Ἠχῆστε, καμπάνες! Ἠχῆστε χαρμόσυνα! Διαλαλῆστε παντοῦ τὸ μήνυμα! Τὸ μήνυμα. Ἕνα εἶναι τὸ μήνυμα. Μία ἡ εἴδηση. Ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι τίποτε, μηδέν, ψεύδη, ματαιότητες.
Μία ἡ εἴδηση: Χριστὸς ἀνέστη! Δὲν ὑπάρχει ἄλλη εἴδηση. Δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο ἐπάνω στὴ γῆ. Αὐτὸ δίνει νόημα ὑπάρξεως στὰ πάντα. Ὅ,τι ὑπάρχει, ὅ,τι ζεῖ, ὅ,τι ἀναπνέει, ὅ,τι αἰσθάνεται… ὑπάρχει, ζεῖ, ἀναπνέει, αἰσθάνεται, γιατὶ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε. Ἂν ὁ Χριστὸς δὲν ἀνασταινόταν, ὅλα θὰ ἦταν νεκρὰ ἐπάνω στὴ γῆ. Ὅλα κρατημένα ἀπὸ τὴν παγωνιὰ τοῦ θανάτου. Τώρα ὅλα ζοῦν, ὅλα χαίρονται, ὅλα πανηγυρίζουν, ὅλα τραγουδοῦν. Ψάλλουν τὸν παιάνα:
«Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν
θανάτῳ θάνατον πατήσας
καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι
ζωὴν χαρισάμενος».
Ἔδωσε ζωὴ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἦταν στὰ μνήματα ὁ Χριστὸς ποὺ ἀναστήθηκε. Καὶ ἀνέστησε κι ἐμᾶς. Μᾶς ἀνέστησε ἀπὸ τὸν θάνατο, τὸν ἅδη, τὴν ἁμαρτία, ποὺ ὁδηγεῖ στὸν θάνατο καὶ στὸν ἅδη.
Πῶς νὰ μὴν ἐκρήγνυται ἡφαίστειο χαρᾶς μέσα μας, δοξολογίας καὶ εὐχαριστίας στὸν Ἀναστάντα;
Ὁ θεῖος Παῦλος τὴν ἀλήθεια αὐτὴ τὴν παριστᾶ μὲ δύο λέξεις. Ὁ Χριστός, λέει, «ἠγέρθη διὰ τὴν δικαίωσιν ἡμῶν», ἀναστήθηκε γιὰ νὰ μᾶς δικαιώσει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ γιὰ νὰ μᾶς σώσει. Δὲν κάναμε τίποτε ἐμεῖς γιὰ νὰ δικαιωθοῦμε, γιὰ νὰ σωθοῦμε. Δὲν μπορούσαμε νὰ κάνουμε. Ἕνας νεκρὸς μπορεῖ νὰ κάνει κάτι; Νεκροὶ ἤμασταν. Στὸν τάφο τῆς ἁμαρτίας, τῆς διαφθορᾶς. Τί μπορούσαμε νὰ κάνουμε γιὰ νὰ ἀλλάξουμε τὴν κατάστασή μας; Τίποτε. Μόνο Ἐκεῖνος. Ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος «παρεδόθη διὰ τὰ παραπτώματα ἡμῶν καὶ ἠγέρθη διὰ τὴν δικαίωσιν ἡμῶν» (Ρωμ. δ΄ 25). Καὶ λοιπόν, στὸ ἑξῆς ἐμεῖς οἱ ἔνοχοι, οἱ ἀποστάτες, οἱ νεκροὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, «δικαιούμεθα δωρεὰν τῇ αὐτοῦ χάριτι» (Ρωμ. γ΄ 24). Δωρεὰν ἡ δικαίωσή μας, δωρεὰν ἡ λύτρωσή μας, δωρεὰν ἡ συγχώρησή μας, ἡ σωτηρία μας. Δωρεάν. Μόνο μὲ τὴν Χάρι Του!
Πῶς νὰ μὴν ἐκρήγνυται ἡ χαρὰ σὰν ἡφαίστειο ἀπὸ τὰ τρίσβαθά μας;
Τὴν ἀλήθεια αὐτὴν τὴν παριστᾶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ μὲ τὴν εἰκονογραφία της. Ἡ ὀρθόδοξη εἰκονογράφηση τῆς Ἀναστάσεως κρύβει βαθὺ θεολογικὸ νόημα, ποὺ ἀπηχεῖ αὐτὴ τὴν ἀλήθεια τῆς Πίστεώς μας:
Ὁ ἀναστὰς Κύριος εἰκονίζεται στὴν κάθοδό Του στὸν ἅδη. Πατᾶ ἐπάνω σὲ δύο θυρόφυλλα, τὰ ὁποῖα ἔχουν σπάσει καὶ βρίσκονται ριγμένα κάτω, τὸ ἕνα ἐπάνω στὸ ἄλλο σὲ σχῆμα χιαστί. Τριγύρω καρφιά, κλειδαριὲς σπασμένες, κλειδιά, ἁλυσίδες, ριγμένα ὅλα κάτω ἄτακτα, προδίδουν τὴ δυναμικὴ εἴσοδο καὶ διάρρηξη τῆς σκοτεινῆς φυλακῆς τοῦ ἅδου ἀπὸ τὸν Νικητὴ τοῦ θανάτου. Καὶ μὲ τὸ χέρι Του ὁ Ἀναστάς, τὸ παντοδύναμο χέρι Του, ποὺ ἐπάνω Του φέρει τὸ σημάδι τῆς πληγῆς, τὴν οὐλὴ τοῦ τραυματισμοῦ ἀπὸ τοὺς ἥλους (τὰ καρφιά), πιάνει τὸν Ἀδάμ (ἐκπρόσωπο τῆς ἀνθρωπότητος – σὲ ἄλλες παραστάσεις καὶ τὴν Εὔα) καὶ μὲ βίαιη κίνηση τὸν τραβᾶ ἔξω ἀπὸ τὸ μνῆμα ὅπου κατάκειται, καὶ τὸν σηκώνει ἐπάνω.
Καὶ μία λεπτομέρεια ποὺ κρύβει ὅλο τὸ θεολογικὸ βάθος τῆς Πίστεώς μας:
Ὁ Κύριος, πιάνοντας τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὸ χέρι, δὲν τὸν πιάνει ἀπὸ τὴν παλάμη, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν καρπό. Καὶ μάλιστα ἡ παλάμη τοῦ Ἀδὰμ πέφτει ἀδύναμη πρὸς τὰ κάτω. Γιατί ἄραγε; Διότι ὁ Ἀδάμ (καὶ ἄρα ὅλοι ἐμεῖς) εἶναι παράλυτος. Ἕνα χέρι παράλυτο, ἂν τὸ πιάσεις ἀπὸ τὴν παλάμη γιὰ νὰ τὸ σηκώσεις, θὰ γλιστρήσει· δὲν ἔχουν τὴ δύναμη τὰ δάχτυλα νὰ σφίξουν, ὥστε νὰ γίνει ἕνα στερεὸ σύμπλεγμα μὲ τὸ χέρι τοῦ Σωτήρα καὶ ἔτσι νὰ σηκωθεῖ τὸ σῶμα.
Παράλυτος λοιπὸν ὁ Ἀδάμ. Παράλυτη ἡ Εὔα. Παράλυτοι ὅλοι ἐμεῖς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε κάτι οὐσιαστικὸ γιὰ τὴ σωτηρία μας. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι καὶ δὲν θὰ σωθοῦμε. Θὰ μᾶς σώσει ὁ Ἀναστάς. Θὰ μᾶς τραβήξει ἐπάνω ἀπὸ τὰ μνήματα· τὰ μνήματα τῶν κακιῶν μας, τῶν παθῶν, τῆς ἁμαρτίας, τοῦ πνευματικοῦ θανάτου.
Ἀρκεῖ νὰ τὸ θέλουμε. Ἀρκεῖ νὰ τὸ ζητοῦμε. Νὰ Τὸν ζητοῦμε. Ἐκεῖνον! Τὸν Δυνατό, τὸν Ἀναστάντα! Νὰ προσβλέπουμε στὸ βλέμμα Του, ὅπως στὴν εἰκονογραφία ὁ Ἀδάμ, νὰ Τὸν παρακαλοῦμε νὰ ἔρθει νὰ μᾶς σώσει, νὰ μᾶς λυτρώσει. Καὶ θὰ τὸ κάνει. Δὲν μπορεῖ νὰ μὴν τὸ κάνει. Γι᾿ αὐτὸ ἀναστήθηκε, «διὰ τὴν δικαίωσιν ἡμῶν».
Δὲν μᾶς σώζουν οἱ ἀρετές μας, – μήπως καὶ ἔχουμε; – αὐτὸ δείχνει τὸ παράλυτο χέρι τοῦ Ἀδάμ. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, δὲν μᾶς καταδικάζουν οἱ ἁμαρτίες μας. Γιατὶ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε καὶ μᾶς σηκώνει ἀπὸ αὐτές, ἐὰν τὸ θελήσουμε καὶ Τὸν καλέσουμε στὴ ζωή μας· αὐτὸ δείχνει ἡ ἔγερση τοῦ Ἀδὰμ ἀπὸ τὸ μνημεῖο.
Πῶς λοιπὸν ἡ χαρὰ νὰ μὴν εἶναι τὸ μόνιμο στοιχεῖο τῆς ζωῆς μας; Χριστὸς ἀνέστη, ἀδελφοί! Χαίρετε!
Πηγή: «Ὁ Σωτήρ», τ. 2175 (15 Ἀπριλίου 2018), Ο Σωτήρ