Βηθανία, ἑβραϊκὴ λέξη ποὺ σημαίνει «οἶκος φοινίκων». Ἔμεινε γνωστὴ στὴν ἱστορία ὡς πατρίδα τοῦ φίλου τοῦ Χριστοῦ, Λαζάρου. Μικρὴ καὶ ἀσήμαντη κώμη στὸ χῶρο τῆς Παλαιστίνης ἀλλὰ σημαντικὴ στὴν ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἦταν ἀπὸ τοὺς τόπους ποὺ ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα καὶ διέτριβε πολὺ συχνὰ ὁ Ἰησούς. Καὶ αὐτό, ὀφειλόταν στὸν ἰδιαίτερο δεσμὸ ἀγάπης καὶ φιλίας ποὺ συνέδεε τὸν Θεάνθρωπο μὲ τὴν οἰκογένεια τοῦ Λαζάρου καὶ μὲ τὸ λεπρὸ ποὺ κάποιοι θεωροῦσαν ὡς πατέρα τοῦ Ἁγίου.
Γνωστὸ τυγχάνει τὸ ἐπεισόδιο τῆς φιλοξενίας τοῦ Κυρίου στὴν οἰκία τῆς
Μάρθας καὶ τῆς Μαρίας, ἀδελφῶν τοῦ Λαζάρου, ὅπου ἡ μὲν Μάρθα «περιεσπᾶτο περὶ
πολλὴν διακονίαν», ἡ δὲ Μαρία παρεκάθησε «παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἤκουε
τὸν λόγον αὐτοῦ» (Λουκ. ι΄ 38-42). Τὸ γεγονὸς ὅμως ποὺ δόξασε τὴ Βηθανία εἶναι
ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου (Ιω. ια΄1-44), ὅπου ὁ Κύριος μὲ αὐτὸ τὸ θαῦμα
προεικόνισε τὴ δική του ἀνάσταση. Γι΄ αὐτὸ καὶ ἡ ὑμνολογία τῆς Ἁγίας μας
Ἐκκλησίας κατὰ τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου τονίζει πρωτίστως τὸ μυστήριο τῆς κοινῆς
ἀναστάσεως καὶ δευτερευόντως τὴ μνήμη τοῦ Ἁγίου.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ δύο ἀνωτέρω σημαντικά γεγονότα ποὺ διαδραματίσθηκαν στὴ Βηθανία, ὑπάρχουν καὶ ἄλλες εὐαγγελικές ἀναφορές ἐπισκέψεως καὶ φιλοξενίας τοῦ Κυρίου στὴν οἰκία Σίμωνος τοῦ Λεπροῦ (Ἰω. ιβ΄ 1-8, Μάρκ. ιδ΄3-9, Ματθ. Κστ΄6-13, Ἰω. ιβ΄9-11, Ματθ. Κα΄17).
Ὅπως ἦταν φυσικό, τὸ θαῦμα τῆς ἐγέρσεως τοῦ Λαζάρου ἐξέγειρε τοὺς Ἰουδαίους
καὶ «ἐβουλεύσαντο οἱ ἀρχιερεῖς, ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν» (Ἰω. ιβ΄
9-11), καθὅτι ἦταν τὸ ζωντανὸ τεκμήριο τοῦ θαύματος. Ἔτσι ὁ Ἅγιος διωκόμενος
ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καταφεύγει στὴ νῆσο Κύπρο, ὅπου τὸν συναντοῦν οἱ ἀπόστολοι
Παῦλος καὶ Βαρνᾶβας καὶ τὸν χειροτονοῦν πρῶτον ἐπίσκοπο Κιτίου.
Τὸ ἀρχαῖο Κίτιο, ἡ πόλη τοῦ φιλοσόφου Ζήνωνος εἶχε τὴ μεγάλη τιμὴ να
εὐαγγελισθεῖ τὸ λόγο τῆς Ἀληθείας ὄχι ἀπὸ ἕναν ἀπλὸ ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου ἀλλὰ
ἀπὸ ἕνα προσωπικὸ φίλο τοῦ Κυρίου. Σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Ἐπιφάνιο ἐπίσκοπο
Κωνσταντίας τῆς Κύπρου (367-403), ὁ δίκαιος Λάζαρος ἔζησε ἄλλα τριάντα χρόνια
μετὰ τὴν ἔγερσή του. «Ἐν παραδόσεσιν εὕρομεν ὅτι τριάκοντα ἐτῶν ἦταν τότε ὁ
Λάζαρος ὅτε ἐγήγερται, μετὰ δὲ τὸ ἀναστῆναι αὐτόν, ἄλλα τριάκοντα ἔζησε, καὶ
οὕτω πρὸς Κύριον ἐξεδήμησε κοιμηθείς».
Οἱ παραδόσεις τὸν θέλουν σκυθρωπὸ καὶ ἀγέλαστο κατὰ τὴν παροῦσα ζωή, καὶ
αὐτὸ ὀφειλόταν στὰ ὅσα εἶχε δεῖ κατὰ τὴν τετραήμερη παραμονή του στὸν Ἄδη. Οἱ
ἴδιες παραδόσεις ἀναφέρουν ὅτι δὲ γέλασε ποτὲ στὴ ζωή του παρὰ μία φορά, ὅταν
εἶδε κάποιον νὰ κλέβει ἕνα πήλινο ἀγγεῖο καὶ σχολίασε ἀποφθεγματικά: «τὸ ἕνα
χῶμα κλέβει τὸ ἄλλο».
Ἄλλη παράδοση συνδέει τὸν Ἅγιο μὲ τὴν Ἀλυκὴ τῆς Λάρνακος (σημερινὴ ὀνομασία
τοῦ Κιτίου). Στὴ θέση τῆς Ἀλυκῆς ὑπῆρχε τὸν καιρὸ τοῦ Ἁγίου ἕνα μεγάλο ἀμπέλι.
Διερχόμενος μιὰ μέρα ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Ἅγιος, δίψασε καὶ ζήτησε λίγο σταφύλι ἀπὸ τὴ
γυναῖκα-ἰδιοκτήτη τοῦ ἀμπελιοῦ. Ἐκείνη ἀρνήθηκε καὶ γιὰ νὰ τὴν τιμωρήσει,
μετέτρεψε θαυματουργικὰ τὸ τεράστιο ἀμπέλι σὲ ἀλυκή. Ἡ παράδοση αὐτὴ
ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τοὺς ἐργᾶτες ποὺ συλλέγουν τὸ αλάτι. Ἰσχυρίζονται ὅτι
σκάβοντας βρίσκουν ρίζες καὶ κορμοὺς ἀμπελιοῦ. Λέγεται μάλιστα, πὼς στὸ μέσο τῆς
ἀλυκῆς βρίσκεται πηγάδι μὲ γλυκὸ νερό, γνωστὸ ὡς "πηγάδι τῆς «ρκάς» δηλ.
τῆς γριάς. Ὁ Συναξαριστὴς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, σχετικὰ μὲ αὐτὴ τὴν παράδοση,
ἀναφέρει ὅτι τὴ λίμνη διεκδικοῦσαν δύο ἀδέλφια, οἱ ὁποῖοι ἦρθαν σὲ ἔντονη ρήξη
γιά τὴν κατοχή της. Ο Ἅγιος "διὰ προσευχῆς ἐξήρανε καὶ εἰς ἄλατος φύσιν
αὐτὴν ἐπήξατο".
Στὰ "Πάτρια" τοῦ Ἁγίου Ὄρους γίνεται ἄμεση σύνδεση τῆς Κύπρου καὶ
τοῦ Ἁγίου Λαζάρου μὲ τὴ Θεοτόκο καὶ τὸν Ἄθωνα. Ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου,
συνοδευομένη ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, ἦλθε στὸ Κίτιο, συνάντησε τὸν Ἅγιο
Λάζαρο, στὸν ὁποῖο μάλιστα δώρησε ὡμοφόριο καὶ ἐπιμάνικα, ἐνῶ στὴ συνέχεια
ἐπισκέφθηκε τὸν Ἄθω.
Σύμφωνα πάντα μὲ τὸν Συναξαριστὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ἅγιος ἐτάφη σὲ
μαρμάρινη λάρνακα ἡ ὁποία ἔφερε τὴν ἐπιγραφή: "Λάζαρος ὁ τετραήμερος καὶ
φίλος τοῦ Χριστοῦ". Ἡ λάρνακα τοποθετήθηκε ἀργότερα σὲ ἕναν μικρὸ ναό.
Πέραν ἀπὸ τὴν πληροφορία τοῦ Ἁγίου Επιφανίου, σχετικὰ μὲ τὰ τριάντα χρόνια
τῆς δεύτερης ζωῆς τοῦ Ἁγίου, ἡ παλαιότερη, κατὰ τοὺς ἐρευνητές, μαρτυρία γιὰ
τὴν παράδοση τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Λαζάρου στὴν Κύπρο ἀποδίδεται στὸν Ἅγιο
Ἰωάννη Εὐβοίας, πρεσβύτερο καὶ μοναχὸ τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας (περὶ τὸ
744). Ὁ Ἅγιος σὲ ὁμιλία του "Εἰς τὸν τετραήμερον Λάζαρον" ἀναφέρει:
«Ἐμοὶ γὰρ εἴρηκεν γέρων τις περὶ τοῦ μακαρίου Λαζάρου πληροφορηθεὶς ἀπὸ γραφῆς
τῶν αὐτοῦ ὑπομνημάτων, ὅτι ἐν Κύπρῳ τῇ νήσῳ ἐπίσκοπος γενάμενος καὶ τόν τοῦ
μαρτυρίου στέφανον ὑπὲρ Χριστοῦ ἀνεδήσατο τὸν δρόμον τελέσας καὶ τὴν πίστην
τηρήσας καὶ σὺν τῷ Χριστῷ αἰωνίως ἀγάλλεται».
Ὅπως γίνεται φανερό, γύρω στὰ 744 στὸν χώρο τῆς Ἀντιοχείας εἶναι γνωστὴ καὶ
διαδεδομένη ἡ παράδοση για τὸν Ἅγιο Λάζαρο. Ἡ πληροφορία γιὰ μαρτυρικὸ θάνατο
τοῦ Ἁγίου εἶναι μοναδικὴ καὶ δεν συναντᾶται σὲ ἄλλους Ἐκκλησιαστικοὺς
συγγραφεῖς.
Ἡ τριακονταετὴς παραμονὴ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τοῦ Κιτίου
εἶναι γνωστὴ καὶ στὸν Ἅγιο Θεόδωρο τὸ Στουδίτη (759-826), ὁ ὁποῖος ἀναφέρει εἰς
τὰς Κατηχήσεις του: «Λαζάρου τοῦ μακαριωτάτου ἐορτάζωμεν τὰ μνημόσυνα, μᾶλλον
δὲ τὰ ἐγέρσια, Λαζάρου ἐκείνου τὰ τριάκοντα ἔτη ζήσαντος, ὡς ὁ λόγος, καὶ
ἐπισκοπήσαντος μετὰ τὴν ἀνάζησιν».
Ἡ ἀνακομιδὴ καὶ μετάθεση τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Λαζάρου ἀπὸ τὸ Κίτιο
στὴν Κωνσταντινούπολη, ἡ ὁποία τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὴ 17ην Ὀκτωβρίου,
ἔγινε κατὰ τὸ ἔτος 899 μετὰ ἀπὸ ἐντολὴ τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος Στ΄ τοῦ Σοφοῦ.
Ἡ μετάθεση τοῦ λειψάνου περιγράφεται λεπτομερῶς σὲ δύο πανηγυρικοὺς λόγους
ποὺ ἐκφώνησε μπροστὰ στὸ ἱερὸ λείψανο παρουσία τοῦ αὐτοκράτορος ὁ μαθητὴς τοῦ
Μεγάλου Φωτίου, μητροπολίτης Καισαρείας Ἀρέθας (850-μετά τὸ 932). Στὸν πρῶτο
λόγο, ὁ λόγιος κληρικὸς ἐκθειάζει τὸ γεγονὸς τῆς ἀφίξεως τοῦ λειψάνου στὴν
Κωνσταντινούπολη, ἐνῶ στὸ δεύτερο περιγράφει διεξοδικὰ τὴν πομπὴ ποὺ
σχηματίσθηκε, μὲ τὴ συμμετοχὴ τοῦ αὐτοκράτορα, για τὴ μεταφορὰ τοῦ λειψάνου ἀπὸ
τὴ Χρυσούπολη στὴν Ἁγία Σοφία. Ὁ Λέων Στ΄, ὡς ἀντάλλαγμα τῆς μεταφορᾶς τοῦ
λειψάνου στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀπέστειλε χρήματα καὶ τεχνῖτες στὴν Κύπρο, ὅπου
ἔκτισαν τὸ μεγαλοπρεπὴ ναὸ τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος διατηρεῖται ὡς σήμερα στὴ
Λάρνακα. Ἐκτὸς τούτου οἰκοδόμησε Μονὴ στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπ' ὀνόματι τοῦ
δικαίου Λαζάρου, ὅπου ἐναπόθεσε τὸ ἱερὸ λείψανο. Στὴν ἴδια Μονὴ μεταφέρθηκε
ἀργότερα ἀπὸ τὴν Ἔφεσο καὶ τὸ λείψανο τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς. Κατὰ τὴ
βυζαντινὴ ἐποχὴ διατηρήθηκε τὸ ἔθος νὰ ἐκκλησιάζεται στὴ μονὴ κατὰ τὸ Σάββατο
τοῦ Λαζάρου, ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας.
Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου πρέπει νὰ μεταφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη μαζὶ
μὲ τὴν παλαιὰ λάρνακα. Τοῦτο συμπεραίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ μαρμάρινη λάρνακα, ποὺ
ἐναπόκειται σήμερα κάτω ἀπὸ τὴν ἀγία Τράπεζα τοῦ ὁμωνύμου ναοῦ στὴ Λάρνακα,
φέρει ἐπιγραφή, σὲ μεγαλογράμματη γραφή, «ΦΙΛΙΟΥ» (ὀνομαστική: Φίλιος), ἐνῶ ἡ
παλαιὰ "Λάζαρος ὁ τετραήμερος καὶ φίλος τοῦ Χριστοῦ". Στὴ σημερινὴ
λάρνακα ἀνευρέθηκε στὶς 23 Νοεμβρίου 1972 τμῆμα τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ δικαίου
Λαζάρου μέσα σὲ ξύλινη θήκη.
Ο 2ος Τάφος του Αγίου Λαζάρου, στην σημερινή Λάρνακα
Το γεγονός αὐτὸ ὑποδεικνύει ὅτι οἱ Κιτιεὶς δὲν πρέπει να εἶχαν παραδώσει
ὁλόκληρο τὸ λείψανο στὸν αὐτοκράτορα ἀλλὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος του. Εξάλλου καὶ
ὁ Ἀρέθας στοὺς λόγους του δὲν ἀναφέρεται σὲ ἄφθαρτο σκήνωμα ἀλλὰ σὲ «ὀστᾶ» καὶ
«κόνιν». Ἐκτὸς αὐτοῦ ρωσικὴ πηγὴ στὴ βιβλιοθήκη τῆς Ὀξφόρδης ἀναφέρει ὅτι ἕνας
Ρῶσος μοναχός ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τοῦ Πσκώβ, ποὺ ἐπισκέφθηκε κατὰ τὸ 16ο αιώνα τὴν
πόλη τῆς Λάρνακας, προσκύνησε τὰ ὀστᾶ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου καὶ πῆρε μαζί του μικρὸ
τεμάχιο ἀπὸ αὐτά. Τὸ τεμάχιο διαφυλάσσεται ὡς σήμερα στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου
Λαζάρου, στὴ μονὴ Πσκώβ. Ἡ δυνατότητα τὴν ὁποία εἶχε ὁ Ρῶσος μοναχὸς νὰ
προσκυνήσει τὸν Ἅγιο ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ λάρνακα μὲ τὰ ἐναπομείναντα
λείψανα ἦταν θεατὴ στοὺς προσκυνητὲς τουλάχιστον ὡς τὸ 16ο αἰῶνα. Ἀργότερα σὲ
χρόνο ποὺ δὲν προσδιορίζεται, οἱ Κιτιεὶς τὴν ἔκρυψαν κάτω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα
ὅπου παρέμεινε μέχρι τὴν ἀνεύρεσή της κατὰ τὸ ἔτος 1972.
Ἀρχιμανδρίτης Λάζαρος Βατοπεδινός
Πηγή: Εξομολογεῖσθε
τῶ Κυρίῳ