1) Ἀνατροφή καί σπουδές
«Μέγας φωστήρ», ἕνας ἀπό τούς «τρεῖς μεγίστους φωστήρας τῆς τρισηλίου Θεότητος» εἶναι ὁ θεολόγος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός. Ἡ ἁγία του μορφή, οἱ γιγάντιοι ἀγῶνες του ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ γεμάτη δύναμη καί σφρίγος θεολογική διδασκαλία του ὡς φῶς οὐράνιο καταυγάζουν ὅλους τους Χριστιανικούς αἰῶνες καί δίνουν τόν τύπο τοῦ ποιμένος, τοῦ μιμητοῦ τοῦ Καλοῦ Ποιμένος, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
Στή Ναζιανζό γεννήθηκε ὁ Γρηγόριος τό 328 περίπου μ.Χ. καί εὐτύχησε νά κατάγεται ἀπό μία ἐκλεκτή οἰκογένεια καί βαθύτατα εὐσεβή. Πατέρας του ἦταν ὁ ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ Γρηγόριος καί μητέρα του ἡ ὀνομαστή, ἡ μεγάλη Νόννα. Ὁ Γρηγόριος λοιπόν ὡς ἁπαλό φυτό ἀναπτύχθηκε σέ ἅγιο ἔδαφος εὐσεβείας καί εἶχε μία ἐπιμελημένη καί ἰδανική ἀνατροφή.
Διακαής πόθος τῶν ἐκλεκτῶν γονέων του ἦταν νά ἀφιερωθεῖ ὁ Γρηγόριος ὁλοκληρωτικά στόν Θεό. Ἀπό τότε ἀκόμη πού ἡ ἐνάρετη μητέρα του τόν ἔκλεινε στά σπλάγχνα της, εἶχε κάνει τήν ἱερή εὐχή νά δεῖ τόν γιό της διάκονο τοῦ Θεοῦ, ἐργάτη τῆς Ἐκκλησίας. Κι αὐτός ἀπό τή νεαρή του ἡλικία, ὅταν αἰσθάνθηκε τόν πόθο τῶν γονέων του, ἔδωσε τή μεγάλη ὑπόσχεση. Εἶπε τό ναί μέσα ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του. Ἤξερε ὅμως, ὅτι ἡ πραγματοποίηση τῆς ἱερῆς ὑποσχέσεώς του ἀπαιτοῦσε σκληρό ἀγώνα, ἰσχυρή καί ἰσόβια πάλη. Καί πράγματι, ἡ πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας, οἱ ὑποσχέσεις τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς, ἦταν ἰσχυρές καί γλυκές οἱ σειρῆνες τοῦ κακοῦ οἱ ὁποῖες παρέσυραν πλήθη νέων τήν ἐποχή ἐκείνη καί τίς ὁποῖες ἔπρεπε ὁ Γρηγόριος νά περιφρονήσει. Καί τίς περιφρόνησε ἀπό τήν πρώτη στιγμή καί ἔθεσε ὡς ὑψηλό σκοπό τῆς νεότητός του τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἁγνότητα τῆς ψυχῆς, ἰδανικά πού τοῦ ἐνέπνευσε ἡ οἰκογενειακή του ἀγωγή.
Στήν πατρίδα του ἔμαθε τά πρῶτα ἑλληνικά γράμματα, στά ὁποῖα ἐπιδόθηκε μέ ἀσυνήθιστο ζῆλο. Ἡ Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας κατόπιν κι ἔπειτα ἡ Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης καί ἡ Ἀλεξάνδρεια εἶναι τά κέντρα τῆς σοφίας, τά ὁποία τόν ἑλκύουν. Γιά πολλά ἔτη σπουδάζει κοντά σέ ὀνομαστούς διδασκάλους φιλοσοφία καί ρητορική· παρακολουθεῖ μαθήματα μεγάλων ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν καί μελετᾶ μόνος του θεολογικά συγγράμματα. Ἄλλοι σύγχρονοί του νέοι ξοδεύουν χρόνο, χρήματα καί δυνάμεις σέ διασκεδάσεις ὁλονύκτιες. Αὐτός ἀφοσιώνεται στίς σπουδές του. Σάν μαγνήτης τόν ἑλκύει ἡ μόρφωση. Ὅλα, λέει, τά ἄλλα, δηλαδή τόν πλοῦτο, τήν εὐγενή καταγωγή, τό ἔνδοξο ὄνομα, τήν ἐξουσία, τά ἄφησα νά τά χαροῦν ἐκεῖνοι πού τά ἐπιθυμοῦν. Ἐγώ κρατῶ μέ πολύ ζῆλο τή μόρφωση, γιά τήν ὁποία διαθέτω δυνάμεις καί ὑποβάλλομαι σέ κουραστικά ταξίδια, σέ στεριές καί θάλασσες. Διότι ὁ Γρηγόριος θεωρεῖ τή μόρφωση ὡς τό ὕψιστο ἀπό ὅλα τά ἀνθρώπινα ἀγαθά. Πρωτίστως καί κυρίως βεβαίως τή θεολογική, τήν ὁποία καί ὀνομάζει εὐγενέστερη, ἐφόσον ὁδηγεῖ στή σωτηρία. Γι’ αὐτό καί μελετᾶ τήν Ἁγία Γραφή, γιά νά τοῦ γίνει στή ζωή του «λύχνος τοῖς ποσί του καί φῶς ταῖς τρίβοις του» (Ψαλμ. ριη΄ 105). Συγχρόνως ὅμως καί τήν ἄλλη, τήν θύραθεν παιδεία, τήν ὁποία θεωρεῖ «μέγιστον ἐν βίῳ κλέος» γιά τόν ἄνθρωπο.
Γιά τόν ἴδιο σκοπό καί μετά ἀπό ἕνα ἐπικίνδυνο ταξίδι φθάνει στό «κλεινόν καί ἰοστεφές ἄστυ», τήν Ἀθήνα, ὅπου παραμένει πέντε χρόνια, γιά νά συμπληρώσει τίς σπουδές του. Ἐπιδίδεται στή ρητορική, τήν ποίηση, τή φιλοσοφία, τήν διαλεκτική, τή λογική, τήν ἀστρονομία καί γεωμετρία καί τήν ἰατρική. Ἐδῶ πραγματοποιεῖται ἀκόμη ἡ μεγάλη συνάντηση μέ τόν Βασίλειο πού γνώριζε ἤδη ἀπό τήν Καισάρεια, γιά νά ἀναπτυχθεῖ ἡ ἁγία ἐκείνη καί δημιουργική φιλία, πού θά μείνει αἰώνιο σύμβολο χριστιανικῆς φιλίας. Θά τήν ὑμνήσει ἀργότερα ὁ ἴδιος ὁ Γρηγόριος στούς ποιητικούς του στίχους, γιά νά θαυμάζουν οἱ αἰῶνες τήν ἐγκάρδια ἀγάπη καί τήν ἀδελφική συμπαράσταση. Εἶχαν μία ψυχή σέ δυό σώματα καί γνώριζαν δυό μόνο δρόμους, οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦσαν ἀπό τό σπίτι τους στό Πανεπιστήμιο καί στόν χριστιανικό ναό. Καί ἦταν τέτοια ἡ ἐπίδοση τοῦ Γρηγορίου στίς σπουδές καί τέτοια ἡ λάμψη τῆς προσωπικότητάς του, ὥστε, ὅταν οἱ σπουδές του τελείωσαν, καθηγητές καί συμμαθητές, εἰδωλολάτρες ὅλοι τους, τόν ἱκέτευαν νά παραμείνει, γιά νά γίνει διδάσκαλος τῆς μεγάλης Σχολῆς. Κι ἐνῶ ὁ φίλος του Βασίλειος ἀναχωρεῖ, αὐτός μένει γιά ἕνα ἀκόμη ἔτος, γιά νά ἱκανοποιήσει τήν ἐπιθυμία τῶν συσπουδαστῶν του.
Μετά ἀπό δεκαετή καί πλέον ἀπουσία, πάνοπλος πνευματικά, μέ μόρφωση τεράστια, μέ χαρακτήρα ἀδαμάντινο, μέ ψυχή ἁγνή, φυλαγμένη ἀπό τίς πλεκτάνες τῆς ἁμαρτίας, πού τόσο εὔκολα παρασύρουν τούς νέους, ἐπιστρέφει στήν ἰδιαίτερή του πατρίδα, κοντά στούς προσφιλεῖς του γονεῖς.
Κάτι ὅμως λείπει ἀπό τόν εὐγενή νέο. Κάτι τό σημαντικό καί ἀπαραίτητο. Εἶναι τό ἅγιο Βάπτισμα, τό ὁποῖο οἱ Χριστιανοί τῶν πρώτων αἰώνων λάμβαναν σέ ὥριμη ἡλικία. Καί ἡ μεγάλη στιγμή δέν ἀργεῖ νά ἔλθει. Ὁ γέροντας ἐπίσκοπος πατέρας του μέσα σέ πλήθη Χριστιανῶν βαπτίζει τόν ἐκλεκτό γιό του Γρηγόριο καί τόν ἐνδύει μέ τόν λευκό χιτώνα τοῦ νεοφώτιστου. Ὁ Γρηγόριος εἶναι πλέον Χριστιανός. Γονεῖς, ἀδελφοί, ὅλοι, μέ ἔκδηλη χαρά τοῦ δίνουν τόν ἀσπασμό τῆς θείας ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Βασίλειος, ὁ ἐγκάρδιος φίλος του, βρίσκεται τήν περίοδο αὐτή στήν ἔρημο τοῦ Πόντου γιά περισυλλογή. Ζητᾶ λοιπόν ἐπίμονα κοντά του τόν πολύτιμο φίλο του Γρηγόριο, γιά νά ἀλληλοβοηθηθοῦν πνευματικῶς. «Μέγιστον ὄφελος ἡμῖν, τοῦ γράφει, ἡ ἐρημία παρέχεται, κατευνάζουσα ἡμῶν τά πάθη... Τί οὖν μακαριώτερον τοῦ τήν ἀγγέλων χορείαν ἐν γῇ μιμεῖσθαι; Ἡσυχία οὖν ἀρχή καθάρσεως τῇ ψυχῇ... Νοῦς μέν γάρ μή σκεδαννόμενος ἐπί τά ἔξω μηδέ ὑπό τῶν αἰσθητηρίων ἐπί τόν κόσμον διαχεόμενος ἐπάνεισι μέν πρός ἑαυτόν, δι’ ἑαυτοῦ δέ πρός τήν τοῦ Θεοῦ ἔννοιαν ἀναβαίνει». Τέσσερα ἔτη μένουν στήν ἡσυχία τῆς ἔρημου. Δέν ἀπασχολοῦνται ἐκεῖ μέ τήν θύραθεν σοφία. Δέν συζητοῦν γιά φιλοσόφους καί φιλοσοφικά συστήματα. Ὁ ἕνας κοντά στόν ἄλλο μέσα στή θαυμαστή φύση ὑμνοῦν καί δοξάζουν τόν Θεό μέ ὕμνους καί ψαλμούς καί προσευχές. Καί συγχρόνως ἐγκύπτουν καί μελετοῦν καί ἀναλύουν τά νοήματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, στήν ὁποία ἀφοσιώνονται πλήρως. Σύγχρονα ἐκκλησιαστικά συγγράμματα τούς βοηθοῦν στήν κατανόηση καί ἀξιοποίηση τῶν ἱερῶν κειμένων.
Εἶναι ἡ μεγάλη τους ἑτοιμασία γιά τόν μεγάλο σκοπό. Ἔτσι εἶναι! Ὁποῖος καλεῖται ἀπό τόν Θεό, ὁποῖος ἐπιθυμεῖ νά ἐπιτελέσει μεγάλα πράγματα στή ζωή του, συγκεντρώνεται στόν ἑαυτό του. Θησαυρίζει στήν ψυχή του, γιά νά προσφέρει καί στούς ἄλλους. Εἶναι ἄλλωστε θεϊκός αὐτός ὁ λόγος: «ἐκ γάρ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τό στόμα λαλεῖ» (Ματθ. ιβ΄ 34).
2) Στά Ἅγια τῶν Ἁγίων.
Ἦταν φυσικό τά τέσσερα ἔτη τῆς ἁγίας περισυλλογῆς στήν ἡσυχία τῆς ἔρημου μέ τήν συνεχή μελέτη καί ἐμβάθυνση στήν Ἁγία Γραφή καί τήν προσευχή στόν Θεό, νά ἀφήσουν εὐεργετικά τά ἴχνη τους στήν ψυχή τοῦ Γρηγορίου. Κατάφορτος πνευματικά, ὥριμος, ὁλοκληρωμένος, ἐπιστρέφει σέ ἡλικία 36 ἐτῶν στή Ναζιανζό. Ἀλλά μέ τήν ἐπιστροφή του κλῆρος καί λαός καί ὁ ἴδιος ὁ πατέρας του ζητοῦν ἐπιμόνως νά πλησίασει τό ἅγιο θυσιαστήριο. Νά δοθεῖ ὁλοκληρωτικά στόν Θεό, ὅπως ἄλλωστε ὑποσχέθηκε μικρό παιδάκι ἀκόμη στήν ἁγία μητέρα του. Ἱστορική θά μείνει ἡ ἡμέρα τῆς πρώτης χειροτονίας του. Αὐτός τρέμοντας καί κλαίγοντας, γονατισμένος μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα, καί ὁ ἐπίσκοπος πατέρας του γεμάτος δάκρυα μέ ὑψωμένα τά βλέμματα στόν οὐρανό ἐπικαλεῖται πάνω του τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί ἐνῶ τά πατρικά χείλη ψελλίζουν τίς εὐχές τῆς χειροτονίας, τό πολυπληθές ἐκκλησίασμα καί πρώτη ἡ ἁγία του μητέρα Νόννα εὔχεται μέ λυγμούς. «Ὡς τό πῦρ Πεντηκοστῆς κατῆλθε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐπ’ αὐτόν» καί μυριόστομη ἀκούσθηκε οὐρανομήκης ἡ κραυγή «Ἄξιος»!. Ἀργότερα κάτω ἀπό τίς ἴδιες συνθῆκες δέχεται τόν δεύτερο βαθμό τῆς ἱερωσύνης καί γίνεται Ἱερεύς.
Αὐτή ἡ προσαγωγή του στό ἅγιο θυσιαστήριο καί ἡ βαθειά συναίσθηση τῆς εὐθύνης του τόν συγκλόνισε βαθύτατα. Φεύγει λοιπόν καί πάλι στήν ἀγαπημένη του ἔρημο γιά αὐτοσυγκέντρωση, προσευχή καί μελέτη. Ὅταν ἐπανέρχεται στή Ναζιανζό ἐκφωνεῖ τόν περίφημο ἐκεῖνο ἀπολογητικό λόγο «περί τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς», μέσα στόν ὁποῖο ἀριστουργηματικά περιγράφει τό ὕψος τῆς ἱερωσύνης, τήν τιμή, τήν εὐθύνη, τά προσόντα τοῦ ἄξιου κληρικοῦ. Σ’ αὐτόν περιέχονται καί οἱ μνημειώδεις ἐκεῖνες φράσεις: «Καθαρθῆναι δεῖ πρώτον, εἴτα καθᾶραι· σοφισθῆναι καί οὕτω σοφίσαι· γενέσθαι φῶς καί φωτίσαι· ἐγγίσαι Θεῷ καί προσαγαγεῖν ἄλλους· ἁγιασθῆναι καί ἁγιᾶσαι· χειραγωγῆσαι μετά χειρῶν, συμβουλεῦσαι μετά συνέσεως».
Γιά ἀρκετά ἔτη μένει ἱερεύς στή Ναζιανζό. Τότε φάνηκε σ’ ὅλη τή μεγαλοπρέπειά της ἡ αἴγλη τῆς προσωπικότητός του. Εἶδε τόν πόνο τοῦ πάσχοντος φτωχοῦ λαοῦ καί ἔσκυψε πάνω του ὡς καλός Σαμαρείτης, γιά νά τόν θεραπεύσει. Ὁ πτωχός, ὁ γυμνός, ὁ ξένος εἶναι ὁ Χριστός, λέει. «Χριστόν σκέπεις, τρέφεις τε, τόν πτωχόν τρέφων». Δέν εἶναι ἀρκετή ἡ θεωρία, χρειάζονται καί ἔργα, «πρᾶξις γάρ ἐστι τῆς θεωρίας ἐπίβασις», διακηρύττει.
Τήν ἐποχή ὅμως ἐκείνη (372 μ. Χ.) δέχεται καί νέα πίεση. Ὁ φίλος του Βασίλειος, ὁ ὁποῖος εἶχε γίνει στό μεταξύ ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας, καί ὁ πατέρας του Γρηγόριος ἐπιμένουν νά δεχθεῖ τήν ἀρχιερωσύνη. Αὐτός δυσφορεῖ γιά τήν πρόταση. Μέ ὅλη τή δύναμή του ἀντιτίθεται στή θέληση τοῦ φίλου του καί τοῦ πατέρα του. Φοβᾶται τήν ἀρχιερωσύνη. Θεωρεῖ ἀνάξιο τόν ἑαυτό του. Στό τέλος ἀναγκάζεται χωρίς νά τό θέλει καί πάλι νά χειροτονηθεῖ ἀπό τόν Βασίλειο ἐπίσκοπος Σασίμων, μιᾶς πτωχῆς καί ἀκριτικῆς περιοχῆς. «Οὐκ ἐπείσθην, λέει, ἀλλ’ ἐβιάσθην πενθῶν καί σκυθρωπάζων πορεύομαι». Φιλονεικίες ὅμως τοῦ Ἐπισκόπου Τυάνων Ἀνθίμου, τελείως ἀσυμβίβαστες μέ τόν ἥσυχο χαρακτήρα του, τόν ἀναγκάζουν νά μήν ἐγκατασταθεῖ στά Σάσιμα. Μένει ἕνα διάστημα στήν ἔρημο καί κατόπιν κοντά στόν φίλο του Βασίλειο, ὡς βοηθός του στό ἔργο τῆς Βασιλειάδος.
Ὁ πατέρας του, ὁ ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ Γρηγόριος, εἶναι πλέον ὑπέργηρος. Γι’ αὐτό καί τόν καλεῖ ἐπειγόντως νά τόν βοηθήσει στή διαποίμανση τῆς ἐπισκοπῆς του. Καί ἐκεῖνος σπεύδει, γιά νά τόν ἀνακουφίσει. Θεομηνία μεγάλη, λιμός φοβερός πλήττει τήν ἐποχή ἐκείνη τήν περιοχή Ναζιανζοῦ. Κι αὐτός διακονεῖ, παρηγορεῖ, τονώνει. Τονίζει τήν ἀνάγκη τῆς μετανοίας, τῆς προσευχῆς, τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης. Ὁ λόγος του μεταδίδει φῶς καί θερμότητα. Συγκεντρώνει κοντά του τούς πλούσιους καί τούς φιλοτιμεῖ νά βοηθήσουν τούς πτωχούς. Σπεύδει κοντά του πλῆθος λαοῦ, ἰδιαιτέρως ὅμως οἱ μορφωμένοι. Γρήγορα τό ὄνομά του, ἡ φήμη του βγῆκε ἀπό τά ὅρια τῆς περιοχῆς καί ἁπλώθηκε μακριά. Ἀνατολή καί Δύση μιλᾶ γιά τόν μεγάλο Ἱεράρχη τῆς μικρῆς ἐπισκοπῆς Σασίμων, τόν Ναζιανζηνό Γρηγόριο.
Ἀπό τή ζωή τοῦ μεγάλου ἀνδρός δέν λείπουν καί οἱ θλίψεις. Τό σῶμα του ἀσθενικό, ταλαιπωρημένο ἀπό τήν συνεχῆ ἐργασία καί ἄσκηση, πονᾶ. Ὑποφέρει ὁ Γρηγόριος χωρίς ποτέ νά κάμπτεται. Δίπλα ὅμως ἀπό τήν ἀσθένεια ἔρχεται καί ὁ θάνατος. Οἱ ἀδελφοί του, ὁ ἰατρός Καισάριος καί ἡ Γοργονία, οἱ ὁποῖοι στάθηκαν στό πλευρό του ὡς πολύτιμοι βοηθοί καί σύμβουλοι, ὁ ἕνας κατόπιν τοῦ ἄλλου ἄφησαν ἀπό καιρό τώρα τόν κόσμο αὐτό καί ἔφυγαν γιά τόν οὐρανό. Ἀλλά καί ὁ ἑκατονταετής πατέρας του, ἀφοῦ ποίμανε θεοφιλῶς ἐπί 45 ἔτη τήν ἐπισκοπή του, ἀναπαύθηκε ἀπό τούς κόπους του, γιά νά τιμηθεῖ στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Τούς θρηνεῖ ὅλους αὐτούς καί τούς προπέμπει μέ τούς θαυμάσιους ἐκείνους ἐπιτάφιους λόγους του. Δέν ἀργεῖ ὅμως νά τούς ἀκολουθήσει καί ἡ ἁγία μητέρα του Νόννα. Καί ὁ Γρηγόριος πονεμένος στό σῶμα καί στήν ψυχή στρέφεται πρός τόν Κύριο, τόν μεγάλο ἰατρό καί παρηγορητή. Ἀποσύρεται στό ἡσυχαστήριο τῆς Ἁγίας Θέκλας, στήν Σελεύκεια τῆς Ἰσαυρίας, γιά περισυλλογή, μελέτη καί συγγραφή. Ἐκεῖ πληροφορεῖται τό θάνατο τοῦ φίλου του Βασιλείου. Ἡ λύπη του κορυφώνεται πολύ περισσότερο διότι εἶναι καί ἀσθενής καί δέν μπορεῖ νά παραστεῖ στήν ἐκφορά του. Τότε ἀκριβῶς γράφει πρός τόν Εὔδοξο: «Ἐρωτᾶς με πῶς τά ἡμέτερα. Καί λίαν πικρῶς. Βασίλειον οὐκ ἔχω. Καισάριον οὐκ ἔχω... Ὁ πατήρ μου καί ἡ μήτηρ μου ἐγκατέλιπόν με... Τά τοῦ σώματος πονηρῶς ἔχει, τό γῆρας ὑπέρ κεφαλῆς, φροντίδων ἐπιπλοκαί, τά τῶν φίλων ἄπιστα, τά τῆς Ἐκκλησίας ἀποίμαντα... πλοῦς ἐν νυκτί, πυρσός οὐδαμοῦ». Τόν ἑαυτό του πλέον τόν ἀφήνει ὁλοκληρωτικά στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Αὐτός ἄς τόν καθοδήγησει στό μέλλον. «Δίδωμι τά ἐμαυτοῦ πάντα καί ἐμαυτόν τῷ Πνεύματι».
Ἔτσι σκέπτονται οἱ μεγάλοι. Ἀφήνουν τόν ἑαυτό τους νά κατευθύνεται ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Καί ὅπου αὐτό τούς ὁδηγεῖ κάθε φορά, ἐργάζονται μέ ταπείνωση, καρποφοροῦν μέ ὑπομονή, γίνονται θεάρεστοι. Ἄξια καί εὔχρηστα ὄργανα στά χέρια τοῦ Θεοῦ.
3. Στήν Κωνσταντινούπολη.
Ἡ Κωνσταντινούπολη, ἡ νέα περικαλλής πρωτεύουσα τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, δοκιμάζεται σκληρά. Πολλά ἔτη τώρα εἶναι πεδίο φοβερῆς μάχης τοῦ ἀρειανισμοῦ ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας. Οἱ αἱρετικοί θριαμβεύουν καί θριαμβολογοῦν. Ἡ ἀξιοδάκρυτη αὐτή κατάσταση παρακινεῖ τούς Ὀρθοδόξους πιστούς πού ἀπέμειναν νά στρέψουν ἱκετευτικά τά βλέμματά τους στόν Γρηγόριο. Στό πρόσωπό του βλέπουν τόν ἄξιο μαχητή. Τόν καλοῦν λοιπόν νά ἔλθει στήν Κωνστάντινουπολη νά ἀναλάβει τόν ἀγώνα, νά ἀγωνισθεῖ γιά τήν διάλυση τῆς πλάνης. Δέν πτοεῖται ὁ ἐπίσκοπος ἀπό τίς δυσκολίες. Τόν συνέχει ὅμως ἡ βαρεία εὐθύνη, γι’ αὐτό καί διστάζει. Στό τέλος ὅμως πρυτανεύει τά καθῆκον.
Στίς ἀρχές τοῦ 379 φθάνει στήν Κωνσταντινούπολη. Δέν ἐντυπωσιάζει μέ τήν ἐμφάνισή του. Τά τρίχινα φτωχικά ροῦχα του, τό γηρασμένο ἀπό τόν πόνο καί τόν κόπο σῶμα του, ἀλλά καί ἡ Καππαδοκική προφορά του, κάνουν τούς Ἀρειανούς νά χαμογελοῦν εἰρωνικά. Τόν ἀπειλοῦν μάλιστα, ὅτι θά τόν σκοτώσουν. Αὐτός ὅμως ἀγωνίζεται. «Ἕως τοῦ θανάτου ἀγώνισαι περί τῆς ἀληθείας» εἶναι τό σύνθημα τῶν μεγάλων ἀνδρῶν. Ἀρχίζει μέ πίστη τό ἔργο του καί εἶναι βέβαιος, ὅτι «Κύριος ὁ Θεός πολεμήσει ὑπέρ αὐτοῦ» (Σόφ. Σείρ. δ 28).
Ποῦ ὅμως θά ἐγκαταστήσει τό κέντρο του; Ὅλοι οἱ ναοί εἶναι κατειλημμένοι ἀπό τούς αἱρετικούς. Μόνο ἕνας μικρός, τῆς ἁγίας Ἀναστασίας, περιφρονημένος ἀπό τούς ἀρειανούς, μένει γιά τούς Ὀρθοδόξους. Σ’ αὐτόν ἐγκαθίσταται ὁ φλογερός Ἱεράρχης. Δέν δειλιάζει ὅμως. «Ἔχουσιν οὗτοι τούς οἴκους (τούς ναούς), ἡμεῖς τόν ἔνοικον· οὗτοι θράσος, πίστη ἡμεῖς... Οὗτοι χρυσόν καί ἀργυρόν, ἡμεῖς λόγον κεκαθαρμένον», βροντοφωνάζει ὁ Γρηγόριος. Αὐτόν τόν ἀπέριττο ναό κατακλύζουν διψασμένοι γιά τήν ἀλήθεια οἱ πιστοί. Γιγάντιες θεολογικές μάχες δίνονται ἀπό τόν ἄμβωνα τῆς ἁγίας Ἀναστασίας. Ἀπ’ αὐτόν ἐκφωνοῦνται τήν περίοδο αὐτή καί οἱ πέντε περίφημοι θεολογικοί λόγοι τοῦ μεγάλου πατρός, οἱ ὁποῖοι καί ἀποδεικνύουν τόν Γρηγόριο μέγα μύστη τῆς θεολογίας. Φανερώνεται ἡ σαθρότητα τῆς αἱρέσεως. Ἡ πλάνη σταδιακά διαλύεται. Στηρίζονται καί ἀναπτερώνονται οἱ Ὀρθόδοξοι. Φωτίζονται οἱ καλοπροαίρετοι. Λάμπει καί κυριαρχεῖ ἡ Ὀρθοδοξία!
Οἱ αἱρετικοί καταισχύνονται, ἀλλά συγχρόνως καί ἀποθρασύνονται. Χωρίς δισταγμό σπεύδουν νά ἐκδικηθοῦν τόν μαχητή Ἱεράρχη. Ζητοῦν νά ἀφανίσουν αὐτόν καί τούς Ὀρθοδόξους. Τή νύχτα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ὅταν ὁ Γρηγόριος βαπτίζει τούς νεοφώτιστους ἀνάμεσα σέ πλήθη Ὀρθοδόξων πού πανηγυρίζουν τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, πλῆθος ὁπλισμένων αἱρετικῶν ὁρμοῦν στόν φωτόλουστο ναό. Φωνάζουν, βρίζουν, κτυποῦν, λιθοβολοῦν, πληγώνουν τούς Ὀρθοδόξους. Χύνεται αἷμα, τραυματίζονται πολλοί κι αὐτός ὁ ἅγιος Ἱεράρχης. Μέσα σέ ὅλα αὐτά ὅμως ὁ Γρηγόριος μένει ἥσυχος καί ἀτάραχος. «Δεινά τά γεγενημένα, γράφει, καί πέραν δεινῶν τίς ἀντερεῖ; ὑβρισθῆναι θυσιαστήρια, συγχυθῆναι μυστήρια, μέσους ἡμᾶς ἐστάναι τῶν τελουμένων καί τῶν λιθαζόντων καί φάρμακα ποιεῖσθαι κατά τῶν λιθασμῶν τάς ἐντεύξεις».
Ὁ Γρηγόριος συνεχίζει. Μάχεται. Ἀπτόητος καί ἡ νίκη ἔφθασε. Τήν ἔδωσε ὁ Θεός, ὅσο κι ἄν οἱ αἱρετικοί μαίνονταν. Διότι ἡ ἀλήθεια δέν μπορεῖ γιά πολύ νά ἀδικεῖται, ὅσο μεγάλοι καί πολλοί κι ἄν εἶναι οἱ πολέμιοί της! Ὁ αὐτοκράτωρ Θεοδόσιος, ἀφοῦ προηγουμένως ὑπέγραψε στή Θεσσαλονίκη τό διάταγμα τῆς ἐπίσημης ἀναγνωρίσεως τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔρχεται στίς 27 Νοεμβρίου τοῦ 380 στή Βασιλεύουσα, ἐκδιώκει τόν ἀρειανό ἐπίσκοπο Δημόφιλο καί παραδίδει τήν ἐκκλησία καί τούς ναούς στούς Ὀρθοδόξους. Πάτερ, λέει στόν Γρηγόριο, σέ σένα καί στούς δικούς σου κόπους καί ἱδρῶτες δι’ ἐμοῦ τοῦ αὐτοκράτορος παραδίδει ὁ Θεός τήν Ἐκκλησία. Ἰδού σοῦ παραδίδω τόν ἱερό ναό καί τόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο. Μέ τόν τρόπο αὐτό παραδόθηκε στόν Γρηγόριο ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Χαίρεται καί πανηγυρίζει τή νίκη τῆς ἀληθείας ὁ Ὀρθόδοξος λαός τοῦ Κυρίου. Σπεύδουν σέ δοξολογία καί αἶνο πρός τόν Θεό. Ὁ Γρηγόριος καί ὁ Θεοδόσιος λαμπροί στήν ἐμφάνιση προπορεύονται. Χιλιάδες λαοῦ παρά τίς ἀντιδράσεις τῶν αἱρετικῶν ὁδηγοῦνται στό Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἐπευφημώντας καί ψάλλοντας. Κι ὅταν φθάνουν, ὁ αὐτοκράτωρ ἀνέρχεται στό θρόνο, ἐνῶ ὁ Γρηγόριος προχωρεῖ στό Ἱερό Βῆμα, γιά νά ἀρχίσει ἡ μεγάλη λαμπρή Δοξολογία στόν Θεό. Μέ πόση ἀγαλλίαση ὁ Γρηγόριος διακηρύττει τήν νίκη τῆς πίστεως. Διαλύθηκε, λέει, ἡ ἀπάτη τῆς αἱρέσεως. Διασκορπίσθηκε σάν ὁμίχλη ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα καί ἔλαμψε καί πάλι, καθαρή καί διαυγής ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς εἰρήνης. Τά πλήθη τιμοῦν καί ἐπευφημοῦν τόν Γρηγόριο ὡς αἴτιο τοῦ θριάμβου. Ἀλλά ἐκεῖνος ταπεινός καί μετριόφρων διαμαρτύρεται ἔντονα καί ὑπενθυμίζει στούς Ὀρθοδόξους, ὅτι εἶναι καιρός δοξολογίας στόν Θεό.
Καί οἱ αἱρετικοί; Αὐτοί ἀκονίζουν καί πάλι τά ξίφη τους. Μισοῦν καί φοβοῦνται. Μισοῦν τόν αἴτιο τῆς νίκης, τόν γίγαντα τῆς Ὀρθοδοξίας καί ζητοῦν τό θάνατό του. Καί συγχρόνως φοβοῦνται, μήπως αὐτός πού βρίσκεται τώρα στόν θρίαμβό του ζητήσει ἐκδίκηση καί ἀνταπόδοση. Ἀλλά ὁ Γρηγόριος δέν εἶναι μόνο ὁ μέγας θεολόγος, δέν εἶναι «ἡ ἔμμουσος κιθάρα καί ὁ μελίρρυτος ποταμός τῆς σοφίας», εἶναι συγχρόνως καί ὁ ἀνεξίκακος ἱεράρχης, ὁ ὁποῖος ἀπευθύνει τώρα στόν ὀρθόδοξο λαό μήνυμα μακροθυμίας πρός τούς αἱρετικούς ἐχθρούς τῆς ἀλήθειας. «Καιρός οὗτος, ὤ ποίμνιον ἐμόν, ἐπιστρέψαι πεπλανημένους. Γνώτωσαν διδαχθέντες τά ἁμαρτήματα· προσπεσάτωσαν τῷ Κυρίῳ, ἐξαγγειλάτωσαν τήν ἀσέβειαν καί τῇ ποίμνῃ μιχθήτωσαν. Τοῦτο ἐμοί ἐκδίκησις, σωθῆναι τούς ἀδικήσαντας καί ὁμολογῆσαι καλά εἶναι, ἅ πρώην ἐδίωκον. Μακροθυμήσατε, τέκνα. Ἀνήρ μακρόθυμος πολύς ἐν φρονήσει. Καλῶς ποιήσατε τοῖς μισοῦσιν ἡμᾶς καί ἄφετε αὐτοῖς τελείως τά παραπτώματα».
Μεγάλο δίδαγμα! Σέ καιρό θριάμβου, δόξας καί μεγαλείου, τότε πού μπορεῖς νά ἐκδικηθεῖς ἄνετα καί δίκαια τούς ἐχθρούς σου, ἐσύ νά τούς συγχωρεῖς μέ μεγαλοκαρδία. Νά ζητᾶς τό καλό τους, τόν φωτισμό τους, τή σωτηρία τους. Νά ἐργάζεσαι καί νά προσεύχεσαι γί αὐτό. Μεγάλη ἀρετή μεγάλων ἀνδρῶν!
4. Ἀληθινό μεγαλεῖο.
Τά ὅσα ὁ αὐτοκράτωρ Θεοδόσιος ἐπιτέλεσε γιά τήν ἐκκλησία, ἔπρεπε νά τά ἐπικυρώσει νέα Οἰκουμενική Σύνοδος. Γι’ αὐτό καί τό 381 ὑπογράφει διάταγμα συγκλήσεως Συνόδου, γιά νά δώσει αὐτή καί τό τελειωτικό κτύπημα κατά τῶν ἐχθρῶν της ἀληθείας, τῶν ἀρειανῶν καί κάθε ἄλλου αἱρετικοῦ. 150 ἱεράρχες μέ πρόεδρο τόν γέροντα Πατριάρχη Ἀντιοχείας Μελέτιο συγκρότησαν στήν Κωνσταντινούπολη τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο.
Πρῶτο σπουδαῖο θέμα ἦταν ἡ ἐπίσημη ἐκλογή καί ἀναγνώριση τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Καί ὅπως ἦταν φυσικό, ἡ Σύνοδος κύρωσε τήν προεδρία τῆς Βασιλίδος στόν Γρηγόριο. Ἀναγνώρισε δηλαδή γιά τόν πατριαρχικό θρόνο τόν ἀκάματο ἀγωνιστή τῆς Ὀρθοδοξίας, τόν σοφό καί ἅγιο Ἱεράρχη, τόν Γρηγόριο. Ὅλοι οἱ ἀρχιερεῖς τῆς Συνόδου λαμπροφορεμένοι, περιστοιχισμένοι ἀπό πλῆθος ἱερέων καί διακόνων καί μυριάδων λαοῦ μέ κάθε μεγαλοπρέπεια, μέσα σέ ὕμνους καί ἐπευφημίες ἐνθρόνισαν τόν ἄξιο Πατριάρχη! Καί ὁ Γρηγόριος στρέφοντας τά βλέμματά του στόν οὐρανό καί ἀτενίζοντας τό εὔγνωμο ποίμνιό του, μέ λυγμούς καί δάκρυα ζητᾶ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί τίς προσευχές τῶν πιστῶν. Ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη ὁ νέος Πατριάρχης ἔλαβε δεσπόζουσα θέση στή Σύνοδο καί μέ ἐνεργό καί ἔντονη συμμετοχή ὀρθοτόμησε τόν λόγο τῆς ἀληθείας.
Ἀλλά, ἐνῶ διαρκοῦσε ἀκόμη ἡ Σύνοδος, ὁ γέροντας πρόεδρος Πατριάρχης Μελέτιος πέθανε. Ποιός θά τόν ἀντικαταστήσει τώρα στήν προεδρία; Ποιός ἄλλος παρά ὁ Γρηγόριος, ὁ ὁποῖος καί ἀμέσως ἀνακηρύχθηκε ἀπό τή Σύνοδο πρόεδρός της. Μέ τή σοφία του, τό ὀρθόδοξο φρόνημα, τόν ἔνθεο ζῆλο του θά κατεύθυνε θεοφιλῶς τίς ὑπόλοιπες συνεδρίες. Τά πράγματα ὅμως γρήγορα πῆραν ἄλλη τροπή. Διότι ἀπό τή στιγμή πού ἀναδείχθηκε ὁ Γρηγόριος πρόεδρος τῆς Συνόδου, ἀρχίζει ἡ ζηλοτυπία καί ὁ φθόνος ὁρισμένων ἐπισκόπων. Ἐξάλλου οἱ ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι τότε μόλις ἔφθασαν ἀπό τή Μακεδονία καί τήν Αἴγυπτο διαβάλλουν τόν Γρηγόριο. Θεωροῦν ἀντικανονική τήν ἐκλογή του ὡς Πατριάρχου καί ὑπονομεύουν τό κύρος του. Δημιουργοῦν ἐντυπώσεις καί σάλο. Φυγαδεύεται πλέον ἡ εἰρήνη ἀπό τήν ἐκκλησία. Οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου εἶναι δύσκολο νά συνεχισθοῦν.
Ἀλλά οἱ μεγάλοι ἄνδρες σέ τέτοιες περιπτώσεις γνωρίζουν νά δίνουν τή σωστή λύση. Καί ὁ Γρηγόριος μπροστά στήν πεισματική ἀντίδραση παίρνει τήν ἡρωϊκή ἀπόφαση. Προβαίνει σέ μία μεγαλειώδη χειρονομία, τήν ὁποία θά θυμοῦνται οἱ ἀνά τούς αἰῶνες μεγάλοι καί θά παραδειγματίζονται. Ἀποχωρεῖ ὁ γίγαντας, ἀποσύρεται οἰκειοθελῶς, γιά νά σταματήσει ὁ σάλος, νά γαληνεύσει ἡ Ἐκκλησία. Ἄνδρες συμποιμένες μου στήν ἱερή ποίμνη τοῦ Χριστοῦ, τούς λέει, σᾶς ἱκετεύω νά τακτοποιήσετε τίς μεταξύ σας διαφορές μέ εἰρήνη. Ἐάν ὅμως ἐγώ θεωροῦμαι ἀπό σᾶς αἴτιος τῆς διαστάσεως, δέν θεωρῶ τόν ἑαυτό μου περισσότερο σεβαστό ἀπό τόν Ἰωνᾶ. Ρίξτε με λοιπόν στή θάλασσα καί θά σταματήσει ἡ ταραχή. Κατεβάστε με ἀπό τό θρόνο, ἀπομακρύντε με ἀπό τήν πόλη, μόνο τήν ἀλήθεια καί τήν εἰρήνη, ὅπως λέει ὁ Ζαχαρίας, ἀγαπῆστε. Χαίρετε καί ὑγιαίνετε, ἱεροί ποιμένες, καί νά θυμᾶσθε τούς κόπους μου.
Μέ τούς λόγους αὐτούς ἀποχωρεῖ ἀπό τή Σύνοδο καί παραιτεῖται ἀπό τόν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Δέν ἀνακαλεῖ τήν ἀπόφασή του, παρόλη τήν πίεση τοῦ λαοῦ καί τοῦ ἴδιου τοῦ αὐτοκράτορος. Γι’ αὐτόν πρώτη θέση ἔχει ἡ εἰρήνευση τῆς Ἐκκλησίας. Τόση ἦταν ἡ θλίψη τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν, κληρικῶν καί λαϊκῶν, ὥστε ὁ Πατριάρχης θεώρησε καθῆκον του προτοῦ ἀφήσει τήν Βασιλεύουσα νά μιλήσει πρός τούς πιστούς. Καί ἐνώπιον κλήρου καί λαοῦ ἐκφώνησε τόν θαυμάσιο ἐκεῖνο συντακτήριο λόγο. Ἀποχαιρετᾶ μέ συγκίνηση τό ποίμνιό του, τά προσφιλή του πρόσωπα, τά ἱερά ἱδρύματα καί φεύγει.
Ποῦ πηγαίνει; Σπεύδει πρῶτα στήν Καισάρεια. Ἐκεῖ εἶναι ἐνταφιασμένος ὁ πολύτιμος, ὁ ἰσόψυχος φίλος του, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Βασίλειος, τόν ὁποῖο τίς στιγμές αὐτές θυμᾶται ζωηρότερα. Θυμᾶται τό παρελθόν καί συγκινεῖται βαθύτατα. Ἐκεῖ ἐκφωνεῖ τόν λαμπρό ἐπιτάφιο λόγο του πρός τόν Βασίλειο, τόν ὁποῖο μελετοῦν οἱ πιστοί τῶν χριστιανικῶν αἰώνων καί θαυμάζουν τούς δυό μεγάλους ἄνδρες.
Ἀπό τήν Καισάρεια ἀποσύρεται πλέον στήν ἰδιαίτερή του πατρίδα, τήν Ναζιανζό. Κι ἐκεῖ δέν μένει ἀργός. Θά χρησιμοποιήσουμε, λέει, τό ἀδύνατο αὐτό σῶμα, ὅσο ἀντέχει, καί θά συνεχίσουμε τό ἔργο μας μέ σθένος. Ἀναλαμβάνει γιά ἕνα χρονικό διάστημα τή διαποίμανση τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία ἐνοχλοῦν οἱ Ἀπολλιναριστές, καί συγχρόνως μελέτα καί γράφει. Γράφει θεολογικές καί οἰκοδομητικές ἐπιστολές σέ κληρικούς καί λαϊκούς. Γράφει τήν ἐποχή ἐκείνη τά περισσότερα ἀπό τά ἔπη του γιά τήν ὠφέλεια τοῦ πιστοῦ λαοῦ. Ἀντιλαμβάνεται ὅμως ὅτι τό τέλος του πλησιάζει. Προσεύχεται θερμά στόν Θεό, τόν ὁποῖο ὑπηρέτησε σ’ ὅλη του τή ζωή καί μέ ὅλες του τίς δυνάμεις. Ζητᾶ συγγνώμη ἀπό τόν Κύριό του. Κοινωνεῖ τῶν ἄχραντων Μυστηρίων καί γαλήνιος, εἰρηνικός παραδίδει τό πνεῦμα του γύρω στό 389 μ. Χ. Ὁ Γρηγόριος Ναζιανζηνός ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ!
Ἐκοιμήθη ὁ ἅγιος Ἱεράρχης, ὁ καλός ποιμήν, ὁ ὁποῖος «τήν ψυχήν του ἔθεσεν ὑπέρ τῶν προβάτων» (Ἰωάν. ι΄ 15). Ἐκοιμήθη ὁ θεολόγος Γρηγόριος μέ τήν ἄνωθεν σοφία, μέ τήν ὁποία διέλυσε τήν πλάνη τῆς αἱρέσεως καί παρέδωσε στήν ἐκκλησία ἁγνή καί ἀνόθευτη τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως. Ἐκοιμήθη ὁ θερμουργός ἱεροκῆρυξ, ὁ ὁποῖος μέ τό φῶς τῆς διδασκαλίας του φώτισε καί θέρμανε τόν λαό τοῦ Κυρίου. Ἐκοιμήθη ὁ ἀκατάβλητος ἀγωνιστής, πού δέν δείλιασε νά καυτηριάσει καί τόν ἴδιο τόν αὐτοκράτορα, ἄλλοτε συμμαθητή του, Ἰουλιανό γιά τίς πλάνες του μέ τούς στηλιτευτικούς λόγους του. Ἐκοιμήθη ὁ ποιητής μέ τά 408 ἔπη του τῶν 18.000 στίχων, μέσα στούς ὁποίους ἔκλεισε βαθειές δογματικές, ἠθικές, ἱστορικές... ἀλήθειες. Ἐκοιμήθη ὁ ὑμνητής τῶν μαρτύρων καί ἁγίων, ὅπως τῶν Μακκαβαίων καί τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου... Αὐτός, ὁ Γρηγόριος, γράφει γιά τόν στύλο τῆς Ὀρθοδοξίας, τόν Ἀθανάσιο: «Ἀθανάσιον ἐπαινῶν, ἀρετήν ἐπαινέσομαι». Ἐκοιμήθη ὁ ἅγιος, ὁ ὁποῖος διακήρυξε: «μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον». Ἐκοιμήθη, γιά νά λάβει τόν στέφανον τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ. Κοπίασε, μόχθησε γιά τήν ἀλήθεια. Θά μποροῦσε κι αὐτός νά ἐπαναλάβει τά λόγια τοῦ Παύλου: «Τόν ἀγώνα τόν καλόν ἠγώνισμαι, τόν δρόμον τετέλεκα, τήν πίστιν τετήρηκα· λοιπόν ἀπόκειται μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος» (Β΄ Τιμ. δ΄ 78). Ὁ οὐρανός δέχθηκε τήν ἁγία του ψυχή. Ἡ γῆ κράτησε τό ἱερό σκήνωμά του. Στήν ἱερά Μονή τοῦ Βατοπεδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶναι ἀποθησαυρισμένη ὡς κειμήλιο ἱερό ἡ ἁγία του κάρα γιά νά τήν προσκυνοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί.
Τόν ἀνέδειξε ὁ Θεός τήν ὥρα πού ἔπρεπε, γιά νά γίνει στύλος τῆς Ὀρθοδοξίας. Νά γίνει διδάσκαλος καί φωτοδότης τῶν πιστῶν. Γιά τήν Ὀρθοδοξία ἀποτελεῖ ὁ Γρηγόριος δόξα καί σέμνωμα καί καύχημα. Τέτοιους ὅμως ἀνθρώπους μόνο ὁ Θεός ἀναδεικνύει. Αὐτόν ἄς ἱκετεύουμε νά ἀναδεικνύει Γρηγορίους καί στόν αἰώνα μας, τώρα πού ἡ Ὀρθοδοξία μας μέ τίς νέες τάσεις τόσο δοκιμάζεται.
Δοκιμάζεται, ἀλλά ποτέ δέν νικιέται. Διότι ἔχει μαζί της τήν ἀλήθεια.
Στιχηρόν τοῦ Ἑσπερινοῦ. Ἦχος δ΄.
Τῇ σφενδόνῃ τῶν λόγων σου τῶν ἐνθέων, θεόπνευστε, κραταιῶς,
πανένδοξε, ἐσφενδόνησας, καθάπερ λύκον τόν Ἄρειον
καί πόρρω ἐδίωξας ἐκ τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ, ὁ ποιμήν ὁ πανάρετος,
τά σά πρόβατα περιθάλπων τῇ χλόῃ τῆς Τριάδος.
Δία τοῦτο σέ τιμῶμεν, ποιμήν ποιμένων, Γρηγόριε.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου. Ἦχος α΄.
Ὁ ποιμενικός αὐλός τῆς θεολογίας σου τάς τῶν ρητόρων ἐνίκησε σάλπιγγας
ὡς γάρ τά βάθη τοῦ Πνεύματος ἐκζητήσαντι καί τά κάλλη τοῦ φθέγματος προσετέθη σοι.
Ἀλλά πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, πάτερ Γρηγόριε, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Πηγή: (Ἀπό τό βιβλίο «Ἀθλητές Στεφανηφόροι», Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη), Ο Σωτήρ