Δευτέρα 19 Αυγούστου 2019

Ἡ Ἐκκλησία Σῶμα Χριστοῦ


  

Ιερομόναχος Ευσέβιος Βίττης
  
Τι λέει για την Εκκλησία ο Απόστολος Παύλος; Τη χαρακτηρίζει με μια συμβολική έκφραση πολύ περιεκτική και παραστατική. Την ονομάζει Σώμα Χριστού. Χρησιμοποιεί μια θαυμάσια εικόνα, που ακόμα κι εγώ μπορώ να καταλάβω.Η Εκκλησία παρουσιάζεται ως Σώμα. Τι σημαίνει αυτό θα μου το αναλύσει ο ίδιος Απόστολος σιγά σιγά, ώστε να αντιληφθώ τι κρύβεται πίσω από αυτήν.
Την εικόνα του σώματος ως παράσταση της Εκκλησίας τη χρησιμοποιεί ο απόστολος Παύλος γιατί έχει πολλή βαθιά σημασία και ταυτόχρονα μεγάλη σαφήνεια. Ο ίδιος γράφει στους Χριστιανούς των Κολασσών. «Και αυτός (ο Χριστός) εστι πρό πάντων και τα πάντα εν αυτώ συνέστηκε. Και αυτός εστιν η Κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας» (Κολασ. α' 7-8).
Πριν από όλα υπάρχει ο Χριστός. Όλα αυτός τα συγκρατεί και τα διατηρεί και τα κατευθύνει με την πάνσοφη και στοργική του πρόνοια. Και αυτός που όλα τα συγκρατεί και τα διευθύνει, αυτός είναι και η κεφαλή του σώματος που είναι η Εκκλησία. Πάλι για σώμα μιλάει ο απόστολος Παύλος.


Μιλάει για σώμα που δεν είναι τυχαία η κεφαλή του, αλλά αυτός ο Υιός και Λόγος του Θεού, που δημιούργησε τον κόσμο και σαρκώθηκε στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Προς το παρόν μένω στην έννοια του σώματος. Η έννοια της Κεφαλής θα με απασχολήσει αργότερα.

Στην πρώτη προς Κορινθίους επιστολή λέει πάλι ο ίδιος Απόστολος «υμείς εστέ σώμα Χριστού και μέλη εκ μέλους» (Α' Κορ. ιβ' 27). Αποτελείτε, λέει, όλοι εσείς μαζί σώμα Χριστού. Και ο καθένας σας αποτελεί μέλος του Χριστού επί μέρους. Έτσι πιο συγκεκριμένα ο Απόστολος καθορίζει τι ακριβώς εννοεί με τον όρο σώμα Χριστού. Επομένως σύμφωνα με αυτά η Εκκλησία αποτελεί ένα πνευματικό οργανισμό που η αξία του έγκειται πρώτον στο ότι έχει ως κεφαλήν του τον Χριστό και δεύτερον στο ότι έχει ως μέλη του τον κάθε πιστό. Όλοι μαζί αποτελούν το σώμα του.
Μιλώντας ο απόστολος Παύλος για Κεφαλή και για Σώμα αναφερόμενος στην Εκκλησία, φανερώνει ένα διπλό μυστήριο. Το μυστήριο της Κεφαλής, που είναι ο Χριστός και το μυστήριο του Σώματος, που είναι οι πιστοί σ' αυτόν και που αποτελούν την Εκκλησία του. Τώρα βλέπω καθαρά, ότι η Εκκλησία αποτελεί άλλου είδος μέγεθος και όχι τέτοιο που μας συνήθισε η κοσμική αντίληψη γι' αυτήν.
Η Εκκλησία δεν είναι ούτε ίδρυμα ούτε σωματείο ούτε ένωση ούτε συνασπισμός ανθρώπων που έχουν κοινά υλικά συμφέροντα και κοσμικές επιδιώξεις. Η Εκκλησία δεν είναι πολιτικό ή πολιτιστικό ή κοινωνιστικό κίνημα ή ό,τι άλλο σχετικό που ανήκει σ' αυτές τις κατηγορίες μικρών ή μεγάλων ανθρωπίνων ομάδων με οποιαδήποτε γήινα κίνητρα ή σκοπούς ή επιδιώξεις. Η Εκκλησία είναι ένα μεγάλο μυστήριο, ακατανόητο για το φτωχό μου μυαλό, υπαρκτό όμως και πραγματικό Σώμα, το Σώμα του Χριστού.
Την ιδιότυπη σχέση και θέση του κάθε πιστού μέσα στο σώμα αυτό την αποσαφηνίζει ο απόστολος Παύλος αναφερόμενος στην δική του θέση μέσα στο σώμα αυτό, πράγμα που ισχύει κατ' αναλογίαν και για κάθε πιστό. Να, τι λέει γράφοντας προς τους Κολασσαείς «νυν χαίρω εν τοις παθήμασί μου υπέρ υμών και ανταναπληρώ τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού εν τη σαρκί μου υπέρ του σώματος αυτού ο εστιν η Εκκλησία» (Κολασ. α' 24).
Χαίρομαι, λέει, για ό,τι πάσχω για χάρη σας. Πάσχοντας ανακαλύπτω, αλλά και πραγματοποιώ κάτι βαθύτερο και μυστικότερο. Πάσχοντας δηλαδή εγώ για σας συντελώ στη συμπλήρωση των θλίψεων που πρέπει να γίνει από το σώμα του Χριστού, που είναι η Εκκλησία του. Με άλλα λόγια ό,τι δεν προσφέρετε εσείς από άποψη πόνου ως προσφορά στο Χριστό, το προσφέρω εγώ για σας, αντί για σας. Τα λόγια αυτά του Αποστόλου θα μπορούσα ίσως να τα εννοήσω και υπό μια άλλη άποψη. Πάσχω για σας και χαίρομαι για τα παθήματά μου αυτά. Με τον τρόπο αυτό αναπληρώνω ό,τι θα έπασχε ο Χριστός, αν εξακολουθούσε να βρίσκεται στον κόσμο αυτόν.
Ο ίδιος όμως εκπληρώνοντας πέρα για πέρα το έργο, που είχε να κάνει ως άνθρωπος επάνω σ' ετούτη τη γη, έφυγε από κοντά μας. Στη θέση του τώρα είμαστε εμείς. Και εμείς συνεχίζουμε να θλιβόμαστε και να πονούμε για το σώμα αυτό που λέγεται και είναι η Εκκλησία του. Όπως όμως κι αν πάρω το πράγμα, το ίδιο σημαίνει κατά βάθος. Τελικά δηλαδή υπάρχει μια μυστική σχέση του Χριστού με την Εκκλησία του. Και αυτό οφείλεται στο γεγονός, ότι η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού.
Αυτά που αναφέρονται πιο πάνω δεν μου τα λέει κάποιος ανεύθυνος κοσμικός άνθρωπος ούτε ένας σοφός ιστορικός ή βαθυνούστατος κοινωνιολόγος ή κάποιος αντίστοιχός τους, αλλά αυτός που υπήρξε «στόμα Χριστού», ο θεορρήμων και ουρανοβάμων και δοχείο της θείας σοφίας απόστολος Παύλος. Και ό,τι αυτός λέει για την Εκκλησία διαφέρει όσο η μέρα από τη νύχτα εν σχέσει με αυτά που λένε για την Εκκλησία οι κοσμικοί άνθρωποι. Αυτοί ποτέ δεν γνώρισαν την Εκκλησία.
Αυτοί ποτέ δεν είδαν με τα μάτια της ψυχής τους το μεγαλείο του Σώματος του Χριστού. Γι' αυτό κι εγώ υπήρξα πέρα για πέρα ανόητος και άμυαλος και ασύνετος και μωρός αφήνοντας τον εαυτό μου να επηρεάζεται από τις δικές τους κοσμικές και γι' αυτό ψεύτικες και ανάξιες λόγου αντιλήψεις για την Εκκλησία.
Η Εκκλησία μου λοιπόν είναι κάτι που απλώνεται σε χώρους μυστικούς, σε χώρους πνευματικούς και ουράνιους δια μέσου της Κεφαλής της, που είναι ο Χριστός. Οφείλω γι' αυτό να μελετήσω ως πιστός Χριστιανός με ταπείνωση και αγάπη, με ευλάβεια και σεβασμό, την αλήθεια αυτή. Οφείλω να ζητώ ταπεινά και με θέρμη το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος για να την εναποθέσω βαθιά μέσα στην καρδιά μου ως αγία πεποίθηση και βεβαιότητα, ώστε να αποκτήσω σιγά σιγά συνειδητή και σε βάθος γνώση αυτού που είναι η Εκκλησία του Χριστού, αφού σ' αυτήν βαφτίστηκα και από νήπιο ακόμη και σ' αυτήν βαφτίστηκα σώμα και ψυχή, με λόγια και έργα, ως την τελευταία μου πνοή.
Ο απόστολος Παύλος δεν χρησιμοποιεί τυχαία την εικόνα «σώμα» για να κάνει πιο αισθητή την έννοια «Εκκλησία». Έχει ζήσει ο ίδιος την πραγματικότητα της Εκκλησίας και γι' αυτό μπορεί να μιλάει όχι θεωρητικά, αλλά με βάση και την προσωπική του εμπειρία. Αν σ' αυτό προσθέσω πως είναι και φωτισμένος και εμπνευσμένος από το Άγιο Πνεύμα, τότε δεν έχω μπροστά μου μια εικόνα απλώς ανθρώπινη, αλλά θεϊκή. Αξίζει γι' αυτό να προσπαθήσω «εξ όλης της ισχύος μου» (Μαρκ. ιβ' 30) να απασχοληθώ με το νόημα αυτής της εικόνας εμβαθύνοντας σ' αυτήν όσο μπορώ πιο πολύ.
Σε προηγούμενες θεωρήσεις μου διαπίστωσα πως η Εκκλησία αποτελεί θεϊκό μυστήριο κρυμμένο στα βάθη της αγάπης του Θεού. Προχωρώντας λίγο πιο πέρα βλέπω από ό,τι μου λένε σχετικά οι Άγιοι Απόστολοι και οι Άγιοι Πατέρες έπειτα από αυτούς, ότι η πρώτη Εκκλησία στον κόσμο ήταν η Εκκλησία των Πρωτοπλάστων μέσα στον Παράδεισο. Εκεί οι πρώτοι άνθρωποι ζούσαν σε αδιάκοπη επικοινωνία με τον Δημιουργό τους και αποτελούσαν Θεός και άνθρωποι μια θαυμάσια κοινωνία αγάπης, αμοιβαιότητας, ευφροσύνης, χαράς και μακαριότητας «ανεκλαλήτου», απερινόητης, τέτοιας δηλαδή που δεν μπορεί να συλλάβει ο φτωχός μας νους.
Με τη θλιβερή πτώση των Πρωτοπλάστων καταλύθηκε η θαυμαστή εκείνη κοινωνία. Και χρειάστηκε ύστερα από μεγάλη διαδικασία στην ιστορία των ανθρώπων να γίνει η εκλογή του «περιούσιου λαού» του Θεού, του Ισραήλ. Η εκλογή αυτή σήμαινε την προπαρασκευή των ανθρώπων να ξαναμπούν στην Εκκλησία εκείνη, στην αρχαία εκείνη και μακάρια κοινωνία με τον Θεό και μεταξύ τους. Εκείνη όμως η μεταπτωτική «πρώτη σκηνή» (Εβρ. θ' 1), η Συναγωγή, δηλαδή η Εκκλησία του πρώτου Ισραήλ, αποτελούσε απλώς «σκιάν» (Εβρ. ι' 1) και «τύπον» (Α' Κορ. ι' 6), προεικόνιση με άλλα λόγια της πραγματικής «πανηγύρεως και εκκλησίας των πρωτοτόκων των εν ουρανοίς απογεγραμμένων» (Εβρ. ιγ' 23).

Η αληθινή δηλαδή Εκκλησία πραγματοποιήθηκε με την είσοδο του Χριστού στον κόσμο. Και για να γίνω σαφέστερος ο Υιός και Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος παίρνοντας επάνω του την ανθρώπινη φύση και ενώθηκε άρρηκτα μαζί της και είχε επίσημη ημέρα καθιερώσεως της Εκκλησίας την ένδοξη και μοναδική εκείνη ημέρα της Πεντηκοστής. Η Πεντηκοστή σήμαινε πια ως καρπός της θυσίας και της αναστάσεως του Χριστού την εγκατάσταση της «καινής κτίσεως» (Γαλ. ς' 15) στον κόσμο, δηλαδή της Εκκλησίας.

Πηγή: (Απόσπασμα από το βιβλίο «Η Εκκλησία μου κι εγώ» Ιερομονάχου Ευσέβιου Βίττη Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη), Ι.Ν. Παντανάσσης