Τετάρτη 3 Μαΐου 2017

Αγία Ματρώνα η αόματη και όραση του Παραδείσου


Ἔχουμε ἤδη, σέ προσκυνητάρι, μέσα στό καθολικό μας τήν εἰκόνα τῆς ἀλλά καί ἀπό τά κελλιά μας, ἀπό τό προσκεφάλι μας δέν λείπει. Σέ αὐτήν τήν εἰκόνα της, πού μᾶς τήν ἔφεραν ἀπό τήν Μόσχα, ἄλλοι, φίλοι καί προσκυνητές ρῶσσοι μᾶς πρόσφεραν χῶμα καί ἄνθη, μέσα ἀπό τόν τάφο της, πού ἄνοιξε στήν ἀνακομιδή τῶν ἐξ ἀσθενείας μαρτυρικῶν της λειψάνων.

Κάθε φορᾶ, λοιπόν, πού ἀντιμετωπίζουμε στένωση στά οἰκονομικά μας, ἡ Ματρώνα εἶναι ἡ πρώτη πόρτα πού χτυπᾶμε. Καί μᾶς ἀπαντάει σχεδόν τήν ἴδια μέρα, σέ λίγες μόνο ὧρες, ὅπως τῆς τό ζητοῦμε καί ὅπως ξέρει ἐκείνη.

Τελευταία, τό 2012, ἀποκτήσαμε καί ἄλλες δύο εἰκόνες τῆς Ὁσίας Ματρώνας. Καί τώρα ἀναφερόμαστε στήν μία ἀπό αὐτές.

Εἶναι μεγάλων σχετικά διαστάσεων, 60Χ80 ἐκ., τέμπλου θά ἔλεγα. Ἐμεῖς τήν τοποθετήσαμε ἐπάνω, ψηλά, στόν δεύτερο κίονα τῆς βορεινῆς κιονοστιχίας, νά κυτάζει πρός τό ἐκκλησίασμα.

Ἡ εἰκόνα αὐτή μας ἦρθε μέ συνοδευτικό γράμμα τοῦ ἁγιογράφου της, καί, ὅσο μποροῦμε νά γνωρίζουμε, εἶναι μοναδική. Καί ποῦ ἔγκειται ἡ μοναδικότητά της;

Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ Ματρώνα δέν γεννήθηκε, ἁπλά, τυφλή, ἀλλά γεννήθηκε ἀόματη. Οἱ κόγχες τῶν ματιῶν τῆς ἦταν ἄδειες. Καί φυσικά, ὅλες οἱ εἰκόνες πού κυκλοφοροῦν καί γνωρίζουμε τήν παρουσιάζουν μέ ἄδεια μάτια, κατεβασμένα τά βλέφαρα, δηλαδή τυφλή.

Στήν δική μας ὅμως εἰκόνα ἡ Ματρώνα ἔχει τά μάτια τῆς ἀνοιχτά.

Σέ κάποια ἐπίσκεψη ρώσσων προσκυνητῶν, ἀναφερθήκαμε στήν Ἁγία, πόσο τήν ἀγαπᾶμε καί πόσο μᾶς βοηθάει, καί πόσο θά θέλαμε νά ἔχουμε καί ἄλλες δικές της εἰκόνες, ἀκόμα καί μεγάλες.

Μία ἀπό τίς προσκυνήτριες, γυρνώντας στήν Μόσχα, ἀποφάσησε νά πραγματοποιήσει τήν ἱερή μας ἐπιθυμία. Καί παράγγειλε μία εἰκόνα τῆς Ματρώνας στόν ἁγιογράφο, μάλιστα, ὅπως ὁ ἴδιος δηλώνει, νά ζωγραφιστεῖ μέ τήν παραδοσιακή βυζαντινή τεχνική, δηλαδή τά χρώματα νά εἶναι φυσικά καί νά διαλυθοῦν σέ αὐγό.

Ὁ ἁγιογράφος συνέχιζε νά ζωγραφίζει βυζαντινότροπα, καί μία ἡμέρα ἡ κυρία πού τήν παράγγειλε πῆγε νά τόν συναντήσει, γιά νά τόν πεῖ πῶς νά ζωγραφήσει τά μάτια της.

«Θά τήν ζωγραφήσεις μέ ἀνοιχτά τα μάτια, ἐπέμενε ἡ κυρία. Τήν εἶδα καί μέ εἶπε: Θέλω νά μέ κάνετε μέ ἀνοιχτά μάτια. Ἐδῶ πού εἶμαι ἔχω μάτια καί βλέπω. Γί αὐτό, σέ παρακαλῶ, θέλω νά τήν ἁγιογραφήσεις μέ ἀνοιχτά τα μάτια».

Ὕστερα ἀπό τήν θέληση τῆς κυρίας, φυσικά ὁ ζωγράφος ἐκτέλεσε τήν ἐπιθυμία της.

Καί ἡ εἰκόνα ἦρθε, μέ τήν συνοδία τῆς κυρίας, στό Μοναστήρι, σέ κάποια ἑπόμενη προσκυνηματική ἐπίσκεψή τους.

Δόξα τῷ Ἁγίω Θεῶ, πού εἶναι ὁ ὧν ὁ ἥν καί ὁ ἐρχόμενος, καί μᾶς δίνει τούς ἁγίους του νά μᾶς παρηγοροῦν.

Τοῦ Ἀρχιμ. Πορφυρίου, Ἡγουμένου Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Βέροιας

Πηγή: Ψήγματα Ὀρθοδοξίας