Η γλώσσα των ανθρωπίνων λέξεων και εννοιών δίδει πολύ περιορισμένην
δυνατότητα μεταδόσεως της εσωτερικής καταστάσεως του ενός εις τον άλλον.
Απαραίτητος προϋπόθεσις της αμοιβαίας κατανοήσεως είναι η κοινότης ή η ταυτότης
πείρας. Εφ’ όσον δεν υπάρχει αυτή η κοινότης, δεν κατορθούται η αμοιβαία
κατανόησις, διότι το περιεχόμενον των εννοιών, δι’ ων πάντες ημεις εκφραζόμεθα,
είναι αντίστοιχον πρός την έκτασιν της διανοητικής ή και υπαρξιακής πείρας
εκάστου προσώπου.
Εις κάθε έννοιαν έκαστος εξ ημών εγκλείει τον όγκον της πείρας του, και δια τούτο οι πάντες αφεύκτους ομιλουμεν διαφόρους γλώσσας. Λόγω όμως του ομοουσίου του ανθρώπινου γένους είναι δυνατόν και δια του λόγου να προκαλέσης νέαν τινά εμπειρίαν εις την ψυχή του ακούοντος, ούτως ως να εγέννας εν αυτώ νέαν ζωήν.
Εάν ούτος έχη επί των ανθρωπίνων σχέσεων, τούτο πολύ περισσότερον συμβαίνει
επί της θείας ενεργείας. Ο λόγος του Θεού, εις μίαν δεδομένην στιγμή, όταν
δηλαδή η ανθρωπίνη ψυχή δέχηται αυτόν με κατάλληλον εσωτερικήν διάθεσιν, διά
της εμφανείας του πραγματικώς εμπνέει νέαν ζωήν, και δη εκείνην η οποία
εκπορεύεται εκ του Θεού, ήτοι τήν αιωνίαν ζωήν.