Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

Τὰ εἴδη τοῦ πολέμου τῶν λογισμῶν


Περὶ τῶν εἰδῶν τοῦ πολέμου τῶν λογισμῶν, καὶ ὅτι πρέπει μὲ πολὺ κόπο νὰ ἀντιστεκόμαστε στὰ πάθη μας.

Οἱ Ἅγιοι Πατέρες εἶπαν γιὰ τὸν νοητὸ πόλεμο ὅτι τὸ πρῶτο στάδιο εἶναι ἡ προσβολὴ τοῦ λογισμοῦ, κατόπιν ὁ συνδυασμός, μετὰ ἡ συγκατάθεση, ὕστερα ἡ αἰχμαλωσία καὶ τέλος τὸ πάθος.

Ἡ προσβολή, ἔγραψαν οἱ Πατέρες, Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, Φιλόθεος Σιναΐτης καὶ πολλοὶ ἄλλοι, εἶναι ἔ­νας ἁπλὸς λογισμὸς ἡ παρουσία στὸν νοῦ μιᾶς ἐντυπώσεως, ἡ ὁποία εἰσέρχεται στὴν καρδιὰ καὶ ἐκδηλώνεται στὸν νοῦ. Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης λέγει ὅτι ἡ προσβολὴ εἴ­ναι μία ἐνθύμηση, τὴν ὁποία κάνει ὁ ἐχθρὸς λέγοντας: «Κᾶνε αὐτὸ ἢ ἐκεῖνο», ὅπως ἀκριβῶς ἐμφανίσθηκε στὸν Κύριο καὶ τὸν προέτρεπε: «Εἰπὲ ἴνα οἱ λίθοι οὗτοι ἄρτοι γένωνται» (Ματθ. 4, 3), καὶ γενικὰ ὁποιαδήποτε σκέψη ποὺ γίνεται στὸν ἀνθρώπινο νοῦ ἀπὸ τὸν διάβολο.

Γι’ αὐ­τὸ οἱ Ἅγιοι Πατέρες λέγουν αὐτὸ τὸ εἶδος πολέμου δὲν συνιστᾶ ἁμαρτία γιὰ τὸν ἄνθρωπο, διότι εἶναι μία νοερὰ προσβολὴ τοῦ ἐχθροῦ της σωτηρίας μας, ἡ ὁποία, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, δὲν προέρχεται ἀπὸ ἐμᾶς καὶ συνεπῶς δὲν μᾶς μεγαλύνει οὔτε μᾶς ταλαιπωρεῖ. Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο προσέβαλε ὁ διάβολος τοὺς πρωτοπλάστους καὶ ἐξεδίωξε ἐκ τοῦ παραδείσου καὶ τοῦ Θεοῦ, λόγω τῆς παραβάσεως τῆς ἐντολῆς Του, ὥστε νὰ μπορεῖ κατόπιν νὰ προσβάλει κάθε ἄνθρωπο μὲ τοὺς κα­κοὺς λογισμούς. Μόνον οἱ τέλειοι μποροῦν νὰ μένουν ἀκλόνητοι, παρότι καὶ αὐτοὶ μερικὲς φορὲς προσβάλλον­ται, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος.

Ὁ συνδυασμός, λέγουν οἱ Πατέρες εἶναι ἡ ἐμπαθὴς ἢ ἀπαθὴς συνομιλία μὲ τὸν λογισμὸ ποὺ ἐμφανίζεται, ὅπως τὴν δέχεται ὁ νοῦς ἀπὸ τὸν νοητὸ ἐχθρό, δηλαδὴ ἡ συζήτηση καὶ ἑκούσια ἀπασχόληση μὲ αὐτόν. Αὐτὴ ἡ ἐκδήλωση τοῦ λογισμοῦ δὲν εἶναι τελείως ἀναμάρτητος καὶ εἶναι ἀξιέπαινος αὐτὸς ποὺ θὰ διορθώσει τὸν κακὸ λογι­σμὸ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

Ἔτσι λοιπόν, ἐὰν δὲν ἀποκρούσει ἀμέσως τὴν προσβολὴ τοῦ λογισμοῦ ποὺ κάνει ὁ διάβολος στὸν ἄνθρωπο καὶ θελήσει λίγο νὰ ὁμιλήσει μ’ αὐτόν, ὁ διάβολος ἀναγκάζει τὴν σκέψη του νὰ προχωρήσει πρὸς τὴν ἁμαρτία. Πρέπει λοιπὸν νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ ἐπανέλθει ὁ νοῦς μας πρὸς τὸ καλλίτερο, καὶ πὼς πρέπει νὰ ἐπιστρέψουμε τὸν νοῦ μας πρὸς τοὺς καλοὺς λογι­σμούς, θὰ τὸ φανερώσουμε παρακάτω μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

Ἡ συγκατάθεση, εἶπαν οἱ Πατέρες, εἶναι ἡ κάμψη τῆς ψυχῆς, λόγω ἡδονῆς, στὸν ἐμφανισθέντα λογισμὸ ἢ στὴν μορφὴ ποὺ σχηματίσθηκε στὸν νοῦ. Αὐτὸ συμβαίνει ἐὰν δεχθοῦμε τὴν φαντασία ἢ τὴν πονηρὰ ἐνθύμηση τοῦ ἐχθροῦ καὶ λίγο-λίγο ὑποχωρήσουμε στὶς προτροπές του. Αὐτό, εἶπαν οἱ Πατέρες, συμβαίνει σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἀσκοῦνται στὴν πνευματικὴ ἐργασία. Συνεπῶς λοιπόν, ἐὰν δὲν μάθει κάποιος τὴν ἄσκηση τῆς ἐργασίας τῶν ἀρετῶν καὶ ἐνῶ ἔλαβε πλήρως ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν βοήθεια γιὰ τὴν ἀποδίωξη τῶν κακῶν λογισμῶν, ζεῖ μὲ ἀκηδία καὶ δὲν ἀγωνίζεται, δὲν εἶναι ἀπαλλαγμένος τῆς ἁμαρτίας, λόγω τῆς ἀδιαφορίας του στὴν ἀπόκρουση τῶν κακῶν καὶ πονηρῶν λογισμῶν.

Καὶ ἐὰν θὰ εἶναι κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀδόκιμους καὶ ἀρχαρίους μοναχοὺς καὶ ἀδύνατος στὴν ἐκδίωξη τῶν λυσσαλέων ἐπιθέσεων τοῦ πονηροῦ, ἀμέσως νὰ τρέχει κράζοντας πρὸς τὸν Κύριο, μὲ ταπείνωση καὶ ἐξουθένωση τοῦ ἐαυτοῦ του, νὰ τὸν βοηθήσει, ὅπως εἶναι γραμμένο: «Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίω καὶ ἐπικαλεῖσθε τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ» (Ψάλμ. 84, 1). Καὶ ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα ἔλεός Του θὰ τὸν συγχωρήσει γιὰ τὴν ἀδυναμία τοῦ αὐτή. Αὐ­τὰ εἶπαν οἱ Πατέρες γι’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι στὸν πνευματικὸ αὐτὸ πόλεμο καὶ νικήθηκαν ὄχι μὲ τὴν θέλησή τους ἀλλὰ λόγω τῆς ἰσχυρῆς προσβολῆς τοῦ λογισμοῦ. Ὅμως ὁ νοῦς νὰ ἀνδρειώνεται γιὰ νὰ μὴν κάνει τὴν ἀνομία μὲ τὴν πράξη, ὅπως λέγει ὁ Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης.

Ἡ αἰχμαλωσία εἶναι ἡ ὑποχώρηση στὸ πάθος. Γι’ αὐ­τὴν εἶπε ὁ ἀνωτέρω ἅγιος Γρηγόριος: Ὅποιος δέχεται μὲ τὴν θέλησή του τὶς πονηρὲς προτροπὲς τοῦ νοητοῦ ἐχθροῦ, συζητᾶ καὶ συγκαταβαίνει σ’ αὐτές, νικήθηκε πλέον, δὲν ἀντιδρᾶ στὴν ἁμαρτία καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ τὴν πράξει ἀκόμη καὶ ὅταν δὲν εἶναι βολικὸ μὲ τὸ ἔργο, ἐπειδὴ ἴσως δὲν εἶναι ὁ κατάλληλος καιρὸς ἢ ὁ τόπος ἢ ἐμποδίζει κάποια ἄλλη δυσκολία. Αὐτὴ ἡ ἑκούσια προσχώρηση στὸ κακὸ εἶναι πολὺ ἐφάμαρτη καὶ χωρὶς ἀμφιβολία τιμωρεῖται.

Ἡ ὑποδούλωση ἡ ἀναγκαστικὴ καὶ ἀκούσια της καρδιᾶς ροπή, καταστρέφει τὴν προσωπική μας φρόνηση καὶ τὸ αὐτεξούσιο, ἐπειδὴ ἑνώθηκε μὲ αὐτὴν (καρδιὰ) ὁ ἐμπαθὴς λογισμός. Ἔτσι λοιπόν, ἐὰν θὰ ὑποδουλωθεῖ ἡ καρδιὰ ἀπὸ τὸν κακὸ λογισμὸ καὶ σύρεται μὲ βία χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ ἀντιδράσει, θὰ μπορέσει μόνο μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ νὰ ἐπιστρέψει στὴν πρώτη της κατάσταση. Καὶ ἐὰν κυβερνᾶται σὰν ἀπὸ θύελλα καὶ κύματα ἀπὸ τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς χάνοντας τὴν ἐλευθερία της καὶ μὴν μπορώντας νὰ ἐπανέλθει στὴν ψυχική της ἁρμονία καὶ εἰ­ρήνη, αὐτὸ ὀφείλεται στὴν ἐσωτερικὴ ταραχὴ ποὺ δημιουργεῖται ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ καὶ ἀκράτητη εἴσοδο τῶν πονηρῶν λογισμῶν. Ἔτσι ἐπέρχεται μία σύγχυση με­ταξὺ τῶν ἁμαρτωλῶν σκέψεων καὶ τῆς ψυχικῆς ἀρμο­νίας τῆς ψυχῆς.

Ἡ σύγχυση αὐτὴ μὲ ἄλλο τρόπο κρίνεται, ὅταν συμβαίνει στὸν καιρὸ τῆς προσευχῆς, καὶ μὲ ἄλ­λο τρόπο ὅταν γίνεται σὲ ἄλλη στιγμή. Ἄλλο τὸ εἶδος τῶν λογισμῶν ὅταν εἶναι συνηθισμένο καὶ ἄλλο ὅταν ἔρ­χεται ἔξωθεν ἀπὸ τοὺς κακοὺς λογισμούς. Ἔτσι λοιπόν, εἶναι πιὸ ἐφάμαρτο ἐὰν αἰχμαλωτισθεῖ ὁ νοῦς ἀπὸ τοὺς κακοὺς λογισμοὺς στὴν ὥρα τῆς προσευχῆς διότι ἐκείνη τὴν στιγμὴ ὁ νοῦς πρέπει νὰ κατευθύνεται πρὸς τὸν Θεὸ καὶ νὰ προσέχει στὴν προσευχή, προφυλασσόμενος ἀπὸ ὁποιαδήποτε ξένη σκέψη. Ἐὰν δὲν γίνεται στὴν ὥρα τῆς προσευχῆς καὶ οἱ λογισμοὶ εἰσέλθουν, λόγω διαφόρων πειρασμῶν τῆς ζωῆς, αὐτὸ δὲν εἶναι ἁμαρτία, διότι καὶ οἱ ἅγιοι ἀσχολοῦντο μὲ συστηματικὸ πρόγραμμα μὲ τὰ χρει­ώδη τῆς ζωῆς. Πάντως πρέπει πάντοτε νὰ προφυλαγόμαστε  ἀπὸ τοὺς κακοὺς λογισμούς.

Ἐνῶ τὸ πάθος, λέγουν οἱ Πατέρες εἶναι αὐτὸ τὸ ὁποῖο γιὰ πολὺ χρόνο φωλιάζει στὴν ψυχὴ καὶ τὴν ταράζει πάντοτε μὲ τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμοὺς ποὺ σπείρει ὁ νοη­τὸς ἐχθρός μας. Καὶ ἀπὸ τὴν συχνὴ καὶ ἀλλεπάλληλη ὑποχώρηση στὸ κακό, γιγαντώνεται καὶ γίνεται συνήθεια ἡ ἁμαρτία, ποὺ ἐνισχύεται ἀκόμη ἀπὸ τὴν φαντασία καὶ ἐπανάληψη τοῦ κακοῦ. Αὐτὸ συμβαίνει, διότι ὁ διάβολος παρουσιάζει ἐνώπιόν του ἀνθρώπου κάθε εἴδους ἐμπαθῆ ἔργα καὶ τοῦ ἀνάβει τὴν φλόγα γιὰ ν’ ἀπολαύσει αὐτά. Περισσότερο ὅμως ὀφείλεται αὐτό, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος συνομιλεῖ μὲ τὸν λογισμό του καὶ ἀπὸ ἀπροσεξία συγκατατίθεται σ’ αὐτὸν ἢ μὲ τὴ θέλησή του σκέπτεται τὸ πα­ράνομο ἔργο, ἀφοῦ πλέον δὲν ἔχει τὸν φόβο τῶν αἰωνίων βασάνων καὶ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν μετάνοια· δηλαδὴ δὲν τοῦ φαίνεται κακὸ καὶ δὲν προσεύχεται γιὰ νὰ λυτρωθεῖ ἀπὸ τὸ πάθος.

Ὅταν ἕνας κολάζεται στὰ αἰώνια βάσανα τοῦ ἅδου δὲν σημαίνει ὅτι κολάσθηκε ἐπειδὴ πολεμήθηκε ἀπὸ κάποιο πάθος ἀλλὰ ἀπὸ ἀμετανοησία, διότι ἐὰν συνέβαινε αὐτὸ δὲν θὰ ὑπῆρχε γιὰ κανέναν συγχώρηση, ἕως ὅτου φθάσουν στὴν τελεία ἀπάθεια, ὅπως λέγει ὁ Πέτρος ὁ Δα­μασκηνός. Διότι εἶπαν οἱ Πατέρες ὅτι, αὐτοὶ ποὺ κυριεύθηκαν ἀπὸ πάθη, πρέπει νὰ τὰ καταπολεμήσουν κατόπιν μὲ πολλὴ ἄσκηση. Ἐπὶ παραδείγματι, ἐὰν κάποιος ὑπετάγη στὸ πάθος τῆς πορνείας πρέπει νὰ ἀπομακρυνθεῖ ὁλοκληρωτικὰ μὲ ἐκεῖνο τὸ πρόσωπο ποὺ ἁμάρτησε καὶ ἀπὸ κάθε σχέση καὶ συνομιλία μαζί του, ἀπὸ τὴν ψαύση ἐνδυμάτων του καὶ ἀπὸ τὰ διεγερτικὰ μυρωδικά του.

Διότι ἐὰν δὲν φυλάξει ἐκεῖνος τὸν ἑαυτό του ἀπὸ ὅλα αὐτά, ἐπαναλαμβάνει τὸ πάθος καὶ πορνεύει μὲ τὸν λογισμὸ στὴν καρδιά του, ἀνάβοντας μόνος του τὴν κάμινο τῶν παθῶν του καὶ ἐπιτρέποντας νὰ μπαίνουν μέσα του, σὰν ἕνα θηρίο, ὅλοι οἱ κακοὶ λογισμοί.

Πηγή: Ὁσίου Νείλου Σόρσκυ, Περὶ νοερᾶς ἐργασίας, ἔκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», σ. 29-33, Ἁγιορείτικο Βῆμα