Όταν το πονηρό πνεύμα της
λύπης κατακυριεύει την ψυχή, την γεμίζει με οδύνη και στεναχώρια και δεν
επιτρέπει στον άνθρωπο να προσευχηθεί με την απαραίτητη ηρεμία, εμποδίζει την
ανάγνωση των Γραφών με τη δέουσα προσοχή, τον στερεί από την μετριοπάθεια και τον
σεβασμό στις σχέσεις του με τους άλλους αδερφούς και του προκαλεί μια αποστροφή
για κάθε είδος συζήτησης. Γιατί εκείνος που έχει κατακυριευθεί από τη λύπη
γίνεται όπως ένας άνθρωπος τρελός και έξαλλος, που δεν μπορεί ούτε να δεχτεί με
ειρήνη μια καλή συμβουλή ούτε ν΄ απαντήσει ήρεμα σε ερωτήσεις που του
απευθύνονται. Αποφεύγει τους ανθρώπους σαν να ήταν εκείνοι η αιτία της λύπης
του και δεν μπορεί να καταλάβει ότι η αιτία της δοκιμασίας αυτής βρίσκεται μέσα
του. Η λύπη είναι ένα σκουλήκι της καρδιάς που κατατρώγει τη μητέρα που το
γέννησε.
Ο λυπημένος μοναχός δεν
μπορεί να κινήσει το νου του προς την Θεωρία και δεν μπορεί ποτέ να προσφέρει
μια καθαρή προσευχή.
Εκείνος που έχει
κατανικήσει τα πάθη, έχει κατανικήσει και τη λύπη. Εκείνος όμως που έχει
κατακυριευθεί από τα πάθη δε θα αποφύγει το δεσμό της λύπης. Όπως ένας άρρωστος
άνθρωπος γνωρίζεται από το χρώμα του προσώπου του, έτσι και ένας που είναι
κατακυριευμένος από τα πάθη γνωρίζεται από τη λύπη του.
Εκείνος που αγαπά τον κόσμο
δεν μπορεί παρά να αιχμαλωτίζεται από την λύπη. Αλλά εκείνος που περιφρονεί τον
κόσμο είναι πάντοτε χαρούμενος.
Όπως η φωτιά καθαρίζει τον
χρυσό, έτσι και η λύπη που προκαλείται από τη νοσταλγία του Θεού καθαρίζει την
αμαρτωλή καρδιά.
ΠΕΤΡΟΥ ΑΘ. ΜΠΟΤΣΗ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΡΩΣΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ, Ι ΔΙΔΑΧΕΣ ΟΣΙΟΥ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ, ΑΘΗΝΑ 1983, σ. 50.