Τό μεγαλύτερο δῶρο τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο εἶναι ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ σωτηρία ποὺ δίνει αὐτὴ στοὺς πιστούς.
Πάντοτε λοιπόν, ὅταν ὁμιλοῦμε γιὰ τὴ
σωτηρία ποὺ ἔφερε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, ἀπαραίτητα πρέπει νὰ ἀναφέρουμε
καὶ τὴν ἀλήθεια ὅτι αὐτὴ ἡ σωτηρία βιώνεται καὶ ἐπιτυγχάνεται μέσα στὴν
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Πρωτίστως, πιστεύουμε καὶ ὁμολογοῦμε,
ὅπως λέγει καὶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ὅτι «δὲν ὑπάρχει πουθενὰ ἀλλοῦ ἡ
σωτηρία, οὔτε ὑπάρχει ὄνομα τὸ δεδομένο ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στοὺς ἀνθρώπους,
μὲ τὸ ὁποῖο σωζόμαστε, παρὰ μόνο τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ» (Πράξ. δ΄
12).
Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ὁμολογοῦμε εὐθαρσῶς
ὅτι μόνο διὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σώζεται ὁ ἄνθρωπος. «Ἐκτὸς τῆς
Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία», λέγει ὁ ἅγιος Κυπριανός, Ἐπίσκοπος
Καρθαγένης.
Γνωρίζουμε ὅλοι ὅτι «ἡ χάρις καὶ ἡ
ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο», ὅπως λέγει καὶ ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς
Ἰωάννης (α΄ 17). Αὐτὴ ὅμως ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος βρίσκεται μέσα
στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καὶ ἡ μοναδικὴ καὶ ἀνεπανάληπτη ἀλήθεια τοῦ
Εὐαγγελίου ἐπαναπαύεται πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα τῶν Ὀρθοδόξων Ναῶν.
Δὲν μπορεῖ ἑπομένως νὰ ζεῖ κάποιος ἐκτὸς
Ἐκκλησίας – ἐν γνώσει του καὶ μὲ ἐπιλογή του – καὶ νὰ σωθεῖ. Ἡ Ἐκκλησία
εἶναι ἡ Κιβωτὸς τῆς Σωτηρίας. Μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία βιώνει
κάποιος τὸ Μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, ἀκολουθεῖ τὰ ἴχνη Του, ἐφαρμόζει τὶς
ἐντολές Του, κατανοεῖ τὸν λόγο Του, καθαίρεται ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του,
κληρονομεῖ τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Αὐτὴ ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ
Κιβωτὸς τῆς Σωτηρίας, ποὺ χορηγεῖ ὅλα αὐτὰ τὰ θεῖα δωρήματα, εἶναι μετὰ
πάσης βεβαιότητος ἡ Ὀρθόδοξη. Δὲν ὑπάρχουν πολλὲς Ἐκκλησίες, ὅπως καὶ
δὲν ὑπάρχουν πολλοὶ «Χριστοί», πολλὲς Κεφαλές, πολλὰ Εὐαγγέλια. «Εἷς
Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα», λέγει ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος (Ἐφ. δ΄
5). Οἱ λεγόμενες καταχρηστικὰ καὶ τεχνικὰ “Ἐκκλησίες” εἶναι αἱρέσεις
καὶ ἀνθρώπινες ἀπόψεις, ποὺ ἀπὸ τὸ ὅλο Εὐαγγέλιο διάλεξαν καὶ ἀπομόνωσαν
ἕνα μέρος, ἕνα ἀπόσπασμα ἢ νόθευσαν καὶ ἀλλοίωσαν τὸ ὄλο μὲ
παρερμηνεῖες.
Βασικὴ ἀσφαλῶς προϋπόθεση γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ
ἄνθρωπος μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ πίστη. Τί εἶναι ὅμως αὐτὴ ἡ
πίστη; Εἶναι σχέση ἐμπιστοσύνης, ἀγάπης καὶ ἀκολουθίας τοῦ Ἰησοῦ. Εἶναι
ἀποδοχὴ τῶν θείων ἀληθειῶν τοῦ Χριστοῦ καὶ ὑπακοὴ στὶς ἅγιες ἐντολές
Του. Αὐτὸς ὁ πιστὸς ἄνθρωπος ἀσφαλῶς δὲν θὰ πέσει ἔξω. Ἔχει ἐκτὸς ἀπὸ τὴ
θεωρητικὴ πίστη καὶ τὴν ἔμπρακτη καθημερινὴ ἐφαρμογή. Ἡ ἀλήθεια δηλαδὴ
τῆς πίστεως συνοδεύεται ἀπὸ τὴ Μυστηριακὴ ζωὴ καὶ τὸν προσωπικὸ ἀγώνα
καὶ ἁγιασμό.
Ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ γνωρίζουμε ὅτι ἡ
Μυστηριακὴ ζωὴ καὶ ἡ εἴσοδος στὴν Ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀρχίζουν μὲ
τὸ ἅγιο Βάπτισμα. Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστὸς τὸ εἶπε στοὺς ἁγίους Μαθητὲς καὶ
Ἀποστόλους: «πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ Εὐαγγέλιον
πάσῃ τῇ κτίσει. ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας
κατακριθήσεται» (Μάρκ. ις΄ [16] 15-16).
Ἂς δοξάσουμε λοιπὸν τὸν Ἅγιο Θεό, ὁ
Ὁποῖος εὐδόκησε διὰ τῶν γονέων μας καὶ τῶν ἀναδόχων μας νὰ μᾶς κάνει
μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Του. Ἂς κρατήσουμε τὴν Πίστη τοῦ Εὐαγγελίου
ἀναλλοίωτη στὴν πορεία τῆς ζωῆς μας καὶ ἄς μείνουμε ἑνωμένοι μὲ τὸν
Ἀρχηγὸ καὶ Τελειωτὴ τῆς Πίστεώς μας Ἰησοῦ Χριστὸ μέχρι τῆς ἐσχάτης
ἀναπνοῆς μας.