακεῖ Κύριος». (Γ΄ Βασιλ. ΙΘ, 9-12). Και σχολιάζει ο Σεβασμιώτατος: «Και κατενόησε ο Ηλίας ότι ο Θεός είναι Θεός αγάπης, «όχι ως οργισμένος Θεός». Σύμφωνοι Σεβασμιώτατε, αλλά στο (΄Εξοδ. 18, 16-19) διαβάζουμε για τον Μωυσή: «Ἐγένετο δε τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ … φωναί καί ἀστραπαί και νεφέλη γνοφώδης … το ὄρος ἐκαπνίζετο ὅλον διά το καταβεβηκέναι ἐπ’αὐτό τον Θεόν ἐν πυρί» Βλέπουμε λοιπόν τον Θεόν να εμφανίζεται άλλοτε μεν ως «φωνή αὔρας λεπτῆς» και άλλοτε «ὡς πῦρ».
ΤΕΤΑΡΤΟΝ,
χρησιμοποιεί ο Σεβασμιώτατος στη σελ. 46 το χωρίο ότι ο Θεός «βρέχει ἐπί δικαίους και ἀδίκους» (Ματθ. Ε, 45). Αλλά εδώ δεν εξισώνει ο Θεός τους δικαίους με τους αδίκους ούτε τους βλέπει το ίδιο, αφού, όπως γράφει ο Παύλος, «ἄδικοι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσιν» (Α΄ Κορ. ΣΤ, 9). Με αυτή τη φράση ο Θεός εκφράζει τη βούλησή του να είμεθα και μεις οικτίρμονες, προς πάντας, όπως ο Πατέρας μας, και δεύτερον «εἰς το εἶναι αὐτούς (τους άδικους) ἀναπολογήτους ἐν ἡμέρα κρίσεως» (Ρωμ. Α΄, 21, 22).
ΠΕΜΠΤΟΝ,
γράφει ο Σεβασμιώτατος στις σελ. 85, 86: «Είναι ανάγκη να διορθωθεί μέσα μας και γύρω μας η δικανική, και σωφρονιστική αντίληψη περί Θεού». Δηλ. Σεβασμιώτατε, ο Θεός δεν τιμωρεί και προς σωφρονισμό; Τότε πώς θα εξοικονομήσουμε το χωρίο, που λέγει: «Ὑμέναιον και Ἀλέξανδρον….οὕς παρέδωκα τῷ σατανᾷ, ἵνα παιδευθῶσι μη βλασφημεῖν» (Α΄ Τιμ. Α, 19, 20); Δεν ήταν παιδαγωγός ο Παύλος, που τους παρέδωσε «τῷ σατανᾷ;» Και κάτι από την Π.Δ.: «Παρακαλῶ…λογίζεσθαι…τάς τιμωρίας μη προς ὄλεθρον, ἀλλά προς παιδείαν τοῦ γένους ἡμῶν εἶναι» (Β΄, Μακ. ΣΤ, 12). Και ακόμη: «Εἰ δε χάριν ἐπιπλήξεως και παιδείας ὁ ζῶν Κύριοι βραχέως ἐπώργισται, και πάλιν καταλλαγήσεται τοῖς ἑαυτοῦ δούλοις» (Β΄ Μακ. Ζ, 33).
ΕΚΤΟΝ,
γράφει ο Σεβασμιώτατος στη σελ. 32: «Ἄφες αὐτοῖς… εάν έλεγε συγχώρεσέ τους όλους εκτός από τον Ιούδα, ο Πατέρας δεν θα του έκανε τη χάρη. Αφού λοιπόν τους συγχώρεσε όλους….αφού έχυσε το αίμα Του για όλους….έγινε δυνατή η σωτηρία μας». Εδώ η αγαπολογία του Σεβασμιωτάτου ξεπερνά και την αγάπη του ίδιου του Χριστού, που στην Αρχιερατική του προσευχή, ολίγο προ του πάθους Του, είπε προς τον Πατέρα Του: «Οὕς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, και οὐδείς ἐξ’ αὐτων ἀπώλετο εἰ μη ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας» (Ἰωάν. ΙΖ, 12). Και ο Ματθαίος σημειώνει: «Οὐαί δέ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι’οὗ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται‧ καλόν ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος» (Ματθ. ΚΣΤ, 24), ο δε Λουκάς μας πληροφορεί: «Εἰσῆλθε δε ὁ Σατανᾶς εἰς Ἰούδαν τον ἐπικαλούμενον Ἰσκαριώτην» (Λουκ. ΚΒ. 3). Και ο Ιωάννης επαναλαμβάνει ό,τι και ο Λουκάς: «Και δείπνου γενομένου, τοῦ διαβόλου ἤδη βεβληκότος εἰς την καρδίαν Ἰούδα.» (Ἰωάν. ΙΓ, 2). Επιμένετε, Σεβασμιώτατε, ότι η αγάπη του Χριστού και Θεού έσωσε και τον Ιούδα;
Θα μου επιτρέψετε και δύο ερωτήσεις: Αν ο Χριστός στο Σταυρό τους συγχώρεσε όλους, όπως γράφετε, τότε γιατί έσωσε μόνο τον ένα ληστή και όχι και τον άλλον; Επίσης η συγχώρηση του Χριστού περιλαμβάνει και τους αμετανοήτους Φαρισαίους, για τους οποίους είπε: «Ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν! πῶς φύγητε άπό τῆς κρίσεως τῆς γεέννης;» (Ματθ. ΚΓ, 33), δεν θα είχαμε Θεόν ανακόλουθον αν τους έσωζε κι αυτούς; Ιδού σε τι αδιέξοδους ατραπούς μας οδηγεί η καθ’υπερβολήν αγαπολογία.
ΕΒΔΟΜΟΝ,
γράφει ο Σεβασμιώτατος στη σελ. 62: «Σε τελευταία ανάλυση, αμαρτία είναι κάθε ενέργεια αυτοκαταστροφής,….ο πόνος που φέρνει στον άνθρωπο,…. δεν προέρχεται από την οργή του Θεού….Από άπειρη αγάπη παρουσιάζεται ως οργιζόμενος, ως τιμωρός…»Και στη σελ. 81 επίσης γράφει: «Οι συγγραφείς της Κ.Δ. ακολουθούν τα σχετικά περί των θυσιών της Π.Δ., όπου σαφώς φαίνεται ότι ορίστηκαν για τον εξευμενισμό ενός οργισμένου Θεού….».
Απάντηση: Αμαρτία, Σεβασμιώτατε, δεν είναι μόνο «κάθε ενέργεια αυτοκαταστροφής», αλλά και κάθε μας ενέργεια εναντίον του Θείου θελήματος, ως και η στρεφομένη κατά των συνανθρώπων μας. Ο δε Θεός δεν «παρουσιάζεται ως οργιζόμενος και τιμωρός» ως γράφετε, δηλ. δεν υποδύεται τον οργισμένο και τιμωρό, αλλά ΕΙΝΑΙ τιμωρός εκεί που πρέπει.
Τα περί οργής του Θεού, τα αναφερόμενα στο τελετουργικό της Π.Δ., δεν αφορούν μόνο την Π.Δ., αλλά προ παντός την Κ.Δ., όπως φαίνεται και από τα επιλεκτικώς εκτιθέμενα εν συνεχεία χωρία της Κ.Δ.:
1) «Ἀποκαλύπτεται γάρ ὀργή Θεοῦ ἀπ’οὐρανοῦ ἐπί πᾶσαν ἀσέβειαν και ἀδικίαν» (Ρωμ. Α, 18).
2) «Δικαιωθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ, σωθησόμεθα δι’αὐτοῦ ἀπό τῆς ὀργῆς» (Ρωμ. Ε, 9).
3) «Ὁ δε ἀπειθῶν τῷ υἱῷ οὐκ ὄψεται ζωήν, ἀλλ’ ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ μένει ἐπ’αὐτόν» (Α΄ Ἰωάν Γ, 36).
4) «ἀναμένειν τον υἱόν αὐτοῦ….Ἰησοῦν τον ρυόμενον ἡμᾶς ἀπό τῆς ὀργῆς τῆς ἐρχομένης» (Α΄ Θεσ. Α, 10) και
5) «Κρύψατε ἡμᾶς….ἀπό τῆς ὀργῆς τοῦ ἀρνίου, ὅτι ἦλθεν ἡ ἡμέρα ἡ μεγάλη τῆς ὀργῆς αὐτοῦ» (Ἀποκ. ΣΤ, 16, 17).
Αφού η Γραφή μιλάει κατά σχήμα οξύμωρο περί της «ὀργῆς τοῦ ἀρνίου» που είναι εκ φύσεως πράο και ήσυχο, ας αναλογισθούμε την δριμύτητα της δικαίας οργής Του.
Είναι χαρακτηριστικό ότι χωρία, που ομιλούν για την οργή του Θεού, βρίσκονται πολύ περισσότερα στην Κ.Δ, απ’όσα στην Π.Δ. Προσωπικά βρήκα 24 στην Κ.Δ. και μόλις 5 στην Π.Δ.
ΟΓΔΟΟΝ,
Ο Σεβασμιώτατος στις σελ. 69, 70 της μελέτης του ξεκινά με την παραβολή του αμπελώνος (Ματθ. Κ, 1-16), όπου ένας γεωκτήμονας πήρε εργάτες για το αμπέλι του. Οι πρώτοι δούλεψαν ολημερίς, αφού είχαν συμφωνήσει να πληρωθούν από ένα δηνάριο ο καθένας. Στη συνέχεια πήρε και άλλους εργάτες, που δούλεψαν λιγότερες ώρες, αλλά συμφώνησε και με αυτούς να τους πληρώσει από ένα δηνάριο. Όταν ήρθε η ώρα της πληρωμής, οι πρώτοι διαμαρτυρήθηκαν, διότι πήραν τα ίδια χρήματα με τους τελευταίους.
Και ερωτά ο Σεβασμιώτατος: «ο Θεός λοιπόν δεν είναι δίκαιος;» και απαντά: «Με την κοσμική σημασία του όρου, όχι. Η δικαιοσύνη όμως του Θεού έχει άλλη έννοια….Με τα ανθρώπινα μέτρα δεν είναι δίκαιος, θα έλεγα ότι δεν τα πάει και τόσο καλά με την…νομική επιστήμη» (σελ. 66, 67).
Απάντηση: Μα, Σεβασμιώτατε, κατά την παραβολή ο Θεός και με τα ανθρώπινα μέτρα είναι δίκαιος. Άδικος θα ήταν εάν ηρνείτο να τους πληρώσει τα συμφωνηθέντα ή τους έδινε λιγότερα από τα συμφωνηθέντα. Δεν θα τους δώσει και λογαριασμό για το πώς θα διαχειρισθεί τα χρήματά του. Ούτε θα απολογηθεί επειδή είναι «ἀγαθός» και φιλεύσπλαχνος. Το ότι ο Θεός υπερβαίνει διά της αγαθότητός Του την ανθρώπινη δικαιοσύνη δεν σημαίνει ότι και την καταργεί. Το ότι είμαι δίκαιος στις συναλλαγές μου δεν σημαίνει ότι δεν μπορώ συγχρόνως να είμαι ευσπλαχνικός και οικτίρμων. Το ένα δεν αναιρεί το άλλο.
Το ότι ο Θεός είναι δίκαιος και με τα «ανθρώπινα μέτρα» φαίνεται και απ’τα κάτωθι χωρία της Αγ. Γραφής: Όταν ο Παύλος λέει ότι «άδικοι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσιν» ( Α΄ Κορ. ΣΤ, 9) με ποια έννοια το λέει, αν όχι με την κοσμική, την δικανική, μ’αυτήν που καταλαβαίνει και ο πιο αγράμματος; Την ίδια έννοια δεν έχει το του Παύλου στην προς Κολασσαείς Δ, 1 επιστολή του «το δίκαιον και την ἰσότητα τοῖς δούλοις παρέχεσθε» ή το κλασσικό «μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης» (Ματθ. Ε, 10) ή η προτροπή του Παύλου προς τον Τιμόθεο «δίωκε δε δικαιοσύνην, εὐσέβειαν, πίστιν, ἀγάπην…» (Α΄ Τιμοθ. ΣΤ, 11), όπου βάζει πρώτα την δικαιοσύνη και τέταρτη την αγάπη. Το ίδιο επαναλαμβάνει και στη Β΄ επιστολή του προς τον Τιμόθεο: «δίωκε δε δικαιοσύνην, πίστιν, αγάπην» (Β΄ Τιμοθ. Β, 22), όπου τονίζει πρώτα την δικαιοσύνη και τρίτη την αγάπη. Άρα ο Θεός είναι δίκαιος και κατά την κοσμική έννοια.
ΕΝΑΤΟΝ,
γράφει ο Σεβασμιώτατος στη σελ. 29 «Θα μπορούσε (ο Χριστός) πάνω στο Σταυρό να εκδικηθεί, να εφαρμόσει την δικαιοσύνη, αλλά δεν το κάνει… Ο Χριστός σπάει τον φαύλο κύκλο της δικαιοσύνης –εκδίκησης» Και στη σελ. 65 γράφει: «Το Ευαγγέλιο μιλάει για ένα Θεό Πατέρα γιομάτο αγάπη, που ξέρει μόνο να συγχωρεί και όχι να εκδικείται». Και στη σελ. 78 καταλήγει: «Ποιος μπορεί να αγαπήσει ένα Θεό βασανιστή;»
Απάντηση: Ο Σεβασμιώτατος, όταν αναφέρεται στη δικαιοσύνη του Θεού, πάντοτε την συνδέει εντέχνως με την έννοια της εκδίκησης, προφανώς, για να κάνει αποκρουστική τη λέξη δικαιοσύνη. Οι αγαπολόγοι δεν μπορούν να χωνεύσουν ότι ο Θεός πολλές φορές τιμωρεί χωρίς ποτέ να εκδικείται, ως Θεός απαθής κατά το αγιογραφικό «ὁργίζεσθε και μη ἁμαρτάνετε» (Ἐφεσ. Δ, 26). Γι’αυτό δεν δέχονται την τιμωρούσα δικαιοσύνη του Θεού, επειδή δεν ταιριάζει με τη θεωρία τους, ότι ο Θεός είναι μόνο αγάπη κάνοντας αυτό που λέει ο λαός «πονάει κεφάλι, κόψει κεφάλι».
ΔΕΚΑΤΟΝ,
γράφει ο π. Αντώνιος Πινακούλας στη σελ. 29: «Η δικαιοσύνη του Θεού ταυτίζεται με την αγάπη. Ενώ απαιτεί την τιμωρία του κακού, δεν τιμωρεί κανέναν».
Κάνετε λάθος, πάτερ μου. Ούτε η δικαιοσύνη ταυτίζεται με την αγάπη ούτε υπάρχει ατιμωρησία των ασεβών. Ότι δεν ταυτίζεται η δικαιοσύνη με την αγάπη μαρτυρούν τα χωρία της Κ.Δ., προς Τιμόθεον (Α΄ Τιμ. ΣΤ, 11) και (Β΄ Τιμ. Β, 22), που προαναφέρθησαν, αλλά έχομε και στην Π.Δ.: «Σπείρατε δικαιοσύνην, θερίσατε αγάπην» (Ωσηέ 1, 12), «γενοῦ φιλελεήμων και δίκαιος, ἵνα σοι καλῶς ᾗ» (Τωβ. ΙΔ, 9), «σου ἀνηγγέλθη ἄνθρωπε…. τι ζητεῖ ἀπό σοῦ. Τίποτε ἄλλο παρά δικαιοσύνην να ἐξασκῇς και ἀγάπην» (Μιχ. ΣΤ, 8), «τήρει ἀγάπην και δικαιοσύνην και ἔλπιζε πάντοτε εἰς τον Θεόν σου» (Ωσηέ ΙΒ, 7), «χαῖρε… θύγατερ Σιών…Ἰδού ὁ Βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι δίκαιος και πραΰς» (Ζαχ. Θ, 9). Στο ότι «δεν τιμωρεί κανένα» απαντώ δια στόματος Επιφανίου Θεοδωροπούλου: «Διατί νομίζομεν ὅτι ἀντίκειται τῇ ἑαυτοῦ ἀγαθότητι το τιμωρεῖν; Ἐτιμώρησε δε ἐν τῇ Κ.Διαθήκῃ ας διά θανάτου τον Ἀνανίαν και την Σαπφείραν (Πραξ. ε, Ι-10), β) διά θανάτου τον Ἡρώδην (πέθανε σκωληκόβρυτος) Πραξ. ΙΒ, 23), γ) διά τυφλώσεως τον ψευδοπροφήτην Βαριησοῦν (Πραξ. ΙΓ, 11) δ) δι’ ἀσθενειῶν και διά θανάτου ἀκόμη τους ἀναξίως μεταλαμβάνοντας Χριστιανούς (Α΄ Κορ. ΙΑ, 30) (΄Αρθρα… σελ. 470, 471). Επίσης στο βιβλίο «Η χαρά τοῦ Χριστιανοῦ» που εξεδόθη πρόσφατα. (Σταμάτα, 2018) και στη σελ. 202, γράφει ο π. Επιφάνιος: «Ὁ Θεός δεν τιμωρεῖ «χαιρεκακῶν», ὅπως λέει ἡ λαϊκή ἔκφρασις «για να βγάλει το ἄχτι του», ἀλλά εἴτε κατανοοῦμεν τι εἴτε οὐχί, εἴτε φαίνεται ἡμῖν λογικόν εἴτε οὐχί πρέπει να ὑποτασσόμεθα ἄνευ οὐδεμιᾶς ἀντιλογίας, ἐφ’ὅσον λέγει αὐτό ἡ Γραφή». Και καταλήγει ο πατήρ: «Δεν μποροῦμε να καταργήσουμε καμμία ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ. Δεν μποροῦμε να γυμνώσουμε τον Θεό ἀπό τη δικαιοσύνη» (σελ. 203). Όπως λοιπόν υπάρχει η παιδαγωγούσα δικαιοσύνη του Θεού, έτσι υπάρχει και η τιμωρούσα δικαιοσύνη.
Η Αγ. Γραφή διδάσκει όχι μόνον ότι ο Θεός είναι δίκαιος, αλλά και ότι θα μας κρίνει με βάση και την «κοσμική δικαιοσύνη».: «Οἶδε Κύριος….ἀδίκους….εἰς ἡμέραν κρίσεως κολαζομένους τηρεῖν» (Β΄ Πέτρ. Β, 9) και «ἄδικοι Βασιλείαν Θεοῦ, οὐ κληρονομήσουσιν» (Α΄ Κορ. ΣΤ, 9). Και «ἐκρίθησαν οἱ νεκροί ἐκ τῶν γεγραμμένων ἐν τοῖς βιβλίοις κατά τά ἔργα αὐτῶν» (Αποκ. Κ, 12) καθώς και το «Ἐγώ εἰμι ὁ ἀγαπῶν δικαιοσύνην και μισῶν ἁρπάγματα ἀδικίας» (Ἠσ. 45, 21) καθώς και το «Κρινεῖ ὁ Θεός τήν Οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ» (Ψαλ. 97,9).
Και ερχόμαστε στο θέμα της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου. Θα δούμε τί περί αυτής διδάσκει η Αγ. Γραφή και τί οι αγαπολόγοι. Η διδασκαλία της Αγ. Γραφής περιέχεται στο Ματθ. ΚΕ, 31 Κι εξής: «και συναχθήσονται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τά ἔθνη», στον Προφήτη Δανιήλ (Ζ, 9 και Ζ, 13) «θρόνοι ἐτέθησαν….κριτήριον ἐκάθισε και βίβλοι ῂνεώχθησαν» και στην Αποκάλυψη (Α΄, 13-17). Και δεν πρόκειται περί παραβολής αλλά περί ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ, που πρόκειται να συμβούν. Βέβαια τα περί «βίβλων» και «θρόνων» είναι εικόνες, αλλά αυτά που είναι πραγματικότητες είναι:
α) Η κρίσις – κριτήριο, που σημαίνει δικαστήριο.
β) Ο κριτής που θα είναι ο Χριστός.
γ) Οι κατηγορούμενοι (στην εξεταζομένη περίπτωση οι «ἐξ εὐωνύμων»).
δ) Η κατηγορία: «Ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, οὐδέ ἐμοι ἐποιήσατε».
ε) Και η απόφαση: «Και ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς Κόλασιν αἰώνιον».
Αυτές τις πραγματικότητες θα δούμε πως τις αντιμετωπίζουν οι αγαπολόγοι στους οποίους συμπεριλαμβάνω και τους ομόφρονας του Σεβασμιωτάτου ήτοι τον γιατρό Αλεξ. Καλόμοιρο, τον π. Αντων. Πινακούλα, τον γιατρό και ιεραπόστολο π. Αντ. Παπανικολάου, τις γνώμες των οποίων συμπεριλαμβάνει ο Σεβασμιώτατος στη μελέτη του. Θα εξετάσουμε πρώτα το περί Κολάσεως θέμα ως συνδεόμενον με την ιδιότητα του Θεού και ως τιμωρού.
ΕΝΔΕΚΑΤΟ,
γράφει ο Σεβασμιώτατος στη σελ. 82: «Είναι απολύτως αναγκαίο να τονίσουμε ότι την Κόλαση δεν την δημιούργησε ο Θεός… Δεν είναι κάποιος ξεχωριστός τόπος…».
Απάντηση: Ο Ματθαίος διδάσκει τα ακριβώς αντίθετα: λέει: το πῦρ το ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ, κλπ, κλπ.» (ΚΕ, 41). Αυτή η δοτική «τῷ διαβόλῳ» σημαίνει, που έχει ετοιμασθεί δια τον διάβολον (δοτική προσωπική αντιχαριστική) και όχι από τον διάβολον. Αλλά και στην Αποκάλυψη διαβάζουμε: «ότι «ὁ διάβολος ὁ πλανῶν αὐτούς ἐκβληθήσεται (θα τον πετάξουν) εἰς την λίμνην τοῦ πυρός και τοῦ θείου»και ότι «βασανισθήσονται ἡμέρας και νυκτός εἰς τους αἰῶνας τῶν αἰώνων» (Αποκ. Κ, 10) και ο Απ. Πέτρος γράφει: «Εἰ γάρ ὁ Θεός ἀγγέλων ἁμαρτησάντων οὐκ ἐφείσατο, ἀλλά σειραῖς ζόφου ταρταρόσας παρέδωκε εἰς κρίσιν τηρουμένους» (Β΄ Πέτρ. Β, 4) δηλ. (κατά Π. Τρεμπέλα: Ὁ Θεός τους δαίμονες παρέδωκε ἀλυσοδεμένους εἰς το σκότος να φυλάττωνται, διά να δικασθοῦν κατά την κρίσιν». Λοιπόν ποιος έφτιαξε την Κόλαση, Σεβασμιώτατε ;
Στο αν είναι ξεχωριστός τόπος η Κόλαση, αρκεί να αναφέρουμε τα χωρία: «Ἔχω γάρ πέντε ἀδελφούς…ἵνα μη και αὐτοί ἔλθωσι εἰς τον τόπον τοῦτον τῆς βασάνου» (Λουκ. ΙΣΤ, 28) καθώς και το «ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Πατρός μου πορεύομαι ἑτοιμάσαι τόπον ὑμῖν» (Ιωάν. ΙΔ, 2) είναι λοιπόν ξεχωριστός τόπος την φύση του οποίου δεν γνωρίζουμε, και είναι φτιαγμένος από το Θεό.
ΔΩΔΕΚΑΤΟ,
γράφει ο Σεβασμιώτατος στη σελ. 82: «Εμείς αποφασίζουμε, όχι ο Θεός. Εμείς διαλέγουμε την Κόλαση ή τον Παράδεισο» και ότι «είναι επιτακτική ανάγκη να διορθωθεί μέσα μας….η δικανική….αντίληψη περί Θεού».
Και ο π. Αντων. Παπανικολάου συμπληρώνει στη σελ. 83: «Θέλουν οι δαίμονες να μας κάνουν να σκεφτόμαστε τη σωτηρία μας με νομικίστικους όρους, ότι αυτά είναι ζητήματα της απόφασης του Θεού. Όχι είναι ζητήματα της δικής μας απόφασης…. Μετά την κοινή Ανάσταση, δεν υπάρχει ζήτημα τιμωρίας από το Θεό, αλλά αυτοκαταδίκης».
Απάντηση: Το αντίθετο διδάσκει η διήγηση του Ματθαίου (ΚΕ, 31 και εξής): Δεν κρίνουν οι κατηγορούμενοι τον εαυτόν τους, αλλά ο Κριτής, και ποιος είναι αυτός μας το λέει ο Απ. Ιωάννης: «Ουδέ γάρ ὁ Πατήρ κρίνει οὐδένα, ἀλλά την κρίσιν πᾶσαν δέδωκε τῷ Υἱῷ» (Ιωάν. Ε, 22) και «ἐλθών ἐκεῖνος ἐλέγξει τον κόσμο περί ἁμαρτίας καί περί δικαιοσύνης» (Ιωάν. ΙΣΤ, 8) «καί ἀφοριεῖ τά πρόβατα ἀπό τῶν ἐρίφων» (Ματθ. ΚΕ, 32).
Το περί «αυτοκαταδίκης», δεν προκύπτει από πουθενά, είναι εντελώς αυθαίρετο. Εάν επρόκειτο περί αυτοκαταδίκης των αμαρτωλών, τότε προς τί το δικαστήριο; Τι θα χρειαζόταν η παγκόσμια κρίση; Προς το θεαθήναι ή για να μας τρομοκρατεί το Ευαγγέλιο; Όσο για την «δικανική αντίληψη περί Θεού» και τους « νομικίστικους» όρους για τη σωτηρία μας φταίει το … Ευαγγέλιο, που στη συγκεκριμένη περίπτωση, για να μας διδάξει, χρησιμοποιεί εικόνες από την τρέχουσα καθημερινή δικανική πραγματικότητα; Υποστηρίζει ο π. Αντ. Παπανικολάου ότι «μετά την κοινή ανάσταση, δεν υπάρχει ζήτημα τιμωρίας από τον Θεό, αλλά αυτοκαταδίκης. Τον διαψεύδει το Ευαγγέλιο.! «Καί ἔδωκε ἡ θάλασσα τους νεκρούς τους ἐν αὐτῇ, και ὁ θάνατος και ὁ ᾴδης ἔδωκαν τούς νεκρούς τούς ἐν αὐτοῖς, και ἐκρίθησαν ἕκαστος κατά τά ἔργα αὐτῶν» (Αποκ. Κ, 13).
Προηγείται π. Αντώνιε η κοινή ανάσταση των νεκρών και έπεται η κρίσις.
ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ,
γράφει ο κ. Αλεξ. Καλόμοιρος, στη σελ. 78: «Ο διάβολος κατόρθωσε να μας πείσει ότι ο Θεός δεν μας αγαπά πραγματικά. Ότι είναι ένας αμείλικτος δικαστής, που μας προετοιμάζει για αιώνια βάσανα και βέβαια ποιος μπορεί να αγαπήσει ένα βασανιστή Θεό;».
Σύμφωνοι, κ. Καλόμοιρε, συμβαίνουν και αυτά, αλλά το ίδιο και έξ ίσου επικίνδυνο δεν είναι, όταν ο διάβολος μας κάνει να πιστέψουμε αυτό που μας διδάσκουν οι αγαπολόγοι, ότι δηλ. τιμωρητική δικαιοσύνη του Θεού δεν υπάρχει και επομένως τα περί μελλούσης κρίσεως και τιμωρίας είναι παραμύθια; Μια τέτοια διδασκαλία δεν «βολεύει» τους κατά καιρούς αδίκους και καταπιεστές των αδυνάτων; Επίσης στο ότι «κατόρθωσε να μας πείσει ο διάβολος για τα αιώνια βάσανα». Αλλά το ότι υπάρχουν αιώνια βάσανα για τους αμετανοήτους, είναι σαφής διδασκαλία της Αγ. Γραφής και όχι του διαβόλου: «Πορεύεσθε απ’ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς το πῦρ το αἰώνιον» (Ματθ. ΚΕ, 41) καθώς και το «Οἱ μη ὑπακούοντες τῷ Εὐαγγελίῳ, δίκην τίσουσιν ὄλεθρον αἰώνιον» (Β΄ Θεσ. Α, 9) και «ἀδίκους δε εἰς ἡμέραν κρίσεως κολαζομένους τηρεῖν» (Β΄ Πετρ. Β, 9).
Η Κόλαση χαρακτηρίζεται ως «γέεννα του πυρός» (Μαρκ. Θ, 47) και «τάρταρος» (Β΄ Πετρ. Β, 4), «βρυγμός και τριγμός τῶν ὀδόντων ὅπου ὁ σκώληξ… οὐ τελευτᾷ και τό πῦρ οὐ σβέννυται» (Μαρκ. Θ, 46), και ως «το πῦρ το ἄσβεστον» (Μαρκ. Θ, 43) και «σκότος το ἐξώτερον» (Ματθ. Θ, 43).
Και σχολιάζει ο π. Επιφάνιος (Άρθρα…σελ. 544):
«Βεβαίως, ὁ σκώληξ και το πῦρ εἶναι εἰκόνες τῆς τιμωρίας…Σύμφωνος εἶμαι. Το τελευτᾷ ὅμως και το οὐ σβέννυται ἐτέθησαν εἰκῆ και ὡς ἔτυχε; Πᾶν τοὐναντίον: Ἐτέθησαν ἵνα σημάνωσι την διάρκειαν τῆς τιμωρίας».
Ας δούμε ποιους η Αγ. Γραφή αποκλείει της Βασιλείας και ποιοι τιμωρούνται:
1ον) Οι άδικοι, οι οποίοι «βασιλείαν Θεού οὐ κληρονομήσουσιν» (Α΄ Κορ. ΣΤ, 9)
2ον) «Οἱ ψευδοδιάσκαλοι» («Κατάρας τέκνα») (Β΄ Πέτρ. Β, 17)
3ον) «Τά τέκνα τοῦ διαβόλου» που είναι «πᾶς ὁ μη ποιών δικαιοσύνην» (Α΄ Ιωάν. Γ, 10).
4ον) «Ὁ πλεονέκτης ὅς ἐστιν εἰδωλολάτρης (και) οὐκ ἔχει κληρονομίαν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Χριστοῦ και Θεοῦ» (Ἐφεσ. Ε, 5).
5ον) «Οὔτε πόρνοι, οὔτε εἰδωλολάτραι, οὔτε μοιχοί, οὔτε μαλακοί, οὔτε ἀρσενοκοῖται….βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσιν» (Ι΄Κορ. ΣΤ, 9).
6ον) «…Οἱ δειλοί και ἄπιστοι….καί φαρμακοί (δηλ. οι μάγοι), το μέρος αὐτῶν ἐν τῇ λίμνῃ τῇ καιομένῃ ἐν πυρί και θείῳ» (Αποκ. ΚΑ, 8).
7ον) «Εἰ τις προσφωνεῖ το θηρίον…., βασανισθήσεται ἐν πυρί και θείῳ…. ἐνώπιον τοῦ ἀρνίου» (Αποκ. ΙΔ, 10).
8ον) Γενικώς οι «ἐξ εὐωνύμων»: «Πορεύεσθε ἀπ’ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς το πῦρ το αἰώνιον το ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ και τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ» (Ματθ. ΚΕ, 41).
9ον) Μα θα δούμε ακόμα και τους «υιούς της Βασιλείας» να ρίπτονται («βληθήσονται») «εἰς το σκότος το ἐξώτερον» (Ματθ. Η, 12), εφόσον όσα καλά έπραξαν, τα έπραξαν προς δόξαν τους και όχι προς δόξαν Θεού.
ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ,
γράφει ο Σεβασμιώτατος στη σελ. 86: «Είναι ανάγκη να διορθωθεί μέσα μας…η τρομοκρατική αντίληψη περί Θεού».
Απάντηση: Ήταν τρομοκράτης ο Αποστ. Πέτρος, που ετιμώρησε δια θανάτου τον Ανανία και την Σαπφείρα (Πραξ. Ε, 10); Ήταν τρομοκράτης και ο Αποστ. Παύλος, ο οποίος «πλησθείς Πνεύματος Αγίου» ετύφλωσε Ελύμαν τον μάγον (Πραξ. ΙΓ, 9-11); Είναι τρομοκράτης και ο ίδιος ο….Θεός, που μπορεί να τιμωρήσει ακόμα και δια θανάτου τους αναξίως μεταλαμβάνοντας (Α΄ Κορ. ΙΑ, 30) ή όταν λέει: «καί ἐθυμώθη ὀργῇ Κύριος Σαβαώθ ἐπί τον λαόν αὐτοῦ, και ἐπέβαλε την χεῖρα αὐτοῦ….καί ἐπάταξεν αὐτούς» (Ἠσ. Ε, 25);
Τα ως άνω χωρία δεν αναφέρονται σαφέστατα στην τιμωρούσα δικαιοσύνη του Θεού, την οποία αυθαίρετα αρνούνται οι αγαπολόγοι;
ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ,
γράφει ο Σεβασμιώτατος στη σελ. 82: «Η απόρριψη του Θεού σημαίνει βρίσκομαι στην κόλαση». Και ακόμα «Εκείνοι που τον μισούν αισθάνονται δυστυχείς, που είναι υποχρεωμένοι να ζουν με την ύπαρξή του». Και ο Αλεξ. Καλόμοιρος γράφει στη σελ. 84: «Να λοιπόν τι είναι κόλαση: Η άρνηση της αγάπης. Η ανταπόδωση μίσους στην αγάπη» και στη σελ. 85 σημειώνει για τους αμαρτωλούς: «Πορεύεσθε ελεύθερα στην αιώνια κόλαση του μίσους…».
Απάντηση: Μα δεν απορρίπτουν τον Θεό μόνο ευρισκόμενοι εις την Κόλαση, διότι τον απέρριπταν και όσο ζούσαν στη γη. Και όταν ζούσαν ήσαν υποχρεωμένοι να ζουν με την παρουσία Του και στην Κόλαση συμβαίνει το ίδιο. Πώρωση όσο ζούσαν και πώρωση μετά θάνατον. Μίσος για το Θεό στη ζωή και το ίδιο μίσος και στην Κόλαση. Τι άλλαξε με τον θάνατο γι’αυτούς; Απολύτως τίποτα. Και οι κάθε λογής απατεώνες δεν αισθάνονται καθόλου «δυστυχείς», γιατί θεωρούν την απατεωνιά «μαγκιά» τους και «εξυπνάδα» τους.
Μια τέτοια Κόλαση θα είναι «γλέντι» για τους αμαρτωλούς και όχι Κόλαση-τιμωρία!
Μια τέτοια όμως διδασκαλία δεν παγιώνει τους αμαρτωλούς στην αμετανόητη κακία τους;Αν όμως τους πούμε αυτό που λέει η Αγ. Γραφή, ότι δηλ. θα τους καταπιεί ο διάβολος, «ὡς λέων ὠρυόμενος» (Α΄ Πέτρ. Ε, 8) και ότι «ο διάβολος ο πλανῶν αὐτούς ἐκβληθήσεται εἰς την λίμνην τοῦ πυρός και τοῦ θείου» και ότι «βασανισθήσονται ἡμέρας και νυκτός εἰς τους αἰῶνας τῶν αἰώνων» (Αποκ. Κ, 10), ίσως το ξανασκεφθούν. Η παρεΐτσα με τον διάβολο δεν είναι ό,τι καλύτερο!!
ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ,
γράφει ο Αλεξ. Καλόμοιρος στη σελ. 84: «Ο Παράδεισος και η Κόλαση είναι ένας και ίδιος ποταμός…μια φλόγα αγάπης…που καλύπτει όλους με την ευεργετική θέληση χωρίς καμιά διαφορά ή διάκριση….». Και στη σελ. 85 γράφει: «Αλλά οπουδήποτε και αν πάτε, η αγάπη μου θα σας ακολουθεί…. γιατί ό,τι και αν έχει εκλέξει η καρδιά σας, είστε και θα συνεχίσετε να είστε παιδιά μου».
Απάντηση: Στην παραβολή όμως του πλουσίου και του Λαζάρου, ο Αποστ. Λουκάς μας λέει ότι υπάρχει χάσμα μέγα, που χωρίζει τις δύο αυτές καταστάσεις. «Μεταξύ ἡμῶν και ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν προς ὑμᾶς μη δύνωνται, μηδέ οἱ ἐκεῖθεν προς ἡμᾶς διαπερῶσιν» (Λουκ. ΙΣΤ, 20).
Η «ευεργετική θέληση» του Θεού προς τους αμαρτωλούς υπήρξε όσο ζούσαν. Στην Κόλαση υπάρχει μόνον η αιώνια καταδίκη, «πορεύεσθε εἰς το πῦρ το αἰώνιον» (Ματθ. ΚΕ, 41).
Επίσης πώς ο Θεός θα εξακολουθεί να θεωρεί παιδιά του κι’αυτούς που η καρδιά τους διάλεξε ο,τιδήποτε άλλο εκτός από τον Θεό (δηλ. την Κόλαση); Το Ευαγγέλιο κάνει οξύ διαχωρισμό μεταξύ των «τέκνων του Θεού» και των «τέκνων του διαβόλου», που είναι «πᾶς ὁ μη ποιῶν δικαιοσύνην» (Α΄ Ιωαν. Γ, 10).
Και πώς να είναι παιδιά του Θεού εκείνα δια τα οποία λέει «πορεύεσθε ἀπ’ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι» (Ματθ. ΚΕ, 41) ή «οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς, ἀποχωρεῖτε ἀπ’ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι την ἀνομίαν» (Ματθ. Ζ, 21-23); Και πώς είναι παιδί του Θεού «ὁ ἀσεβῶν τῷ Υἱῷ…» και «ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ μένει ἐπ’αὐτόν» (Ἰωάν. Γ, 36);
Φαίνεται ότι οι αγαπολόγοι μας, διαθέτουν πλείονα αγάπην και απ’αυτόν τον «μαθητήν της αγάπης», τον Ευαγγελιστή Ιωάννην!
Συμπερασματικώς
Οι αγαπολόγοι αρνούνται ότι υπάρχει και η τιμωρούσα δικαιοσύνη του Θεού γι’αυτό και την ταυτίζουν με την αγάπη Του.
Γράφει ο Σεβασμιώτατος στη σελ. 82: «Ο Θεός είναι δίκαιος δηλαδή αγαθός. Είναι αγάπη». Και στη σελ. 86: «Τελικά το πρόσωπο του Χριστού είναι η πηγή κάθε δικαιοσύνης δηλ. αγάπης».
Και ο π. Αντων. Πινακούλας στη σελ. 29 γράφει: «Η δικαιοσύνη του Θεού ταυτίζεται με την αγάπη Του».
Aς μου επιτραπεί στο σημείο αυτό να τονίσω τούτο μόνο: Η άρνηση της δικαιοσύνης του Θεού, δηλαδή του Θεού ως τιμωρού, αποτελεί σοβαρή παρέκκλιση από την Ορθόδοξο Πίστη. Επίσης σοβαρή παρέκκλιση από την Ορθόδοξο πίστη αποτελεί και η διδασκαλία των αγαπολόγων περί ποινών και τιμωρίας των αμαρτωλών κατά την τελική κρίση, όπως θα δούμε στη συνέχεια:
0 Σεβασμιώτατος γράφει στη σελ. 82: «Εμείς διαλέγουμε την Κόλαση ή τον Παράδεισο, εμείς αποφασίζουμε, όχι ο Θεός», και ο π. Αντ. Πινακούλας στη σελ. 29 γράφει: «Ενώ απαιτεί (ο Θεός) την τιμωρία του κακού, δεν τιμωρεί κανέναν». Και ο π. Αντ. Παπανικολάου στη σελ. 83 επίσης γράφει: «Δυστυχώς για μας, ο Παράδεισος ή η Κόλαση δεν εξαρτάται από τον Θεό. Είναι ζήτημα της δικής μας απόφασης».
Απάντηση: Κατά την διήγηση του Ευαγγελίου περί μελλούσης κρίσεως δεν διαλέγουμε εμείς την Κόλαση ή τον Παράδεισο, αλλά ο δίκαιος Κριτής, κατά έργα μας. Ο Αποστ. Λουκάς γράφει: «Διότι ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν την οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, ἐν ἀνδρί ᾧ ὥρισε,… ἀναστήσας αὐτόν ἐκ νεκρῶν….» (Πραξ. 12, 31). Και ο Αποστ. Παύλος συμπληρώνει: «Ἐν ἡμέρᾳ ὅτε κρινεῖ ὁ Θεός τά κρυπτά τῶν ἀνθρώπων..διά Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Ρωμ. Β, 16). Επίσης και ο Αποστ. Πέτρος: «Οἵ ἀποδώσουν τῷ ἑτοίμως ἔχοντι κρῖναι ζῶντας και νεκρούς» (Α΄ Πέτρ. Δ, 5). Αλλά και ο Ιωάννης: «Και ἐκρίθησαν οἱ νεκροί ἐκ τῶν γεγραμμένων ἐν τοῖς βιβλίοις κατά τά ἔργα αὐτῶν» (Ἀποκ. Κ, 12).
Αλλά και στο ότι «ο Θεός δεν τιμωρεί κανέναν» που γράφει ο π. Αντων. Πινακούλας, την απάντηση την δίνει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος: «Ἀποτελεῖ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου τους ἀγγέλους αὐτοῦ, και συλλέξουσι ἐκ τῆς Βασιλείας αὐτοῦ…. τους ποιοῦντας την ἀνομίαν και βαλοῦσιν αὐτούς εἰς την κάμινον τοῦ πυρός‧ ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμός και ο βρυγμός τῶν ὁδόντων» (Ματθ. ΙΓ, 41, 42). Για όλα τα πάνω και για τις ποινές, που περιμένουν τους αμετανοήτους οι αγαπολόγοι μας τηρούν «αἰδήμονα σιγήν». Αντίθετα ο «Ἀποστολικός Πατήρ», ο Άγιος Πολύκαρπος Σμύρνης, μαθητής του Ευαγγελιστού Ιωάννου, γράφει στην επιστολή του προς τους Χριστιανούς Φιλίππων της Μακεδονίας: «Ὅς ἄν μεθοδεύει τά λόγια τοῦ Κυρίου προς τάς ἰδίας ἐπιθυμίας και λέγει μήτε ἀνάστασιν μήτε κρίσιν (εἶναι) οὗτος πρωτότοκος ἐστί τοῦ Σατανᾶ».
Οι αγαπολόγοι δεν είναι «μοντέρνοι» είναι τόσο παλαιοί όσο και το Ευαγγέλιο. Είναι οι «Νικολαΐτες», που έφτασαν να διδάσκουν ότι «πᾶν το ἐξ ἔρωτος και ἐν ἀγάπη γινόμενον δεν εἶναι ἐφάμαρτον», και για τους οποίους ο Αγ. Ιωάννης στην Αποκάλυψη γράφει: «Ἀλλά τοῦτο ἔχεις, ὅτι μισεῖς τά ἔργα τῶν Νικολαϊτῶν, ἅ κἀγώ μισῶ» (Ἀποκ. Β, 6).
Οι Νικολαΐτες από την πολλή αγαπολογία κατέληξαν στην αἴρεση». Αλλά και ο πολύς Ωριγένης (185 μ. Χ.) από την πολλή αγαπολογία κατέληξε στην κακοξία «περί αποκαταστάσεως των πάντων και αυτού του διαβόλου», καταδικασθείς το 553 από την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Υπάρχει ακόμα ο κίνδυνος με τα δογματικά θέματα να ψαύσουμε ακόμα και τα κράσπεδα της αιρέσεως και να φανούμε άθελά μας να κηρύσσομε «ἕτερον Εὐαγγέλιον» και «ἄλλον Ἰησοῦν…..ὅν οὐκ ἐκηρύξαμεν» (Β΄ Κορ. ΙΙ, 4).
Οι έχοντες ώτα ακούειν ακουέτωσαν.
8-7-2020
Προκοπίου Μεγαλομάρτυρος
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Για να μη θεωρηθώ και εγώ ως «ροπαλοφόρος υπερασπιστής του Χριστού», «φονταμενταλιστής», «Σταυροφόρος που κραδαίνει τον σταυρό» (σελ. 52), και ό,τι άλλο «κοσμητικό επίθετο» τυχόν μου προσάψει η αγαπώσα καρδία του Επισκόπου γράφω ως εκ περισσού τα κάτωθι:
Τόσο στην Παλαιά όσο και στην Κ.Δ. έχομε και την ιλαστήριο πλευρά που σώζονται οι μετανοούντες. Λέει ο Απόστολος Ιάκωβος: «Πολυεύσπλαχνος έστιν ο Κύριος και οἰκτίρμων» (Ἰακ. Ε, 11). Και ο Προφήτης Ιωήλ επίσης λέει: «Ἐπιστρέψατε πρός κύριον τόν Θεόν σας, διότι εἶναι ἐλεήμων και οἰκτίρμων, μακρόθυμος καί πολυέλεος καί εὐσπλαχνικός πρό τῆς συμφορᾶς» (Ιωήλ. Β, 12, 13). Και στη Σοφ. Σολομώντος διαβάζουμε: «Ἐλεείς δέ πάντας…καί παρορᾶς ἁμαρτήματα ἀνθρώπων εἰς μετάνοιαν» (Σοφ. Σολ. ΙΑ, 24), και στον Ιεζεκιήλ διαβάζουμε: «Μη θελήσει θελήσω τόν θάνατον τοῦ ἀνόμου ὡς τό ἀποστρέψαι αὐτόν ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς πονηρᾶς καί ζῆν αὐτόν;» (Ιεζ. ΙΗ, 23) και στον Ευαγγ. Ιωάννη διαβάζουμε: «Ὁ Θεός ἡγάπησεν ἡμᾶς καί ἀπέστειλε τόν Υἱόν αὐτοῦ ἱλασμόν περί τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν» (Α΄ Ιωαν. Δ, 10). Θαρρούντες και μεις μετά τα ως άνω χωρία αλλά και από τα κάτωθι του Α. Παύλου, «οὐ γαρ ὅ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ’οὐ θέλω κακόν τοῦτο πράσσω» (Ρωμ. Ζ, 19) και από το «βλέπω ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου» (Ρωμ. Ζ, 27) και αποβλέποντες εις την μακροθυμία του Θεού για τις αδυναμίες μας, «τρέχομεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα ἀφορῶντες εἰς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν καί τελειωτήν Ἰησοῦν» (Ἑβρ. ΙΒ, 1,2). Ο θεός γνωρίζει ποιες αμαρτίες πράττονται εξ’αδυναμίας και ποιες εξ’αναισχυντίας.
Τι γίνεται όμως με τους αμετανοήτους; Ο Απ. Παύλος γράφει: Ο Θεός «ὅς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν…» (Α΄ Τιμ. Β, 4). Και σχολιάζει ο πατήρ Επιφάνιος: «Ὁ Θεός θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι ἀλλ’ οἱ ἄνθρωποι δέν θέλουσι πάντες»….. Πρέπει «σώνει καί καλά» διά τῆς βίας νά τούς σώσῃ ὁ Θεός; Τί γίνεται μ’αὐτούς πού λένε στό Θεό, «ἀπόστα ἀπ’ἐμοῦ ὁδούς σου εἰδέναι οὐ βούλομαι» (Ιώβ, ΚΑ, 14)…. Ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ποῦ θά ὑπάγῃ, ὅταν καταστήσῃ κοινωνούς τῆς ἑαυτοῦ μακαριότητος, Νέρωνα ἅμα καί Παῦλον, Διοκλητιανόν ἅμα καί Γεώργιον, Στάλιν ἅμα καί Νικόδημον Ἁγιορείτην;» (Άρθρ….. σελ. 542, 543).
Ας ευχηθούμε, μέχρι τέλους της ζωής μας, να ανήκουμε εις τους «θέλοντας σωθήναι», ώστε ο κύριος να γίνει και για μας «ἱλασμός περί τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν» (Α΄ Ιωάν. Δ, 10).
Πηγή: Ακτίνες, Τράπεζα Ιδεών