Συγχώρεσε με, Κύριε.
Παγίδεψα τούς φόβους μου, σε αλυσίδες γήινες και χοϊκές.
Έκτισα γύρω μου τοίχοι και έπαψα να ζητώ το έλεος σου.
Ξέχασα πως γονατίζουν και πως ανυψώνουν δεόμενοι την
ψυχή τους.
Τρέχοντας γύρω, γύρω σε μια γη που δεν έχει αρχή και
τέλος, αρνήθηκα την δική σου ελευθερία.
Φορτώθηκα τα πάθοι μου και σαν Προμηθέας ζούσα το
ατελεύτητο μαρτύριο μου.
Έγινε το βάρος δυσβάκτακτο και με γονάτισε.
Εκεί στης απελπισίας το αγκάλιασμα, ένοιωσα το χάδι σου.
Σήκωσα τότε τα μάτια να σε κοιτάξω.
Ω Κύριε, πως μπόρεσα να αρνηθώ τα δώρα της ελευθερίας
σου.
Ω Κύριε πως μπόρεσα να ξεχάσω την ειρήνη του βλέμματος
σου.
Ω Κύριε πως μπορούσα να ζω χωρίς την αγάπη σου.