«Παραπονιέσαι γιὰ τὴ μοναξιὰ
στὴ μέση μεγάλης πόλης. Τόσος λαὸς γύρω σου κοχλάζει σὰν μυρμηγκοφωλιά, καὶ ἐσὺ
καὶ πάλι αἰσθάνεσαι σὰν στὴν ἔρημο. Στὶς μεγάλες γιορτὲς ἡ κατάσταση εἶναι ἀνυπόφορη.
Παντοῦ πλημμυρίζει ἡ χαρά, ἐνῶ ἐσένα σὲ πιέζει ἡ λύπη. Οἱ ἑορταστικὲς ἡμέρες τῶν
Χριστουγέννων καὶ τῆς Ἀνάστασής σου φαίνονται σὰν κάποια ἄδεια δοχεῖα, τὰ ὁποῖα
ἐσὺ γεμίζεις μὲ δάκρυα. Ὅταν αὐτὲς οἱ ἅγιες γιορτὲς βρίσκονται μακριὰ πίσω ἢ
μπροστά σου, αἰσθάνεσαι πιὸ ἤρεμη. Ἀλλὰ ὅταν πλησιάσουν καὶ ἔρθουν, ἡ θλίψη καὶ
ἡ ἐρημιὰ κυριεύουν τὴν ψυχή σου.
Τί νὰ σοῦ κάνω; Θὰ σοῦ
διηγηθῶ τὴν ἱστορία γιὰ τὰ Χριστούγεννα τῆς Ἰωάννας διότι ἴσως σὲ ὠφελήσει. Θὰ ἀφήσω
ὅμως νὰ σοῦ διηγεῖται ἐκείνη ὅπως τὰ εἶχε διηγηθεῖ σὲ μένα.
«Σαράντα καὶ κάτι χρόνια
βλέπω ἐγὼ αὐτὸ τὸν κόσμο σὰν γυναίκα. Ποτὲ καμιὰ χαρά, ἐκτὸς ἀπὸ λίγη σὰν παιδὶ
στὸ σπίτι τῶν γονέων μου. Ἀλλὰ μπροστὰ στὸν κόσμο δὲν ἔδειχνα λυπημένη. Μπροστὰ
στοὺς ἀνθρώπους ὑποδυόμουν τὴ χαρούμενη, καὶ στὴ μοναξιὰ ἔκλαιγα. Ὅλοι μὲ θεωροῦσαν
ἕνα εὐτυχισμένο πλάσμα, ἀφοῦ ὡς τέτοια ἔδειχνα. Ἀκούω, ὅλοι γύρω μου παραπονοῦνται,
καὶ οἱ ἔγγαμοι καὶ οἱ ἄγαμοι, καὶ οἱ πλούσιοι καὶ οἱ φτωχοί, ὅλοι. Καὶ
σκέφτομαι, γιατί κι ἐγὼ νὰ παραπονιέμαι στοὺς δυστυχισμένους γιὰ τὴ δική μου
δυστυχία, καὶ μόνο νὰ αὐξάνω τὴ λύπη γύρω μου; Θεέ, νὰ δείχνω χαρούμενη ἔτσι θὰ
εἶμαι πιὸ χρήσιμη στὸν δυστυχισμένο κόσμο, ἐνῶ τὸ μυστικό μου θὰ τὸ κρύβω μέσα
μου καὶ θὰ κλαίω στὴ μοναξιά μου. Προσευχόμουν στὸν Θεό, γιὰ νὰ μοῦ ἐμφανισθεῖ
μὲ κάποιο τρόπο, τουλάχιστον μόνο ἕνα δάχτυλό Του νὰ αἰσθανθῶ. Προσευχόμουν ἔτσι,
γιὰ νὰ μὴν σβήσω ἀπὸ τὴν κρυμμένη λύπη. Ἀπὸ κάθε ἔσοδο ἔκανα ἐλεημοσύνη ὁπουδήποτε
εἶχα εὐκαιρία. Ἐπισκεπτόμουν ἀρρώστους καὶ ὀρφανούς, καὶ ἔφερνα χαρὰ μὲ τὴ δική
μου φαινομενικὴ χαρά. Πιστεύω σὲ Σένα, ἀγαθέ μου Θεέ, ἔλεγα συχνά, ἀλλὰ Σὲ
παρακαλῶ, ἐμφανίσου μου μὲ κάποιο τρόπο, γιὰ νὰ Σὲ πιστεύω ἀκόμα περισσότερο.
«Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τὴ ἀπιστία» (Μάρκ. 9, 24). Ἐπαναλάμβανα αὐτὰ τὰ
λόγια ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ πράγματι, βίωσα νὰ μοῦ ἐμφανιστεῖ ὁ Κύριος.
Δυσκολοτατες γιὰ μένα ἦταν
οἱ μεγάλες γιορτές. Μετὰ ἀπὸ τὴ Λειτουργία κλεινόμουν στὸ δωμάτιο καὶ ἔκλαιγα ὁλόκληρά
τα Χριστούγεννα καὶ τὴν Ἀνάσταση. Ὅμως τὰ προηγούμενα Χριστούγεννα ἐμφανίστηκε ὁ
Θεός. Αὐτὸ ἔγινε ὡς ἑξῆς. Πλησίαζε αὐτὴ ἡ μεγάλη μέρα. Ἐγὼ ἀποφάσισα νὰ ἑτοιμάσω
ὅλα ἔτσι ὅπως ἡ μητέρα μου ἑτοίμαζε: καὶ κρέας, καὶ ζυμαρικά, καὶ γλυκά, καὶ ὅλα
τ’ἄλλα. Ἅπλωσα σανὸ στὸ σπίτι, πέταξα ἀπὸ τρία καρύδια σὲ κάθε γωνιὰ τοῦ
δωματίου. Ἃς εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα ἐλεήμων σὲ ὅλες καὶ τὶς τέσσερις πλευρὲς τοῦ
κόσμου. Καὶ κάνοντας ὅλα αὐτὰ ἀσταμάτητα προσευχόμουν: Κύριε, στεῖλε μου ἐπισκέπτες
ἀλλὰ ἐντελῶς πεινασμένους καὶ φτωχούς! Σὲ παρακαλῶ, ἐμφανίσου μ’αὐτὸν τὸν
τρόπο! Ποὺ καὶ ποῦ μου ἐρχόταν ἡ σκέψη: τρελὴ Ἰωάννα, τί ἐπισκέψεις περιμένεις
τὰ Χριστούγεννα! Αὐτὴ τὴν ἅγια μέρα ὁ καθένας βρίσκεται στὸ σπίτι τοῦ ποιὸς θὰ
μποροῦσε νὰ ἔρθει ὡς ἐπισκέπτης σὲ σένα; Κι ἐγὼ ἔκλαιγα καὶ ἔκλαιγα… Ὅμως καὶ
πάλι ἐπαναλάμβανα ἐκείνη τὴν προσευχὴ καὶ ἑτοίμαζα.
Ὅταν τὰ Χριστούγεννα γύρισα
ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἄναψα τὸ κερί, ἔστρωσα τὸ τραπέζι, ἔβαλα ὅλα τα φαγητά, καὶ
τότε ἄρχισα νὰ περπατῶ ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ στὸ δωμάτιο. Θεέ μου, μὴν μὲ ἐγκαταλείψεις!
Πάλι προσευχόμουν. Στὸ δρόμο λίγοι περνοῦσαν. Εἶναι Χριστούγεννα, ἀλλὰ καὶ ὁ
δρόμος μᾶς εἶναι ἀπόμερος. Ὅμως μόλις τὸ χιόνι ἔτριζε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια
κάποιου, ἐγὼ πεταγόμουν στὴν πόρτα! Ἄραγε εἶναι ὁ ἐπισκέπτης μου; Δὲν εἶναι.
Νά, προσπέρασε. Τὸ μεσημέρι ἦρθε καὶ πέρασε, καὶ ἐγὼ μόνη. Ἄρχισα νὰ κλαίω καὶ
κραύγασα: τώρα βλέπω, Κύριε, ὅτι μὲ ἐγκατέλειψες ἐντελῶς! Ἔκλαιγα ἔτσι καὶ
σιγοέκλαιγα συνεχῶς! Ξαφνικὰ χτύπησε κάποιος τὴν πόρτα, καὶ ἐγὼ ἄκουσα φωνές: δῶσε
ἀδελφέ, δῶσε ἀδελφή! Γρήγορα ἔτρεξα καὶ ἄνοιξα τὴν πόρτα. Μπροστά μου ἕνας τυφλὸς
καὶ ὁ ὁδηγός του, καὶ οἱ δυὸ σκυμμένοι, κουρελιασμένοι, παγωμένοι. Ὁ Χριστὸς
γεννήθηκε, κύριοί μου! φώναξα ἐγὼ χαρούμενα. Ἀληθῶς γεννήθηκε! κροτάλιζαν μὲ τὰ
δόντια ἐκεῖνοι τρέμοντας. Ἔλεος, ἀδελφή, ἐλέησέ μας! Δὲν σοῦ ζητᾶμε χρήματα. Ἀπὸ
τὸ πρωὶ κανένας δὲν μᾶς πρόσφερε ψωμί, λίγα λεφτὰ ἢ ἀπὸ ἕνα ποτήρι μὲ ρακί. Πεινᾶμε
πολύ. Ἐγὼ πέταξα ἀπὸ τὴ χαρά μου ὡς τὸν τρίτο οὐρανό. Τοὺς ὁδήγησα στὸ σπίτι καὶ
τοὺς ἔβαλα στὸ γεμάτο τραπέζι. Τοὺς σέρβιρα κλαίγοντας ἀπὸ χαρά. Ἐκεῖνοι μὲ
ρώτησαν παραξενεμένοι: «Γιατί κλαῖς, κυρία;». Ἀπὸ χαρά, κύριοί μου, ἀπὸ καθαρὴ
καὶ φωτεινὴ χαρά! Ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο προσευχόμουν στὸν Θεὸ ὁ Θεός μου τὸ ἔδωσε.
Μερικὲς μέρες ἐγὼ Τοῦ προσεύχομαι, νὰ μοῦ στείλει ἀκριβῶς τέτοιους ἐπισκέπτες ὅπως
εἴσαστε ἐσεῖς, καὶ νά, Αὐτός μου ἔστειλε. Δὲν ἤρθατε ἐσεῖς ἔτσι τυχαία, ἀλλὰ σᾶς
ἔστειλε ὁ ἀγαθός μου Κύριος. Αὐτὸς σήμερά μου φανερώθηκε μέσα ἀπό σας. Αὐτὰ εἶναι
τὰ πλέον χαρούμενα Χριστούγεννα στὴ ζωή μου. Τώρα ξέρω, ὅτι εἶναι ζωντανὸς ὁ
Θεός μας. Δόξα σ’ Ἐκεῖνον καὶ εὐχαριστία! «Ἀμήν», ἀπάντησαν οἱ ἀγαπητοί μου ἐπισκέπτες.
Τοὺς κράτησα ἕως τὸ βράδυ, τοὺς γέμισα τὶς τσάντες καὶ τοὺς ἀποχαιρέτησα».
Τέτοια ἦταν τὰ προηγούμενα
Χριστούγεννα τῆς Ἰωάννας. Δῶσε Θεέ, νὰ εἶναι φέτος ἀκόμα πιὸ χαρούμενα.
Προσευχήσου κι ἐσύ, κόρη, νὰ σοῦ φανερωθεῖ ὁ οὐράνιος Πατέρας μὲ κάποιο τρόπο
-καὶ στὸν Θεὸ οἱ τρόποι εἶναι πολλοὶ- καὶ θὰ ζήσεις θαῦμα. Μὴν ἑτοιμάζεσαι γιὰ
λύπη σὲ τούτη τὴ μεγάλη μέρα, ἀλλὰ νὰ ἑτοιμάζεσαι γιὰ χαρά. Καὶ ὁ Πανορατικός, ὁ
Παντελεήμων, θὰ σὲ κάνει χαρούμενη.
[Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Δρόμος
δίχως Θεὸ δὲν ἀντέχεται» βιβλίο μὲ ἐπιστολὲς τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, ὁ
ὁποῖος ὑπῆρξε Ἐπίσκοπός της Ὀρθόδοξης Σερβικῆς Ἐκκλησίας καὶ θεολόγος. Ἔζησε ἀπὸ
τὸ 1881 μέχρι τὸ 1956. Τὸ Μάιο τοῦ 2003, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας
τῆς Σερβίας τὸν διεκήρυξε Ἅγιο καὶ τὸν ἐνέταξε στὸ Ἁγιολόγιό της στὶς 18
Μαρτίου (Κοίμηση) καὶ στὶς 3 Μαΐου (Μεταφορὰ Λειψάνων)].
Πηγή: Ἡ
ἄλλη ὄψη