Πέμπτη 15 Μαρτίου 2018

Άσκηση, η μητέρα του αγιασμού


anavainomen eis ierosolyma 01

Αρχιμανδρίτης Αστέριος Χατζηνικολάου

Βασικό χαρακτηριστικό που διακρίνει τον αγώνα μας κατά τη Μ. Τεσσαρακοστή είναι η νηστεία, που είναι ένας περιορισμός και μερική στέρηση των τροφών. Ανήκει και αυτή σ’ έναν ευρύτερο κύκλο ειδικών αγωνισμάτων της συγκεκριμένης περιόδου, που συνήθως τον ορίζουμε ως άσκηση.
Πάντοτε η άσκηση χαρακτηρίζει τη ζωή του Ορθόδοξου πιστού· περισσότερο τις περιόδους της νηστείας. Η Ορθοδοξία είναι στη φύση της ταπεινή και ασκητική.
Οι κύριες μορφές ασκήσεως που γνωρίζουμε στην Εκκλησία μας είναι η εγκράτεια, η νηστεία, η αγρυπνία, η ορθοστασία, οι γονυκλισίες, η χαμευνία, ο κόπος, η λιτότητα, η στέρηση και η πτωχεία, η αποφυγή της πολυλογίας και η κατά το δυνατόν σιωπή.

Άσκηση και πνευματικότητα

Η άσκηση αναφέρεται στο υλικό μέρος της υπάρξεώς μας. Τι σχέση μπορεί να έχει με την πνευματικότητά μας, την οποία ζητάει να αυξήσει η Μ. Τεσσαρακοστή;
Ο απόστολος Παύλος διδάσκει ότι «η σαρξ επιθυμεί κατά του πνεύματος, το δε πνεύμα κατά της σαρκός· ταύτα δε αντίκειται αλλήλοις» (Γαλ. ε  17). Το κατώτερο μέρος της φύσεώς μας, που υπηρετεί τις επιθυμίες της σαρκός, επιθυμεί εναντίον του ανωτέρου μέρους της υπάρξεώς μας, εναντίον της πνευματικής μας φύσεως, που εμπνέεται από το Άγιο Πνεύμα. Και το αντίθετο· το ανώτερο και πνευματικό μέρος της υπάρξεώς μας επιθυμεί κατά του κατωτέρου. Σάρκα και πνεύμα είναι αντίθετα μεταξύ τους, βρίσκονται σε διαρκή αντιπαράθεση, σε πόλεμο αδυσώπητο και σκληρό. Ποιό θα υπερισχύσει; Που πρέπει να δώσουμε το βάρος; Ποιό από τα δύο πρέπει να ενισχύσουμε; Διότι είναι φανερό ότι όσο ενισχύεται το ένα, τόσο ατονεί και αποδυναμώνεται το άλλο.
Όσο αφαιρείς από τη σάρκα, τόσο κάνεις την ψυχή να λάμπει από την πνευματική της ευεξία, λέει ο Μ. Βασίλειος: «Όσον υφαιρείς της σαρκός, τοσούτον ποιήσεις της πνευματικής ευεξίας την ψυχήν αποστίλβειν»[1]. Γι’ αυτό και συμβουλεύει: Πρόσεξε μήπως ενισχύσεις πολύ τη σάρκα και δώσεις έτσι μεγάλη δύναμη και εξουσία στο κατώτερο. Όπως στη ζυγαριά, αν δώσεις μεγαλύτερο βάρος στον ένα ζυγό, κάνεις ελαφρότερο τον άλλον, έτσι συμβαίνει και στη σχέση του σώματος με την ψυχή. Όταν υπερτερεί το ένα, αναγκαστικά ελαττώνεται το άλλο. Όταν ενισχύεται πολύ το σώμα και βαρύνεται με την παχυσαρκία, αναγκαστικά ο νους γίνεται αδρανής και άτονος στο να επιτελεί τη δική του αποστολή. Όταν αντίθετα η ψυχή ευεκτεί και με τη μελέτη των αγαθών ανεβαίνει στο ύψος που της ταιριάζει, φυσικό είναι να μαραίνονται οι σωματικές συνήθειες και απαιτήσεις[2].
Σκοπός της ασκήσεως είναι η επικράτηση του πνεύματος, η ανάδειξη της ψυχής, η ανακάλυψη της εικόνας του Θεού στα βάθη του ανθρώπου, η καταξίωσή του. Με την άσκηση γινόμαστε περισσότερο άνθρωποι. Διότι με την άσκηση ζει περισσότερο η ψυχή μας, και η ψυχή είναι βασικά που μας καθιστά ανθρώπους. Έλεγε κάποιος που, όταν γνώρισε την πίστη, άρχισε να ζει και με νηστεία: «Όσο νηστεύω, τόσο νιώθω να ζωντανεύει η ψυχή μέσα μου, υποχωρεί η σάρκα και έρχεται η ψυχή στην επιφάνεια. Όπως όταν υποχωρούν τα νερά, βγαίνει στην επιφάνεια ο πυθμένας με όλο τον πλούτο του».
Με την άσκηση κάνουμε πνευματική τη σάρκα μας. Και αν δεν γίνει αυτό, αν δεν γίνει πνευματική η σάρκα μας, τότε αναγκαστικά γίνεται σαρκικό το πνεύμα μας. Ο άνθρωπος, που πλάσθηκε «καθ’ ομοίωσιν Θεού», γίνεται όλος σάρκα!…
Η άσκηση μας βοηθάει να παίρνουμε την προσοχή μας από τον έξω άνθρωπο και να στρεφόμαστε εντός μας. Ανακαλύπτουμε τον «έσω» άνθρωπο», ζει «ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος», πεθαίνει ο παλαιός και ανασταίνεται μέσα μας «ο καινός άνθρωπος ο κατά Θεόν κτισθείς» (Εφ. γ  16, Α  Πέτρ. γ  4, Εφ. δ  24). Με την άσκηση επομένως φέρνουμε στην επιφάνεια τον αληθινό άνθρωπο και ανακαλύπτουμε τον Θεό, διότι ο Θεός κρύβεται στα βάθη μας.
Καταλαβαίνουμε έτσι τι σημασία έχει το να φάμε κάτι η να μην το φάμε. Ότι δεν είναι παράδοξο να πούμε: «Αυτό δεν θα το φάω για την αγάπη του Χριστού». Καταλαβαίνουμε με την άσκηση τι σχέση μπορεί να έχει το φαγητό με την αγάπη του Θεού. Και ότι ο Θεός με την άσκηση, π.χ. με τη νηστεία, δεν θέλει να μας στερήσει το φαγητό, αλλά να μας βοηθήσει να το φάμε σωστά, έτσι που να μην τρέφει μόνο το σώμα, αλλά να χορταίνει και την ψυχή. Από την Κυριακή των Απόκρεω και για περισσότερες από 50 μέρες δεν τρώμε κρέας. Αυτό μας βοηθάει, εφόσον με το σωστό πνεύμα νηστεύουμε, όταν θα φάμε το κρέας την Κυριακή του Πάσχα, να το φάμε με τέτοιον τρόπο, που να αυξάνει και το φαγητό τη χαρά της γιορτής και να δοξάζεται έτσι ο Θεός και με το φαγητό μας: «Είτε εσθίετε είτε πίνετε είτε τι ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε», διδάσκει ο απόστολος Παύλος (Α  Κορ. ι  31).
Ο Χριστιανός δεν μπορεί πάντα να καλοπερνά, δεν είναι δυνατόν ο πνευματικός αγωνιστής να ζει διαρκώς με ανέσεις. Μέσα στην Αγία Γραφή ο αυθεντικός αγωνιστής της πίστεως παρουσιάζεται συχνά με τις εκφραστικές εικόνες του στρατιώτη, του μαχητή, του αθλητή, του δρομέα, του παλαιστή, του πυγμάχου. Δηλαδή του ασκητή.
Οι αθλητές ζουν με άσκηση που θα μπορούσαμε να την ζηλέψουμε οι σύγχρονοι Χριστιανοί. Εμείς ζούμε συνήθως με καλοπέραση και δεν θέλουμε να στερηθούμε όχι βέβαια τα απαραίτητα, αλλά ούτε και τα περιττά, εκείνα που συντελούν στο να ζούμε μια άνετη ζωή. Αλλά «ουδείς εν τω ουρανώ ανήλθε μετά ανέσεως»[3].
Οι αθλητές ζουν με πολλούς περιορισμούς, με πρόγραμμα, με ειδική αυστηρή δίαιτα, με συχνές εξαντλητικές ασκήσεις. Και αυτό για να πετύχουν μια καλύτερη επίδοση, να βελτιώσουν έστω ελάχιστα το άλμα τους, να φθάσουν στο τέρμα του δρόμου έστω κατά ένα ελάχιστο διάστημα χρόνου πιο μπροστά από τους άλλους, να ρίξουν τη σφαίρα έστω ένα εκατοστό πιο μακριά. Πόσοι κόποι και πόση αφοσίωση για κάτι τόσο μικρό και λίγο! Εμείς δεν θα καταβάλουμε τη μικρή προσπάθεια που απαιτείται, όχι για να φθάσουμε λίγο πιο πέρα, αλλά για να υπερβούμε τα όρια αυτού του κόσμου και να εισέλθουμε στην αιωνιότητα; Εμείς δεν θα κάνουμε λίγη άσκηση, όχι για να πετύχουμε για μια μόνο στιγμή ένα άλμα ελάχιστα πιο ψηλά από τη γη, αλλά για ν’ ανεβούμε και να ζήσουμε αιώνια στον ουρανό, στον Παράδεισο του Θεού;


[1] Μ. Βασιλείου, Περί νηστείας Λόγος Β΄, ΕΠΕ 6, 56.
[2] Μ. Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς τό «Πρόσεχε σεαυτῷ», ΕΠΕ 6, 224.
[3] Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Εὑρεθέντα Ἀσκητικά, ἐκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1977, Λόγος Δ΄, σελ. 17.


Πηγή: (αρχιμ. Αστερίου Σ. Χατζηνικολάου, από το βιβλίο «Ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα», εκδ. Ο Σωτήρ), Χριστιανική Φοιτητική Δράση, Τράπεζα Ιδεών