Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2016

ῼΔΗ ΤΩΝ ΑΝΑΒΑΘΜΩΝ: 5. Μὲ τὰ μάτια στραμμένα στὸν Οὐρανὸ Ψαλ. ΡΚ΄ (120) 1-2


Ὁ 120ὸς Ψαλμὸς ἀνταποκρίνεται στὸν χαρακτηρισμὸ «ἀναβαθμοὶ» τῆς ὠ­δῆς αὐτῆς, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον Ψαλμό. Διότι σχεδὸν σὲ κάθε στίχο του εἶναι κατ’ ἐξοχὴν ἐμφανὲς τὸ κλιμακωτὸ σχῆμα καὶ ὁ προοδευτικὸς ρυθμός. Λέει π.χ.: «ὅθεν ἥξει ἡ βοήθειά μου· ἡ βοήθειά μου παρὰ Κυρίου» (στίχ. 1-2). «Μηδὲ νυστάξει ὁ φυλάσσων σε. ἰδοὺ οὐ νυστάξει οὐδὲ ὑπνώσει ὁ φυλάσσων...» (στίχ. 3-4). «Κύριος φυλάξει σε ἀπὸ παν­τὸς κακοῦ... Κύριος φυλάξει τὴν εἴσοδόν σου καὶ τὴν ἔξοδόν σου» (στίχ. 7-8).

Κατὰ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, ὁ Ψαλμω­δὸς ψάλλει τὴν ὠδὴ αὐτὴ καθ’ ὃν χρόνον ἔχει ἀπολυθεῖ ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία καὶ ἐνῶ διανύει τὴ μακρινὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὴ Βαβυλώνα στὴν Ἱερουσαλήμ. Ὁ δρόμος περνοῦσε μέσα ἀπὸ βουνὰ καί, καθὼς προχωροῦσε τὸ κουρασμένο καραβάνι, ὁ εὐσεβὴς Ἰσραηλίτης ἀτενίζει τὰ ὄρη – ἴσως ἐκεῖνα τῆς Ἱερουσαλήμ – καὶ παρακαλεῖ νὰ τοῦ δοθεῖ βοήθεια.

«Ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου εἰς τὰ ὄρη, ὅθεν ἥξει ἡ βοήθειά μου» (στίχ. 1), ἀναφωνεῖ. Ἀπὸ τὴν ξένη γῆ στρέφομαι πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ, προσεύχομαι καὶ σηκώνω τὰ μάτια μου πρὸς τὰ ἱερὰ ὄρη τῆς Σιών, ἀπ’ ὅπου καὶ θὰ μοῦ ἔλθει ἡ βοήθεια ποὺ ζητῶ καὶ περιμένω. Ἀτενίζει τὰ ὄρη τῆς Παλαιστίνης, καὶ εἰδικῶς ἴσως τὰ ὄρη τῆς ἁγίας πόλεως Ἱερουσαλήμ, στὰ ὁποῖα ἦταν κτισμένος ὁ Ναὸς τοῦ Θεοῦ, ἡ ἕδρα τοῦ παντοκράτορος Κυρίου, ὅ­που γινόταν αἰσθητὴ ἡ παρουσία Του. Ἀ­­ναμένει ἀπὸ ἐκεῖ τὴ σωτηρία του. Ἀλλὰ εὐθὺς ἀμέσως διορθώνει τρόπον τινὰ τὴ σκέψη του καὶ ἀναφωνεῖ: «Ἡ βοήθειά μου παρὰ Κυρίου τοῦ ποιήσαντος τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν» (στίχ. 2). Ἴσως ἔφερε στὴ μνήμη του τὸν λόγο τοῦ προφήτου Ἱερεμία, ὁ ὁποῖος εἶπε· «πλὴν διὰ Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν ἡ σωτηρία τοῦ Ἰσραήλ» (Ἱερ. γ΄ 23)· μόνο διὰ τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ ἡμῶν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔλθει ἡ σωτηρία τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.

Ὁ ἀσθενὴς καὶ ἀδύνατος ἄν­θρωπος μπορεῖ νὰ ἀναμένει βοήθεια μόνο ἀπὸ τὸν ἄπειρο καὶ παντοδύναμο Θεό. Αὐτὸς εἶναι οὐσιαστικῶς ὁ προστάτης καὶ βοηθός μας. Αὐτός, ὁ Ὁποῖος δημιούργησε ἀπὸ τὸ μηδὲν τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ μὲ μόνο τὸν λόγο Του. Αὐτός, ὁ Ὁποῖος ἐποίησε τὸν ὑπέροχο καὶ θαυμαστὸ αὐτὸ κόσμο, τὸν «καλὸν λίαν». Αὐτὸς εἶναι ὁ προστάτης καὶ βοηθός μας.

Σχολιάζει ὁ ἱερὸς Ζιγαβηνός: Καὶ σὲ μᾶς, ἂν σηκώσουμε τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς μας στὸν Οὐρανό, ἀφοῦ τοὺς ἀ­ποσπάσουμε ἀπὸ τὰ πράγματα τῆς γῆς, θὰ ἔλθει ἡ βοήθεια παρὰ Κυρίου1.

Ὁ δὲ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ση­­μειώνει: «Ἐὰν καὶ σύ, ἀδελφέ, θέλεις καὶ ἀγαπᾶς εἰς τὸν Θεὸν νὰ λάβῃς τὴν παρ’ ἐκείνου βοήθειαν, πρέπει νὰ ἀ­φή­σῃς ὅλα τὰ κάτω καὶ φθαρτὰ πρά­γματα καὶ νὰ ἀναβῇς ἐπάνω εἰς τὰ ὄρη, ἤτοι εἰς τὰ ὑψηλὰ καὶ οὐράνια. Πρέπει νὰ ἀφήσῃς τὴν γῆν, ἤγουν τὸ σῶμα τὸ ἐκ τῆς γῆς πλασθὲν καὶ εἰς γῆν μέλλον διαλυθῆναι, καὶ νὰ ὑψωθῇς εἰς τὸ ὄρος, ἤγουν εἰς τὸν νοῦν τὸν χωροῦντα τὰς ὑψηλὰς τοῦ Θεοῦ θεωρίας»2.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐμ­βαθύνει ἀκόμη περισσότερο στὸ λόγο αὐ­­τὸ τοῦ ἱεροῦ Ψαλμωδοῦ. Γράφει: Ἐὰν οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ ἀναίσθητοι καὶ προσηλωμένοι στὴ γῆ, ἔγιναν τόσο σπουδαῖοι ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία τῆς αἰχμαλωσίας καὶ προσέβλεπαν πρὸς τὸν Οὐρανό, πολὺ πε­ρισσότερο ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ζητεῖται μεγαλύτερη τελειότητα, θὰ μπορούσαμε νὰ προσβλέπουμε στὸν Οὐρανὸ στὶς κρίσιμες περιστάσεις τῆς ζωῆς μας καὶ νὰ καταφεύγουμε στὸ Θεό. Οἱ Ἰουδαῖοι ἦσαν αἰχμάλωτοι καὶ δοῦ­λοι καὶ ζοῦσαν μεταξὺ ἐχθρῶν. Καταπιεζόμενοι ὅμως ἀπὸ τὶς πολλὲς συμφορὲς κατέφυγαν πρὸς τὸ ἀκαταμάχητο Χέρι καί, ὅταν ἐγκαταλείφθηκαν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἦρθαν στὴν ὀρθὴ σκέψη, γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγαν· ἐσήκωσα τὰ μάτια μου πρὸς τὰ ὄρη, ἀπὸ ὅπου θὰ ἔλθει ἡ βοήθειά μου. Ὅλα εἶναι μάταια, μία σωτηρία ἀπέμεινε, λέγει, ἡ σωτηρία ἀπὸ τὸν Θεό (...). Δὲν εἶπε ἁπλῶς ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος δημιούργησε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, ἀλλὰ σκέπτεται ἀλληγορικῶς καὶ λέγει· ἐὰν δημιούργησε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, μπορεῖ νὰ βοηθήσει καὶ στὴν ξένη χώρα καὶ παντοῦ καὶ στὴ βάρβαρη χώρα, ν’ ἁπλώσει τὸ χέρι καὶ νὰ σώσει ἐκείνους ποὺ ἐκδιώχθηκαν ἀπὸ τὴν πατρίδα τους. Διότι ἂν ὅλα αὐτὰ τὰ στοιχεῖα τὰ δημιούργησε μόνο μὲ τὸν λόγο Του, πολὺ περισσότερο θὰ μπορέσει νὰ ἀπαλλάξει καὶ ἐμᾶς ἀπὸ τοὺς βαρβάρους (...). Οἱ Ἰουδαῖοι δὲν θυμοῦνται πλέον τὸ Ναό, ἀλλὰ τὸν Θεό. Ἡ βοήθειά μας ἀπὸ τὸν Κύριο, λέγουν, ποὺ δημιούργησε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ.

Προσθέτει καὶ κάτι ἄλλο ἡ χρυσόφωνος σάλπιγγα, ποὺ συνήθως μᾶς διαφεύγει. Μᾶς καλεῖ νὰ ἀπομακρύνουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τὰ γήινα καὶ νὰ ἀνατείνουμε τὸ βλέμμα τῆς ψυχῆς μας πρὸς τὰ ἄνω, ὁποιαδήποτε ὥρα καὶ ὁπουδήποτε βρισκόμαστε, καὶ λέγει: Γι’ αὐτὸ μόνο στὸν ἄν­­θρωπο δημιούργησε ὁ Θεὸς ὄρθια τὴ διαμόρφωση τοῦ σώματος καὶ τοποθέτησε τὰ μάτια στὴν κορυφὴ τοῦ σώματος, γιὰ νὰ μᾶς διδάξει καὶ ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ ὅτι πρέπει νὰ κοιτάζουμε πρὸς τὰ ἄνω. Διότι μόνο αὐτὸς ἀπὸ ὅσα ἔχουν ζωή, ὁ ἄν­θρωπος, εἶναι διαμορφωμένος κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο. Ὅλα τὰ ἄλλα κοιτάζουν κάτω καὶ κλίνουν πρὸς τὴ γῆ. Αὐτὸς ὅμως ἐκ­τείνεται πρὸς τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ παρατηρεῖ ὅσα ὑπάρχουν ἐκεῖ, νὰ φιλοσοφεῖ μὲ αὐτά, νὰ φαντάζεται ἐκεῖνα καὶ νὰ ἔχει καθαρὸ καὶ γρήγορο τὸ μάτι τῆς ψυχῆς. Γι’ αὐτὸ ὁ «Ἐκκλησιαστὴς» γράφει: «Τοῦ σοφοῦ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ἐν κεφαλῇ αὐτοῦ» (Ἐκκλ. β΄ 14)· δηλαδή, ὁ κατὰ Θεὸν σοφὸς ἄνθρωπος ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ ὅλα τὰ κάτω, κατοικεῖ στὸν Οὐρανὸ καὶ φαντάζεται τὰ ὑψηλά3.

Λοιπόν, ἂς σηκωθοῦμε καὶ ἐμεῖς ἀπὸ τὰ χαμηλὰ καὶ γήινα, ἂς ἀπαγγιστρώσουμε τὴν ψυχή μας ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα καὶ χοϊκὰ πράγματα τοῦ παρόντος αἰῶνος καὶ ἂς ἀνεβοῦμε μὲ τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά μας στὰ ἄνω, τὰ ὑψηλὰ καὶ τὰ οὐράνια. Ἡ ὅποια βοήθεια, ποὺ ἔχουμε ἀνάγκη, θὰ ἔλθει μόνο ἀπὸ τὸν παντοδύναμο Κύριο, ὁ Ὁποῖος δημιούργησε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ.

1. ΕΥΘ. ΖΙΓΑΒΗΝΟΥ, Εἰς Ψαλ. ρκ΄ [120], PG 128, 1188Β.
2. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Νέα Κλῖμαξ, τύπ. Σωτ. Ν. Σχοινᾶ, ἐν Βόλῳ 1956, σελ. 204.
3. ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς τὸν ρκ΄ [120] Ψαλ., PG 55, 344-345.


Πηγή: Ο Σωτήρ