Ἕνας-ἕνας οἱ ἔνοικοι τῆς καινούργιας πολυκατοικίας ἔπαιρναν τὰ διαμερίσματά τους. Ὅλα μὲ θέα στὴν πλατεία τῆς ὡραίας ἐπαρχιακῆς πόλης τῆς Πελοποννήσου. Φωτερά, ἥσυχα, χωρὶς κανένα πρόβλημα. Ἐξοπλισμένα μὲ ὅλα τὰ ἐξαρτήματα καὶ τίς ἀνέσεις τῆς σύγχρονης τεχνολογίας ὑπόσχονταν μιὰ ἄνετη ζωὴ στοὺς ἐνοίκους ποὺ ἦταν καὶ ἰδιοκτῆτες τῶν διαμερισμάτων τους.
Στὸν τρίτο ὄροφο στὸ ἀριστερὸ διαμέρισμα ἔμενε ἡ Ἀγγελική, ποὺ εἶχε κηδέψει ἀπὸ καιρὸ τὸν ἄντρα της. Εἶχαν ἔλθει ἀπὸ χρόνια στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὸ ἐξωτερικό. Τὰ δυό τους κορίτσια εἶχαν παντρευτεῖ καὶ ἔμεναν στὴν Πάτρα.
Στὸ δεξιὸ διαμέρισμα ἦλθε καὶ ἔμεινε μιὰ ἡλικιωμένη κυρία, σοβαρὴ καὶ ἀμίλητη.
Ὅσες φορὲς συναντήθηκαν στὸ διάδρομο ἡ Ἀγγελικὴ μὲ τὴ γειτόνισσα, δὲν τῆς ἄνοιγε αὐτὴ συζήτηση. Παρουσιαζόταν ἀπρόσιτη καὶ ἀπαγορευτική, κλειστή. Τὸ μόνο ποὺ τόλμησε νὰ τὴ ρωτήσει καὶ νὰ μάθει ἡ Ἀγγελικὴ ἦταν τὸ ὄνομά της· τὴν ἔλεγαν Ἑρμιόνη.
Ἡ Ἀγγελικὴ ἦταν πιστὴ Χριστιανὴ καὶ δὲν ἔχανε ποτὲ θεία Λειτουργία. Παρακολουθοῦσε ὅμως καὶ μιὰ συγκέντρωση ποὺ γινόταν στὴν ἐνορία τους, ὅπου μαζὶ μὲ ἄλλες κυρίες μελετοῦσαν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ συζητοῦσαν ἐνδιαφέροντα κοινωνικὰ καὶ οἰκογενειακὰ θέματα. Κάθε μέρα στὴν προσευχή της ἔκανε λόγο στὸ Θεὸ καὶ γιὰ τὴν Ἑρμιόνη. Τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὴ βοηθεῖ καὶ νὰ τὴν προστατεύει.
Οἱ μέρες κυλοῦσαν ἤρεμα. Οἱ σχέσεις ὅμως τῶν δύο γειτονισσῶν ἦταν ἐντελῶς τυπικές. Τὸ πολύ-πολὺ μιὰ «καλημέρα» ἢ μιὰ «καλησπέρα», τίποτα παραπάνω.
Κάποτε ἡ ἀγγελικὴ πῆρε τὴν πρωτοβουλία καὶ τὴ ρώτησε:
–Μήπως χρειάζεστε τίποτε, κυρία Ἑρμιόνη, ἀπέξω; Βγαίνω νὰ ψωνίσω. Μπορῶ νὰ σᾶς ἐξυπηρετήσω.
–Ὄχι, εὐχαριστῶ πολύ, ἀπάντησε κοφτὰ ἐκείνη.
Ἔτσι παγωμένες παρέμεναν οἱ σχέσεις τους, πράγμα ποὺ στενοχωροῦσε πολὺ τὴν πιστὴ Ἀγγελική. Κάποτε καὶ μέσα στὸ ἀσανσὲρ συναντήθηκαν καὶ κατέβηκαν στὸ ἰσόγειο χωρὶς νὰ ποῦν λέξη!
Ἡ Ἀγγελικὴ δὲν ἡσύχαζε. Ρώτησε τὸν Πνευματικό της, κι ἐκεῖνος τὴ συμβούλεψε νὰ προσευχηθεῖ πολὺ καὶ θὰ φέρει ὁ Θεὸς στὰ πράγματα ἄλλη τροπή. «Μὴ βιάζεσαι ὅμως», τῆς εἶπε. «Ὅποτε τὴ συναντᾶς, νὰ τῆς δείχνεις ἀγάπη. Δὲν ξέρεις τί κρύβει μέσα της».
Περνοῦσε ὁ καιρὸς καὶ ἡ Ἀγγελικὴ συνέχιζε νὰ προσεύχεται μὲ θέρμη γιὰ τὴ γειτόνισσά της.
Κάποια ὅμως ἀνησυχία ἄρχισε νὰ σκιάζει τὴν ψυχή της τελευταῖα. Τὶς τελευταῖες δυὸ μέρες δὲν ἀκουγόταν κανεὶς θόρυβος στὸ διαμέρισμα τῆς ἄλλης. Τὴν προηγούμενη μέρα μάλιστα ἄκουσε καὶ κάποια βογγητά. Ἡ πιστὴ Ἀγγελικὴ χωρὶς δισταγμὸ κάνοντας τὸν σταυρό της πῆγε καὶ χτύπησε ἀμέσως τὸ κουδούνι τῆς πόρτας τοῦ διαμερίσματός της. Ἐπειδὴ δὲν ἀκουγόταν τίποτε, ξαναχτύπησε τὸ κουδούνι καὶ περίμενε.
Σὲ λίγο, χωρὶς νὰ ἀνοίξει ἡ πόρτα, ἀκούστηκε βραχνὴ ἡ φωνὴ τῆς Ἑρμιόνης:
–Ποιὸς εἶναι;
–Ἐγὼ εἶμαι, κυρία Ἑρμιόνη, ἡ γειτόνισσά σας ἡ Ἀγγελική. Δὲν σᾶς εἶδα δυὸ μέρες καὶ φοβήθηκα μήπως πάθατε τίποτε!
–Δὲν αἰσθάνομαι καλά. Πονάω παντοῦ!
–Ἔχω ἕνα συγγενή μου γιατρό, θὰ τὸν καλέσω ἀμέσως νὰ σᾶς δεῖ, κυρία Ἑρμιόνη!
–Εὐχαριστῶ πολύ.
Ὁ γιατρός, ποὺ ἦρθε σύντομα, τὴν ἐξέτασε προσεκτικά, τῆς ἔκανε καὶ μερικὲς ἐρωτήσεις καὶ τελικὰ ἀποφάνθηκε ὅτι πρόκειται γιὰ ἀρχομένη μυοπάθεια.
–Θὰ πρέπει νὰ εἰσαχθεῖτε ὅμως καὶ στὸ Νοσοκομεῖο γιὰ καλύτερη διάγνωση, πρόσθεσε.
–Θὰ πᾶμε μαζί, τῆς εἶπε ἀμέσως ἡ Ἀγγελική.
Αὐτὸ καὶ ἔγινε. Καὶ ὅσες μέρες χρειάστηκε νὰ μείνει στὸ Νοσοκομεῖο, ἡ Ἀγγελικὴ δὲν ἔλειψε ἀπὸ δίπλα της. Τὰ ἀποτελέσματα τῶν νοσοκομειακῶν ἐξετάσεων ἦταν σύμφωνα μὲ αὐτὸ ποὺ εἶδε ὁ γιατρὸς στὸ σπίτι: Μυοπάθεια. Δηλαδὴ σιγά-σιγὰ μπορεῖ νὰ ἔφθανε καὶ σὲ παράλυση!
–Μὴ φοβάστε, κ. Ἑρμιόνη, τῆς εἶπε ἡ Ἀγγελική. Ἡ ἐπιστήμη ἔχει προοδέψει πολύ. Καὶ ὁ Θεὸς εἶναι μεγάλος. Ἐγὼ θὰ σταθῶ δίπλα σας. Θὰ εἶμαι πάντα κοντά σας. Δὲν θὰ σᾶς ἀφήσω μόνη σας ποτέ. Θὰ μένουμε στὸ ἑξῆς μαζί!
Τὸ εἶπε καὶ τὸ ἔκανε. Ἡ πιστὴ γυναίκα τὴ φρόντιζε τὴν ἄρρωστη καλύτερα κι ἀπὸ ὅ,τι ἂν ἦταν μάνα της. Τὴν ἔπλενε, τὴν καθάριζε, τῆς μαγείρευε, τῆς ἔλεγε ἱστορίες ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, τὴν παρηγοροῦσε ὅσο μποροῦσε.
Ἕνα ἀπόγευμα ὅμως, ἐνῶ τῆς διάβαζε κάτι ἀπὸ ἕνα Ὀρθόδοξο Περιοδικό, τὴν εἶδε ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ συγκρατήσει τὰ δάκρυά της καὶ τὴ ρώτησε:
–Γιατί κλαῖς, Ἑρμιόνη μου;
–Κλαίω! Πῶς νὰ μὴν κλαίω, καλή μου Ἀγγελική; Ξύπνησε ἡ μνήμη μου! Μπορῶ νὰ μὴν κλαίω; Μόνα τους ἔρχονται τὰ δάκρυα! Κι ἐγὼ πήγαινα, Ἀγγελική μου, κάποτε στὴν ἐκκλησία καὶ στὶς ὁμιλίες καὶ στοὺς κύκλους, μὰ ἔπειτα ξεστράτισα! Τὰ ξέχασα ὅλα! Εἶχα κακὸ γάμο. Πέθανε ὁ ἄντρας μου κι ἀπόμεινα ἕρμη. Καλὰ νὰ πάθω, ἀφοῦ ἔφυγα ἀπὸ τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ!
–Ὑπάρχει καὶ ὁ δρόμος τοῦ γυρισμοῦ, Ἑρμιόνη μου! Εἶναι ἀνοιχτὴ ἡ ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὑπάρχει μετάνοια, εἶπε δακρυσμένη ἡ Ἀγγελική.
–Τώρα πιὰ εἶναι ἀργά! Πολὺ ἀργά, Ἀγγελική!
–Ὄχι, Ἑρμιόνη μου! Ποτὲ δὲν εἶναι ἀργά! Ὁ Θεὸς πάντα μᾶς περιμένει. Τὸν ληστὴ τὸν ἔσωσε τὴν τελευταία στιγμὴ πάνω στὸ Σταυρό. Ἔχω ἕνα καλὸ Πνευματικό, στὸν ὁποῖο ἐξομολογοῦμαι ἀπὸ χρόνια. Θὰ πᾶμε μὲ ταξί, ἂν δὲν μπορεῖ νὰ ρθεῖ ἐδῶ, γιὰ νὰ ἐξομολογηθεῖς ὁτιδήποτε ἔκανες καὶ βαραίνει τὴν ψυχή σου.
Συζήτησαν ἀρκετὰ καί, ἀφοῦ ἑτοιμάσθηκε ψυχικὰ ἡ Ἑρμιόνη καὶ τηλεφώνησε στὸν Πνευματικὸ ἡ Ἀγγελική, πῆγαν καὶ ἄνοιξε ἡ ἄρρωστη τὰ φυλλοκάρδια της στὸν Πνευματικό. Καὶ σὲ τρεῖς μῆνες, ἐξομολογημένη καὶ κοινωνημένη πολλὲς φορές, ἔφυγε γιὰ τὴν αἰωνιότητα...
Πηγή: Ο Σωτήρ