Στὸ θεῖο Πάθος ὁ δημόσιος διασυρμὸς καὶ ἐξευτελισμὸς τοῦ βασιλικοῦ ἀξιώματος τοῦ Κυρίου μας εἶναι ἰδιαίτερα χαρακτηριστικός. Καὶ τί δὲν ἔκαναν οἱ σταυρωτές Του γιὰ νὰ Τὸν ἐξουθενώσουν! Οἱ στρατιῶτες τοῦ ἡγεμόνα Τὸν ὁδήγησαν στὴν ἐσωτερικὴ αὐλὴ τοῦ παλατιοῦ, ὅπου ἔμενε ὁ ἐπίτροπος τῆς Ρώμης, καὶ μαζεύτηκαν ὅλοι τριγύρω Του γιὰ νὰ Τὸν περιπαίξουν ὅπως παίζει ἡ τίγρις μὲ τὸ θήραμά της, ὅταν τὸ κρατάει ἀσφαλῶς στὰ γαμψὰ νύχια της.
Περιγράφουν οἱ ἱεροὶ Εὐαγγελιστὲς Ματθαῖος (βλ. κζ΄ [27] 27-31), Μάρκος (βλ. ιε΄ 16-19) καὶ Ἰωάννης (βλ. ιθ΄ [19] 1-3) ὅτι Τὸν ἔγδυσαν ἀπὸ τὰ ροῦχα ποὺ φοροῦσε καὶ Τὸν ἔντυσαν μὲ κόκκινη χλαμύδα. Τὸ ἄχραντο σῶμα Του τὸ εἶχαν προηγουμένως μαστιγώσει, καὶ ἦταν ὅλο μία πληγή. Τὰ ροῦχα Του εἶχαν κολλήσει ἐπάνω στὶς πληγές. Τώρα τὰ ξεκολλοῦν μὲ βία καὶ Τοῦ φοροῦν χοντρὸ κόκκινο μανδύα, γιὰ νὰ μοιάζει ὑποτυπωδῶς μὲ τὴν αὐτοκρατορικὴ πορφύρα ποὺ φοροῦσαν οἱ βασιλεῖς.
Ἔπειτα ἔπλεξαν στεφάνι ἀπὸ ἀγκάθια καὶ τὸ ἔβαλαν ἐπάνω στὸ κεφάλι Του ἀντὶ γιὰ στέμμα καὶ στὸ δεξί Του χέρι Τοῦ ἔδωσαν ἕνα καλάμι ἀντὶ γιὰ σκῆπτρο. «Τὸν ἐξ ἀκανθῶν ἐπέθηκαν στέφανον ἀντὶ διαδήματος καὶ τὸν κάλαμον ἀντὶ σκήπτρου», σημειώνει ὁ ἑρμηνευτὴς Ζιγαβηνός. Μὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ Τοῦ ἔκαναν, «ὡς βασιλέα αὐτὸν διέπαιζον»!
Ἀπὸ τὴν περιγραφὴ αὐτὴ ἐμπνέεται τὸ ἐξαίρετο δοξαστικὸ τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς ποὺ ψάλλεται τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης: «Ἐξέδυσάν με τὰ ἱμάτιά μου, καὶ ἐνέδυσάν με χλαμύδα κοκκίνην· ἔθηκαν ἐπὶ τὴν κεφαλήν μου στέφανον ἐξ ἀκανθῶν καὶ ἐπὶ τὴν δεξιάν μου χεῖρα ἔδωκαν κάλαμον...». Μὲ ξέντυσαν ἀπὸ τὰ ἐνδύματά μου καὶ μὲ ἔντυσαν μὲ κόκκινη χλαμύδα· τοποθέτησαν στὸ κεφάλι μου στεφάνι ἀπὸ ἀγκάθια καὶ στὸ δεξὶ χέρι μοῦ ἔδωσαν ἕνα καλάμι.
Κατόπιν γονάτισαν μπροστά Του, ὅπως τὸ συνήθιζαν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη νὰ προσκυνοῦν τοὺς βασιλεῖς, καὶ Τὸν ἐνέπαιζαν λέγοντας: «Χαῖρε ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων» (Ματθ. κζ΄ 29)! Ἔπειτα Τὸν ἔφτυναν, πῆραν τὸ καλάμι καὶ Τὸν χτυποῦσαν μ’ αὐτὸ στὸ κεφάλι. Σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση τῆς πλήρους ἐξουθενώσεως Τὸν παρουσίασε ὁ Πιλάτος στὰ πλήθη καὶ φώναξε: «Ἴδε ὁ βασιλεὺς ὑμῶν» (Ἰω. ιθ΄ [19] 14). Γιὰ δεῖτε σὲ ποιὰ ἀθλιότητα καὶ καταφρόνηση κατάντησε ὁ Βασιλιάς σας.
Ἀφοῦ Τὸν ἐνέπαιξαν τὰ ὄργανα τῆς ρωμαϊκῆς ἐξουσίας, Τοῦ ἔβγαλαν τὸν μανδύα, Τὸν ἕντυσαν μὲ «τὰ ἱμάτια τὰ ἴδια» (Μάρκ. ιε΄ [15] 20), καὶ Τὸν πῆγαν γιὰ νὰ Τὸν σταυρώσουν.
Τὸ ἀκάνθινο στεφάνι δὲν Τοῦ τὸ ἀφήρεσαν. Τὸ ἄφησαν, γιὰ νὰ πληγώνεται ἀκόμη βαθύτερα ἡ θεία Του κεφαλὴ σὲ κάθε νέο τιναγμὸ ποὺ προκαλοῦσαν τὰ ἀλλεπάλληλα κτυπήματα τῆς σφύρας, ὅταν Τὸν ὕψωσαν ἐπάνω στὸ Σταυρό. Ἐπιπλέον τοποθέτησαν στὸ ἐπάνω μέρος τοῦ Σταυροῦ τρίγλωσση ἐπιγραφὴ ποὺ ἔγραφε: «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων» (Ἰω. ιθ΄ [19] 19).
Βεβαίως ὅλα αὐτὰ τὰ ἔκαναν γιὰ νὰ διακωμωδήσουν τὸ βασιλικό Του ἀξίωμα. Ἀλλὰ «καὶ ἄκοντες τὴν ἀλήθειαν ἐσχημάτιζον», σημειώνει ὁ ἑρμηνευτὴς Ζιγαβηνός. Χωρὶς νὰ τὸ πολυκαταλαβαίνουν, ὁμολογοῦσαν τὴν ἀλήθεια ὅτι ὁ Ἐσταυρωμένος εἶναι «ὁ βασιλεὺς» ὄχι μόνο τῶν Ἰουδαίων, ἀλλὰ ὅλου τοῦ κόσμου. Εἶναι «ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης»! Ὁ αἱματοβαμμένος Σταυρός Του εἶναι σύμβολο τῆς βασιλείας Του! Ἐπάνω στὸ Σταυρὸ κέρδισε τὴν πιὸ λαμπρὴ νίκη Του, ἔστησε τὸ ἀθάνατο τρόπαιό Του. Νίκησε κατὰ κράτος τὸν διάβολο, κατήργησε τὸν θάνατο, ἀχρήστευσε τὸ δηλητηριῶδες κεντρὶ τῆς ἁμαρτίας. Χάρισε ζωὴ καὶ ἀφθαρσία στοὺς πιστοὺς καὶ ἀναδείχθηκε αἰώνιος Βασιλέας ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων. Ἀναγνωρίσθηκε Βασιλιὰς ἐπάνω στὸ Σταυρό. Κέρδισε τὸν εὐγνώμονα ληστὴ καὶ τὸν ἑκατόνταρχο, οἱ ὁποῖοι ὁμολόγησαν τὴ θεότητα καὶ τὴ βασιλεία Του: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. κγ΄ [23] 42)! «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» (Ματθ. κζ΄ [27] 54). Ἀλλὰ καὶ «οἱ συμπαραγενόμενοι ὄχλοι... τύπτοντες ἑαυτῶν τὰ στήθη ὑπέστρεφον» (Λουκ. κγ΄ [23] 48), ἐκδηλώνοντας τὴ λύπη τους καὶ τὴ μετάνοιά τους καὶ τὴν ἀναγνώρισή τους ὅτι εἶναι «ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ», «ὁ βασιλεύς»!
Ἀπὸ τότε συνεχίζονται μέσα στοὺς αἰῶνες οἱ μεγάλες κατακτήσεις τοῦ ἀήττητου Βασιλέως Χριστοῦ, τοῦ αἰώνιου Κατακτητῆ. Ἑκατομμύρια μάρτυρες προσέρχονται στὸ μαρτύριο, μυριάδες ὁσίων καὶ ἀσκητῶν ἀπαρνοῦνται τὰ τερπνὰ τῆς ζωῆς, ἀπειράριθμα πλήθη πιστῶν ἑλκύονται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἐσταυρωμένου! Τὸν ὁμολογοῦν Βασιλέα καὶ Κύριό τους, ἀσπάζονται τὸν πανσεβάσμιο Σταυρό Του καὶ ψελλίζουν: «Ὦ Λυτρωτή μου, καθὼς Σὲ βλέπω στὸ Σταυρὸ χλωμό, ὑβρισμένο, πονεμένο, Σὲ νιώθω δυὸ φορὲς Θεὸ καὶ δυὸ φορὲς ἀγαπημένο»! Εἶσαι ὁ Βασιλιὰς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὁ Βασιλιὰς ὅλου τοῦ κόσμου, ὁ Βασιλιὰς τῶν καρδιῶν μας, ὁ Κύριος καὶ Θεός μας, ὁ Σωτήρας καὶ Λυτρωτής μας! «Προσκυνοῦμέν Σου τὰ πάθη, Χριστέ· δεῖξον ἡμῖν καὶ τὴν ἔνδοξόν Σου Ἀνάστασιν». Ἀμήν.
Πηγή: Ο Σωτήρ