Ἀρχιμ. Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
Ὁπωσδήποτε γιὰ τὴν κάθε ψυχὴ ποὺ λαχταρᾶ τὴν ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ καὶ ἐπιθυμεῖ τὸ θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ἔγραψε ὁ Δαϋὶδ περὶ
τῶν διψασμένων ἐλάφων ποὺ διανύουν μεγάλες ἀποστάσεις γιὰ νὰ βροῦν τὴν πηγὴ τοῦ
γάργαρου νεροῦ. Αὐτὸ ὅμως πραγματοποιεῖται, ὅπως βλέπουμε καὶ στὴν περίπτωση
τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς της Η' Κυριακῆς του Ματθαίου ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἔτρεχαν
διότι ἐποθοῦσαν νὰ πλησιάσουν τὸν Κύριο. Νὰ ἀκούσουν τὴν μοναδική του
διδασκαλία καὶ νὰ λάβουν τὴν ἰδιαίτερη εὐλογία τῆς θεραπείας ὅσοι τὴν εἶχαν
ἀνάγκη.
Πέντε χιλιάδες ἄνδρες
“χωρὶς γυναικὼν καὶ παίδων” μᾶς σημειώνει μὲ νόημα ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής.
Τόσος κόσμος ἐκρέμοντο ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Ἰησοῦ, ἔχοντας λησμονήσει ἀκόμα καὶ τὴν
ἀνάγκη τῆς πείνας καὶ τῆς ἀναπαύσεως. Τόσο πλῆθος ψυχῶν διότι αἰσθάνονταν τὴν
ὑπαρξιακὴ ἀνάγκη τῆς θείας διδασκαλίας, ἐφαρμόζοντας πρὸς τοῦτο τὸν λόγο τοῦ
προπάτορά τους Δαϋίδ: “ὡς ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγᾶς τῶν ὑδάτων, οὕτως
ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρὸς σὲ ὁ Θεός”.
Ἀλλ' ἐὰν συγκινεῖται ἡ δική μας λίθινη καρδιὰ ἀπὸ τὴν διάθεση τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν, εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν....
αἰσθανθεῖ τὴν καρδιά του νὰ πλημμυρίζει ἀπὸ εὐσπλαχνία
καὶ ἔλεος ὁ ἴδιος ὁ Χριστός; Καὶ ἐὰν τοὺς πρόσφερε τὴν θεραπεία μαζὶ μὲ τὸν
οὐράνιο ἄρτο τοῦ θείου τοῦ λόγου ἦταν δυνατὸν νὰ παραβλέψει τὴν πείνα τοῦ
σώματος; “Εσπλαχνίσθη ἐπ' αὐτοίς”, σημειώνει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος καὶ στὸ
τέλος τοὺς προσφέρει θαυμαστῶ τῷ τρόπω τοὺς ἄρτους καὶ τοὺς ἰχθῦς.
Ἀλλὰ τὸ ὅτι ὁ Ἰησοῦς κινεῖται πάντοτε πρὸς τοὺς
ἀνθρώπους μέσα ἀπὸ τὸ πέλαγος τῆς θείας εὐσπλαχνίας, τοῦτο τὸ γνωρίζουν ὄχι
μόνο οἱ ἁπλὲς ψυχὲς ποὺ προσελκύονται ἀπὸ τὸν οὐράνιο μαγνήτη τοῦ Προσώπου του,
ἀλλὰ τὸ ἔχουν καταλάβει καλὰ καὶ αὐτοὶ οἱ ἐχθροί του. Αὐτὸς δὲ εἶναι καὶ ἕνας
ἐπιπλέον λόγος γιὰ νὰ εὑρίσκονται συνεχῶς σὲ ταραχὴ καὶ νὰ ξεχειλίζει
ἀσυγκράτητό το μίσος μέσα ἀπὸ τὴν παθιασμένη τοὺς καρδιά.
Ναί, ἡ εὐσπλαχνία ἀποτελεῖ καὶ αὐτὸ ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια
χαρακτηριστικά του Θεανθρώπου. Τὸ δὲ ἔλεος συγκεφαλαιώνει ὅλες τὶς ἐκφάνσεις
τῆς θείας τοῦ οἰκονομίας καὶ ἐκφράζει τὴν μοναδικὴ καὶ οὐράνια ἀγάπη μὲ τὴν
ὁποία μᾶς “ἠγάπησεν πρὸ καταβολῆς κόσμου”.
Αὐτὸ ἀποτελεῖ μιὰ θεολογικὴ – ἀποκαλυπτικὴ
πραγματικότητα ποὺ θὰ πρέπει ἰδιαζόντως νὰ ἐπισημανθεῖ.
Ὄχι μόνο οἱ ἱεροὶ Εὐαγγελιστὲς σὲ κάθε θαῦμα ποὺ
περιγράφουν καὶ σὲ κάθε διδασκαλία ποὺ καταγράφουν ξεδιπλώνουν τὶς πτυχὲς τῆς
θείας εὐσπλαχνίας, ἀλλὰ καὶ στὴν ἱστορικὴ καταγραφὴ τῆς πορείας τοῦ λαοῦ τοῦ
Θεοῦ, στὸν χῶρο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως βεβαίως καὶ σὲ ὅλους τους Προφῆτες,
ἀκόμα καὶ σ' αὐτοὺς ποὺ στὰ μάτια τῶν ἀδαῶν φαίνονται ὑπὲρ ἄγαν αὐστηροί,
μεθοδικῶς ἀποκαλύπτεται καὶ οἰκοδομεῖται τὸ κεφάλαιον τοῦ ἐλέους τῆς Ἁγίας
Τριάδος.
Ἐὰν τώρα θελήσουμε νὰ περιγράψουμε μέσω μιᾶς Βιβλικῆς
εἰκόνας, τόσο τὸ κατάντημα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀνάγκη του γιὰ ἔλεος καὶ
εὐσπλαχνία, ὅσο καὶ τὴν μοναδικὴ κίνηση τοῦ Θεοῦ, ἐξ' αἰτίας τῆς ἀγάπης του γιὰ
νὰ σώσει τὸ ἀγαπημένο τοῦ τέκνο, χωρὶς ἀντίρρηση θὰ ἐπιλέγαμε αὐτὸ ποὺ
καταγράφει καὶ πάλι ὁ “τελώνης εὐαγγελιστής” καὶ μέσα στὴν ἔκφραση ἑνὸς στίχου
διαζωγραφίζει τὸ δράμα ἀλλὰ καὶ τὴν σωτηρία. “Ο Ἰησοῦς ἰδὼν τοὺς ὄχλους
ἐσπλαγχνίσθη περὶ αὐτῶν, ὅτι ἤσαν ἐκλελυμένοι καὶ ἐρριμμένοι ὡς πρόβατα μὴ
ἔχοντα ποιμένα”!
Δυστυχῶς ἐγκαταλείψαμε φίλοι μου τὴν ὕπαιθρον χῶραν
καὶ ἔτσι στερούμαστε εἰκόνων καταπληκτικῆς χαρᾶς ἀλλὰ καὶ ἀκραίας συμφορᾶς καὶ
δυστυχίας. Καὶ τὸ λέμε τοῦτο, διότι δὲν ὑπάρχει τίποτε χειρότερο ποὺ κάνει τὸν
ἄνθρωπο νὰ θλιβεῖ καὶ νὰ πονέσει, ἀπὸ τὸ νὰ συναντήσει στὸ διάβα τοῦ πρόβατα
μικρὰ καὶ μεγάλα, ἐγκαταλελειμμένα. Πρόκειται περὶ θεάματος ποὺ προξενεῖ τὴν
ἀνάμειξη πόνου καὶ οἰκτιρμοῦ, θλίψεως καὶ ἀγάπης. Στὸ θέαμα αὐτὸ ξεχνᾶς
ὁτιδήποτε σὲ ἀπασχολεῖ καὶ σπεύδεις νὰ βάλεις στὴν ἀγκαλιά σου τοὺς μικροὺς
ἀμνοὺς ποὺ δὲν ἔχουν ποῦ νὰ σταθοῦν καὶ ποῦ νὰ νυχτώσουν. Ὅταν μάλιστα
γνωρίζεις ὅτι θὰ κάνουν τὴν ἐμφάνισή τους καὶ οἱ λύκοι γιὰ νὰ τὰ κατασπαράξουν,
τότε τὸ δράμα ξεπερνᾶ κάθε ὅριο. Τὸ ἔρημο καὶ διασκορπισμένο κοπάδι, τώρα
βελάζει ἀπεγνωσμένα καὶ ἀναζητᾶ τὸν καλό του ποιμένα.
Ἡ συγκλονιστικὴ αὐτὴ Εὐαγγελικὴ εἰκόνα περιγράφει
ἐπακριβῶς τὴν κατάσταση τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἰουδαίας, ὅταν ἐκήρυσσε καὶ θαυματουργοῦσε
ὁ Κύριος, ἀλλὰ δυστυχῶς περιγράφει καὶ τὴν καταστάση τοῦ λογικοῦ ποιμνίου τῆς
Ἐκκλησίας μᾶς ὅταν, κρίμασιν οἶς οἶδεν Κύριος, παραχωρεῖ ἡ ἀγάπη του σὲ κάποιες
τῶν περιπτώσεων, τὸ κατὰ τόπους πλήρωμα νὰ ἐγκαταλείπεται καὶ νὰ βασανίζεται
ἀπὸ τοὺς “κακοὺς καὶ μισθωτούς” ποιμένες.
Ὁ Κύριος ὅμως δὲν σπλαχνίζεται μόνο τους ὁμοεθνεῖς
του, ἀλλὰ κάθε ἄνθρωπο ἀφοῦ εἶναι ὁ δημιουργὸς ὅλων των ἀνθρώπων. Σπλαχνίζεται
καὶ εὐεργετεῖ ὁμοεθνεῖς καὶ ἀλλοεθνεῖς, μικροὺς καὶ μεγάλους, φίλους καὶ
ἐχθρούς. Ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τοῦ αὐτὸ ἀκριβῶς ἀποδεικνύει. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Απ. Πέτρος
στὴν ὁμιλία του στὴν οἰκία τοῦ Κορνηλίου θὰ τονίσει μὲ ἔμφαση: “Διῆλθεν
εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος παντας” (Πράξ. Ἄπ. Ἰ' 38).
Αὐτὸ τὸ γνωρίζει ὁλόκληρος ὁ κόσμος καὶ διαλαλεῖται
ὑπ' ἀγγέλων, ἀνθρώπων καὶ ὁλοκλήρου της κτίσεως, ὅτι “ἐμεγαλύνθη ἕως τῶν
οὐρανῶν τὸ ἔλεός Σου, Κύριε”!
Χρειάζεται ἄραγε μετὰ ἀπ' ὅλα αὐτὰ νὰ τονίσουμε ὅτι ὁ
πιστὸς δὲν μπορεῖ μόνο νὰ δέχεται, ἀλλὰ καὶ νὰ προσφέρει εὐσπλαχνία καὶ ἀγάπη
πρὸς τοὺς ἀδελφούς του;
Εἶναι δύσκολο νὰ κατανοήσουμε ὅτι τὸ ἀκένωτο ἔλεος τοῦ
Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς τοὺς ἴδιους, μᾶς δημιουργεῖ ἱερὲς ὑποχρεώσεις καὶ ἐξαγιασμένα
καθήκοντα πρὸς κάθε ἐν Χριστῷ ἀδελφό μας, ἀλλὰ καὶ πρὸς κάθε ἀπόγονό του Ἀδάμ;
Ὁ θεϊκὸς λόγος ποὺ ἀποτελεῖ ἐντολὴ “γίνεσθε οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ Πατὴρ ἠμῶν
οἰκτίρμων ἐστὶ” (Λουκ. ΣΤ' 36), δὲν πρέπει νὰ ἀφήνομε νὰ ξεθωριάζει ποτὲ ἀπὸ
τὸν χῶρο τῆς καρδιᾶς μας. Ἐπιβάλλεται νὰ ἀποτελεῖ φωτεινὸ ὁδοδείκτη ἀκόμα καὶ
πρὸς τοὺς “ἐχθρούς” μας. Ἀκόμα καὶ γι' αὐτοὺς ποὺ ὅταν μᾶς συκοφαντοῦν ξεγελοῦν
τὸν ἐαυτόν τους ὅτι “δόξη λατρεία προσφέρουν τῷ Θεὼ” (Ἰωαν. ΙΣΤ' 2).
Ἃς δείχνουμε λοιπὸν ἀγάπη καὶ ἃς εἴμαστε πονετικοὶ
πρὸς κάθε πρόσωπο, διότι ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἡ ἴδια ἡ πραγματικότητα ἡ ζωὴ
εἶναι “ρόδα” ποὺ γυρίζει καὶ τὸ κάτω ἔρχεται ἐπάνω καὶ ἐκεῖνο ποὺ βρισκόταν
πρὶν στὴν κορυφή, τώρα βυθίζεται στὴν λάσπη. Τί θέλουμε νὰ ποῦμε μὲ αὐτό; Ὅτι
τίποτε δὲν εἶναι τόσο ἄστατο καὶ ἀπρόβλεπτο ὅσο ἡ ἀνθρωπίνη ἀξία καὶ τὰ
πράγματα τοῦ κόσμου τούτου. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ ὁ Θεὸς ἀκόμα ἀπὸ τὴν
Παλαιὰ διαθήκη προτρέπει: “Ὃς φράσσει τὰ ὦτα αὐτοῦ του μὴ ἐπακοῦσαι ἀσθενοῦς
καὶ αὐτὸς ἐπικαλέσεται καὶ οὐκ ἔσται ὁ εἰσακούων...”. “Ο δὲ ἐπισπλαγχνιζόμενος
ἐλεηθήσεται” (Πάρ. ΚΑ' 13 & ΙΖ' 5). Δηλ. Ὅποιος κλείνει τὰ αὐτιά του, γιὰ
νὰ μὴν ἀκούσει τὴν παράκληση καὶ ἱκεσία τοῦ ἀδυνάτου καὶ ἀσθενοῦς πτωχοῦ, θὰ
ἔλθει ἡ ὥρα ποὺ θὰ παρακαλεῖ καὶ αὐτός, ἀλλὰ δὲν θὰ τὸν ἀκούει κανείς...
Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ στέκεται μὲ συμπάθεια ἐπάνω ἀπὸ τὸν πάσχοντα καὶ τὸν
εὐσπλαχνίζεται, θὰ ἀπολαύσει ἔλεος πολύ.
Ἡ εὐσπλαγχνία λοιπὸν δὲν χαρίζει μόνο τὴν οἰκειότητα
πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ αὐτὸ βεβαίως εἶναι κάτι τὸ ἐντελῶς φυσιολογικὸ καὶ τὸ
ἑπόμενο, ἀλλὰ χαρίζει καὶ τὴν ἁγίαν παρρησίαν πρὸς τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος
ποὺ ἀγαπᾶ, ποὺ συμπονᾶ, ποὺ δείχνει σπλάγχνα οἰκτιρμῶν, οὐδέποτε θὰ αἰσθανθεῖ τὴν
ἀποστροφὴ τοῦ θεϊκοῦ προσώπου. Μάλιστα θὰ λέγαμε ὅτι μὲ τὴ στάση τοῦ αὐτὴ ὁ
ἄνθρωπος, στάση ἀγάπης πρὸς τὸν ἀδελφό, ὅταν τοῦ τείνει χείρα βοηθείας, κατὰ
ἕναν πνευματικὸ νόμο τῆς χάριτος “ἐρεθίζει” ἔτι πλέον τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καί,
ὅσο περισσότερα προσφέρει, τόσο καὶ περισσότερα λαμβάνει ἀπὸ τὸν Εὔσπλαγχνο καὶ
φιλάνθρωπο Ἰησοῦ. Ἡ κατάσταση αὐτή, ὡς ἀποτέλεσμα φέρει εἰρήνη, χαρά, γαλήνη
καὶ ψυχικὴ ἱκανοποίηση ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ αἰσθανθεῖ ὅλα αὐτὰ ὅποιος “φοβᾶται
νὰ ἀγαπήσει”.
Στὸ ἐρώτημα τώρα : “τί γίνεται ὅταν κάποιος ἐπιθυμεῖ
νὰ προσφέρει, ἀλλὰ ἀδυνατεῖ;” Μὰ ἡ ἀπάντησις φίλοι μου εἶναι δεδομένη. Ἐὰν
ὄντως δὲν ἔχει, τότε ἃς προσφέρει τὸν λόγο του. Ἐὰν καὶ πάλι δὲν διαθέτει λόγο
(ποὺ λέει ὁ λόγος), τότε ἃς χαρίσει τὸ χαμόγελό του ποὺ τόσο τὸ ἔχουμε ὅλοι
ἀνάγκη (κάποιες δὲ φορὲς περισσότερο καὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ρητορικοὺς καὶ
τέλειους λόγους). Ἐὰν πάλι δὲν δύναται νὰ βάλει στὴν χούφτα τοῦ ἀδελφοῦ ἕνα
κομμάτι ἄρτου (ἕνα “ἀντιδωρον”) ἢ ἐὰν δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ δώσει λίγα ψάρια (ἔστω
μιὰ “μαρίδα”), ἐὰν ἀδυνατεῖ νὰ ἐπικοινωνήσει καν μὲ τὸν ἀδελφό του, ἐπιτέλους
τότε, ἃς στρέψει τὸ πρόσωπό του πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ ἃς ἀναμέλψει μιὰ δέηση.
Ἕνα “Κύριε ἐλέησον” ποὺ ἐὰν ἐπιθυμεῖ νὰ
φθάσει γρήγορα καὶ νὰ εἰσακουστεῖ, ἃς τὸ παραπέμψει μὲ δύο “συνοδευτικὰ δάκρυα”
ποὺ ὡς φύλακες ἄγγελοι θὰ τὸ παραδώσουν “ἰδιοχείρως” πρὸς Τὸν “Πατέρα τῶν
οἰκτιρμῶν καὶ Θεὸν πάσης παρακλήσεως” (Β' Κορ. Α' 3).
Ἀμήν.
Πηγή: Ῥωμαίϊκο
Ὁδοιπορικό