Τετάρτη 5 Ιουλίου 2017

Φωνὴ ἀπὸ τὸν «ἄλλο» κόσμο


Ναί! Δὲν ὑπάρχει μόνο ὁ κόσμος αὐτὸς στὸν ὁποῖο ζοῦμε τώρα. Ὑπάρχει καὶ ὁ «ἄλλος» κόσμος. Δὲν εἶναι μόνο ὁ κόσμος τῆς γῆς. Εἶναι καὶ ὁ κόσμος τοῦ οὐρανοῦ. Δὲν εἶναι μόνο ὁ αἰσθητός, ὁ ὁρατὸς κόσμος. Εἶναι καὶ ὁ ὑπεραισθητός, ὁ ἀόρατος πνευματικὸς κόσμος.

Δὲν τὸ παραδέχονται ὅλοι αὐτό. Δὲν τὸ πιστεύουν. Ἴσως κάποιοι καὶ νὰ εἰρωνεύονται ἐκείνους ποὺ ζοῦν μὲ πίστη στὴν πέ­ραν τοῦ τάφου ζωή, στὴν ὑπεραισθη­τὴ πραγματικότητα, τὴν ὁποία μᾶς πα­ρου­­σιάζει ζωντανὴ καὶ βέβαιη ἡ Πίστη μας.


Τί θὰ γίνει ὅμως ὅταν κλείσουν τὰ μάτια τους; Τί θὰ ποῦν τότε, ὅταν θὰ πέσει ἡ αὐλαία στὸ θέατρο αὐτοῦ τοῦ κόσμου; Πῶς θὰ ἀντιδράσουν ὅταν γίνει ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ καὶ ἀρχίσει ἡ μετὰ τὸ τέλος τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου κατάσταση τῆς οὐρανίου Βασιλείας τοῦ Θεοῦ; Τί ἔκπληξη θὰ δοκιμάσουν ὅταν ἀντικρίσουν ἐκεῖ ὡς ἀδιάσειστες πλέον ­πραγματικότητες ἐκεῖνα ποὺ εἰρωνεύονταν καὶ θεωροῦ­σαν πλάσματα τῆς φαντασίας τῶν θρησκόληπτων τάχα ἀνθρώπων;

Τὴν τραγικὴ κατάσταση στὴν ὁποία θὰ βρεθοῦν οἱ ἄπιστοι τοῦ παρόντος κόσμου μετὰ τὸν θάνατο καὶ τὴν κρίση τοῦ Θε­οῦ, μᾶς τὴν περιγράφει ἡ Ἁγία Γραφὴ στὸ βιβλίο τῆς Σοφίας Σολομῶντος (ε΄ 1-14).

Θὰ τοὺς καταλάβει τότε μεγάλη ταραχὴ καὶ φόβος τρομερός, θὰ μείνουν ἐκστατικοὶ καὶ κατάπληκτοι καὶ μὲ στεναγμοὺς θὰ ἀναγνωρίσουν τὴν ἀφροσύνη τους. Θὰ παραδεχθοῦν ὅτι πλανήθηκαν «ἀπὸ ὁδοῦ ἀληθείας», ὅτι ἀπόλαυσαν τοὺς δρόμους τῆς παρανομίας καὶ τῆς ἀπωλείας, «τὴν δὲ ὁδὸν Κυρίου», τὸν ἀσφαλὴ δρόμο τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου δὲν τὸν γνώρισαν.

«Τί ὠφέλησεν ἡμᾶς ἡ ὑπερηφανία;», θὰ διερωτηθοῦν. Ποιὰ εὐτυχία μᾶς ἐξασφάλισε ὁ πλοῦτος, ποὺ μὲ ἀλαζονεία καὶ ἔπαρση κατακτήσαμε; «Παρῆλθε ἐκεῖνα πάντα ὡς σκιὰ καὶ ὡς ἀγγελία παρατρέχουσα». Ὅλα ὅσα ἀπολαύσαμε στὸν ἐπίγειο βίο μας χάθηκαν ὅπως ἡ σκιὰ καὶ σὰν ἀγγελία εἰδήσεως ποὺ ἀκούγεται καὶ ἀμέσως φεύγει καὶ λησμονεῖται.

Χρησιμοποιεῖ ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἄλλες πα­ρομοιώσεις γιὰ νὰ δείξει τὴν ἀπατηλὴ ματαιότητα τοῦ ἐπίγειου βίου τῶν ἀπίστων.

Πέρασε ἡ ζωή μας, μᾶς λέει ὅτι θὰ ποῦν, ὅπως τὸ πλοῖο ποὺ διασχίζει τὴν τρικυμισμένη θάλασσα καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο χάνον­ται τὰ ἴχνη του καὶ σβήνει ἡ αὐλακιὰ ποὺ ἄνοιξε στὰ νερὰ μὲ τὴν καρίνα του.

Πέρασε σὰν τὸ πουλὶ ποὺ διασχίζει τὸν ἀέρα, χωρὶς ὅμως νὰ ἀφήνει «τεκμήριον πορείας» καὶ «σημεῖον ἐπιβάσεως». Δὲν διακρίνεται πιὰ ἡ τροχιὰ ποὺ διέγραψε, τὸ σημεῖο ἀπὸ τὸ ὁποῖο πέρασε κτυπών­τας τὰ φτερά του.

Πέρασε ἡ ζωὴ ὅπως τὸ βέλος, ποὺ ὅταν ἐκτοξευθεῖ, διασχίζει γρήγορα τὸν ἀέρα, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀμέσως ἐπανέρχεται στὴ θέση του, ὥστε νὰ μὴ γνωρίζει κανεὶς ἀπὸ ποῦ πέρασε τὸ βέλος.

«Οὕτως καὶ ἡμεῖς γεννηθέντες ἐξελίπομεν». Ἔτσι καὶ μεῖς. Μόλις γεννηθήκαμε καὶ φανήκαμε πάνω στὴ γῆ, ἐξαφανισθήκαμε ἀπὸ αὐτήν. Σὰν τὴ σκιὰ ἡ ζωή μας, σὰν τὴν εἴδηση ποὺ λησμονεῖται, σὰν τὸ καράβι, σὰν τὸ πουλί, σὰν τὸ βέλος ποὺ δὲν ἀφήνουν ἴχνη πίσω τους. Ἔφυγε, ἔ­σβησε ἡ ζωή μας χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε. Σὰν νὰ ἦταν μιὰ στιγμή.

Ἀπὸ τὰ χρόνια ἀκόμη τῆς Παλαιᾶς Δια­θήκης ὁ αἰώνιος λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς πληροφορεῖ γιὰ τὴν παγκόσμια Κρίση, γιὰ τὸ μεγάλο δόγμα τῆς Πίστεώς μας ὅτι θὰ ἔλθει ἡ ὥρα, ἡ ἔσχατη ὥρα, ποὺ ὁ Θεὸς ὡς δίκαιος καὶ ἀδέκαστος Κριτὴς θὰ κρίνει τὸν κόσμο, θὰ κρίνει τὶς πράξεις τῶν ἀνθρώπων καὶ θὰ ἀποδώσει «ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ». Καὶ τότε θὰ πορευθοῦν οἱ ἄνθρωποι στὴν αἰώνια ζωὴ ἢ τὴν αἰώνια καταδίκη. Μπροστὰ σ’ αὐτὴ τὴν αἰωνιότητα τῆς μελλούσης ζωῆς ὅλα τὰ παρόντα εἶναι τόσο πρόσκαιρα καὶ μηδαμινά, ὥστε μοιάζουν σὰν κάτι τὸ ἐλάχιστο, ἕνα τίποτε, μιὰ στιγμή.

Ἀπὸ αὐτὴν ὅμως τὴ «στιγμὴ» ἐξαρτᾶται ὅλη ἡ πορεία μας στὴν αἰωνιότητα. Μὴ φθάσουμε τότε ποὺ θὰ ἔχει ἀποδειχθεῖ ἡ ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων, νὰ διαπιστώσουμε μὲ ἀνέκφραστη θλίψη: Πέρασε σὰν μιὰ στιγμὴ ἡ ζωή μας καὶ «ἀρετῆς μὲν σημεῖον οὐδὲν ἔσχομεν δεῖξαι, ἐν δὲ τῇ κακίᾳ ἡμῶν κατεδαπανήθημεν». Τί πάθαμε! Πέ­ρασαν ὅλα τόσο σύντομα καὶ δὲν κάναμε τίποτε ποὺ νὰ μπορεῖ τώρα νὰ μᾶς βοηθήσει. Καμιὰ ἀρετὴ δὲν ἀποκτήσαμε, ὥστε νὰ τὴν παρουσιάσουμε τώρα· καταξοδέψαμε δὲ τὸν ἑαυτό μας στὴν κακία καὶ στὴν πονηρία μας. Ναί! Πῆγε χαμένη ἡ ζωή μας, γιατὶ ὅσα ἐλπίζουν οἱ ἀσεβεῖς μοιάζουν μὲ τὸ χνούδι μερικῶν σπόρων καὶ καρπῶν ποὺ τὸ παρασύρει ὁ ἀέρας, καὶ σὰν τὴ λεπτὴ πάχνη ποὺ τὴ διασκορπίζει ἡ θύελλα, καὶ σὰν τὸν καπνὸ ποὺ δια­λύεται ἀμέσως ἀπὸ τὸν ἄνεμο, καὶ σὰν τὴν ἀνάμνηση κάποιου ποὺ γιὰ μιὰ μόνο μέρα τὸν φιλοξενήσαμε καὶ σύντομα κατόπιν τὸν ξεχάσαμε σὰν ξένο διαβάτη.

Ποιὸς ἔχει τὴν πνευματικὴ εὐφυΐα νὰ καταλάβει ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ ὅλα ἐκεῖνα, πού, ἂν τὰ καταλάβει στὴν ἄλλη ζωή, δὲν θὰ ἔχει τίποτε νὰ ὠφεληθεῖ; Ποιὸς θὰ σκεφθεῖ συνετὰ καὶ θὰ ἀκούσει τὴ φωνὴ ἐκείνων ποὺ ἀπὸ τὸν ἄλλο κόσμο μᾶς μιλοῦν μὲ λόγους συγκλονιστικούς, καθὼς συνειδητοποιοῦν τὸ μεγάλο λάθος, τὸ μέγιστο ὅλων, ποὺ ὅμως τότε δὲν διορθώ­νεται;

Ὅσο ἔχουμε καιρό, ὅσο ζοῦμε τὴ σύν­τομη ζωή μας πάνω στὴ γῆ, ἂς ἀκούσουμε τὸν θεόπνευστο λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ποὺ μᾶς καλεῖ νὰ μετανοοῦμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ νὰ ἐργαζόμαστε τὴν ἀρετή. Ὅσο ἔχουμε καιρό...

Πηγή: Ο Σωτήρ