Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι στὴ γῆ εἴμαστε προσωρινοί. Ἡ ψυχή μας πρόσκαιρα κατοικεῖ στὸ ὑλικὸ σῶμα. Θὰ ἔρθει ὅμως ἡ στιγμή – ἄγνωστη γιὰ τὸν καθένα μας – ποὺ ἡ ψυχὴ θὰ ἀποχωρισθεῖ τὸ σῶμα, τὴν προσωρινὴ αὐτὴ κατοικία της, γιὰ νὰ ζήσει σὲ μιὰ ἄλλη κατάσταση.
Ἡ μέρα τοῦ θανάτου γιὰ τὸν πιστὸ Χριστιανὸ εἶναι ἡ μέρα ποὺ φεύγει ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς ματαιότητας καὶ πηγαίνει στὸν ἀληθινὸ κόσμο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς Ἁγίους, τοὺς γιορτάζουμε τὴ μέρα τοῦ θανάτου τους. Εἶναι ἡ μέρα ποὺ γεννιοῦνται στὴν ἀληθινὴ ζωή, μέσα στὸ φῶς καὶ στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὁ θάνατος μᾶς μεταφέρει ἀπὸ τὴν ἐπίγεια στὴν οὐράνια πατρίδα μας. Ὁ οὐρανὸς εἶναι ἡ αἰώνια πατρίδα μας, τὴν ὁποία προσδοκοῦμε. Γι᾿ αὐτὸ δὲν θλιβόμαστε, οὔτε μελαγχολοῦμε ὅταν μᾶς μιλοῦν γιὰ τὸν θάνατο.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μὲ τὴν ἀταλάντευτη πίστη καὶ βεβαιότητα ποὺ τὸν διακρίνει, γράφει στοὺς Φιλιππησίους γι᾿ αὐτὴ τὴ μεγάλη ἀλήθεια τῆς οὐράνιας πατρίδας, σὲ ἀντίθεση μὲ κάποιες ὁμάδες Χριστιανῶν στοὺς Φιλίππους ποὺ ἔστρεφαν τὸ ἐνδιαφέρον τους καὶ τὴν προσοχή τους στὶς ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου αὐτοῦ. «Ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. γ´ 20). Ἡ δική μας κατοικία βρίσκεται στοὺς οὐρανούς. Ἐκεῖ εἴμαστε πολιτογραφημένοι. Ἀλίμονο σ᾿ αὐτοὺς ποὺ περιόρισαν τὰ ἐνδιαφέροντά τους ἐδῶ στὴ γῆ σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει οὐρανός. Ἐπενδύουν στὰ πλούτη, στὴ δόξα, στὶς τιμές, στὶς γήινες ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου. Πιστεύουν ὅλοι αὐτοὶ ὅτι ἐδῶ εἶναι ὁ Παράδεισος, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅλα τὰ βλέπουν ἐφήμερα, πρόσκαιρα. Καὶ μάλιστα περιγελοῦν μὲ τὰ ἔργα τους τὴν εὐαγγελικὴ ἀλήθεια.
Eὐτυχῶς ὅμως, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς «τὰ ἐπίγεια φρονοῦντας», ὑπάρχουν καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ πνεύματος. Ὑπάρχουν οἱ ἀληθινοὶ Χριστιανοὶ ποὺ γνωρίζουν ποιὰ εἶναι ἡ αἰώνια πατρίδα μας. Κατανοοῦν ὅτι καὶ τὰ πιὸ μεγαλοπρεπὴ παλάτια καὶ ἀνάκτορα δὲν εἶναι τίποτε μπροστὰ στὴ λαμπρότητα, στὴ φωτεινότητα καὶ στὴν εὐτυχία τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ὅλα ἐκεῖ εἶναι «εὔδια» (γαλήνια), «πάντα ἡμέρα καὶ λαμπρότης», ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (ΕΠΕ 28, 794).
Ἂς σκεφθοῦμε πὼς ἡ οὐράνια πολιτεία ἔχει ἑτοιμασθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό. Στὸ Εὐαγγέλιο τῆς Κρίσεως μᾶς προσκαλεῖ ὁ Κύριός μας: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου» (Ματθ. κε´ [25] 34). Στὸν οὐρανὸ λοιπὸν ἀπὸ τὸν Θεὸ ἔχει ἀνεγερθεῖ ἡ οἰκία μας, ἡ «πόλις ἡ ἁγία», ἡ «ἄνω Σιών», «ἡ ἔχουσα τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ» ἡ οὐράνιος (Ἀποκ. κα´ [21] 10-11). Ὑπάρχει λοιπὸν κανεὶς ποὺ νὰ μὴ λαχταρᾶ νὰ βρεθεῖ σὲ μιὰ τέτοια πατρίδα ποὺ δὲν θὰ ὑπάρχουν πόλεμοι, οὔτε φιλονικίες, οὔτε μίση, ἀλλὰ μόνο ἀγάπη, συμφωνία, ἑνότητα μὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους; Μᾶς τὸ βεβαιώνει ξεκάθαρα ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Τί λέει; Ἐκεῖ «πάντα χαρά, πάντα εἰρήνη, πάντα ἀγάπη, πάντα εὐθυμία, πάντα εὐφροσύνη, πάντα ἀληθῆ καὶ εἰλικρινῆ». Ἐκεῖ δὲν θὰ ὑπάρχει «θυμός, οὐ λύπη, οὐ χρημάτων ἔρως, οὐ σωμάτων πόθος, οὐ πενία, οὐ πλοῦτος, οὐκ ἀτιμία, οὐκ ἄλλο τῶν τοιούτων οὐδέν» (ΡG 55, 319 καὶ ΡG 63, 883-885).
Ὅταν σκεπτόμαστε τὸν οὐρανό, οἱ δοκιμασίες καὶ οἱ θλίψεις τῶν ἐγκοσμίων ξεπερνιοῦνται εὐκολότερα, γιατὶ στὴ θέση τους βάζουμε τὰ ὑπερκόσμια. Ἐπί σης ἡ προσδοκία ὅτι κάποια μέρα θὰ συναντήσουμε τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος δοξασμένος πρόκειται νὰ ἐπανέλθει, μᾶς συγκρατεῖ ὥστε νὰ περιφρονοῦμε τὴν ἁμαρτία. Δὲν θὰ μᾶς θέλγει ἡ μικρῆς διαρκείας ἁμαρτωλὴ ἡδονὴ μπροστὰ στὴν παναρμόνια καὶ ἀνεκλάλητη ὑμνωδία τοῦ οὐρανοῦ.
Ἡ σκέψη ὅτι κάποια μέρα θὰ καθίσουμε στὸ τραπέζι τοῦ οὐρανοῦ μᾶς βοηθᾶ νὰ στολίζουμε τὴν ψυχή μας μὲ ἔργα ἀρετῆς καὶ ἀγάπης. Μᾶς βοηθᾶ νὰ ἔχουμε πάντοτε ἕτοιμες τὶς ἀποσκευές μας, διότι εἶναι ἄγνωστη ἡ ἡμέρα καὶ ἡ ὥρα ποὺ θὰ φύγουμε γιὰ τὴν οὐράνια πατρίδα μας. Ζοῦμε μὲ τὴ λαχτάρα τῶν ἐξορίστων, ποὺ μὲ πόθο ἀναμένουν τὴν εὐτυχισμένη ἡμέρα ποὺ θὰ τοὺς ἀποδοθοῦν ὅλα τὰ δικαιώματα σὰν σὲ νόμιμους καὶ γνήσιους πολίτες τῆς δικῆς τους πατρίδας.
Ἀλήθεια, ποθοῦμε τὴν οὐράνια αὐτὴ πανέμορφη πατρίδα μας; Πηγαίνει τακτικὰ ὁ νοῦς μας ἐκεῖ; Μιλᾶμε γι᾿ αὐτήν; Μήπως δενόμαστε μὲ τὰ ἐφήμερα καὶ προσκολλᾶται ἡ καρδιά μας στὰ παρόντα, σ᾿ αὐτὰ ποὺ φεύγουν καὶ σύντομα χάνουν τὴ ζωντάνια τους καὶ τὴν ὀμορφιά τους σὰν τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ; Σκεπτόμαστε ὅτι ἡ θέση μας εἶναι κοντὰ στὸ Θεό; Πολλοὶ καταβάλλουν ὑπεράνθρωπες προσπάθειες, πολλὲς φορὲς καὶ ἐφάμαρτες, προκειμένου νὰ κερδίσουν μιὰ θέση. Πόσο περισσότερο ἐμεῖς ἀξίζει νὰ κοπιάζουμε, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε τὴ χαρὰ τοῦ Παραδείσου;
Πηγή: Περιοδικὸ «Ὁ Σωτήρ», τεὐχος 2168 (1/1/2018)