Μεγάλη ἡ σημερινή γιορτή, συγκλονιστική γιορτή τῆς Ἁγίας
Τριάδας καί τί νά πεῖς μπροστά στό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδας καί πῶς νά τό
προσεγγίσεις ἀφοῦ παραμένει μυστήριο; Καί ἡ μόνη δυνατή προσέγγιση εἶναι ἡ
προσέγγιση πού ἔκαναν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπου ἡ Ἁγία Τριάδα δέν ἦταν ἁπλῶς
κάποιο δόγμα πού τό ἀνέλυαν διανοητικά, τό γνώριζαν, ἀλλά πολλοί ἀπό αὐτούς τό
βίωσαν ὡς φανέρωση Φωτός. Ἔτσι, ἡ Ἁγία Τριάδα, μέσα ἀπό τούς ἀνθρώπους πού ἔχουν
ἐμπειρία Ὀρθόδοξη καί ἀσκοῦνται, εἶναι ὡς φανέρωση τοῦ Ἀκτίστου Φωτός.
Ἐξάλλου καί στή σημερινή ἀκολουθία πάρα πολλές φορές ἀκούστηκε ἡ λέξη φῶς. Τό λέμε καί στό «Πιστεύω» μας: «Φῶς ἐκ φωτός». Ἔτσι, λοιπόν, ὁ μόνος δυνατός τρόπος νά προσεγγίσω κατά τά μέτρα τῶν αἰσθήσεών μας τό Μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδας, εἶναι νά προσεγγίσω, πρακτικά, αὐτήν τήν ἐμπειρία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, πού εἶδαν τό Ἄκτιστο Φῶς. Ἐπειδή εἶναι ἐνδιαφέρον νά διαβάσω κείμενα παλαιῶν Πατέρων, ἀλλά καί ἀκόμη πιό ἐνδιαφέρον νά διαβάσω καί σύγχρονους Ἁγίους, θά κάνω ἀναφορές καί σέ παλαιούς Πατέρες, ὅπως τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ ἤ τόν Συμεών τόν Νέο Θεολόγο. Ἀλλά εἶναι συγκλονιστικό νά ἀναφέρω ἐμπειρίες συγχρόνων Ἁγίων, ὅπως ὁ σύγχρονος Ἅγιος Σιλουανός, ὁ ὁποῖος πέρασε τήν ἐμπειρία του στόν Πατέρα Σωφρόνιο, πού ἔζησε στό Ἔσσεξ. Ἐπειδή, λοιπόν, ἔχω κείμενά τους πού ἀναφέρονται σ᾽ αὐτήν τή φανέρωση τοῦ Φωτός, ὅλη αὐτή ἡ σύντομη ὁμιλία θά ἀναφέρεται στά κείμενά τους καί μερικά στοιχεῖα θά δώσω γιά τό πῶς αὐτό βιώνεται στή ζωή μας.
Νά ξεκινήσω ἀπό κάτι τό ὁποῖο λέει ὁ πρῶτος Ἅγιος πού ἀνέφερα,
ὁ Σιλουανός: «Καί ἰδού τήν ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ἴσως τό ἔτος 1924, τό Φῶς
ἐπεσκέφθη ἐμένα, μετά τή Θεία Μετάληψη καί τότε αἰσθάνθηκα Αὐτό ὡς ἐπαφή τῆς
Θείας αἰωνιότητας, μετά τοῦ πνεύματός μου, ἦταν ἱλαρό, πλῆρες εἰρήνης καί ἀγάπης.
Τό Φῶς παρέμεινε μετ᾽ ἐμοῦ ἐπί τρεῖς ἡμέρες, διέλυσε τήν ἀπελπισία μου, τήν ἀνυπαρξία
μου, ἡ ὁποία ἵστατο ἐνώπιόν μου, τήν ἀγωνία μου. Ἤμουν ἀναστημένος καί ἐντός
μου καί μετ᾽ ἐμοῦ ἦταν ὅλο τό Φῶς».
Ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, στό τέλος τῆς
ἀκολουθίας τοῦ Πάσχα, ὅπως ἦταν τότε, ἦταν πολύ ζωντανός πάλι: «Ἀνέστη Χριστός
καί νεκρός οὐδείς ἐπί μνήματος». Ἀλλά αὐτήν τήν ἀνάσταση τή ζοῦσαν πιά, ἦταν
μιά ἐμπειρία. Κάτι ἀντίστοιχο, λέγει καί ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ὁ ὁποῖος
ἔζησε αὐτό τό γεγονός μέ ἕνα συγκλονιστικό τρόπο καί λέει τό ἑξῆς: «Ὅλο τό Φῶς ἦταν
τά πάντα, ἀκόμη καί ὅταν μεταλάμβανα ἐκείνη τήν ἡμέρα πού εἶχα αὐτή τήν ἐμπειρία
τοῦ Φωτός, ὁ ἄρτος τῆς Ἀχράντου Σαρκός Αὐτοῦ καί τό ποτήρι Αὐτοῦ ἦταν ὅλα Φῶς. Ὅλη
ἡ ζωή γίνεται Φῶς».
Ἀλλά σημαντική εἶναι καί ἡ ἄλλη μαρτυρία γιά τό Ἄκτιστο
Φῶς, πάλι ἀπό τόν Ἅγιο Σιλουανό τόν Ἀθωνίτη: «Περί τάς ἀρχάς τῆς δεκαετίας τοῦ
1930, ὅταν ἤμουν ἤδη διάκονος, ἡ εὐδοκία τοῦ Θεοῦ παρέμεινε μετ᾽ ἐμοῦ ἐπί δύο ἑβδομάδες.
Τό ἑσπέρα, ὅταν ὁ ἥλιος ἔβαινε πρός τή δύση αὐτοῦ, ὀπίσω τοῦ Ὀλύμπου, καθόμουν ἐπί
τοῦ ἐξώστου, πλησίον τοῦ κελίου μου, ἀτενίζων πρός τό βράδυ. Κατ᾽ ἐκείνας τάς ἡμέρας
ἔβλεπον τό ἑσπερινό φῶς τοῦ ἡλίου καί ἐν ταυτῷ, μαζί μέ τόν ἥλιο καί ἕνα ἄλλο Φῶς,
ὅπερ τρυφερῶς μέ περιέβαλλε καί εἰρηνικῶς ἔμπαινε μέσα μου, στήν καρδιά μου καί
μέ παράδοξο τρόπο, πού δέν καταλάβαινα μοῦ ἔδινε μιά ἀπέραντη ἀγάπη καί τότε ἀπέκτησα
μιά εὐσπλαχνία γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅποιοι καί νά ἦταν, ὅπως καί νά ἐφέροντο,
ὅσο καί νά μισοῦσαν, αἰσθανόμουν ὡσαύτως, ἀνώδυνον τή συμπάθεια πρός τόν κόσμο ὅλο.
Μετά τή δύση τοῦ ἥλιου, γι᾽ αὐτές τίς μέρες πού εἶχα αὐτήν τήν ἐμπειρία ἀπεσυρόμην
στό κελίον μου, πρός ἐπιτελείαν τοῦ κανόνος τῆς προσευχῆς μου καί ὅμως τό Φῶς
παρέμενε συνεχῶς πάνω μου». Βλέπετε ἐμπειρίες Ἀκτίστου Φωτός πολύ πρακτικές.
Τό ἴδιο πράγμα μᾶς μεταδίδει καί ὁ γέροντας Σωφρόνιος
πού εἶχε τήν ἐμπειρία καί τή διδασκαλία τοῦ Ἀκτίστου Φωτός Αὐτοῦ, ἀπό τόν
γέροντά του, τόν Ἅγιο Σιλουανό τόν Ἀθωνίτη: «Συντόμως μετ᾽ αὐτά, ἐγώ πού εἶχα
παλιά ἀσχοληθεῖ μέ ἄλλα θρησκεύματα, καί μάλιστα μέ τόν ὑπερβατικό διαλογισμό,
βλέπετε εἶναι ἕνα σύστημα ψευτοπροσευχῆς τοῦ Βουδισμοῦ, κατάλαβα πώς αὐτή ἡ
προσευχή ἦταν τραγική γιά μένα, ὅταν πῆρα ἐμπειρία τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, γιατί
τότε ὅταν ἔκανα τίς ἄλλες προσευχές, τίς δαιμονικές, μέσα μου εἶχα ἀπόλυτη
ταραχή. Ὅταν μπῆκα σ’ αὐτήν τήν προοπτική, ὅπως μοῦ τό δίδαξε ὁ πνευματικός
μου, ὁ Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, τότε ἡ ἐμπειρία ἦταν μιά ἄλλη, ἔφυγε κάθε ταραχή ἀπό
τήν καρδιά μου καί ἀπό τή ζωή μου. Ἡ φύσις τοῦ Φωτός αὐτοῦ εἶναι μυστηριώδης.
Διά ποῖον δῶρον θά ἠδύνατό τις νά περιγράψει αὐτό; Τί εἶναι ἀόρατο, ἀκατάληπτο,
κάποτε τό βλέπεις, κάποτε δέν τό βλέπεις. Εἶναι ἱλαρό, τρυφερό, σέ κάνει νά
χαίρεσαι χωρίς νά ὑπάρχει λόγος, εἶσαι μόνο χαρά. Δέν ὑπάρχει κάτι χαρούμενο
στόν κόσμο, εἶσαι μόνο χαρά. Εἶσαι ὅλο Φῶς». Αὐτή ἡ ἐμπειρία, λοιπόν, εἶναι ἀνεπανάληπτη,
καί εἶναι δοσμένη γιά νά τή ζήσουν ὅλοι οἱ Χριστιανοί. Ἐπαναλαμβάνω τά λόγια
καί πάλι τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ, πού λέει: «Μές σ᾽ αὐτό τό Φῶς φανερώθηκε ὅλος ὁ
Χριστός, ὅλα ἦταν Χριστός, ὅλα ἦταν Φῶς».
Προσέξτε, τώρα, πάρα πολλοί θεολόγοι μιλοῦν περί θεώσεως
ἀφηρημένα. Κι ἐμεῖς τό λέμε: ἡ θέωση. Δέν εἶναι ὅμως ἀφηρημένο, εἶναι ἕνα
γεγονός πολύ πρακτικό. Ἡ θέωση δέν εἶναι μιά ἰδέα. Κι ἐμεῖς τό λέμε, λέμε: «Εἴμαστε
φτιαγμένοι γιά νά γίνουμε Ἅγιοι». Ἀλλά αὐτό εἶναι ἐμπειρία. Ἀλλά, αὐτή ἡ ἐμπειρία
ἀποκτᾶται μέσα ἀπό κάποιες προϋποθέσεις, ὅσες προϋποθέσεις ἔχει χαράξει κι ἔχει
δώσει ἡ Ὀρθόδοξη παράδοσή μας: ὅ,τι λέμε ἄσκηση, ὅ,τι λέμε ξεπέρασμα τοῦ πόνου
καί τῆς ἀγωνίας, ὅ,τι λέμε ταπείνωση, ὅ,τι λέμε νηστεία, ὅ,τι λέμε ἐγκράτεια. Ὅλα
αὐτά εἶναι βήματα, τά ὁποῖα σιγά-σιγά μᾶς ὁδηγοῦν στή θέωση καί πιά ἡ θέωση πρακτικά,
πάνω στή ζωή μας εἶναι μιά ἐμπειρία καί στό τέλος αὐτῆς τῆς πορείας, κατά τά
λίγα λόγια πού διάβασα τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ καί τοῦ πατρός Σωφρονίου, ἔρχεται αὐτό
τό ἀποτέλεσμα, εἶναι τό Φῶς τό ἱλαρόν πού ἔρχεται στήν καρδιά μας κάθε μέρα.
Μετά τήν πρώτη ἐπίσκεψη τῆς Χάριτος, ὅταν αὐτό γίνεται ἐμπειρία πιά, ἐμπειρία, ἀρχίζουν
πολλές δυσκολίες καί πόλεμοι. Βλέπετε ὁ πειρασμός δέν ἀφήνει. Καί τότε ἀπαιτεῖται
πολύς χρόνος κάποιος νά τό εμπεδώσει. Πρέπει νά συνεχίσει τήν ἄσκησή του.
Προσέξτε ἡ ἄσκηση εἶναι τό κλειδί γι᾽ αὐτήν τήν ἐμπειρία. Κι ἐγώ σήμερα τολμῶ, ἐπειδή
εἶναι τέτοια μέρα, νά μιλήσω γι᾽ αὐτήν τήν ἐμπειρία. Εἰδάλλως, θά μοῦ λέγατε:
“μίλησε γιά κάτι ἄλλο πρακτικό”. Ἀλλά δέν μπορῶ σήμερα τίποτα ἄλλο νά πῶ, παρά
μόνο αὐτό καί τίποτα ἄλλο. Γι᾽ αὐτήν τή μία καί κοινή ἐμπειρία ὅλου τοῦ κόσμου,
ἄν ἐμεῖς ἀσκηθοῦμε, κι ἄς φαίνεται ἀκατάληπτο, κι ἄς φαίνεται ἀκατόρθωτο. Γιατί
ὁ Θεός μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού ὅλο συγκροτεῖ τόν θεσμό τῆς Ἐκκλησίας, ἀγαπάει ὅλο
τόν κόσμο καί αὐτή εἶναι μιά ἐμπειρία ὅλου τοῦ κόσμου. Μήν πεῖτε μετά, ὅταν θά
φύγετε ἀπό ἐδῶ “μᾶς μίλησε γιά πράγματα οὐράνια”. Νά ἀπαντήσετε μέ τά λόγια τῶν
Ἁγίων “μᾶς μίλησε γιά τά πιό οὐράνια πράγματα πού γίνονται ἀπόλυτα ἐπίγεια”,
γιατί οἱ ἄνθρωποι πάνω σ᾽ αὐτή τή Γῆ αὐτά τά ζοῦμε.
Πρέπει νά προσέχουμε πῶς νά ζοῦμε στόν κόσμο, ὅλοι μας
καί οἱ κληρικοί καί οἱ μοναχοί καί οἱ λαϊκοί. Συνεχῶς, πρέπει νά προσευχόμαστε,
ἀκόμη κι ὅταν βαδίζουμε στόν δρόμο, νά λέμε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με». Ὅσο
περισσότερο θυμόμαστε τόν Θεό, τόσο περισσότερο ἑτοιμάζουμε τόν νοῦ μας, τίς αἰσθήσεις
μας, τήν καρδιά μας γιά νά ζήσει αὐτήν τήν ἐμπειρία. Βλέπετε ὅσο πιό πολύ
καλλιεργεῖς ἕνα χωράφι, τόσο καλύτερα προϊόντα φέρνει.
Ἄρα, αὐτή ἡ ἱστορία, τῆς δῆθεν ἀπίθανης ἐμπειρίας πού σᾶς
περιγράφω τώρα εἶναι ἐμπειρία καθημερινότητας. Μπορεῖτε νά ἔχετε συνεχῶς ἄσκηση
καί [νά ἔχετε συνεχῶς] ταπείνωση στόν νοῦ σας; Μπορεῖτε νά ἔχετε τήν προσευχή
τοῦ Χριστοῦ συνέχεια στόν νοῦ σας; Ἑτοιμαστεῖτε κι ἐσεῖς γι᾽ αὐτό τό
φαινομενικά μεγάλο ἐπίτευγμα. Τό πρωί νά προσευχόμαστε νά μᾶς δίνει ὁ Θεός
φωτισμό, φωτισμό γιά ὅλα τά πράγματα, ἀκόμα καί γιά τό πῶς θά ποῦμε καλημέρα
στό πρωινό μας, γιά τό πῶς θά ἀπαντοῦμε στά ἐρωτήματα τῶν ἄλλων. Ταυτόχρονα, αὐτή
ἡ ἐμπειρία γίνεται καθημερινή ἄν ἔχουμε μνήμη τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ μας, τῆς
Γραφῆς, τῶν Πατέρων. Εἶναι μιά συνεχής ἐνασχόληση, ἡ ὁποία δέν σταματάει
πουθενά, μά πουθενά.
Ἔχω ἐδῶ καταγεγραμμένη καί τήν ἴδια ἐμπειρία, ἑνός ἄλλου,
μιᾶς μεγάλης μορφῆς τῆς σύγχρονης Ὀρθοδοξίας, τοῦ πατρός Ἐφραίμ τοῦ
Κατουνακιώτου, ὁ ὁποῖος ἔζησε τά ἴδια πράγματα, τά ὁποῖα μᾶς περιέγραψε καί ὁ
πατέρας Σωφρόνιος, ἀλλά καί ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης. Εἶναι ἡ ἐμπειρία,
λέει, τοῦ Ἀκτίστου Φωτός. Ἀκοῦστε τί περιγράφει ὁ πατήρ Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης:
«Ἕνα βράδυ, κάνοντας εὐχή στήν καλύβα, ἔβλεπα πρός τή θάλασσα. Εἶδα τρία φῶτα.
Στήν ἀρχή, νόμισα ὅτι ἦταν ψαράδες πού ψάρευαν. Ἔβλεπα, ὅμως, ὅτι τά φῶτα
πλησίαζαν πρός τήν καλύβα μου. Μπῆκαν μέσα σ᾽ αὐτήν. Γέμισαν ὅλο τόν χῶρο κι ἔπεσα
κάτω στά γόνατα. Δέν φοβήθηκα καθόλου, ἀλλά εἶχα τήν αἴσθηση, [ὅτι] μ᾽ ἀγκάλιαζε
ὅλος ὁ Θεός, ὅλη ἡ Ἁγία Τριάδα. Ἡ χαρά μου ἦταν ἄρρητη. Δύσκολα ἐπανῆλθε πολλές
φορές αὐτό τό πράγμα. Εἶναι ἔκτακτο γεγονός, ἀλλά ἔτσι ἤμουνα. Ἤμουνα σάν τό
χορταράκι πού πέρασε πάνω ἄνεμος, ἀλλά δέν συντρίφθηκε, δέν διαλύθηκε». Αὐτή ἡ ἐμπειρία,
εἶναι πάρα πολλῶν Πατέρων καί Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὁ ὀρθόδοξος χριστιανός εἶναι αὐτός πού ἔχει ὀρθή δόξα,
δηλαδή ὀρθή πίστη. Ἀλλά ὀρθή πίστη δέν σημαίνει ἁπλῶς νά ξέρουμε τά δόγματα ὅλα.
Νά τά ξέρουμε. [Ὀρθόδοξος χριστιανός εἶναι αὐτός] πού ἔχει αὐτή τήν ἐμπειρία,
πού ὅπως σᾶς εἶπα ξεκινάει ἀπό ὅ,τι λέμε στήν Ἐκκλησία μας ἄσκηση, προσευχή,
ταπείνωση, ἀπαντοχή στούς πειρασμούς καί στίς δυσκολίες. Καί σιγά-σιγά ἔρχεται
αὐτή ἡ ἐμπειρία. Οἱ σωματικές σαρκικές επιθυμίες πού δέν ἱκανοποιοῦνται. Ἔχουμε
ἐπιθυμίες ἀρχικές, πάρα πολλές, [πού] θεραπεύονται μέ δύο τρόπους. Ὁ ἕνας εἶναι
ἡ ἀφθονία τῆς Θείας Χάριτος, νά ἔρθει πολλή Χάρις. Κι ὁ ἄλλος εἶναι ἡ ἀσκητική
πράξη. Βλέπετε δύο πράγματα εἶναι, ἡ ἀφθονία τῆς Θείας Χάριτος, πού δίνεται σέ ὅλους
μας, καί ἡ ἀσκητική πράξη. Προσέξτε, ἄν θέλω νά πάρω νερό ἀπό τό πηγάδι καί ἔχω
ἕνα πολύ μικρό δοχεῖο, λίγο νερό θά πάρω. Ἄν τό δοχεῖο μεγαλώσει, περισσότερο
νερό θά πάρω. Ἄρα, μέσα ἀπό τήν ἄσκηση διευρύνονται οἱ δυνατότητές μας νά
ζήσουμε ὁλόκληρη τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Βλέπετε εἴμαστε μάτια, νοῦς, αἰσθήσεις, ἀκοή.
Τά πάντα εἴμαστε. Ἄν ὅλα ταυτόχρονα τά καθαρίζουμε, διευρύνουμε τότε τήν εἴσοδο
αὐτοῦ τοῦ δοχείου καί ἀφήνουμε τόν Θεό πού μᾶς ἀγαπάει, μέσα ἀπό τό Φῶς τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, νά εἰσέρχεται μέσα μας ἀπό ὅλες μας τίς αἰσθήσεις. Προσέξτε ἕνα
παράδειγμα, πού λένε οἱ Πατέρες καί συνήθως τό χρησιμοποιοῦν στήν ἐξομολόγηση. Ἄν
κάποιος ἔχει κάνει πέντε ἁμαρτίες καί μετανιώνει ἀπό τίς τέσσερις, σημαίνει πού
ἔχουμε ἕνα καράβι πού ἔχει πέντε τρύπες καί κλείσαμε τίς τέσσερις. Τό νερό θά
μπεῖ καί θά βουλιάξει τό καράβι ἀπό τήν πέμπτη. Ἔτσι, λοιπόν, ἐπειδή εἴμαστε αἰσθήσεις,
ὁ νοῦς μας, ἡ καρδιά μας, τά μάτια μας, τά αὐτιά μας, ὅ,τι ζοῦμε εἶναι αἰσθήσεις,
ὅσο περισσότερο διευρύνονται οἱ αἰσθήσεις σέ ὅλα τά ἐπίπεδα, ταυτόχρονη ἄσκηση
σέ ὅλα, τότε ἀφήνουμε τόν Θεό νά εἰσέλθει μέσα μας. Αὐτό εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ.
Κι ἔτσι, λοιπόν, ἀποκτοῦμε τέτοια ἐμπειρία, μιᾶς ἀπέραντης χαρᾶς. Δέν ὑπάρχει
καλύτερη περίπτωση γιά ταπείνωση ἀπό τό νά μᾶς περιφρονοῦν οἱ ἄλλοι. Βλέπετε, ὅταν
μᾶς περιφρονοῦν δέν ἀντέχουμε. Ἄν μάθουμε νά ἀντέχουμε, τότε ὅλες μας οἱ αἰσθήσεις
ἀσκοῦνται στό νά δεχθοῦν τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅταν προσεύχεται κανείς δέν πρέπει
νά προσέχει τίποτε, οὔτε τίποτα ἄλλο. Ἀλλά νά στέκεται ὁ νοῦς του στόν Θεό. Ὅλος
ὁ Θεός μπαίνει μπροστά του. Δέν πετάει ὁ νοῦς ποτέ.
Ἄν σέ μιά πράξη ἐμεῖς ἔχουμε ἄδικο 5% καί οἱ ἄλλοι ἄδικο
95%, νά ἕνα παράδειγμα ὡραῖο πού λέει ὁ πατήρ Σωφρόνιος. Εἶναι μιά πράξη πού ἔχουμε
σίγουρα ἄδικο ἐμεῖς μόνο 5% κι οἱ ἄλλοι ἔχουν ἄδικο 95% καί διορθώσουμε ἐμεῖς
τό δικό μας 5%, [χωρίς] νά περιμένουμε τί θά διορθώσουν οἱ ἄλλοι. Δέν θά ποῦμε ἐμεῖς:
“οἱ ἄλλοι πού ἔχουν τό 95% γιατί δέν διορθώνονται;”. Ἀλλά ἐμεῖς μέ αὐτό τό 5%,
τό λίγο πού κάνουμε, ἀφήσαμε τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά μπεῖ μέσα μας, ἀφήσαμε τό Φῶς
τοῦ Θεοῦ νά μπεῖ μέσα μας. Τά ὑπόλοιπα 95% τῶν ἄλλων, εἶναι τῶν ἄλλων. Ὁ Θεός
θά κανονίσει γι᾽ αὐτούς κατά τή μετάνοιά τους. Ἄρα προσέξτε, μέσα ἀπ᾽ αὐτήν τήν
προοπτική τῆς βαθιᾶς ἀλλαγῆς τοῦ ἀνθρώπου μέσα ἀπό ὅλες τίς αἰσθήσεις του,
γίνεται ἄς τό πῶ ἔτσι, θεόπτης καί ζεῖ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, δέν ζητεῖ νά ἀναλύει
τί ἔκαναν οἱ ἄλλοι καί τί δέν ἔκαναν οἱ ἄλλοι, πόσο ἄλλαξαν οἱ ἄλλοι. Ἀλλάζουμε
ἐμεῖς βαθιά κι ὁ Θεός ξέρει τόν ἀγώνα τοῦ καθενός. Νά ἀγαποῦμε τήν περιφρόνηση
πού μᾶς δείχνουν οἱ ἄλλοι. Προσέξτε, αὐτές εἶναι οἱ προϋποθέσεις γιά νά μποροῦμε
νά καλλιεργήσουμε τίς αἰσθήσεις μας καί νά μποῦμε σ᾽ αὐτήν τήν προοπτική. Λέει
νά ἀγαποῦμε τήν περιφρόνηση πού μᾶς δείχνουν οἱ ἄλλοι. Πόσο δύσκολο εἶναι, ἔ; Ὅταν
μᾶς ταλαιπωροῦν οἱ ἄλλοι καί μᾶς περιφρονοῦν. Ὅμως, νά μήν καυχιόμαστε, οὔτε
γιά τήν ὑπομονή πού κάνουμε. Τά ὑπόλοιπα τά ἀφήνουμε στόν Θεό.
Ὅλα αὐτά εἶναι πράγματα τά ὁποῖα μᾶς διευρύνουνε συνεχῶς.
Βλέπετε, ἐμεῖς στήν Ἐκκλησία μας ξέρουμε ὅτι κάποιοι εἶναι θεολόγοι. Ξέρουν τή
θεολογία. Ἀληθινοί θεολόγοι στήν Ἐκκλησία εἶναι ἐκεῖνοι πού μισοῦν τά πάθη
τους. Κι ὅσοι εἶναι θεολόγοι, καί μισοῦν τά πάθη τους, ἐπειδή τά μισοῦν ἀκριβῶς,
καθαρίζουν τά πάθη τους καί τότε [γίνονται] ἀνοιχτοί, [καί] στόν χῶρο πού
καθάρισαν, [μπαίνει ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος]. Βλέπετε ἄν βγάλετε τή βρωμιά ἀπό
ἕνα ποτήρι, εἶναι ἕτοιμο τό ποτήρι νά πάρει μέσα κρασί. Ἄν βγάλετε τή βρωμιά θά
μπεῖ μέσα τό κρασί. Ὅσο περισσότερο, λοιπόν, καθαρίζετε τίς αἰσθήσεις σας, τότε
θά μπεῖ μέσα τό κρασί, [δηλαδή] ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί τότε γινόμαστε
θεολόγοι. Κάθε φορά πού καθαρίζουμε τά πάθη μας, γινόμαστε θεολόγοι. Εἶναι συγκλονιστική
αὐτή ἡ ἐμπειρία, [πού] μᾶς ὁδηγεῖ στό Φῶς.
Καί φυσικά, προσέξτε, μήν ἀναλύετε τή ζωή σας κατά τά
μέτρα ἀνθρωπίνων νόμων, τί λέει ἡ ψυχολογία, τί λέει ἡ φιλοσοφία. Ἐμᾶς ἕνα
πράγμα μᾶς νοιάζει νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τά πάθη μας. Καμιά φιλοσοφία, καμιά
ψυχολογία δέν θά μᾶς βοηθήσει νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τά πάθη μας. Γιατί χωρίς αὐτήν
τήν ἀπαλλαγή ἀπό τά πάθη, δέν μπορεῖς νά περιμένεις αὐτήν τήν ἐμπειρία τοῦ Ἀκτίστου
Φωτός.
Ἀκόμη προσέξτε, καί πράγματα τά ὁποῖα εἶναι ἀνθρώπινα,
νά τά προσέχουμε. Λέει ἀκόμη καί ἡ ἐρωτική ἀγάπη, ἐρωτική ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων, ἄν
εἶναι πάρα πολύ ἔντονη καί στρέψει τόν ἕνα πρός τόν ἄλλον καί τό μυαλό πετάξει
καί φύγει ἀπό τόν Θεό καί εἶναι ἀγάπη τοῦ ἑνός ὡς πρός τόν ἄλλον καί τίποτα ἄλλο.
Τότε, αὐτή ἡ ἐρωτική ἀγάπη πού εἶναι καί δῶρο ἀπό τόν Θεό, ἄν δέν στρέφεται
στόν Θεό, μᾶς ἀποστρέφει ἀπό αὐτή τή δυνατότητα νά ζήσουμε τή Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Βλέπετε, ἄν θέλω ἐγώ τώρα, αὐτό τό μικρόφωνο καί αὐτό τό ἀντικείμενο πού ἔχω
μπροστά μου, [νά τά κρατήσω μαζί ἑνωμένα, κι] ἄς φανταστῶ τώρα, ὑπόθεση εἶναι,
[εἶναι κάποιοι] πού ἀγαπιῶνται, τί πρέπει νά γίνει, γιά νά κρατηθοῦν μαζί; Τί
πρέπει νά γίνει; Πρέπει κάποιο χέρι νά τά κρατήσει, δέν ἀρκεῖ τό ἕνα νά ἀγαπάει
τό ἄλλο. Πρέπει ἕνα χέρι νά ἔρθει νά τά κρατήσει. Ἄρα, καί στήν καθημερινή ἀνθρώπινη
ἀγάπη, ὄχι μόνο πιά τήν ἐρωτική, ἡ ἀγάπη τῆς μητέρας πρός τό παιδί, τοῦ παιδιοῦ
στή μητέρα, δέν ἔχει [ἡ κάθε ἀγάπη] μόνη της τά ἀποκλειστικά, ὅλα αὐτά ἔχουν
μιά ἄσκηση. Νά ἀγαπᾶς, ἀλλά ἔχοντας στόν νοῦ τόν Θεό, Ἐκεῖνος μόνο μπορεῖ νά σέ
ἑνώσει, [νά σέ κρατήσει μαζί].
Ἄν σέ ὅλα ἀφήνουμε τόν Θεό νά μιλήσει, τότε εἴμαστε κι ἐμεῖς
γι᾽ αὐτήν τή συγκλονιστική ἐμπειρία τῆς Χάρης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅλα αὐτά πού
σᾶς λέω τώρα, μπορεῖ νά φαίνονται πολύ μακρινά ἀπό ἐμᾶς καί [μπορεῖ νά] λέμε:
τί εἶναι αὐτά πού μᾶς λέει; Ξέρετε πολύ παλιά, πρίν ἀπό χίλια καί κάτι χρόνια, ἕνας
ἄλλος μεγάλος θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος,
περιγράφοντας τήν ἐμπειρία του αὐτή, λέει ἀκριβῶς τά ἴδια τά λόγια πού
διαβάσαμε ἀπό τόν Ἅγιο Σιλουανό ἤ ἀπό τόν πατέρα Σωφρόνιο. Τά ἴδια λόγια λέει
καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τά ἴδια λόγια λέει καί ὁ πατήρ Ἐφραίμ ὁ
Κατουνακιώτης. Αὐτή εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας. Κι ἐγώ δέν σᾶς τά λέω αὐτά
γιά νά φανταστεῖτε καί νά πεῖτε: πώ, τί μεγάλα πράγματα λέει ἡ Ὀρθοδοξία μας; Ἐγώ
λυπᾶμαι πού δέν τά ζοῦμε. Καί λυπᾶμαι πού δέν τά ζοῦμε, γιατί ἐμεῖς δέν ἀφήνουμε
τόν Θεό νά λειτουργήσει πάνω μας. Δέν [Τόν] ἀφήνουμε. Βλέπετε τί εἶπα πρίν,
περιφρόνηση, νά ἀντέχουμε τούς πειρασμούς, τίς δυσκολίες, νά ἔχουμε ἐμεῖς μόνο
5% ἄδικο κι οἱ ἄλλοι 95% καί νά μή μᾶς νοιάζει. Ἐπειδή, λοιπόν, τόν Θεό δέν τόν
ἀφήνουμε κι ὁ Θεός δέν εἰσέρχεται μέσα μας μέ τή βία. Μᾶς ἀφήνει ἐλεύθερους. Ἀκόμη
καί νά μήν Τόν θέλουμε! Τί κρίμα νά μήν Τόν θέλουμε(;)! Τί κρίμα τέτοια μέρα,
μέρα τῆς φανερώσεως τοῦ Ἀκτίστου Φωτός καί νά μήν Τόν θέλουμε(;)! Μά, θά πεῖτε ὅλοι
σας: «Μά Τόν θέλουμε, Τόν θέλουμε! Θέλουμε τώρα νά τόν δοῦμε!» Ἄν λοιπόν, ὅλοι,
ὁμοφώνως, μέσα ἀπό τήν καρδιά σας, τέτοια γιορτή καί τέτοια μέρα πεῖτε, Τόν
θέλουμε, Τόν θέλουμε, ἀνοῖξτε τόν δρόμο νά Τόν θέλετε.
Τί ἦταν αὐτά τά ὀνόματα πού σᾶς ἀνέφερα; Τά ὀνόματα πού
σᾶς εἶπα δέν ἦταν ὅλα Ἁγίων. Ναί, ὁ Παλαμᾶς ἦταν Ἅγιος. Ὁ Συμεών ὁ Νέος
Θεολόγος ἦταν Ἅγιος. Ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης ἦταν Ἅγιος. Ὁ πατήρ Ἐφραίμ
δέν ἀνακηρύχτηκε Ἅγιος, οὔτε ὁ πατήρ Σωφρόνιος. Εἶναι λόγια λοιπόν κοινῆς ἐμπειρίας.
Ἄν λοιπόν κι ἐσεῖς φωνάξετε μαζί μου: «Ναί Τόν θέλουμε. Ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν»,
τότε ὁ Θεός θά ἀνταποκριθεῖ στήν προσευχή μας. Δέν τό λέμε κάθε μέρα τώρα;
«Παράκλητε, ἀγαθέ, ἐλθέ καί σκήνωσον, κατασκήνωσον ἐν ἡμῖν».῎Ε; Δέν τό λέμε
κάθε μέρα; Τί εἶναι αὐτό πού λέμε; Ἄν, λοιπόν, ὅλοι μαζί φωνάξετε: «Ναί, ναί,
Τόν θέλουμε. Ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν. Ἐλθέ Κύριε». Θά βάλετε [καί] μία
συνεργία, ἔ; Θά βάλετε τήν προσωπική σας ἄσκηση, τήν προσευχή, τήν ταπείνωση
καί τόν καθημερινό ἀγώνα, χωρίς γογγυσμό, χωρίς διαμαρτυρία, χωρίς κατηγορία
κανενός, μέ πολλή ἐγκράτεια γιά ὅλα καί ἀγαπώντας ὅλο τόν κόσμο, μή μισώντας
κανέναν. Καί τότε νά ξέρετε, αὐτή ἡ καθημερινή προσευχή μας: «Ἐλθέ καί σκήνωσον
ἐν ἡμῖν», θά ἔρθει νά βιωθεῖ πάνω μας. Αὐτό πού λέει ὁ Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος:
«Ὅταν στήν ἀρχή, ζοῦσα αὐτό τό πράγμα, εἶχα μιά χαρά πού δέν περίμενα γιατί εἶχα
χαρά. Δέν συνέβη κάτι πού νά μέ κάνει χαρούμενο, ἀλλά εἶχα μιά ἀπέραντη χαρά. Οὔτε
κέρδισα κάτι, οὔτε μοῦ εἶχε συμβεῖ κάτι καλό, κατά τά μέτρα τοῦ κόσμου. Εἶχα
χαρά, ἀπέραντη χαρά». Αὐτό σημαίνει ὅτι τοῦ φανερώθηκε ὁ Θεός. Εἶχε χαρά χωρίς
λόγο, ἤ μᾶλλον εἶχε χαρά μέ Λόγο [κι ὅπου Λόγος ὁ Χριστός]. Βλέπετε, πόσο
φτωχοί εἴμαστε(;)! Ἐμεῖς χαιρόμαστε, μόνο ὅταν ὑπάρχει λόγος. Ὅταν κάτι
πετύχαμε. Εἶναι μιά χαρά πού ἔρχεται μέσα μας καί χαίρεσαι καί λές: «Μά χωρίς
λόγο, τί συνέβη σήμερα; Τί καλό μοῦ συνέβη;» Τίποτε καλό. Βγῆκε ὁ ἥλιος, ἔφυγε ὁ
ἥλιος. Ἦρθε ἡ μέρα, ἦρθε τό σκοτάδι, ἦρθε ἡ βροχή. Ὅλα τά πράγματα τοῦ κόσμου
λειτούργησαν ὅπως ἦταν, τί μοῦ συνέβη; Τότε νά ξέρετε αὐτή ἡ ἐμπειρία, εἶναι ἐμπειρία
τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ. Μιά χαρά, χωρίς λόγο. Κι αὐτή ἡ χαρά μένει. Κι ἄν ἀκόμη
φαίνεται ὅτι φεύγει, δέν φεύγει ποτέ. Κι ὁ Θεός πάντα περιμένει. Ἐλθέ, λοιπόν,
καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν.
Προσπάθησα, λίγα λεπτά τώρα, μπορεῖ νά ἤμουν ἀνόητος, νά
σᾶς δώσω μία ὑψίστη ἐμπειρία καί μία ὑψίστη δυνατότητα ὅλων τῶν ὀρθοδόξων
χριστιανῶν. Αὐτό ἔχουμε σάν δυνατότητα. Ξεκινῆστε ἁπλά καί ταπεινά. Ἀξιοποιῆστε
αὐτά πού ἔχετε στή ζωή σας. Ἐδῶ πού ζεῖτε, μ’ αὐτούς πού ζεῖτε, τό σπίτι πού ζεῖτε.
Νά μπορεῖτε νά τούς ἀγαπᾶτε, νά τούς ἀντέχετε, νά προσεύχεστε γιά ὅλους, νά μή
σᾶς πειράζει τίποτα, νά μή σᾶς ταλαιπωρεῖ τίποτε. Καί τότε ἐπειδή θά καθαρίσετε
τό δοχεῖο, θά μπαίνει μέσα πολύ κρασί. Καί θά λέτε μά τί συνέβη; Βλέπετε τό
ποτήρι δέν ἔχει αἴσθηση τοῦ κρασιοῦ πού μπῆκε μέσα. Ἀλλά, εἶναι γεμάτο κρασί.
Στήν ἀρχή εἶναι μία χαρά, τό λέω, πού εἶναι ἄρρητη, ἀπόρρητη.
Λίγα λόγια σᾶς εἶπα σήμερα γιά μεγάλο θέμα. Μπορεῖ ἀνοήτως
νά τό τόλμησα. Ἀλλά θά ἤμουν κι ἐγώ ἀνόητος ἄν τόν λαό τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι
φτιαγμένος γιά νά ζήσει τήν ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ἐμπειρία τῆς
φανερώσεως τοῦ Θεοῦ, δέν σᾶς τή μετέδιδα. Ἐμεῖς ἔχουμε εὐθύνη ὅλοι, οἱ ποιμένες
τῆς Ἐκκλησίας κι ὅλοι, νά δίνουμε στόν λαό μας αὐτήν τήν ἐμπειρία, γιατί εἶναι ἐμπειρία
δική σας. Ἀποκλεῖστε την, ὁ Θεός θά τήν δωρίσει. Ἀλλά, ἄν βάλετε συνεργία, ὁ
Θεός θά τήν δωρίσει, [καί θά ἔχετε αὐτήν τήν ἐμπειρία]. Νά εἶστε σίγουροι!
Κι ἐγώ λοιπόν τελειώνοντας αὐτό τό σύντομο λογύδριο, νά
παρακαλέσω τήν Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νά ᾽ρθει καί νά σκηνώσει πάνω μας καί νά γεμίσει
τίς καρδιές μας. Ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν καί καθάρισον ἡμᾶς ἀπό πάσης κηλῖδος,
καί σῶσον Ἀγαθέ, τάς ψυχάς ἡμῶν!
Ἀμήν!
Πηγή: Κατάνυξις