Σοί τω μόνω αγαθώ και
παναγίω και ζωοποιώ Πνευματι προσπίπτω έγώ ό πάσης τιμωρίας ένοχος, και πάσης
κολάσεως υπεύθυνος. Σέ τήν αίδιον και όντως ζωήν, τό αληθινόν και ανέσπερον
φως, τόν Κύριόν μου και Θεόν, ικετεύω μή εις τέλος καταβολή με ό έξ εναντίας, άλλα
συ βασίλευσον έν εμοί, ή παντοδύναμος και ανεκφώνητος δύναμις, (τό υπερπλήρες
και απερίληπτον καί ανέκβατον κράτος, ή πάσα αγαθότης καί παντός αγαθού καί
καλού αιτία. Τό ανακαινίζον πάσαν φύσιν της κτίσεως, έξ ου οι ασθενείς ισχυροί,
παρ' ου ή αναγέννησις ημών καί ανάπλασις καί πάσα επίγνωσις. Παρ' ου τόν
λυτρωτήν ημών καί Σωτήρα Κύριον οράν φωτιζόμεθα, δι' ού τά πάντα ζώσι καί
διαμένουσι, ή άρρητος σοφία, ή υπέρ αίσθησιν γνώσις, ή απερινόητος έλλαμψις, ή
πάσα ζωή, ή πάσα δύναμις, ή πάσα δόξα, ό πάντων προνοητής καί ελεήμων Θεός).
Καί όλον σοί γενέσθαι, καί ζην με του λοιπού κατά τό σόν ευδόκησον θέλημα ανέγειρόν μου τά μέλη ά κατέρραξεν η αμαρτία, φώτισόν μου τήν καρδίαν ήν εσκότισεν η πονηρά επιθυμία, καί τήν νεκρωθείσαν ψυχήν μου ταίς αμαρτίαις ανάστησον. Παύσόν μου των παθών τάς τρικυμίας, ελέησόν μου τήν πενίαν καί συνέτισαν μου τήν αναισθησίαν, ρύσαί με από παντός πολέμου ένδοθεν ή έξωθεν επισυνιστώτός μοι, ρύσαί με άπό παντός έργου πονηρού, καί συγχώρησον πάντα τά της εμής παρανομίας πλημμελήματα, και ένθου έν εμοί τήν σήν τελείαν άγάπην.
Έγγραψον το όνομα του
δούλου σου έν βίβλω ζωής, και χάρισαί μοι τέλος αγαθόν, όπως αράμενος νίκος
κατά του διαβόλου, προσκυνήσω ανεπαισχύντως ενώπιον του θρόνου της βασιλείας
σου. Γενέσθω σοι η καρδία μου, Δέσποτα, γή αγαθή, δεχόμενη σπόρον καλόν, και
δροσίσαι η χάρις σου είς αυτήν δρόσον ζωής αιωνίου, θερίσαι δέ η χάρις σου έξ
αυτής δράγμα καλόν, προσκύνησιν μετά κατανύξεως, εγκράτειαν, αγρυπνίαν, δάκρυα.
Επίστρεψον, ψυχή μου, είς τήν ανάπαυσίν σου τη νηστεία, επίστρεψον, ψυχή μου,
είς τήν μάνδραν του παραδείσου τη κακοπαθεία και θλίψει.
Ευρεθείη ή ψυχή μου,
Κύριε, έν τω φωτί σου εκείνω τω ανεκλαλήτω μετά του χορού των αγίων σου.
Ναί, Δέσποτα των
απάντων, ακατάληπτε και ακατανόητε, επάκουσόν μου του αχρείου και αναξίου
δούλου σου, ευόδωσόν με διελθείν και διανύσαι τήν στενήν και τεθλιμμένην οδόν,
Ίνα αξιωθώ τυχείν των επαγγελιών σου, και κράζω έν τρυφή παραδείσου.
Δόξα Πατρί αθανάτω, καί
Υίώ αθανάτω καί Πνεύματι αγίω αθανάτω, μεγαλοπρέπεια, προσκύνησις, είς τους
αιώνας των αιώνων. Αμήν. χαρᾶς. Νά Τοῦ πεῖ τό ὁλόθερμο «εὐχαριστῶ» της γιά τόν «ἄγγελο», τόν
Πνευματικό της, πού ἀποκύλισε τόν λίθο ἀπʼ τήν ψυχή της. Νά Τοῦ πεῖ τό πηγαῖο
«εὐχαριστῶ» της, γιατί στόν ὠκεανό τῆς ἀγάπης Του ἔσβησε ἡ φωτιά πού ἔφερνε ἀσφυξία
στήν ψυχή της.