Τρίτη 10 Μαΐου 2016

Μεῖνε μαζί μας, Κύριε


Παράξενος ἄνθρωπος! Τοὺς πλησίασε χωρὶς νὰ τὸ πολυκαταλάβουν! Τοὺς προσέγγισε χωρὶς νὰ τὸ πο­λυ­συνειδητοποιήσουν καὶ χωρὶς νὰ ἀμυνθοῦν. Τοὺς ξεκλείδωσε κυριολεκτικά, κι ἂς ἦταν βαθύτατα λυπημένοι. Κι ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἄκουσε τὸν πόνο τους καὶ τὴν αἰτία τῆς θλίψης τους, ἄρχισε μ’ ἕνα μοναδικὸ τρόπο νὰ τὰ ἀναχαιτίζει: μὲ λογικὰ ἐπιχειρήματα, μὲ ὑπομνήσεις προφητει­ῶν, μὰ περισσότερο μ’ αὐτὸ τὸν ὑπέροχο τρόπο Του.

Τοὺς συνάντησε βαρύθυμους καὶ μετέτρεψε τὶς καρδιές τους σὲ καμίνια ποὺ φλέγονταν ἀπὸ τὴ φλόγα τῆς ἀγάπης.

Τοὺς βρῆκε παγωμένους ἀπὸ τὴν ἀ­πελπισία καὶ τοὺς ζέστανε μὲ τὴν ἐλπίδα. Ἡ θλίψη τους εἶχε ἐπικαλύψει κάθε ἐλπιδοφόρα ὑπόσχεση ποὺ τοὺς εἶχε δοθεῖ καὶ εἶχε ξεθωριάσει κάθε πληροφορία γιὰ τὴν ἑπόμενη μέρα. Ἔτσι τοὺς ἀντάμω­σε, χαμένους μέσα στὸν πόνο τους, καὶ τοὺς θύμισε προφητεῖες καὶ ὑποσχέσεις ποὺ δὲν ἔπρεπε νὰ εἶχαν λησμονήσει. Τοὺς ὑπενθύμισε. Τοὺς ζέστανε. Τοὺς ἀνέπαυσε. Καὶ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνει ἀλλιῶς, ἀφοῦ ἦταν Ἐκεῖνος! Αὐτὸς τὸν Ὁποῖο θρηνοῦσαν σὰν χαμένο. Αὐτὸς ποὺ ἦταν ἡ ἐλπίδα τους καὶ ἡ χαρά τους. Ὁ ἀγαπημένος τους Διδάσκαλος.

Τί κι ἂν δὲν Τὸν ἀναγνώρισαν ἀμέσως; Τὸ αἰσθάνθηκαν ὅμως. Γι’ αὐτὸ καί, ὅταν ὁ ἄγνωστος Συνοδοιπόρος τους προσ­ποιήθηκε ὅτι θὰ συνέχιζε τὴν πορεία Του χωρὶς νὰ λοξοδρομήσει γιὰ Ἐμμαούς, ἐκεῖνοι ἐπέμειναν νὰ Τὸν παρακαλοῦν γιὰ νὰ Τὸν ἀναγκάσουν νὰ διανυκτερεύσει κοντά τους.

Δὲν τὸ ἔκαναν ἀπὸ θερμὴ διάθεση φιλοξενίας. Οὔτε γιατὶ βράδιαζε καὶ δὲν ἤ­θελαν νὰ Τὸν ἀφήσουν νὰ Τὸν βρεῖ ἡ νύχτα στὸ δρόμο. Δὲν τὸ ἔκαναν γιὰ Ἐκεῖνον. Γιὰ τὸν ἑαυτό τους τὸ ἔκαναν. Τὸ εἶχαν ἀνάγκη. Γιὰ τὸ δικό τους καλό. Γιὰ τὴ δική τους ἀνάπαυση. Δυὸ ἄνθρωποι αὐτοί, ὁ Λου­κᾶς καὶ ὁ Κλεόπας, ἐπιμένουν, παρακαλοῦν καὶ Τὸν ἀναγκάζουν τελικὰ διὰ τῶν συνεχῶν παρακλήσεών τους νὰ μείνει μαζί τους. «Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν» (Λουκ. κδ΄ [24] 29), ἐπαναλαμβάνουν, γιὰ νὰ κερδίσουν τελικὰ τὴ συγκατάθεσή Του.

Κι ἀναρωτιέται κανεὶς ἔτσι ὅπως σκέπτεται τὰ γεγονότα: Τελικά, τίνος θέλημα ἦταν ἡ συνάντηση τοῦ Κυρίου μὲ τοὺς δύο μαθητές Του στὴν πορεία πρὸς Ἐμμαούς; Δική Του; Ἢ τῆς δικῆς τους ἐπιμονῆς καὶ παρακλήσεως;

Τὴν ἀρχὴ βέβαια τὴν κάνει ὁ Κύριος. Ἐκεῖνος «ἐγγίζει», πλησιάζει τοὺς δύο ἀ­μί­λητους ἀπὸ τὴ θλίψη μαθητές. Ἐκεῖνος ἀνοίγει διάλογο μαζί τους. Ἐκεῖνος ἀνα­τρέπει τὰ δεδομένα τους. Ἐκεῖνος θερμαίνει τὶς καρδιές τους.

Αὐτοὶ μόνο Τὸν παρακαλοῦν νὰ μείνει κοντά τους, χωρὶς βέβαια νὰ εἶναι λίγο αὐτό.

Ἔρχεται ἀπὸ μόνος Του κοντά μας ὁ Κύριος. Ἀπὸ ἀγάπη στὸ πλάσμα Του. Ἀπὸ κατανόηση στὴ δυσκολία μας καὶ στὴν περιπέτειά μας. Δὲν ἐπιβάλλει ὅμως τὴν παρουσία Του. Σέβεται τὴν ἐλευθερία μας. Γι’ αὐτὸ καὶ κάποια στιγμὴ προσποιεῖται ὅτι ἔχει ἄλλη κατεύθυνση ὁ δρόμος Του. Τότε ἀκριβῶς εἶναι ἡ δική μας ὥρα. Ἡ ὥρα ποὺ ἀπὸ ἐμᾶς ἐξαρτᾶται ἂν θὰ Τὸν «παραβιάσουμε» νὰ μείνει μαζί μας ἢ θὰ Τὸν ἀφήσουμε νὰ φύγει.

Ἂν πραγματικὰ θέλουμε νὰ ἔχουμε τὸν Χριστό, νὰ μένει μαζί μας γιὰ νὰ μᾶς θερμαίνει μὲ τὴν παρουσία Του, θὰ πρέπει νὰ Τὸν προσκαλοῦμε. Νὰ Τὸν προσ­καλοῦμε μὲ ἐπιμονὴ καὶ θερμὲς παρακλήσεις. Νὰ μὴ σταματᾶμε τὶς παρακλήσεις μας ἕως ὅτου μὲ τὴν ἐπιμονή μας ἀνταποκριθεῖ στὸ αἴτημά μας.

Κι ἂν Αὐτὸς φαίνεται ν’ ἀδιαφορεῖ στὶς παρακλήσεις μας καὶ νὰ προσποιεῖται ὅτι ἀπομακρύνεται, νὰ ἐπιμένουμε, ὅπως ἀκριβῶς ἔπραξαν οἱ δύο μαθητὲς στὴν Ἐμμαούς.

Καὶ ὅσοι ἀπὸ μᾶς ἔχουμε ἐμπειρία τῆς ἀναπαύσεως καὶ τῆς ὠφέλειας ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν κοινωνία μας καὶ τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν Χριστό, δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νὰ Τοῦ ζητοῦμε διαρκῶς καὶ νὰ Τὸν παρακαλοῦμε νὰ μὴ χωρισθοῦμε ἀπὸ Αὐτόν, νὰ εἴμαστε μαζί Του, ὄχι μόνο γιὰ λίγο ἀλλὰ γιὰ πάντα. Αὐτὴ νὰ εἶναι ἡ διαρκὴς παράκλησή μας. Ἡ προσευχή μας: «Μεῖνε μαζί μας, Κύριε»!

Τὰ πάντα νὰ προετοιμάζουμε γιὰ τὴν ἔλευση καὶ παραμονή Του ἐντός μας. Προπαντὸς νὰ καθαρίζουμε τὸ ἐσωτερικό μας καὶ ὅσο τὸ δυνατὸν καθαρότεροι νὰ ἑνωνόμαστε μαζί Του διὰ τῶν ἱερῶν Μυστηρίων, καὶ περισσότερο διὰ τῆς θείας Εὐχαριστίας. «Μεῖνε μαζί μας, Κύριε». Αὐτὴ νὰ εἶναι ἡ παράκλησή μας. Αὐτὸς ὁ βαθύτερος πόθος μας καὶ ἡ πιὸ δυνατὴ προσδοκία μας. Αὐτὴ ἡ μεγαλύτερη ἐπιθυμία μας πάνω στὴ γῆ.


Πηγή: Ο Σωτήρ