Ρίξε, Κυρία Θεοτόκε, βλέμμα συμπαθείας πρὸς ὅλους ἐμᾶς
ποὺ μὲ ζέση ψυχῆς ἐπικαλούμαστε τὸ ἅγιο ὄνομά Σου. Σπλαχνίσου αὐτὸ τὸν
λαὸ ποὺ πορεύεται μὲς στὴν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος, σὲ γῆ ἔρημη καὶ
ἄνυδρη. Ἀποκάμαμε πιά, καὶ ἐλπίδα δὲν μᾶς μένει ἄλλη ἀπὸ Σένα, τὴν
ἐλπίδα τῶν ἀπηλπισμένων.
Σύ, Δέσποινα Θεοτόκε, μὲ τὴν ἁγία Κοίμησή Σου δὲν ἐγκατέλειψες τὸν κόσμο, ἀλλὰ τώρα εἶσαι πιὸ κοντά μας γιὰ νὰ ἀκοῦς τὶς δεήσεις μας. Κι ἂν ἔκλεισαν στὸ φῶς τοῦ ἥλιου τὰ σωματικά Σου μάτια, ὅμως οἱ νοεροί Σου ὀφθαλμοὶ δὲν βασίλεψαν ποτέ, γιὰ νὰ ἀγρυπνοῦν καὶ νὰ ἐκζητοῦν τὴν ἀντίληψη τοῦ Υἱοῦ Σου «ὑπὲρ τοῦ κόσμου». Κι ἂν ἐσιώπησαν τὰ χείλη Σου τὰ θεοκίνητα, δὲν παύεις ἐντούτοις πάντοτε νὰ ἀνοίγεις τὸ στόμα Σου «πρεσβευτικὸν ὑπὲρ παντὸς γένους». Κι ἂν οἱ ἅγιες καὶ θεοδόχες παλάμες Σου ὑπεστάλησαν, ὅμως τώρα ὑψωμένες πρὸς τὸν Δεσπότη «ὑπὲρ τῆς οἰκουμένης ἁπάσης» τὶς προβάλλεις1.
Στὶς ἄχραντες αὐτὲς παλάμες Σου ἐναποθέτουμε ὅλη τὴν ἀπαντοχή μας. Οἱ ὀφθαλμοί μας «ὡς ὀφθαλμοὶ παιδίσκης εἰς χεῖρας τῆς κυρίας αὐτῆς» (Ψαλ. ρκβ΄ [122] 2). Στὰ χέρια Σου, Θεοτόκε, ἀκουμποῦν τὰ κουρασμένα βλέμματά μας καὶ οἱ ἀποσταμένες ἐλπίδες μας.
Τὰ χέρια ἐτοῦτα τὰ ἀτίμητα, ὑψωμένα πρὸς Κύριον, ἔχουν μεγαλύτερη παρρησία ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἱκεσία ἐπάνω στὴ γῆ. Καὶ ἂν ὁ Κύριος μὲ εὐμένεια εἶδε τὴν ἔπαρση τῶν χειρῶν τοῦ δούλου Του Δαβὶδ καὶ δέχθηκε τὴν ἱκεσία του ὡς θυμίαμα θυσίας ἑσπερινῆς· κι ἂν πάλι μὲ ἱλαρότητα προσέβλεψε στὴν ὕψωση τῶν πρεσβυτικῶν χειρῶν τοῦ Μωσέως στὴν ἔρημο καὶ ἔκανε δεκτὸ τὸ αἴτημά του γιὰ κατίσχυση ἔναντι τοῦ Ἀμαλήκ, πόσο μᾶλλον ἐπιβλέπει ἐπὶ τὴν προσευχὴν Σοῦ, τῆς ἁγίας μητρός Του, καὶ προσδέχεται τὰ δεητικὰ χέρια Σου, Παρθένε, ἀναπεπταμένα (=ἁπλωμένα) πρὸς Αὐτόν; Καὶ ἂν «πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη» (Ἰακ. ε΄ 16), τότε πόση ἰσχὺ ἔχει «δέησις μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου»;
Πῶς λοιπὸν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Υἱός Σου, Θεοτόκε, νὰ μὴν προσδεχθεῖ τὶς ἱκεσίες καὶ δεήσεις Σου ὑπὲρ παντὸς τοῦ κόσμου; Πῶς, τὶς λιτές Σου ὑπὲρ ἔθνους «παραλελυμένου καὶ ἐκλελοιπότος καὶ παρειμένου» (=παράλυτου, ἐξαντλημένου καὶ ἐξασθενημένου· Δευτ. λβ΄ [32] 36), «γενεᾶς ἐξεστραμμένης», ποὺ ἔχασε τὴν πίστη καὶ τὸν δρόμο της, τὴν ὁδὸ τῶν σωτηρίων ἐντολῶν καὶ τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ;
Γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς, Ὑπεραγία Θεοτόκε, παίρνουμε τὸ θάρρος σήμερα ποὺ πανηγυρίζουμε τὴν παναγία Κοίμησή Σου, καὶ προσφεύγουμε στὴ χάρη Σου. Διότι ἐκ πείρας γνωρίζουμε ὅτι μόνο στὴν ἄμαχη προστασία Σου μποροῦμε νὰ ἐλπίζουμε καὶ μόνο ἔτσι δὲν θὰ καταισχυνθοῦμε. Στὶς δικές Σου θεομητορικὲς πρεσβεῖες ἔχουμε τὴν πεποίθηση ὅτι θὰ βροῦμε «τὸν Θεὸν ἵλεων» στὶς ἁμαρτίες μας καὶ θὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν ἐσχάτη ἄβυσσο ποὺ μᾶς ἔχει περικυκλώσει. Διότι Σύ, ὡς Παναγία Μήτηρ καὶ ἁγιόπρωτος Κόρη, ἔχεις τὴ δύναμη νὰ συστέλλεις τὸν χρόνο τοῦ πειρασμοῦ, νὰ ἀναστέλλεις τὴ δίκαιη ὀργὴ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ διαστέλλεις τὰ σπλάχνα τῶν οἰκτιρμῶν Του. Σύ, κατὰ τὸ λόγιον, εἶσαι τὸ «ταμεῖον καὶ ἡ πρύτανις τοῦ πλούτου τῆς θεότητος», ὥστε νὰ μπορεῖς νὰ διανέμεις τὴ θεία χάρη ἀναλόγως πρὸς τὴ δύναμη καὶ τὸ μέτρο τῆς καθαρότητος ἑκάστου2.
Γίνε, Παναγία, «τοῖς κάμνουσιν (=στοὺς ἀνήμπορους) ἄνεσις, τοῖς πενθοῦσι παράκλησις, τοῖς νοσοῦσιν ἴασις, τοῖς χειμαζομένοις λιμήν, τοῖς ἁμαρτάνουσιν ἄφεσις, τοῖς λυπουμένοις εὐμενὲς παραμύθιον (=γλυκιὰ παρηγοριά), πᾶσι τοῖς αἰτοῦσιν ἑτοίμη βοήθεια»3. «Μὴ διαλίπῃς διαπαντὸς τὰς χεῖράς σου αἴρειν ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς Κύριον», Θεοτόκε. Πρέσβευε ὑπὲρ τοῦ λαοῦ Σου.
Σοῦ τὸ παρακαλοῦμε ἐμεῖς, Μητέρα μας. Ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε τὰ παιδιά Σου. Μὴν ἀποστραφεῖς τὴν εὐτελὴ ἱκεσία μας. Μὴν ἀπορρίψεις τὸν ἐκ βάθους στεναγμό μας. Μὴ μᾶς ξεχάσεις, Κυρία μας. Τὰ σπλάχνα, τοὺς δεσμούς Σου τοὺς συγγενικοὺς μαζί μας μὴ λησμονήσεις, Παρθένε. «Συγγενοῦς οἰκειότητος μὴ ἐπιλάθῃ, Δέσποινα»4...
1. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, Ἐγκώμιον εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς ἁγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, 2, ΕΠΕ Φ 18, 68.
2. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΛΖ΄, Εἰς τὴν πάνσεπτον Κοίμησιν τῆς πανυπεράγνου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, 17, ΕΠΕ 10, 460.
3. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἐγκώμιον πρῶτον εἰς τήν Κοίμησιν τῆς πανυμνήτου καὶ ὑπερενδόξου εὐλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, 11, ΕΠΕ 9, 264.
4. Μηναῖον, Τῇ ΙΕ΄ Αὐγούστου, Δοξαστικὸν Λιτῆς.
Πηγή: Ο Σωτήρ