Πέμπτη 2 Μαρτίου 2017

Ο πειρασμός της αυτοδικίας και ο νόμος της συγχώρεσης



Η ζοφερή αυτή πραγματικότητα αποτυπώνεται καθημερινά μέσα στις κοινωνικές μας σχέσεις οι οποίες συχνά μάς επιφυλάσσουν δυσάρεστες εκπλήξεις. Η προδοσία, η αδικία, το ψέμα και η εξαπάτηση αποτελούν ενέργειες που μπορεί να γκρεμίσουν τον κόσμο μας. Ο πόνος και η απελπισία που βιώνουμε από τους συνανθρώπους μάς κατακλύζουν με συναισθήματα θυμού, μίσους και εκδίκησης που είναι πολύ δύσκολο να μας αποχωριστούν για πολύ καιρό, πολλές φορές ακόμα και για χρόνια. Ίσως σε έχουν αδικήσει στην εργασία σου, σε έχουν εκμεταλλευτεί, δεν σου απέδωσαν αυτό που δικαιούσαι. Άνθρωποι κακότροποι σε ελοιδόρησαν, σε εχλεύασαν! Πόσες φορές μάς έχουν συκοφαντήσει, διέδωσαν ψευδείς ειδήσεις για το πρόσωπό μας, ενίοτε μας γελοιοποίησαν, μας ειρωνεύτηκαν! Και το χειρότερο όλων βέβαια, όπως δυστυχώς πληροφορούμεθα από τα Μ.Μ.Ε., πολλοί πράττουν βαρύτατα εγκλήματα εναντίον συνανθρώπων μας όπως φόνους, βιασμούς και άλλα θανάσιμα αμαρτήματα. Όταν βιώνουμε αυτές τις πράγματι άθλιες συμπεριφορές, το πρώτο που έρχεται ενστικτωδώς στο μυαλό μας είναι η εκδίκηση και η ανταπόδοση. Μάλιστα, πολλές φορές, η κοινή γνώμη συνηγορεί υπέρ της αυτοδικίας και της εκδίκησης σε ιδιαίτερα ειδεχθή εγκλήματα.

Οι άνθρωποι είναι πιο πρόθυμοι να ανταποδώσουν το κακό παρά το καλό που τους έκανες, αφού η ευγνωμοσύνη είναι βάρος, ενώ η εκδίκηση είναι ευχαρίστηση, επισημαίνει ένας ρωμαίος ιστορικός, ο Τάκιτος (55-120μ.Χ.). Αυτοδικία και εκδίκηση είναι η ανταπόδοση κάποιου κακού ή η απολαβή ικανοποίησης για κάποια ζημιά. Συναντιέται στα πρώτα βήματα όλων των πολιτισμών και των κοινωνιών. Ακόμη και σήμερα συναντάται εκεί κυρίως που το μορφωτικό επίπεδο είναι χαμηλό. Η εκδίκηση δεν πρέπει να συγχέεται με τη νόμιμη άμυνα, διότι πρόκειται για ενσυνείδητη επίθεση με το σκοπό ανταπόδοσης σ' αυτόν που μας προσβάλλει. Η εκδίκηση διακρίνεται σε προσωπική και σε ομαδική (ιταλ. vendetta, ελλ. γδικιωμός). Στην ατομική εκδίκηση έχουμε άτομο εναντίον ατόμου, στην ομαδική έχουμε οικογένεια εναντίον οικογένειας, φυλή εναντίον φυλής. Η εκδίκηση αίματος θεωρείται ιερή υποχρέωση και υπήρξε εθιμική σ' όλες τις πρωτόγονες κοινωνίες. Πίσω από την ομαδική εκδίκηση, υπάρχουν οργανωμένες οικογένειες ή φυλές, στις οποίες υπάρχει η ομαδική τιμή. Έτσι κάθε προσβολή σε βάρος ενός μέλους θεωρείται ευθεία προσβολή σε βάρος της ομάδας στην οποία το θύμα ανήκει.

Οι υποστηρικτές της αυτοδικίας επικαλούνται πολλές φορές το Μωσαϊκό Νόμο ο οποίος όριζε τον νόμο της ανταποδόσεως, το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» (Έξ. 21,23-25, Λευιτ. 24, 20-21, Δευτ. 19, 18-21). Ποία όμως είναι ή έννοια των συγκεκριμένων διατάξεων; Επιβάλλουν πράγματι την αυτοδικία και την εκδίκηση; Για να μπορέσουμε να απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα πρέπει να εξετάσουμε το δικαιϊκό σύστημα της εποχής, από το οποίο εξαρτάται η παραπάνω φράση, και το κοινωνικό περιβάλλον της εποχής. Ο νόμος της ανταποδώσεως, (Jus talionis), γνωστός σε όλη την αρχαιότητα, υπάρχει σε πολλές διατάξεις του κώδικα του Χαμουραμπί o οποίος έλεγε τα εξής: «Αν ένας άντρας καταστρέψει το μάτι κυρίου, τότε θα του καταστραφεί το μάτι. Αν αυτός καταστρέψει το μάτι του δούλου ενός άλλου ή σπάσει τα κόκκαλα του δούλου, τότε αυτός θα καταβάλει τα μισά της αξίας της αγοράς του δούλου» (Βλ. τη μελέτη: Ο κώδικας του Χαμουραμπί (Μια νέα ματιά σε μια παλιά νομοθεσία). Αρμενόπουλος. Μηνιαία νομική επιθεώρηση. Εκδίδεται από τον Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης. Επιστημονική επετηρίδα 24. Θεσσαλονίκη 2003).

Αυτός ο νόμος της ανταποδόσεως προέβαλλε έντονες κοινωνικές ανισότητες διότι διαφορετική ποινή επιβαλλόταν για το ίδιο αδίκημα σε μέλη της αριστοκρατίας και διαφορετική ποινή στην κατώτερη τάξη των πολιτών και ιδιαίτερα στους δούλους. Ο κώδικας του Χαμουραμπί αποδέχονταν τις κοινωνικές ανισότητες, τις υιοθετεί, και διαμορφώνει και επιβάλλει ανάλογες ποινές. Αντίθετα, σύμφωνα με τον καθηγητή Ν. Μπρατσιώτη, η Παλαιά Διαθήκη ανατρέπει τις κοινωνικές ανισότητες. Η Παλαιά Διαθήκη λέει ότι πρέπει να είναι όλοι ίσοι απέναντι του νόμου και ο δικαστής πρέπει να μη προσωποληπτεί κι ο δικαστής πρέπει να αποδίδει το ίσο. Είναι ο περίφημος νόμος της ανταποδόσεως που δεν εφαρμόζεται από τον ίδιο τον παθόντα αλλά από το δικαστή, ο οποίος έχει μπροστά του τον άνθρωπο που έκανε κάτι και εκείνον o οποίος έπαθε κάτι. Ο δικαστής πρέπει να αποδώσει δικαιοσύνη και στον ένα και στον άλλο, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις κοινωνικές ανισότητες όπως αδίκως έπραττε ο κώδικας του Χαμουραμπί. Πρέπει να κρίνει δίκαια. Του δίνει λοιπόν το μέτρο αυτός ο νόμος. Ο σκοπός αυτών των διατάξεων δεν ήταν η εκδίκηση. Απλώς εκφραζόταν η ανάγκη προστασίας και ασφάλειας της ζωής, έστω και διά της δημιουργίας φόβου προς παιδαγωγία. Όμως οι εκπρόσωποι του επίσημου Ιουδαϊσμού είχαν μετατρέψει το νόημα του Νόμου σε πράξη εκδίκησης. Διέστρεψαν το αληθινό νόημα του Νόμου και απέναντι σε αυτή τη διαστροφή του Νόμου της Παλαιάς Διαθήκης ο οποίος τόνιζε την ανάγκη της δικαιοσύνης και όχι την εκδίκηση, στράφηκε η αντίθεση του ίδιου του Κυρίου στην επί του όρους Ομιλία Του, ο οποίος αναφέρει τα εξής: «᾿Ηκούσατε ὅτι ἐρρέθη, ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος· ᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ· ἀλλ᾿ ὅστις σε ραπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην»(Ματθ. 5,38-42).

Ενώ η αυτοδικία και η εκδίκηση είναι αμαρτία, μια παρά φύσιν κατάσταση, η απόδοση δικαιοσύνης εκφράζει μια κατά φύσιν κατάσταση∙ όμως ο Ιησούς μάς καλεί να κατακτήσουμε το υπέρ φύσιν, μια υπέρ φύσιν κατάσταση, που είναι η θεοειδής συγχώρεση. Μας διδάσκει: «᾿Ηκούσατε ὅτι ἐρρέθη, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου καὶ μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου. ᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς, ὅπως γένησθε υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ὅτι τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ. 5,43-45).

Ο Ιησούς θέτει ξανά το Νόμο της Παλαιάς Διαθήκης σε σωστά ερμηνευτικά πλαίσια και συνάμα μάς προτρέπει να προχωρήσουμε από τη σκιά του Νόμου στο Φως της Χάριτος του Θεού που είναι η αγάπη. Ο Χριστιανισμός κάνοντας υπέρβαση του νόμου της ανταποδόσεως, προτείνει την αρχή της αγάπης προς τον πλησίον, της αμνησικακίας και της ανταποδόσεως καλού αντί κακού, της συγχώρεσης. Όπως λέγει και ο Άγιος Μάρκος ο Ασκητής, «εκείνος που πιστεύει στο Χριστό που μιλάει για ανταπόδοση, υποφέρει κάθε αδικία πρόθυμα, ανάλογα με την πίστη του». Ας μην ξεχνούμε, εξάλλου, αυτό που έγραψε ο Άγγλος ποιητής Alexander Pope τον 18ο αιώνα: «Το να σφάλεις είναι ανθρώπινο, το να συγχωρείς θεϊκό».

Η διδασκαλία του Ιησού για συγχώρεση και αγάπη δεν είναι απλά κάποια ηθική θεωρία αλλά ενυλώνεται και βιώνεται μέσα στη ζωή των Αγίων μας. Αυτή την υπέρ φύση κατάσταση βίωσαν οι άγιοι της Εκκλησίας οι οποίοι ενστερνίσθηκαν το λόγο του Ιησού για συγχώρεση και αγάπη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό του αγίου Διονυσίου του εν Ζακύνθω ο οποίος συγχώρεσε τον φονιά του αδελφού του. Ο δολοφόνος αυτός ήταν ένας πληρωμένος φονιάς που σκότωσε τον αδελφό του Άγιου Διονυσίου, λόγω κάποιων οικογενειακών εχθροπραξιών. Ο δολοφόνος μετά τον φόνο κατέφυγε στα βουνά, για να αποφύγει την οργή των συγγενών του θύματος, ενώ ένα απόσπασμα στρατού τον κυνηγούσε. Μετά από λίγο έφτασε και στο Μοναστήρι όπου βρισκόταν ο Άγιος. Ο δολοφόνος, χωρίς να ξέρει την συγγένεια του Άγιου με το θύμα του φόνου, του ζήτησε να τον κρύψει. Ο Άγιος με ηρεμία ζήτησε να μάθει τον λόγο για τον οποίο τον κατεδίωκαν, και τότε αντιλήφθηκε ότι είχε μπροστά του και ζητούσε την προστασία του αυτός που είχε σκοτώσει τον αδελφό του. Συγκλονισμένος από τον θάνατο του αδελφού του συλλογίστηκε τα λόγια της συγχώρησης του Κυρίου επάνω στον Σταυρό προς τους σταυρωτές του. Έπειτα άπλωσε το χέρι του προς τον δολοφόνο και τον ευλόγησε συγχωρώντας τον. Μετά από λίγο έφτασε στο Μοναστήρι και το στρατιωτικό απόσπασμα. Ο Άγιος τότε είπε στο απόσπασμα πως δεν είχε δει τον δολοφόνο σε εκείνα τα μέρη. Αφού έφυγε το απόσπασμα ο Άγιος οδήγησε τον δολοφόνο στην πίσω εξώπορτα του Μοναστηριού, από όπου τον βοήθησε να διαφύγει με μια βάρκα. Ο Άγιος Διονύσιος δεν υπέπεσε στον πειρασμό να εκδικηθεί, αλλά ούτε και αναζήτησε την απονομή δικαιοσύνης σε κάποιο δικαστήριο, αλλά βίωσε αυτήν την υπέρλαμπρη θεοειδή κατάσταση της απονομής συγχώρεσης βιώνοντας τα συναισθήματα του Ιησού Χριστού ο οποίος κρεμάμενος επί του Σταυρού συγχώρεσε τούς από Αυτόν ευεργετηθέντες σταυρωτές Του: «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γάρ οίδασι τί ποιούσι» (Λουκ. 23,34).

Η συγχώρεση αποτελεί το αγώνισμα και την άσκηση της αγάπης που στο τέλος μεταμορφώνεται σε χαρά και οδηγεί στη σωτηρία, όπως ο άγιος Παΐσιος ο αγιορείτης επισημαίνει χαρακτηριστικά: «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από τη χαρά που νιώθεις, όταν δέχεσαι την αδικία. Μακάρι να με αδικούσαν όλοι οι άνθρωποι! Ειλικρινά σας λέω, τη γλυκύτερη πνευματική χαρά την ένιωσα μέσα στην αδικία».

«Δεν μπορώ να ξεχάσω», ακούμε πολλούς να λένε, «είναι αδύνατον να λησμονήσω το κακό που μου έκανε ο τάδε». Πολλοί θεωρούν ότι συγχωρώ σημαίνει ότι δικαιολογώ αυτό που μου έκαναν. Ακόμα περισσότερο, κάποιοι εξισώνουν την συγχώρεση με την έλλειψη αξιοπρέπειας από την πλευρά του θύματος. Η συγχώρεση όμως δεν έχει να κάνει με τον άλλον αλλά αποκλειστικά με τον εαυτό μας. Το να συγχωρέσουμε μπορεί να μας ωριμάσει, να μας απελευθερώσει, να μας κάνει να επαναπροσδιορίσουμε θέσεις και απόψεις που μας δημιουργούν άγχος και στενοχωρία. Εάν δεν καταφέρουμε να συγχωρέσουμε, υπάρχει κίνδυνος συσσώρευσης τόσο μεγάλης πίκρας και θυμού εντός της ψυχής μας που μπορεί να οδηγήσει, τελικά, στο να μην τολμούμε στη συνέχεια να δημιουργήσουμε στενές σχέσεις εμπιστοσύνης με άλλους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ψυχική και σωματική μας υγεία αλλά και για την ποιότητα της ζωής μας γενικότερα.

Η συγχώρεση συμβάλει στο να αφήσουμε πίσω μας οδυνηρά συναισθήματα και να λυτρωθούμε από το δυσβάσταχτο πολλές φορές βάρος τους, να μπορέσουμε να εμπιστευθούμε και πάλι τους άλλους και να επενδύσουμε, στις σχέσεις μας μαζί τους, συναισθήματα που ενώνουν και εμπνέουν. Η συγχώρεση προσφέρει απελευθέρωση από τα δυσάρεστα συναισθήματα, ψυχική ηρεμία, ψυχολογική κάθαρση και ηθική ικανοποίηση στο άτομο, διώχνοντας έτσι την αίσθηση του πόνου. Η ανάμνηση του κακού που συνέβη και η διαρκής ενασχόληση με αυτό, η διαιώνιση των αρνητικών συναισθημάτων και σκέψεων και η τοποθέτηση του εαυτού μας στο ρόλο του θύματος διαταράσσει την ψυχική υγεία και γαλήνη του ατόμου, προκαλεί σκέψεις εκδίκησης και συνεπάγεται άγχος και συμπτώματα κατάθλιψης. Αντίθετα η διαδικασία της συγχώρεσης αποφορτίζει το άτομο από τον ψυχικό πόνο που βιώνει λόγω της άσχημης συμπεριφοράς που δέχτηκε. Συγχωρώντας, συγχωρούμαστε, διότι δίνοντας λαμβάνουμε όπως προσευχόμαστε προς τον Θεό: «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς·...ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν·».

Η συγχώρεση προσφέρει σωματική υγεία διότι είναι γνωστό ότι η ψυχική υγεία και η ηρεμία συνδέεται άμεσα με την υγεία του σώματός μας. Άλλωστε πολλές φορές και οι ιατροί κάνουν λόγο για ψυχοσωματικά συμπτώματα σε πολλές ασθένειες. Με τη συγχώρεση το άτομο αποδεσμεύεται από το παρελθόν και βιώνει τη λύτρωση. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει λοιπόν ότι συγχωρούμε κυρίως για τον εαυτό μας, για να απαλλαγούμε από το βάρος της μνησικακίας, για να μπορούμε να έχουμε έναν ήρεμο ύπνο χωρίς να στριφογυρίζουμε με σκέψεις εκδίκησης και μνησικακίας. Αληθινή συγχώρεση σημαίνει να νιώσουμε συμπόνια και κατανόηση για όποιον μας πλήγωσε, κατανοώντας ότι ο αδελφός που μας πληγώνει είναι ασθενής και χρήζει θεραπείας από τα πάθη του που δημιουργούν προβλήματα στις κοινωνικές του σχέσεις.

Η ενσυνείδητη υπέρβαση του δυσάρεστου γεγονότος που μας πίκρανε και των αρνητικών συναισθημάτων που αυτό συνεπάγεται δεν είναι ακατόρθωτος, ούτε απαιτεί προσωπική ταπείνωση έναντι του θύτη. Αντιθέτως, απαιτεί αυτογνωσία, αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση. Η αποδοχή του ίδιου μας του εαυτού με τα λάθη και τις αδυναμίες του προωθεί την ικανότητα κατανόησης και των αδυναμιών των άλλων ανθρώπων.

Η ικανότητα να συγχωρούμε τους άλλους εξαρτάται από το πόσο ειλικρινείς είμαστε με τον εαυτό μας. «Η μεγαλύτερη επιστήμη για τον άνθρωπο, είναι να γνωρίσει τον εαυτό του», αναφέρει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς. Όταν ο άνθρωπος γνωρίσει τον εαυτό του, αναγνωρίζει τη φύση, τα όρια και τις δυνατότητες της υπάρξεώς του, και μπορεί να τοποθετείται σωστά απέναντι στο Θεό, στον πλησίον και στον ίδιο τον εαυτό του. Είναι αδύνατο να φτάσουμε στο γεγονός της συγχώρεσης χωρίς την επίγνωση της προσωπικής μας αμαρτωλότητας που εμφωλεύει μέσα μας. Είναι αδύνατο να φτάσουμε στο γεγονός της μεταμόρφωσής μας χωρίς την επίγνωση της προσωπικής μας δουλείας στα πάθη. Η επίγνωση της ασθένειάς μας δεν είναι ψυχολογική αδυναμία αλλά η απόφαση του ανθρώπου να κατανοήσει ότι «πάντες ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, δικαιούμενοι δωρεὰν τῇ αὐτοῦ χάριτι διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ»(Ρωμ.3,23-24). Πρέπει να κατανοήσουμε ότι δεν κάνουν μόνο οι άλλοι λάθη αλλά και εμείς οι ίδιοι. Αυτή «η συναίσθηση της αμαρτίας είναι μέγα δώρο του Ουρανού, μεγαλύτερο και της οράσεως των αγγέλων», αναφέρει ο αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος, και αυτή η συναίσθηση οδηγεί τον άνθρωπο στο να αποκτήσει τη δύναμη της συγχώρεσης.

Κάθε πληγή, σωματική ή ψυχική, χρειάζεται χρόνο για να ιαθεί πλήρως. Το ίδιο ισχύει και για τη συγχώρεση μιας πράξης ή συμπεριφοράς, που έχει πληγώσει πολύ. Η συγχώρεση είναι μια συνειδητή πράξη και μια απόφαση που ωριμάζει σταδιακά με την πάροδο του χρόνου. Ο χρόνος που χρειάζεται κάποιος μέχρι να μπορέσει να συγχωρέσει ουσιαστικά ποικίλει από άτομο σε άτομο και εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως η ψυχική του ωριμότητα, η σοβαρότητα και οι συνέπειες των όσων έχει υποστεί, η συγκεκριμένη συγκυρία, το ποιός είναι ο θύτης, αν ο τελευταίος αναγνωρίζει το σφάλμα του και, κυρίως, αν δείχνει σημάδια ειλικρινούς μεταμέλειας απέναντι σε αυτόν που έχει βλάψει.

Βέβαια όλοι οι πιστοί δεν έχουν την ίδια πνευματική ωριμότητα για να αφήσουν πίσω τους τα δυσάρεστα συναισθήματα της οργής. Αυτό όμως δεν αποτελεί και δικαιολογία. Χρειάζεται άσκηση, κόπο και οδύνη. Εφόσον κανένας μας δεν μπορεί εξαίφνης να κατακτήσει το ουράνιο δώρο της αγάπης και της συγχώρεσης, όπως μας το διδάσκει με την άγια ζωή του ο άγιος Διονύσιος ο εν Ζακύνθω, θα πρέπει να αγωνιστούμε έχοντας ως πρότυπο τους αγίους μας οι οποίοι βάδισαν στα ίχνη του αναμάρτητου Ιησού ο οποίος συγχώρεσε τους σταυρωτές του. Ειδικά, τώρα στην αρχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ας συγχωρέσουμε ειλικρινά τους αδελφούς μας, ας μελετήσουμε με απλότητα και ταπείνωση την Κλίμακα του αγίου Ιωάννη του Σιναΐτη ο οποίος μας προτρέπει στον πρώτο του λόγο να αποδράσουμε από την παλαιά ζωή των παθών, του μίσους και της αμαρτίας, της προσκόλλησης στα υλικά αγαθά και στην εμπαθή αγάπη του εαυτού μας και να πορευθούμε με ταπείνωση προς μια συνάντηση και ομοίωση, όπως μας λέγει στον τελευταίο του λόγο, με το Θεό, δηλαδή με την ίδια την αγάπη, διότι «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν», όπως μας διδάσκει ο άγιος Ιωάννης ο ευαγγελιστής(Α΄Ιω. 4,8).

Μας διδάσκει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Αν σου πω, νήστεψε πολλές φορές μου προβάλλεις ως δικαιολογία την ασθένεια του σώματος. Αν σου πω, δώσε στους φτωχούς μου λες ότι είσαι φτωχός και έχεις να αναθρέψεις παιδιά. Αν σου πω να έρχεσαι τακτικά στις Συνάξεις της Εκκλησίας, μου λες, έχω διάφορες μέριμνες. Αν σου πω, πρόσεχε αυτά που λέγονται στην Εκκλησία και κατανόησε το βάθος των λόγων του Θεού, μου προβάλλεις ως δικαιολογία την έλλειψη μορφώσεως. Αν σου πω, φρόντισε να βοηθήσεις ψυχικά τον αδελφό σου, μου λες ότι δεν υπακούει όταν τον συμβουλεύω, αφού πολλές φορές του μίλησα και περιφρόνησε τα λόγια μου...Βέβαια, δεν ευσταθούν οι προφάσεις αυτές και όλα αυτά είναι χλιαρά λόγια, αλλά, παρά ταύτα, μπορείς να προφασίζεσαι. Αν όμως σου πω, άφησε την οργή και συγχώρεσε τον αδελφό σου, ποια από τις προφάσεις αυτές μπορείς να χρησιμοποιήσεις; Διότι νομίζω, δεν μπορείς να φέρεις ως πρόφαση ούτε ασθένεια σώματος, ούτε φτώχεια, ούτε αμάθεια, ούτε απασχόληση και μέριμνα, ούτε τίποτε άλλο. Γι’ αυτό απ’ όλες σου τις αμαρτίες, αυτή η αμαρτία θα σου είναι ασυγχώρητη. Αλήθεια, πως θα μπορέσεις να υψώσεις τα χέρια σου στον Ουρανό; Πως θα κινήσεις τη γλώσσα σου να προσευχηθείς; Πως θα ζητήσεις συγνώμη; Ακόμη κι’ αν θέλει ο Θεός να σου συγχωρήσει τις αμαρτίες, δεν Του το επιτρέπεις εσύ, επειδή δεν συγχωρείς τις αμαρτίες του αδελφού σου. Διότι, αν εσύ ο ίδιος εκδικηθείς και επιτεθείς εναντίον του, είτε με λόγια, είτε με ανάλογες συμπεριφορές, είτε με κατάρες, ο Θεός δεν θα επέμβει πλέον, αφού εσύ ανέλαβες την τιμωρία Του. Και όχι μόνο δεν θα επέμβει, αλλά και από σένα θα ζητήσει λόγο, διότι φέρθηκες υβριστικά προς Αυτόν».

Πηγή: Με παρρησία...