Σήμερα χριστιανοί μου θὰ κάνουμε ἕνα διαφορετικὸ κήρυγμα
ἀπὸ ὅσα μέχρι τώρα συνηθίζουμε νὰ λέμε. Θὰ ποῦμε τρεῖς μικρὲς ἱστορίες, ἀπὸ τὶς
ὁποῖες θὰ βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα γιὰ τὶς μεγάλες γιορτὲς ποὺ ἔρχονται
μεθαύριο. Βέβαια τὶς δύο τὶς εἶπα καὶ σὲ μία βραδινὴ Λειτουργία, θὰ τὶς ἐπαναλάβουμε
μὲ τὶς σωστές της λεπτομέρειες.
Μιὰ κυρία μου διηγεῖτο, ὅταν ἦτο ἑπτὰ χρονῶν περίπου,
συνέβη κάτι τὸ συνταρακτικὸ τὴν παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων.
Σὲ μιὰ ἐπαρχιακὴ πόλη τῆς Μακεδονίας, στὴ μαύρη καὶ
φοβερὴ Κατοχὴ τοῦ ’41 μὲ ’42, ὅπου οἱ ἐκτελέσεις καὶ οἱ σφαγὲς τῶν ἀθώων ἀνθρώπων
ἤσαν ἀνελέητες καὶ ἀθρόες, οἱ φυλακίσεις καὶ οἱ ἐξορίες φοβερές, τὸ ξύλο καὶ τὰ
βασανιστήρια τρομακτικά, καὶ ἡ πείνα ὡς γνωστὸν θέριζε τοὺς πάντες. Σὲ ὅλα αὐτὰ
δυστυχῶς ἔχω καὶ γῶ προσωπικὴ πείρα διότι πολλὰ εἶδαν τότε τὰ παιδικά μου
μάτια.
Ἡ οἰκογένεια τῆς κυρίας αὐτῆς ὅταν ἦτο παιδούλα, ἦτο πολὺ
εὐσεβὴς καὶ ἀκόμα εὐσεβέστεροι ὁ παπποὺς καὶ ἡ γιαγιά. Ἄνθρωποι τῆς πολλῆς
προσευχῆς καὶ τῆς πολλῆς ἐλεημοσύνης.
Τὸ βράδυ ποὺ ξημέρωνε Χριστούγεννα, ἡ πεντάχρονη ἀδελφή
της ξύπνησε καὶ τῆς ζήτησε νὰ βγοῦν ἔξω στὴν αὐλή, γιὰ νὰ πάει στὴν τουαλέτα.
Δυστυχῶς ἐκείνη τὴν ἐποχὴ οἱ τουαλέτες ἤσαν ἔξω στὶς αὐλές. Ἕξι παιδιὰ
κοιμόντουσαν ὅλα κάτω στὸ πάτωμα, στρωματσάδα, – δὲν ὑπῆρχαν κρεβάτια καὶ
πούπουλα καὶ παπλώματα σὰν τὰ σημερινά.
Ξαφνιάστηκαν ὅμως γιατί εἶδαν, ἔντονο φῶς νὰ βγαίνει ἀπὸ
τὶς χαραμάδες καὶ ἀπὸ τὰ πολλὰ ἀνοίγματα τῆς σαραβαλιασμένης πόρτας. Πλησίασαν
πιὸ κοντὰ καὶ εἶδαν ἔντρομοι τὴ γιαγιὰ τοὺς τυλιγμένη στὶς φλόγες. Ἄρχισαν νὰ
τσιρίζουν δυνατά, καὶ ἡ μεγάλη νὰ φωνάζει:
- Φωτιά, φωτιά, ἡ γιαγιὰ καίγεται!
Ξύπνησαν βέβαια ὅπως ἦταν ἑπόμενο ὅλοι, καὶ πρῶτοι ἔτρεξαν
οἱ γονεῖς, οἱ ὁποῖοι ἄνοιξαν τὴν πόρτα, κοίταξαν μέσα, καὶ ὕστερα τὴν ἔκλεισαν ἁπαλὰ
καὶ σιγὰ σιγά. Γύρισαν στὰ παιδιὰ καὶ τοὺς εἶπαν:
- Μὴ φοβάστε, δὲν εἶναι φωτιά.
Καὶ μὲ σιγανὴ φωνὴ εἶπε ὁ πατέρας στὰ παιδιά του:
- Αὐτὸ ποὺ εἴδατε παιδιά μου, δὲν εἶναι φωτιές. Εἶναι οἱ
φλόγες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ μοιάζουν μὲ φωτιές. Γιὰ κοιτάξτε τώρα… Σιγὰ σιγὰ
σβήνουν. Ἔτσι γίνεται πάντοτε. Ὅταν ἡ γιαγιὰ καὶ ὁ παπποὺς προσεύχονται καὶ
μάλιστα τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς ὅλη τὴ νύχτα. Διότι ἂν δὲν ἠπροσηύχονταν τόσο
πολύ, ὁ παπποὺς καὶ ἡ γιαγιά, ὅπως καὶ ποιὸς ξέρει, πόσοι ἄλλοι ἄγνωστοι
χριστιανοί, δὲν θὰ μᾶς εἶχαν πετσοκόψει ὅλους τα Βουλγαρικὰ τότε στρατεύματα
κατοχῆς. Ἀπὸ τέτοιες προσευχὲς καὶ ἀγρυπνίες δὲν θὰ ἀφήσει νὰ χαθεῖ ποτὲ ἡ Ἑλλάδα
ἡ πατρίδα μας, οὔτε καὶ ἡ Ὀρθοδοξία.
«Αὐτὰ ἤσαν τὰ λόγια τοῦ πατέρα μας, τὴν ἀξέχαστη ἐκείνη
νύχτα τῶν Χριστουγέννων», μοῦ εἶπε ἡ κυρία καὶ συνέχισε λέγοντας:
«Πολλὲς φορὲς ἀπὸ τότε, εἶδα τὸν παπποὺ καὶ τὴ γιαγιὰ νὰ
προσεύχονται ὅλη τὴν νύχτα. Καὶ ὅσες φορὲς ἐπέτρεψε ὁ Θεός, στὴν παιδική μου
τότε ἀθωότητα, ἔβλεπα νὰ καίγονται σὰν λαμπάδες ἀπὸ τὶς φλόγες τῆς Πεντηκοστῆς.
Ἔτσι μᾶς ἔμαθαν νὰ γιορτάζουμε τὰ Χριστούγεννα οἱ γονεῖς μας. Μὲ προσευχὴ καὶ μὲ
Δοξολογία. Μὲ ἐκκλησιασμὸ καὶ Θεία Κοινωνία».
Καὶ ἡ κυρία ἀναλύθηκε σὲ λυγμούς.
Καὶ τώρα νὰ σᾶς ρωτήσω χριστιανοί μου.
Ποιὸς ἄραγε ἀπὸ μᾶς τοὺς σημερινοὺς χριστιανούς,
περιμένει τὰ Χριστούγεννα καὶ τὴν Πρωτοχρονιὰ τὸ βράδυ μὲ προσευχή;
Πόσοι καὶ πόσοι ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς παπποῦδες καὶ
γιαγιάδες, σηκώνονται γιὰ νὰ προσευχηθοῦν κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς νύχτας; Νὰ ἀνάψουν
τὸ καντήλι καὶ νὰ θυμιατίσουν;
Πόσοι γονεῖς καὶ πόσοι πατέρες καὶ μητέρες ἀγρυπνοῦν τὴν
νύχτα γιὰ νὰ κάνουν μετάνοιες, σταυρωτὰ κομποσχοίνια, νὰ κλάψουν, νὰ συντριβοῦν
καὶ νὰ προσευχηθοῦν πολύ;
Ἀλήθεια, πόσοι ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς Νεοέλληνες Ὀρθοδόξους
Χριστιανοὺς ποὺ ἔχουν ἄλλοι παιδιά, καὶ ἄλλοι παιδιὰ καὶ ἐγγόνια, πονᾶνε, κλαῖνε
καὶ ἀγρυπνοῦν, ἔστω γιὰ μιὰ ὥρα, γιὰ τὸ ἠθικὸ κατρακύλισμα τῶν παιδιῶν μας, γιὰ
τὴν διαφθορὰ καὶ τὶς ἐκτρώσεις, γιὰ τὴν ἀναρχία καὶ τὰ ναρκωτικά, γιὰ τὰ εὔκολα
διαζύγια, καὶ τὰ νόθα παιδιά, γιὰ τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σκάνδαλα, ποῦ κλονίζουν
κάθε τόσο χιλιάδες ἀδύνατες ψυχοῦλες;
Πόσοι ἀλήθεια χριστιανοὶ ἀγρυπνοῦν σήμερα;
Ὄχι ἀδελφοί μου. Δυστυχῶς σήμερα οἱ Νεοέλληνες Ὀρθόδοξοι
Χριστιανοὶ δὲν προσεύχονται. Καὶ ὅμως περνοῦν ἀτέλειωτες ὧρες μπροστὰ στὴν
τηλεόραση. Ἄντρες, γυναῖκες καὶ παιδιά, παπποῦδες καὶ γιαγιάδες, ὅλοι χαζεύουν
καὶ ἀποβλακώνονται καὶ διαστρέφονται μπροστὰ σ’ αὐτὸ τὸ διαβολοκούτι. Ἔτσι ὄχι
μόνον δὲν προσεύχονται καὶ δὲν ἀγρυπνοῦν οἱ Νεοέλληνες σήμερα Ὀρθόδοξοι
χριστιανοί, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἐγκρατεύονται. Δὲν νηστεύουν! Καὶ ἂν δὲν μποροῦν λόγω
ὑγείας, δὲν νηστεύουν τουλάχιστον στὶς αἰσθήσεις τους. Δὲ νηστεύουν μὲ τὴ
γλώσσα τους. Δὲ θυμιατίζουν τὸ σπίτι πρωὶ καὶ βράδυ, δὲν μελετᾶνε Ἁγία Γραφή, δὲν
κάνουν προσευχὴ στὸ τραπέζι, δὲν ἐκκλησιάζονται κάθε Κυριακὴ τουλάχιστον ἕνας ἀπὸ
κάθε οἰκογένεια. Δὲν ἐξομολογοῦνται. Δὲ συμμετέχουν στὴν Θεία Κοινωνία. Δὲν
σέβονται τὶς παραδόσεις. Δὲν τηροῦν τὶς Εὐαγγελικὲς ἐντολὲς καὶ δὲν πολεμοῦν τὰ
πάθη καὶ τόσα ἄλλα.
Καὶ ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν σηκώνουμε τὰ χέρια μᾶς κάθε βράδυ
στὸ Χριστὸ μὲ καθαρὴ καρδιά, γι’ αὐτὸ καὶ βλέπουμε τόσα ἐρείπια καὶ τόσα ἠθικὰ
ναυάγια νὰ συσσωρεύονται γύρω μας.
Πᾶμε δυστυχῶς κάθε μέρα ἀπ’ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο…
Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς λυπηθεῖ.
Ἡ δεύτερη ἱστορία ἀπὸ τὴν ἴδια κυρία.
Ἡ γιαγιὰ καὶ ὁ παπποὺς ὅπως καὶ οἱ γονεῖς τῶν ἤσαν πολὺ ἐλεήμονες.
Ἐλεοῦσαν τοὺς πάντες, ὅσους ζητοῦσαν βοήθεια, στὰ μαῦρα ἐκεῖνα χρόνια της Κατοχῆς.
Ἤσαν φτωχοί. Ἀλλὰ ἐλεοῦσαν ὅμως, ὅπως καὶ ὅσο μποροῦσαν.
Κάποτε πέρασαν ἀπὸ τὴν γειτονιὰ τοὺς δυὸ τρεῖς
ρακένδυτοι ζητιάνοι. Φαινόντουσαν ὅμως πολὺ καθαρὰ ὅτι ἤσαν καὶ ἄρρωστοι. Τὰ
χέρια, τὰ πόδια καὶ τὸ πρόσωπό τους, ἦταν γεμάτο πληγὲς καὶ πύον. Ἤσαν μᾶλλον
λεπροί. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅλοι τους ἔκλειναν τὶς πόρτες. Ὅπως καὶ στὴ γειτονιά τους.
Ἐκείνη τὴν ὥρα ἔφτανε ὁ παπποὺς ποὺ ἦταν κάπου ἔξω, καὶ
εἶδε καὶ εἶχε ἀκούσει τί εἶχε γίνει. Τοὺς φώναξε, τοὺς ἔβαλε στὴν αὐλὴ γιατί ἦταν
καλοκαίρι, καὶ μὲ τὴ βοήθεια τῆς γυναίκας του, τῆς γιαγιᾶς, ἐπλεναν τὶς πληγὲς
καὶ τὸ πύον, κατόπιν τοὺς τάισαν, μὲ ψωμὶ καὶ ἐλιὲς καὶ τοὺς ἔδωσαν καὶ τὸ λίγο
τυράκι ποὺ εἶχε ἀπομείνει. Φεύγοντας τοὺς ἔδωσαν καὶ ἕνα μπουκάλι λάδι, τὸ
τελευταῖο ποὺ ὑπῆρχε ἀπομείνει στὸ φτωχὸ ράφι τῆς κουζίνας.
Τὰ παιδιὰ τοῦ βέβαια μουρμούριζαν ὅλα. Τὰ παντρεμένα
παιδιὰ ἐννοῶ.
- Καὶ τώρα τί θὰ γίνει; Πῶς θὰ ταΐσουμε τὰ μωρά μας; Τί
θὰ δώσουμε στὰ παιδιά μας;
Καὶ ἡ ἀπάντησις τοῦ παπποῦ.
- Ἔχει ὁ Θεός!… Ἔχει ὁ Θεός.
«Ἔχει ὁ Θεός». Τὸ πίστευε αὐτό. Ἐμεῖς τὸ λέμε ἀλλὰ δὲν τὸ
πιστεύουμε.
Καὶ ξεπροβόδησε τοὺς τρεῖς αὐτοὺς λεπρούς.
Οἱ γείτονες βγῆκαν στὶς πόρτες, καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν
κακίζουν καὶ νὰ τὸν κατηγοροῦν. Ὄχι μόνον γιὰ τὴν ἀδιακρισία του, ὅπως ἔλεγαν, ἀλλὰ
γιατί μποροῦσε καὶ αὐτὸς νὰ κολλήσει ἀρρώστιες …
- Καὶ μᾶς θὰ μᾶς κολλήσεις, τοῦ ἔλεγαν συνεχῶς. Φτάνει
ποὺ θὰ ἀφήσεις καὶ τὰ παιδιά σου νηστικά.
Μπροστὰ σ’ αὐτὴ τὴ διαγωγή, καὶ τοῦ παπποῦ βέβαια, καὶ τῆς
γιαγιᾶς, ὅλοι εἶχαν μείνει, ὅλοι, μὲ ἀνοιχτό το στόμα. Ὁ παπποὺς δὲν εἶπε
τίποτα. Ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ μπῆκε μέσα στὸ σπίτι.
Καὶ σὲ λίγο βγῆκε τρέχοντας! Τρέχοντας καὶ φωνάζοντας:
- Τρέξτε παιδιά μου, τρέξτε γείτονες! Ὅλα τα ράφια εἶναι
γεμάτα καὶ ἀπὸ ψωμιά!, καὶ ἀπὸ τυρί!, καὶ λάδια! … Ὁ Θεὸς ἔκανε τὸ θαῦμα Του. Ὁ
Θεὸς ἐλεεῖ τοὺς πιστούς του δούλους Του. Ἐλᾶτε νὰ πάρετε ὅλοι σας.
Ναὶ χριστιανοί μου. Ὁ Θεός, ἔκαμε τὸ θαῦμα του, ὅπως τὸ
κάνει καὶ κάθε μέρα σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐλεοῦν μὲ ὅλη τους τὴν καρδιά. «Ἱλαρὸν
γὰρ δότην ἀγαπᾶ ὁ Θεός». Καὶ ἄλλωστε βεβαιώνει καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὅτι
μακάριοι οἱ ἐλεήμονες ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται.
Καὶ τώρα σᾶς ρωτῶ χριστιανοί μου:
Εἴμαστε ἐμεῖς ἐλεήμονες; Δυστυχῶς οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς
Νεοέλληνες Ὀρθόδοξους Χριστιανοὺς δὲν εἶναι. Ἐλεήμονες σὰν τὸν παπποὺ καὶ σὰν τὴ
γιαγιά, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐννοῶ ἐλεήμονες. Δυστυχῶς ἐμεῖς εἴμαστε οἱ
κασιάρηδες. Ἄκαρδοι, ἄσπλαχνοι καὶ τσιγκούνηδες. Καὶ δὲν ἤσαν μόνο τα γερόντια
αὐτά, ἄνθρωποι τῆς προσευχῆς, τῆς ἀγρυπνίας καὶ τῆς ἐλεημοσύνης, ἀλλὰ ἤσαν καὶ
σωστοὶ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, διότι τηροῦσαν τὶς ἀργίες καὶ τὶς νηστεῖες, ἔστω
καὶ στὰ γερατιά τους. Ἐκκλησιάζονταν κάθε Κυριακὴ καὶ τὶς μεγάλες γιορτές. Ἐξομολογοῦντο
καὶ κοινωνοῦσαν τῶν θείων μυστηρίων τακτικά. Ἔκαμαν πνευματικὸ ἀγώνα τὴ νύχτα
καὶ εἶχαν φόβον Θεοῦ καὶ πολλὴ ἀγάπη.
Τρίτη ἱστορία ἀπὸ τὴν ἴδια κυρία.
Ὁ χειμώνας βαρύς. Τὸ χιόνι πολύ, καὶ τὸ κρύο τσουχτερό.
Τὰ περισσότερα σπίτια ἤσαν παγωμένα ἀπὸ τὴν ἔλλειψη φωτιᾶς – καὶ αὐτὸ τὸ ἔζησα
παιδί.
Στὸ σπίτι γιὰ τὸ ὁποῖο μιλᾶμε εἶχε πέσει μεγάλη ἀρρώστια.
Ἀφενὸς μὲν ἀπὸ δυσεντερία, ἀφετέρου δὲ ἀπὸ ἐλονοσία. Μικροὶ καὶ μεγάλοι
στρωματσάδα, οἱ μόνοι ὄρθιοι ποὺ εἶχαν μείνει ἦταν ὁ παπποὺς καὶ ἡ γιαγιά.
Ἕνα πρωὶ λέγει ὁ παππούς:
- Θὰ πάω νὰ φέρω ξύλα ἀπὸ τὸ ἀπέναντι δάσος.
- Ποῦ θὰ πᾶς εὐλογημένε, τοῦ λέει ἡ γιαγιά, γέρος ἄνθρωπος;
Τὸ δάσος ἀπέχει δύο ὧρες, ἐσὺ θὰ κάνεις τρεῖς. Καὶ πόσα ξύλα μπορεῖς νὰ φέρεις ἐσύ,
γέρος ἄνθρωπος; Ὕστερα θὰ σὲ πιάσουν καὶ οἱ Βούλγαροι.. Ποῦ πᾶς;
- Ὄχι, θὰ πάω.
Ἔκανε τὴν προσευχή του, ἀφοῦ τὴν εἶχε κάνει καὶ ὅλη τὴ
νύχτα. Ἔκανε τὸ σταυρό του, καὶ ξεκίνησε.
Πέρασε τὸ μεσημέρι, κόντευε ἔτσι ἀπόγευμα, τρεῖς –
τέσσερεις, καὶ δὲν εἶχε φανεῖ. Ἔβγαινε ἡ γιαγιὰ κάθε τόσο καὶ κοίταζε στὸ βάθος
τοῦ χωραφόδρομου.
Σὲ λίγο περνάει ἕνας γείτονας φορτωμένος στὴν πλάτη μὲ
λίγα ξύλα.
- Ἔρχεται, τῆς λέγει, ὁ μπάρμπα Μῆτσος. Τὸν βοήθησε πολὺ
καὶ ἕνας ξένος.
Τελικὰ βλέπει ἡ γιαγιὰ τὸν παπποὺ μαζὶ μὲ τὸν ξένο, νὰ
σέρνουν μὲ σχοινιὰ δυὸ μεγάλα δένδρα.
Πῶς τὰ εἶχαν κόψει; Μᾶλλον ὁ ξένος θὰ τάκοψε.
Πλησίασαν, τὰ ἔβαλαν ἐκεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλή, τοὺς
καλωσόρισε ἡ γιαγιὰ καὶ τοὺς κάλεσε μέσα. Ἐκείνη θὰ ἔκοβε μερικὰ κλαδιὰ καὶ θὰ ἄναβε
τὴν σόμπα, γιὰ νὰ ζεσταθοῦν, καὶ οἱ ἄρρωστοι, καὶ ὁ ξένος, καὶ ὁ κατάκοπος
παππούς.
Μπῆκε μέσα ὁ παππούς, ἔκατσε σὲ ἕνα σκαμνὶ καὶ λέγει:
- Ἄντε βρὲ γυναίκα κᾶνε λίγο τσάι ζεστὸ καὶ φέρε λίγο
ψωμί.
-Περίμενε, τοῦ λέει, ὥσπου νάρθει ὁ ξένος.
- Ποιὸς ξένος;
- Νά, αὐτὸς ποὺ ἔσερνε μαζί σου τὰ δένδρα.
- Κανένας ξένος δὲν ἦταν μαζί μου. Μόνος μου ἔσερνα τὰ
δένδρα.
- Πῶς δὲν ἦταν, τοῦ λέει. Ἀφοῦ σὲ εἶδε ὁ γείτονας. Καὶ
μάλιστα νὰ κόβει τὰ δένδρα. Νὰ τὰ φορτώνεται μαζί σου, νὰ τὰ σέρνετε μαζί. Μὰ σὲ
εἶδα καὶ γῶ. Καὶ τὸν καλωσόρισα καὶ ἔξω ἀπ’ τὴν αὐλή.
- Τί λὲς βρὲ γυναίκα. Μόνος μου ἤμουνα.
Καὶ στάθηκε γιὰ λίγο.
Ξαφνικὰ φωτίστηκε τὸ πρόσωπό του καὶ φωνάζει:
- Ἄγγελος θὰ ἦταν γυναίκα! Ἄγγελος θὰ ἦταν! Γι’ αὐτὸ
λοιπὸν τόσο γρήγορα τὰ τελείωσα καὶ τάσερνα λὲς καὶ ἦταν πούπουλα. Ἄγγελος θὰ ἦταν!
Δόξα Σοὶ ὁ Θεός! Δόξα Σοὶ ὁ Θεός! Δόξα Σοὶ ὁ Θεός! Ἔλα τώρα γυναίκα νὰ κάνουμε
καὶ ἑκατὸ μετάνοιες γιὰ νὰ εὐχαριστήσουμε τὸν Θεόν.
Καὶ ἑκατὸ μετάνοιες, γιὰ νὰ ποῦν εὐχαριστῶ στὸ Θεό.
Μάλιστα.
Αὐτὲς εἶναι οἱ ζωντανὲς ἱστορίες τῶν ἀληθινῶν Ὀρθοδόξων
Χριστιανῶν.
Αὐτὴ ἦταν ἡ Τρίτη ἱστορία.
Ἱστορίες γεμάτο πίστη! Καὶ ἀγάπη, καὶ προσφορὰ καὶ θυσία
ἀλλὰ καὶ σκέπη ἁγία του Ἁγίου μας Θεοῦ.
Χριστιανοί μου, ὁ Θεὸς τὰ πιστά Του παιδιὰ δὲν τὰ ἐγκαταλείπει.
Τὰ βοηθάει ποικιλοτρόπως. Τὰ βοηθάει κάθε μέρα μὲ θαύματα ἀνεξήγητα. Ἄλλη φορᾶ
φανερὰ καὶ ἄλλη φορᾶ κρυφά. Διότι Αὐτὸς εἶναι ἡ σκέπη μας, ἡ βοήθειά μας, τὸ
καταφύγιό μας. Αὐτὸς εἶναι τὸ φῶς, εἶναι ἡ χαρά, εἶναι ἡ ζωή, εἶναι ἡ Ἀνάστασις.
Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἄρτος τῆς Ζωῆς ὁ ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ καταβάς. Αὐτὸς εἶναι τὸ Ὕδωρ τὸ
ζόν, ποὺ ξεδιψάει τὴ διψασμένη ψυχή μας. Αὐτὸς εἶναι ὁ Πλάστης καὶ Δημιουργός
μας. Αὐτὸς εἶναι ὁ Λυτρωτὴς καὶ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός, ὁ Σωτήρας τοῦ
καθενὸς ἀπὸ μᾶς χωριστά, ὁ ὁποῖος ἐγεννήθη ἐν Βηθλεὲμ τὴ πόλη γιὰ τὴν ἠμῶν
σωτηρία. Τέλειος ἄνθρωπος καὶ τέλειος Θεός, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτὸς
εἶναι λοιπὸν ποὺ μᾶς τρέφει μὲ τὸ Σῶμα Του καὶ τὸ Αἷμα Του. Αὐτὸς ποὺ συγχωρεῖ
τὶς ἁμαρτίες μας. Κάθε φορᾶ ποὺ ἁμαρτάνουμε ἀλλὰ καὶ μετανοοῦμε, ποὺ μᾶς ἐλεεῖ,
ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ μέχρι Σταυροῦ.
Καὶ ποῦ θὰ Τὸν βροῦμε αὐτὸν τὸν Χριστόν; Ποῦ θὰ Τὸν βροῦμε;
Μὰ στὴν Ἐκκλησία! Στὴν Ὀρθόδοξη πίστη, στὸν ἐκκλησιασμὸ καὶ στὴν Θεία Κοινωνία,
στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν Ἱερὰ Παράδοση. Στὴν Ἱερὰ Ἐξομολόγηση καὶ στὰ ὑπόλοιπά
των Ἁγίων Μυστηρίων. Στὴν προσευχή, στὶς Εὐαγγελικὲς ἐντολές, στὴν ἐλεημοσύνη,
στὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθρούς, στὴν ἥσυχη συνείδηση, στὴν ἤρεμη καρδιά… Ναί, τὸν
Χριστὸ θὰ Τὸν βροῦμε μέσα στὶς καρδιές μας, διότι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἠμῶν
ἐστι.
Χριστιανοί μου, πλησιάζουν Χριστούγεννα. Νὰ ψάξουμε ὅλοι
μας νὰ βροῦμε τὸν Χριστόν, γιατί χωρὶς Χριστόν, Χριστούγεννα καὶ Πάσχα καὶ κάθε
ἄλλη γιορτὴ ΔΕΝ μποροῦμε νὰ γιορτάσουμε. Ὄχι λοιπὸν στὰ μοντέρνα Χριστούγεννα
χωρὶς Χριστόν!
Ἀλλὰ ναί, στὰ Ὀρθόδοξα Χριστούγεννα, μὲ καθαρὲς καρδιές,
μὲ δάκρυα χαρᾶς καὶ μετανοίας, μὲ ἐκκλησιασμὸ καὶ Θεία Κοινωνία, μὲ προσευχὴ στὰ
χείλη, μὲ Δοξολογία στὴν καρδιά,
-
Ἀμήν!
Κυριακὴ πρὸ Χριστουγέννων 1996
Πηγή: Διακόνημα