Διπλωμένος από τον πόνο
έπεσε πάνω στο κρεβάτι σφαδάζοντας. Αυτός ο ξαφνικός πόνος των τελευταίων
ημερών. Πόνος φρικτός. Έσφιγγε με όση δύναμη μπορούσε τα σεντόνια για να μην
αρχίζει να ουρλιάζει. Κόντευε να τα σκίσει όπως σκιζόταν τα σωθικά του.
Εκείνη ήταν στην
κουζίνα. Δυο δωμάτια παραπέρα. Μαγείρευε και συγχρόνως, είχε βάλει δυνατά το
ράδιο, ακούγοντας μια πρωινή εκπομπή. Τις άρεσε πολύ να ακούει ραδιόφωνο και
συγχρόνως να κάνει τις δουλειές του σπιτιού. Ιδιαιτέρως όταν μαγείρευε.
Άκουγε τραγούδια και
ψευτοχόρευε, κρατώντας τις κουτάλες και τα μπαχαρικά. Με την δική της στολή.
Εκείνη την όμορφη ποδιά από την Κρήτη. Σαν παιδί χαιρόταν. Τις άρεσε πολύ να
ακούει και τα σχόλια των ραδιοφωνικών παρουσιαστών. Ξεκαρδιζόταν στα γέλια
μονάχη της. Χαιρόταν την ζωή, έτσι πολύ απλά με τα απλά και ουσιαστικά.
Ο πόνος χειροτέρευε,
γινόταν όλο και πιο δυνατός. Ο ιδρώτας και τα δάκρυα έσμιγαν την αλμύρα τους
πάνω στο χλωμό πρόσωπο του.
Θέλησε να της φωνάξει.
Μα εκείνη την στιγμή την άκουσε να γελάει με την καρδιά της.
Σώπασε την κραυγή του.
Δεν ήθελε να της χαλάσει την χαρά.
Αυτό είναι αγιότητα.
π.Λίβυος
Πηγή: Με παρρησία...