Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ
Ἕνας ἀδελφὸς πῆγε στὸν Ἀββᾶ Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο καὶ τοῦ
λέγει «Ἀββᾶ, πές μου κάτι , πὼς νὰ σωθῶ». Καὶ τοῦ λέγει ὁ γέρων «Πήγαινε στὸ
κοιμητήρι καὶ βρίσε τοὺς νεκρούς». Πῆγε λοιπὸν ὁ ἀδελφός, ὕβρισε καὶ
λιθοβόλησε. Καὶ γυρίζοντας, τὸ ἀνέφερε στὸν γέροντα. Καὶ τοῦ λέγει «Τίποτε δὲν
σοῦ εἶπαν». Καὶ ἀποκρίνεται «Τίποτε». Καὶ τοῦ λέγει ὁ γέρων «Πήγαινε πάλι αὔριο
καὶ ἐξύμνησέ τους». Ἔφυγε ὁ ἀδελφὸς λοιπὸν καὶ πῆγε καὶ τοὺς ἐξύμνησε, λέγοντας
«Ἀπόστολοι ἅγιοι καὶ δίκαιοι». Καὶ ἦλθε στὸ γέροντα καὶ τοῦ εἶπε «Τοὺς ἐξύμνησα».
Καὶ τοῦ λέγει «Τίποτε δὲν σοῦ ἀποκρίθηκαν». Εἶπε ὁ ἀδελφὸς «Τίποτε». Τοῦ λέγει ὁ
γέρων «Εἶδες πόσο τοὺς ἐξευτέλισες καὶ τίποτε δὲν σοῦ ἀποκρίθηκαν καὶ πόσο τοὺς
ἐξύμνησες καὶ καθόλου δὲν σοῦ μίλησαν Ἔτσι καὶ σὺ γίνε νεκρός, ἂν θέλεις νὰ
σωθεῖς. Μήτε τὴν ἀδικία τῶν ἀνθρώπων μήτε τοὺς ὕμνους τους θὰ λογαριάζεις ὅπως
οἱ νεκροί. Καὶ μπορεῖς νὰ σωθεῖς».