Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Τὰ Φῶτα στ' Ἀϊβαλὶ


Φώτης Κόντογλου

Στὰ θαλασσινά τα μέρη ρίχνουνε τὸν Σταυρό, ὓστερ' ἀπὸ τὴ Λειτουργία τῶν Θεοφανίων. Ἔτσι τὸν ρίχνανε καὶ στὴν πατρίδα μου, κ' ἤτανε ἕνα θέαμα ἔμορφο καὶ παράξενο.

Ξεκινοῦσε ἡ συνοδεία ἀπὸ τὴ μητρόπολη. Μπροστὰ πηγαίνανε τὰ ξαφτέρουγα καὶ τὰ μπαϊράκια, κ' ὕστερα πηγαίνανε οἱ παπάδες μὲ τὸν δεσπότη, ντυμένοι μὲ τὰ χρυσά τα ἄμφια, παπάδες πολλοὶ κι ἀρχιμαντρίτες, γιατί ἡ πολιτεία εἶχε δώδεκα ἐκκλησίες, καὶ κατὰ τὶς ἐπίσημες μέρες στὶς μικρὲς ἐνορίες τελειώνανε γλήγορα τὴ Λειτουρ­γία καὶ πηγαίνανε οἱ παπάδες στὴ μητρόπολη, γιὰ νὰ γίνεται ἡ γιορ­τὴ πιὸ ἐπίσημη. Οἱ ψαλτάδες ἤτανε καὶ κεῖνοι κάμποσοι κ' οἱ πιὸ καλλίφωνοι, καὶ ψέλνανε μὲ μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδὴ ἐλ­ληνικά, κι ὄχι σὰν σήμερα ποῦ τρελλαθήκαμε καὶ κάναμε τὴν ψαλ­μωδία μας σὰν ἀνάλατα καὶ ξενικὰ θεατρικὰ τραγούδια. Ἀπὸ πίσω ἀκολουθοῦσε λαὸς πολύς.

Σὰν φτάνανε στ' Ἀγγελὴ τὸν Γιαλό, ὅπως λέγανε κείνη τὴν ἀκρογιαλιά, ὁ δεσπότης μὲ τοὺς παπάδες ἀνεβαίνανε σὲ μιὰ μεγάλη σανιδωτὴ σάγια ἐμορφοσκαρωμένη, γιὰ νὰ κάνουνε τὸν Ἁγιασμό. Ὁ κόσμος ἐπίανε τὴν ἀκρογιαλιὰ κι ἀνέβαινε ὁ καθένας ὅπου εὕρισκε, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ βλέπει. Τὰ σπίτια ποῦ ἤτανε ἕνα γύρο γεμίζανε κόσμο. Οἱ γυναῖκες θυμιάζανε ἀπὸ τὰ παραθύρια. Ἀπὸ τὸ μέρος τῆς θάλασσας ἤτανε μαζεμένα ἴσαμε ἑκατὸ καΐκια καὶ βάρκες ἀμέτρητες, μὲ τὶς πλῶρες γυρισμένες κατὰ τὸ μέρος ποὺ στεκότανε ὁ δεσπότης. Ἔτσι ποὺ ἤτανε παραταγμένα τὰ καΐ­κια, μοιάζανε σὰν ἁρμάδα ποὺ θὰ κάνει πόλεμο. Πιὸ ἀνοιχτά, κατὰ τὸ πέλαγο, ἔβλεπες φουνταρισμένα τὰ μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο καὶ κεῖνα. Ἀλλὰ πάλι εἴχανε περιζωσμένες τὶς βάρκες ποὺ βρισκόντανε γιαλό, κ' ἤτανε κι αὐτὰ γεμάτα κόσμο, πρὸ πάντων θαλασσινοὶ καὶ παιδομάνι.

Σ' αὐτὰ τὰ μέρη κάνει πολὺ κρύο, καὶ τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς οἱ ἀντένες τῶν καραβιῶν ἤτανε χιονισμένες, ἕνα θέαμα πολὺ ἔμορφο. Ἀπάνου στὰ ξάρτια καὶ στὶς σκαλιέρες, στὶς γάμπιες καὶ στὰ μπαστούνια τῶν καραβιῶν ἤτανε σκαλωμένοι πλῆθος θαλασσινοί, μεγάλοι καὶ μικροί. Ἡ θάλασσα ἤτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα. Κρούσταλλα κρεμόντανε ἀπὸ τὰ ξάρτια σὲ πολλὰ καΐκια. Κρύο τάρταρος. Στὴν κάθε βάρκα ἀπὸ κεῖνες ποὺ εἴχανε κοντοζυγώσει στὴ στε­ριὰ καὶ περιμένανε νὰ πέσει ὁ Σταυρὸς στὴ θάλασσα, στεκόντανε ἀπὸ ἕνα - δυὸ νοματέοι ἀπάνω στὴν πλώρη, ἐνῶ ἄλλοι δυὸ ἤτανε στὰ κουπιά. Αὐτοὶ ποὺ στεκόντανε ὀρθοὶ στὴν πλώρη, ἤτανε ὁλόγυμνοι, ἐξὸν ἕνα ἄσπρο βρακὶ ποὺ φορούσανε σὰν πεστιμάλι. Οἱ πιὸ πολλοὶ ἤτανε σὰν θεριά, χεροδύναμοι, πλαταράδες, χοντρολαίμηδες, μαλλιαρόστηθοι, τὰ κορμιὰ τοὺς ἤτανε κόκκινα ἀπὸ τὸ κρύο. Τὰ ποδάρια τοὺς ἤτανε γερὰ καὶ φουσκωμένα σὰν ἀδράχτια, θαλασσάνθρωποι, γεμιτζῆδες, κοντραμπατζῆδες, ψημένοι μὲ τ' ἁλάτι. Οἱ πιὸ πολλοὶ εἴχανε ριχμένες στὶς πλάτες τὶς γοῦνες τους, γιὰ νὰ μὴν παγώσουνε. Ἕνα - δυὸ ὅμως στεκόντανε γυμνοὶ καὶ κάνανε κάπου - κάπου τὸν σταυρό τους. Μὰ τὸ μάτι τοὺς ἤτανε καρφωμένο στὸ μέρος ποὺ θὰ 'ριχνε τὸν Σταυρὸ ὁ δεσπότης.

Ἀνάμεσα στοὺς γυμνοὺς ἤτανε ὁ Κωστὴς ὁ Γιωργάρας, ὁ Στρατης ὁ Μπεκός, ὁ Γιωργὴς ὁ Σόνιος, ὁ Δημητρὸς ὁ Μπούμπας,  Πέτρος ὁ Κλόκας, ὁ Βασίλης ὁ Ἀρναούτης, ὁ παλαβὸ - Παρασκευᾶς κι ἄλλοι. Σὰν νὰ τοὺς βλέπω μπροστά μου. Ὁ Γιωργάρας ἤτανε μίαν ἀνθρωπάρα θηρίο, σὰν Κουταλιανός, μὲ μουστάκια μαῦρα, μ' ἕναν λαιμὸ σὰν βαρέλι. Εἶχε δεμένο στὸ κεφάλι τοῦ ἕνα μαντίλι κ' ἤτα­νε ἴδιος κουρσάρος. Ἀκουμποῦσε ἀπάνω σ' ἕνα κοντάρι, λὲς κ' ἤτανε ὁ Ποσειδώνας ζωντανός. Ὁ Δημητρὸς ὁ Μπούμπας ἤτανε ἕνα ἄλλο θεριόψαρο, χοντρὸς καὶ κοντόφαρδος, μαυριδερὸς σὰν Σαρακηνός, καὶ καθότανε ἀνεκούρκουδος, σκεπασμένος μὲ τὴ γούνα του, μὲ τὸ μάτι τοῦ καρφωμένο στὸν δεσπότη. Ὁ Πατσὸς ὁ Ἀράπης, ὁ λεγόμενος παλαβὸ - Παρασκευᾶς, εἶχε γένεια κατσαρὰ καὶ κόκκινα καὶ τὸ πετσὶ τοῦ ἤτανε ἀπὸ φυσικό του κόκκινο. Στὸ κορμὶ ἤτανε ἀντρειωμένος καὶ σβέλτος σὰν τζαμπάζης καὶ δὲν χαμπάριζε ὁλότελα ἀπὸ κρύο. Στὸ σουλούπι ἤτανε ἴδιος Ροῦσος. Αὐτὸς ἤτανε ἀνεβασμένος ἀπάνω στὰ ξάρτια σὲ μιὰ μπρατσέρα φουνταρισμένη, καὶ στεκότανε δίχως νὰ σαλέψει, σὰν τ' ἄγαλμα. Μυστήριο πὼς δὲν πάγωνε! O Πέτρος ὁ Κλόκας ἤτανε ὁ μονάχος ποὺ δὲ φοροῦσε βρακιά. Αὐτὸς ἤτανε εὐρωπαϊσμένος, φοροῦσε στενὸ πανταλόνι καὶ ναυτικὸ σκουφί. Στὸ κορμὶ ἤτανε λιγνὸς καὶ μάγκας στὸ σχέδιο. Τὰ χέρια τοῦ τὰ 'χε μπλεγμένα μπροστὰ στὸ στῆθος του καὶ σουλατσάριζε ἀπάνω στὴ βάρκα, ὁλοένα μιλοῦσε κ' ἔκανε καὶ κάμποσα θεατρικά.

Σὰν σίμωνε λοιπὸν ἡ συνοδεία στὴ θάλασσα, κι ἀκουγότανε ἀπὸ μακριὰ ἡ ψαλμωδία, γινότανε μεγάλος ἀλαλαγμὸς ἀπάνω στὶς βάρκες. Οἱ βουτηχτάδες πετούσανε τὶς γοῦνες τοὺς κ' οἱ ἄλλοι τραβούσανε τὰ κουπιά, γιὰ νὰ 'ναι οἱ βάρκες τοὺς κοντὰ στὸ μέρος ποῦ θὰ 'πεφτε ὁ Σταυρός. Ἄλλοι φωνάζανε ἀπὸ τὰ ξάρτια, ἄλλοι μαλώνανε, ἄλλοι ἀνεβαίνανε στὶς κουπαστὲς γιὰ νὰ δοῦνε. Τέλος φτάνανε οἱ στρατιῶτες καὶ ταχτοποιούσανε τὸν κόσμο. Μπροστὰ πήγαινε ὁ ἀξιωματικὸς ὁ Τοῦρκος κι ἄνοιγε τὸν δρόμο νὰ περάσει ὁ δεσπότης, κ' ἔλεγε: «Γιὸλ βέριν ἐφεντιά!» - δηλαδή: «Κάνετε δρόμο στὸν ἀφέντη!» Ὁ στρατὸς ἀραδιαζότανε σὲ παράταξη κ' οἱ ψαλτάδες ψέλνανε πολλὲς φορὲς «Ἐν Ἰορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε». Στὸ τέλος τὸ 'ψελνε κι ὁ δεσπότης κ' ἔριχνε τὸν Σταυρὸ στὴ θάλασσα. Ἀλαλαγμὸς σηκωνότανε μέσα στὴ θάλασσα. Οἱ βάρκες καὶ τὰ καΐκια καργάρανε τὰ κουπιὰ καὶ τρακάρανέ το 'να τ' ἄλλο. Οἱ πλώ­ρες χτυπούσαμε ἡ μιὰ τὴν ἄλλη. Κουπιά, κοντάρια, καμάκια, ἀπόχες μπερδευόντανε μεταξύ τους. Οἱ βουτηχτάδες πέφτανε στὸ νερὸ κ' ἡ θάλασσα ἄφριζε σὰν νὰ παλεύανε σκυλόψαρα. Πολλοὶ ἀπ' αὐτοὺς κάνανε ὥρα πολλὴ ν' ἀνεβοῦνε ἀπάνω, παίρνανε μακροβούτι καὶ ψάχνανε στὸν πάτο νὰ βροῦνε τὸν Σταυρό. Γιὰ μιὰ στιγμὴ φανερωνότανε κανένα κεφάλι καὶ βουλίαζε γλήγορα πρὶν νὰ τὸ δεῖς.

Ἄξαφνα βγῆκε ἕνα κεφάλι μὲ κόκκινα γένεια κ' ἕνα χέρι ξενέρισε καὶ βαστοῦσε τὸν Σταυρό. Ἤτανε ὁ παλαβὸ - Παρασκευᾶς. Μὲ δυὸ - τρεῖς χεροβολιὲς κολύμπησε κατὰ τὸ μέρος τοῦ δεσπότη καὶ σκάλωσε στὴν ἀραξιά. Ἔκανε μετάνοια καὶ φίλησε τὸ χέρι τοῦ κ' ἔδωσε τὸν Σταυρό. Ὁ δεσπότης τὸν πῆρε, τὸν ἀσπάστηκε καὶ τὸν ἔβαλε στὸν ἀσημένιο δίσκο κ' ὑστέρα ἔδωσε τὸν δίσκο στὸν Παρασκευά. Οἱ ψαλτάδες πιάσανε πάλι καὶ ψέλνανε κι ὁ κόσμος ἀλάλαζε. Ὕστερα ἡ συνοδεία τράβηξε πάλι γιὰ τὴν ἐκκλησιά. Ὁ Παρασκευᾶς θεόγυμνος, μὲ τὸν δίσκο στὰ χέρια, γύριζε στοὺς μεγάλους καφενέδες καὶ στὶς ταβέρνες κ' ἔρριχνε ὁ κάθε ἕνας ὅ,τι ρεγάλο ἤθελε. Τόσες ὧρες ὁλόγυμνος καὶ βρεμένος, μὲ παγωμένο βρακί, μήτε κρύωνε, μήτε κᾶνε τοὺς ὤμους του δὲν ἀνεσήκωνε. Ὅπως ἤτανε κοκκινογένης ἀστακόχρωμος, ἔλεγε κανένας πὼς ἤτανε ὁ Σκύθης Ἀναχαρσις, ποὺ γύριζε τὸν χειμώνα γυμνὸς μέσα στὴν Ἀθήνα τὰ παλιά τα χρόνια, κ' οἱ Ἀθηναῖοι τὸν ρωτούσανε γιατί δὲν κρυώνει, κι αὐτὸς ἀποκρινότανε πὼς ὅλο το κορμὶ τοῦ εἶναι σὰν τὸ κούτελο, ποὺ δὲν κρυώνει ποτές.

Τὴν ὥρα ποὺ ἔπεφτε ὁ Σταυρὸς στὴ θάλασσα, ὅλα τα καΐκια καὶ τὰ καράβια, ποὺ ἤτανε φουνταρισμένα ἀνοιχτὰ στὸ πέλαγο, γυρίζανε τὴν πλώρη τοὺς κατὰ τὴν Ἀνατολή, ἀπὸ κεῖ ποὺ ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο.

Πηγή: Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Τὸ Ἀϊβαλὶ ἡ πατρίδα μου», Ἡ ἄλλη ὄψη