Ἀφιερωμένο στοὺς «ρεπούσιους» ἐφιάλτες καὶ σ΄ αὐτοὺς ποὺ τοὺς φιλοξενοῦν στα κόμματά τους
«Τὸ χειρότερο, εἶπε, ἦταν οἱ γυναῖκες μὲ
τὰ νεκρὰ παιδιά. Δὲ μπορούσαμε νὰ τὶς πείσουμε νὰ μᾶς δώσουν τὰ
πεθαμένα παιδιά τους. Εἶχαν τὰ παιδιά τους, νεκρὰ ἀκόμα καὶ ἔξι μέρες,
ἀλλὰ δὲν τὰ ἐγκατέλειπαν. Δὲ μπορούσαμε νὰ κάνουμε τίποτα. Τελικὰ ἔπρεπε
νὰ τοὺς τὰ πάρουμε μὲ τὴ βία.»
(Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων του μὲ τὸ γενικὸ τίτλο «Στὴν προκυμαία τῆς Σμύρνης»).
Μὲ τὰ
παραπάνω λόγια κάποιος ἥρωας τοῦ Χεμινγουέι, ἀξιωματοῦχος πολεμικοῦ
πλοίου τῶν ΗΠΑ ἀγκυροβολημένου στὴ Σμύρνη, περιγράφει τὴ μεγάλη
καταστροφή. Τὸ ἀπόσπασμα εἶναι ἀπὸ τὸ πρῶτο λογοτεχνικὸ κείμενο ποὺ
ἐξέδωσε ὁ ἀμερικανὸς συγγραφέας τὸ 1925, μόλις 26 χρονῶν τότε, καὶ μὲ τὸ
ὁποῖο ἄρχισε νὰ ἀποκτᾶ παγκόσμια φήμη.
Πρόκειται γιὰ τὴ συλλογὴ διηγημάτων του «Στὴν ἐποχὴ μᾶς» (In Our Times), ὅπου τὸ πρῶτο του διήγημα, οὐσιαστικὰ ὁ πρόλογος τοῦ βιβλίου, ἔχει τὸν τίτλο...
Ὅσο κι ἂν μιλᾶμε γιὰ διήγημα, ὁ συγγραφέας δὲν γράφει ἀπὸ ἁπλὴ φαντασία. Μόλις πρὶν τρία χρόνια ὡς πολεμικὸς ἀνταποκριτὴς τῆς καναδικῆς ἐφημερίδας “Toronto Star” ὁ Χεμινγουέι εἶχε βρεθεῖ ὡς αὐτόπτης μάρτυς στὸν τόπο τῆς καταστροφῆς καὶ τὴν εἶχε περιγράψει σὲ μία σειρὰ ἄρθρων του, ποὺ ἐκδόθηκαν τὸ 1985 σὲ βιβλίο μετον τίτλο:
«Dateline: Toronto”.
Ὡς ἀνταποκριτὴς αὐτῆς τῆς ἐφημερίδας εἶχε ταξιδέψει ἀπὸ τὸ Παρίσι στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ σὲ ἄλλα μέρη τῆς Τουρκίας στέλνοντας κατὰ τὴν πορεία τοῦ τὰ ἄρθρα του στὴν καναδικὴ ἐφημερίδα. Στὴν ἔκδοση τῆς 20ής Ὀκτωβρίου 1922 γράφει: «Ὁ ἄντρας σκεπάζει μὲ μία κουβέρτα τὴν ἑτοιμόγεννη γυναίκα τοῦ πάνω στὸν ἀραμπὰ γιὰ τὴν προφυλάξει ἀπὸ τὴ βροχή.
Ἐκείνη εἶναι τὸ μόνο πρόσωπο ποὺ βγάζει κάποιους ἤχους [ἀπὸ τοὺς πόνους τῆς γέννας]. Ἡ μικρὴ κόρη τοὺς τὴν κοιτάζει μὲ τρόμο καὶ βάζει τὰ κλάματα. Καὶ ἡ πομπὴ προχωρᾶ…
Δὲν ξέρω πόσο χρόνο θὰ πάρει αὐτὸ τὸ γράμμα νὰ φτάσει στὸ Τορόντο, ἀλλὰ ὅταν ἐσεῖς οἱ ἀναγνῶστες τῆς Στὰρ τὸ διαβάσετε νὰ εἶστε σίγουροι ὅτι ἡ ἴδια τρομακτική, βάναυση πορεία ἑνὸς λαοῦ ποὺ ξεριζώθηκε ἀπὸ τὸν τόπο του θὰ συνεχίζει νὰ τρεκλίζει στὸν ἀτέλειωτο λασπωμένο δρόμο πρὸς τὴ Μακεδονία». Τὰ λόγια αὐτὰ δὲν εἶναι γραμμένα ἀπὸ κάποιον ποὺ πρώτη φορὰ ἀντικρίζει τὴ φρίκη τοῦ πολέμου.
Ὁ νεαρὸς Χεμινγουέι εἶχε ζητήσει νὰ καταταγεῖ ὡς ἐθελοντὴς στὸν Πρῶτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ἀλλὰ δὲν ἔγινε δεκτὸς λόγω τῆς κακῆς ὅρασής του.
Αὐτὸ δὲν τὸν ἐμπόδισε νὰ γίνει ἐθελοντὴς νοσοκόμος, νὰ τραυματιστεῖ σοβαρὰ δύο φορὲς στὴν Αὐστρία καὶ τελικὰ νὰ ἀποσυρθεῖ ἀφοῦ τιμήθηκε μὲ τὸ βραβεῖο ἀνδρείας. Κι αὐτὰ πρὶν νὰ βρεθεῖ στὴν Τουρκία ὡς πολεμικὸς ἀνταποκριτὴς τῆς Toronto Star, μόλις 23 χρονῶν.
Μέσα ἀπὸ τὸ λογοτεχνικό του ταλέντο, ποὺ φανερώθηκε μέσα στὰ ἑπόμενα χρόνια, ὁ συγγραφέας δίνει συγκλονιστικὲς περιγραφὲς μίας περιόδου ποὺ ἔχει σημαδέψει τὴν ψυχὴ τοῦ Νεοέλληνα, μ’ ὅλο ποὺ κοντεύει νὰ περάσει σχεδὸν ἕνας αἰώνας ἀπὸ τότε. Σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ κείμενα αὐτά, στὸ ὁποῖο ἀναφερθήκαμε ἤδη, «Στὴν προκυμαία τῆς Σμύρνης», ποὺ θεωρεῖται ἀριστούργημα γραφῆς καὶ διδάσκεται, καθὼς εἴδαμε στὸ Ἰντερνέτ, στοὺς φοιτητὲς ἀγγλικῆς φιλολογίας σὲ πολλὰ πανεπιστήμια, γράφει: «Εἴχαμε ρητὲς ἐντολὲς νὰ μὴν ἐπέμβουμε, νὰ μὴ βοηθήσουμε… Τὸ πλοῖο μᾶς εἶχε τόση δύναμη ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ βομβαρδίσουμε ὅλη τὴ Σμύρνη καὶ νὰ σταματήσουμε τὸ μακελειό, ἀλλὰ ἡ ἐντολὴ ἦταν νὰ μὴν κάνουμε τίποτα… Τὸ παράξενο ἦταν, εἶπε [ὁ ὑποτιθέμενος ἀξιωματοῦχος τοῦ ἀμερικάνικου πολεμικοῦ ποὺ διηγεῖται τὴν ἱστορία], πῶς οὐρλίαζαν κάθε νύχτα τὰ μεσάνυχτα.
Δὲν ξέρω γιατί οὐρλίαζαν αὐτὴ τὴν ὥρα. Ἤμασταν στὸ λιμάνι κι αὐτὲς στὴν προκυμαία καὶ τὰ μεσάνυχτα ἄρχιζαν νὰ οὐρλιάζουν. Στρέφαμε πάνω τους τοὺς προβολεῖς καὶ κι αὐτὲς τότε σταματοῦσαν. …».
Ὁ Χεμινγουέι ὡς πολεμικὸς ἀνταποκριτὴς εἶναι πιὸ σαφής. Ξέρει ὅτι 1.250.000 Ἕλληνες διώχτηκαν ἀπὸ τὰ σπίτια τους μὲ τὴν ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν: «Ὅ,τι καὶ νὰ πεῖ κανεὶς γιὰ τὸ πρόβλημα τῶν προσφύγων στὴν Ἑλλάδα δὲν πρόκειται νὰ εἶναι ὑπερβολή.
Ἕνα φτωχὸ κράτος μὲ μόλις 4 ἑκατομμύρια πληθυσμὸ πρέπει νὰ φροντίσει γιὰ ἄλλο ἕνα τρίτο τῶν κατοίκων. Καὶ τὰ σπίτια ποὺ ἄφησαν οἱ Μουσουλμάνοι ποὺ ἔφυγαν δὲν ἐπαρκοῦν σὲ τίποτα, χώρια ἡ διαφορὰ στὸ ἐπίπεδο κουλτούρας ποὺ εἶχαν συνηθίσει οἱ Ἕλληνες στὴν Κωνσταντινούπολη».
Σὲ μία ἄλλη ἀνταπόκρισή του στὴ «Στὰρ» γράφει: «Βρίσκομαι σὲ ἕνα ἄνετο τρένο, ἀλλὰ μὲ τὴ φρίκη τῆς ἐκκένωσης τῆς Θράκης ὅλα μου φαίνονται ἀπίστευτα. Ἔστειλα τηλεγράφημα στὴ «Στὰρ» ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη. Δὲν χρειάζεται νὰ τὸ ἐπαναλάβω. Ἡ ἐκκένωση συνεχίζεται…. Ψιχάλιζε.
Στὴν ἄκρη τοῦ λασπόδρομου ἔβλεπα τὴν ἀτέλειωτη πορεία τῆς ἀνθρωποθάλασσας νὰ κινεῖται ἀργὰ στὴν Ἀδριανούπολη καὶ μετὰ νὰ χωρίζεται σ’ αὐτοὺς ποὺ πήγαιναν στὴ Δυτικὴ Θράκη καὶ τὴ Μακεδονία. .. Δὲ μποροῦσα νὰ βγάλω ἀπὸ τὸ νοῦ μου τοὺς ἄμοιρους ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονταν στὴν πομπὴ γιατί εἶχα δεῖ τρομερὰ πράγματα σὲ μία μόνο μέρα.
Ἡ ξενοδόχισσα προσπάθησε νὰ μὲ παρηγορήσει μὲ μία τρομερὴ τούρκικη παροιμία: «Δὲ φταίει μόνο τὸ τσεκούρι, φταίει καὶ τὸ δέντρο». (Toronto Star, 14 Νοέμβρη 1922)
«Ἡ ὑποχώρηση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ ἦταν μία θλιβερὴ ὑπόθεση, ἀλλὰ δὲ χρειάζεται νὰ κατηγοροῦμε γι’ αὐτὸ τὸν ἁπλὸ Ἕλληνα φαντάρο. Ἀκόμα καὶ ὅταν γινόταν ἐκκενώσεις περιοχῶν οἱ Ἕλληνες δροῦσαν ὡς πραγματικοὶ στρατιῶτες.
Ὁ Κεμὰλ θὰ εἶχε μεγάλο πρόβλημα ἂν ἦταν νὰ τοὺς ἀντιμετωπίσει στὴ Θράκη. Ὁ λοχαγὸς Wittal τοῦ Ἰνδικοῦ Ἱππικοῦ, ποὺ βρισκόταν στὴν Ἀνατολία ὡς παρατηρητὴς κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ πολέμου τῶν Ἑλλήνων μὲ τὸν Κεμάλ, μοῦ εἶπε:
«Οἱ Ἕλληνες στρατιῶτες ἦταν μαχητὲς πρώτης κατηγορίας. Οἱ ἀξιωματικοί τους ἦταν ἄριστοι…. Θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν καταλάβει τὴν Ἄγκυρα καὶ νὰ τελειώσουν τὸν πόλεμο ἂν δὲν εἶχαν προδοθεῖ». Κατὰ τὸν Χεμινγουέι ἡ προδοσία αὐτὴ πήγασε καὶ ἀπὸ τοὺς συμμάχους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Κωνσταντῖνο ποὺ ἀντικατέστησε τοὺς ἔμπειρους –ἀλλὰ βενιζελικοὺς- ἀξιωματικούς, μὲ δικούς του «ποὺ ποτὲ δὲν εἶχαν ἀκούσει τὸν κρότο τῆς μάχης». Καὶ τελειώνει μὲ μία πρόταση ποὺ δὲν θὰ τὴν ἔγραφε ποτὲ ἕνας ἁπλὸς δημοσιογράφος, ἂν δὲν εἶχε μέσα τοῦ τὸ ταλέντο τοῦ μεγάλου νομπελίστα συγγραφέα: «Ὅλη μέρα περνοῦν δίπλα μου, λεροί, ἐξαντλημένοι, ἀξύριστοι, ἀνεμοδαρμένοι στρατιῶτες ποὺ βαδίζουν στὴ γκρίζα γυμνὴ ὕπαιθρο τῆς Θράκης.
Χωρὶς
μπάντες, χωρὶς [ἀνθρωπιστικὲς] ὀργανώσεις νὰ τοὺς ἀνακουφίσουν, χωρὶς
τόπο νὰ ξαποστάσουν, παρὰ γεμάτοι ψεῖρες, μὲ βρώμικες κουβέρτες καὶ
κουνούπια ὅλη τὴ νύχτα. Εἶναι οἱ τελευταῖοι ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἦταν κάποτε ἡ
δόξα τῆς Ἑλλάδας.
Κι αὐτὸ εἶναι τὸ τέλος τῆς δεύτερης πολιορκίας τῆς Τροίας» (Toronto Star, 3 Νοεμβρίου 1922).
Μπορεῖ
ὁ συγγραφέας νὰ ἦταν σκληραγωγημένος καὶ ἀπὸ τὴ φύση τοῦ (πλὴν τῶν
ἄλλων ἦταν καὶ μποξὲρ) ἢ ἀπὸ τὴ ζωή του ὡς πολεμικὸς ἀνταποκριτής, ἀλλὰ
δὲ μπορεῖ ἂν μὴ συγκινηθεῖ μὲ τόσο πόνο.
Χρόνια
ἀργότερα, ἀφοῦ εἶχε καλύψει δημοσιογραφικὰ καὶ τονεμφύλιο πόλεμο στὴν
Ἱσπανία, μιλώντας μέσα ἀπὸ τὸ στόμα ἑνὸς ἥρωά του γράφει:
«Δὲ θέλω νὰ κοιμηθῶ γιατί ἔχω τὴ προαίσθηση ὅτι ἂν κλείσω τὰ μάτια μου στὸ σκοτάδι καὶ ἀφεθῶ στὸν ἑαυτό μου, ἡ ψυχή μου θὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα». Σὲ ἕνα ἀπὸ τελευταία του ἄρθρα ἀπὸ τὴν Τουρκία στὴν Τορόντο Στὰρ γράφει:
«Ποιὸς
θὰ θρέψει τόσο πληθυσμό; Κανένας δὲν τὸ ξέρει καὶ μέσα στὰ ἑπόμενα
χρόνια ὁ χριστιανικὸς κόσμος θὰ ἀκούει μία σπαρακτικὴ κραυγὴ ποὺ ἐλπίζω
νὰ φτάσει καὶ ὡς τὸν Καναδά: «Μὴν ξεχνᾶτε τοὺς Ἕλληνες!».
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό