Χρῆστος Γιανναρᾶς
Καταλαβαίνουμε τί θὰ πεῖ ἔρωτας,
αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι γνωρίζουμε τὸν ἔρωτα. H κατανόηση συνάγεται ἀπὸ ἐξηγήσεις,
ἀκούσματα, πολλὰ διαβάσματα καὶ θεάματα. Τὴ γνώση τὴ γεννάει ἡ ἐμπειρία.
Γνωρίζουμε τὸν ἔρωτα μόνο μὲ τὴν ἐμπειρία μετοχῆς στὸν «τρόπο» τοῦ ἔρωτα.
H λέξη «τρόπος» σημαίνει ἕνα
«πῶς», ὄχι ἕνα «τί». Τὸ «τί» τὸ γνωρίζουμε μὲ τὴν αἰσθητὴ πιστοποίηση ἢ μὲ μόνη
τὴν κατανόησή του. Τὸ «πῶς» τὸ γνωρίζουμε μόνο μετέχοντας στὴν πραγμάτωσή του. Ὄχι
μὲ τὸν νοῦ μόνο, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐμπειρία τῆς πραγμάτωσης.
Διαβάζω τοὺς κανόνες τῆς
κολύμβησης, τῆς ποδηλασίας. Τοὺς κατανοῶ, τοὺς ἀποστηθίζω, τοὺς κατέχω. Αὐτὸ δὲν
σημαίνει ὅτι γνωρίζω κολύμβηση καὶ ποδηλασία. Θὰ ἔχω τὴ γνώση, μόνο ἂν ἀποκτήσω
ἐμπειρία τοῦ «τρόπου» νὰ κολυμπῶ καὶ νὰ ποδηλατῶ. Εἶναι κοινὴ ἡ πιστοποίηση: ὅτι
γιὰ τὴ γνώση τοῦ «τρόπου», τὴ γνώση του «πῶς», δὲν ἀρκοῦν οἱ λειτουργίες τοῦ νοῦ,
χρειάζεται ἡ ἐμπειρία μετοχῆς στὸ συγκεκριμένο ἐνέργημα. Γεννιέται ἡ γνώση ἀπὸ
τὸ γεγονὸς καὶ τὴ δυναμική της μετοχῆς.
Μιλᾶμε γιὰ τὴ «δυναμική» της ἐμπειρικῆς γνώσης, ἐπειδὴ εἶναι μὲν μιὰ ὁλοκληρωμένη γνώση, ἀλλὰ ποτὲ ὁριστικὰ καὶ τελεσίδικα συντελεσμένη. Κατακτᾶται, χωρὶς ποτὲ νὰ ἐξαντλεῖται ἡ κατάκτηση, νὰ περατοῦται τελειωτικά. H ἐμπειρία τοῦ «τρόπου» εἶναι γνώση ὁλόκληρη καὶ πάντοτε ἀνολοκλήρωτη, τέλεια καὶ συνεχῶς τελειούμενη. Ποιὰ μάνα μπορεῖ νὰ νιώσει ὅτι ἐξάντλησε καὶ ὁλοκλήρωσε τὸν «τρόπο» τῆς μητρικῆς ἀγάπης, ποιὸς ἐρωτευμένος νὰ πιστέψει ὅτι δὲν ὑπάρχουν ἄλλα περιθώρια καινούργιων ἐκπλήξεων στὸν ὁλόκληρο ἔρωτά του;
Καταλαβαίνουμε τί σημαίνει ἡ
λέξη «ἔρωτας», καθόλου βέβαιο ὅτι γνωρίζουμε τὸν ἔρωτα. Οὔτε οἱ συναισθηματικὲς
συναρπαγὲς οὔτε ἡ αἰσθησιακὴ μέθη ἐγγυῶνται γνώση τοῦ ἔρωτα. Θεωρητικὲς ἀναλύσεις,
συμβουλές, διδαχές, μαρτυρίες τῆς ἐμπειρίας ἄλλων, μποροῦν ἴσως νὰ μᾶς ὑποψιάσουν
γιὰ τὴ διαφορὰ τοῦ ἔρωτα ἀπὸ τὶς εὐφραντικὲς ψευδαισθήσεις τῆς ἡδυπάθειας. Τόσο
μόνο. Δὲν ἀρκοῦν γιὰ νὰ γνωρίσουμε τὸν ἔρωτα, ἡ μετοχὴ στὸν «τρόπο», ἡ ἐμπειρία
του «πῶς», δὲν ὑπαγορεύεται, δὲν διδάσκεται. Χαρίζεται ἢ κερδίζεται.
Μόνο νὰ ὁριοθετηθεῖ μπορεῖ,
ἴσως, ἡ ἐμπειρικὴ μετοχὴ στὸν «τρόπο» – νὰ ὑποδηλωθεῖ, νὰ σημανθεῖ μὲ ὅρους - ὅρια
λεκτικά, προκειμένου νὰ ἀποτραπεῖ στρεβλὴ κατανόηση.
Λέμε: ὁ ἔρωτας εἶναι αὐθυπέρβαση,
αὐτοπροσφορά, ἐλευθερία ἀπὸ τὸ ἐγώ, ἀπὸ τὶς ἀναγκαιότητες τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ. Ἔρωτας
σημαίνει νὰ μοιράζεσαι τὴ ζωή σου, τὸ θέλημά σου, τὶς προτιμήσεις σου, τοὺς
στόχους τῆς ὕπαρξής σου, μέσα ἀπὸ τὴν πρακτική της καθημερινότητας. Ὄχι ἐπειδὴ
«πρέπει» ἢ βολεύει ἢ ὑπαγορεύεται ἀπὸ τὴν ἀνάγκη, ἀλλὰ μόνο γιατί σου δίνει χαρὰ
νὰ χαρίζεσαι στὸν ἄλλον, ὁ ἄλλος εἶναι ἡ χαρὰ τῆς ζωῆς σου.
Τὰ Χριστούγεννα σημαίνουν ἐπίσης
«τρόπο»: Ἀδύνατο νὰ γνωρίσει κανεὶς τὰ σημαινόμενα τῆς λέξης μόνο μὲ διδαχές,
κηρύγματα, ἐπίσημα διαγγέλματα, συναισθηματικὲς ὡραιολογίες. Δυσκολοτατη ἡ
πρόσβαση στὸν «τρόπο», δηλαδὴ στὸ γεγονός, σήμερα ποὺ λέμε «ἐκκλησία» καὶ
καταλαβαίνουμε ἕνα «τί» ἰδεολογίας, ποὺ λέμε «ἔρωτας» καὶ καταλαβαίνουμε ἕνα
«τί» σεξουαλικότητας.
Ἔχουν πάντως διασωθεῖ ὡς τὶς
μέρες μᾶς τὰ γλωσσικὰ συμαίνοντα ποὺ ὁριοθετοῦν τὸν «τρόπο», τὸν διακρίνουν ἀπὸ
τὸ ἀντὶ-κείμενο (καὶ αὐτονομημένο ἀπὸ τὴν ἐμπειρία) μὲν νόημα:
Μιλᾶμε ἀκόμα γιὰ «ἐνανθρώπηση»
τοῦ Θεοῦ. Ὄχι γιὰ φαινομενική, φαντασιώδη ἢ ἀποκρυφιστικὴ μαγγανεία, ἀλλὰ γιὰ
πέρασμα ἀπὸ ἕναν «τρόπο» ὕπαρξης σὲ ἄλλον.
«Θεὸς» εἶναι ἡ λέξη γιὰ νὰ
σημάνουμε τὸ «τί» τῆς αἰτίας (αἰτιώδους ἀρχῆς) τῶν ὑπαρκτῶν, τοῦ ὑπάρχειν. Τὸ
μυαλὸ μᾶς εἶναι φτιαγμένο νὰ κατανοεῖ τὴν πραγματικότητα μὲ τοὺς ὅρους τῆς αἰτίας
καὶ τοῦ σκοποῦ, τῆς ἀρχῆς καὶ τοῦ τέλους, τοῦ ὅλου καὶ τοὺς μέρους – εἶναι ἡ ἱκανότητα
τῶν «συνθετικῶν κρίσεων», ποὺ τὴν ὅριζε ὁ Κὰντ προϋποθετικὴ κάθε κατανόησης.
Συλλαμβάνουμε μὲ τὴ διάνοια τὸ «τί», ὄχι τὸ «πῶς» τῆς Θεότητας: Εἶναι ἡ αἰτία
τοῦ ὑπάρχειν, ἑπομένως καὶ αὐτοαιτία. Μὲ τὴ λογική της γλώσσας μᾶς (αὐτὴν ἔχουμε
ποὺ συγκροτεῖ τὴ σκέψη καὶ τὴν κρίση μᾶς) «αὐτοαιτία» πρέπει νὰ σημαίνει τὴν ἀπόλυτη
(ἀπολελυμένη ἀπὸ κάθε ἀναγκαιότητα καὶ προκαθορισμὸ) ὑπαρκτικὴ ἐλευθερία. Οἱ ἄνθρωποι,
ὅπως καὶ κάθε ἄλλο ὑπαρκτό, ἔχουμε δεδομένη, ἀναγκαστικὴ τὴν ὕπαρξη – δὲν ἐπιλέξαμε,
εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ὑπάρχουμε. O Θεὸς δὲν ἔχει προϋπάρχουσα αἰτία τῆς ὕπαρξής
του: ὑπάρχει, ἐπειδὴ ἐλεύθερα θέλει νὰ ὑπάρχει.
Αὐτοὶ οἱ συλλογισμοὶ ἀφοροῦν
στὴν κατανόηση τῆς ἔννοιας «Θεός», στὸ «τί» τοῦ Θεοῦ – δὲν συνιστοῦν «γνώση» τοῦ
Θεοῦ. Γνώση θὰ μποροῦσε νὰ συστήσει μόνο ἡ μετοχὴ στὸν «τρόπο» τῆς αὐτοαιτίας,
μία λογικὰ ἀποκλειόμενη μετοχὴ ἀσύμβατη μὲ τὸν «τρόπο» τοῦ αἰτιατοῦ. Τὰ
Χριστούγεννα τὰ θέσπισε ὡς Γιορτὴ ἡ χαρὰ ὅσων ἐμπιστεύθηκαν τὴν ἱστορικὴ ἐμπειρία
καὶ μαρτυρία γιὰ τὴ «γνώση» τοῦ Θεοῦ κάποιων ποιμένων – καταγραμμένη μετὰ καὶ
διακηρυγμένη ἀπὸ ἁπλοϊκοὺς ψαράδες: Ὅτι σὲ ἐντελῶς συγκεκριμένες χρονολογικὲς
συντεταγμένες, σὲ σταῦλο τῆς πολίχνης Βηθλεέμ, γεννήθηκε βρέφος μὲ καταργημένες
τὶς ἀναγκαιότητες ποὺ διέπουν τὰ αἰτιατὰ ὄντα, τὰ κτίσματα. Αὐτὴ ἡ γέννα
πραγμάτωσε τὸν «τρόπο» τοῦ Ἀκτίστου μὲ τὶς ὑπαρκτικὲς δυνατότητες τοῦ κτιστοῦ, ἔκανε
προσιτὴ στὸ αἰτιατὸ τὴ μετοχὴ στὴν ὑπαρκτικὴ ἐλευθερία τῆς Αὐτοαιτίας. H λέξη
γιὰ νὰ ποῦμε στὴ γλώσσα μᾶς (τὴν περιορισμένη στὰ ὅρια τοῦ αἰτιατοῦ κόσμου μᾶς)
αὐτὴ τὴν πραγμάτωση, εἶναι ὁ ἔρωτας: ἡ ἐρωτικὴ αὐθυπέρβαση καὶ αὐτοπροσφορά. O
«μανικὸς ἔρωτας» εἶναι ὁ «τρόπος» τῆς ἐλευθερίας τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ θεότητά του, ὁ
«τρόπος» τῆς σάρκωσης, τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ. O ἴδιος «τρόπος» προσφέρεται
γιὰ νὰ πραγματώσει καὶ ὁ ἄνθρωπος τὴν ὑπαρκτικὴ ἐλευθερία ἀπὸ τὴν κτιστότητά
του. Ὄχι μὲ ἀτομικὲς προσπάθειες, ἀτομικὲς ἀξιομισθίες. Μόνο μὲ τὸ ναί, τὴν ἐρωτική
του συγκατάθεση στὸν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ γιὰ κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο.
H ἀγάπη ὡς «τρόπος» ποὺ ὑποστασιάζει
(κάνει ὑπόσταση, συγκεκριμένη ὕπαρξη) τὸ εἶναι, μᾶς ἐπιτρέπει νὰ σημαίνουμε τὴν
Αὐτοαιτία ὡς γεγονὸς ὑπαρκτικῆς ἀλληλοπεριχώρησης τριῶν ὑποστάσεων – ἡ ὕπαρξη
κάθε ὑπόστασης. Εἶναι γεγονὸς ἀναφορᾶς, σχέσης, αὐτοπροσφορᾶς: ἡ ἀγάπη τὴ
συνιστᾶ, τὴν πραγματώνει ὡς ὕπαρξη. Τὴ δυνατότητα ποὺ ἱδρύεται γιὰ τὸν ἄνθρωπο
στὴ φάτνη τῆς Βηθλεέμ, τὴ σημαίνουμε ὡς «ἐκκλησία»: γεγονὸς ἀλληλοπεριχώρησης τῆς
«σωτηρίας»: τοῦ δώρου νὰ ὑπάρχεις ἐπειδὴ σὲ ἀγαποῦν καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ σώματος, τῆς
«κεφαλῆς» καὶ τῶν «μελῶν» του, μὲ τὸ «ναὶ» τῆς δικῆς σου ἐλευθερίας, σὲ ἐγκεντρίζει
στὸν «τρόπο» τοῦ Ἀκτίστου: Νὰ ὑπάρχεις, ἐπειδὴ ἐλεύθερα θέλεις νὰ ὑπάρχεις, καὶ
νὰ θέλεις νὰ ὑπάρχεις ἐπειδὴ ἀγαπᾶς.
Τὰ Χριστούγεννα σημαίνουν εἴσοδο
στὸν «τρόπο» τοῦ ἔρωτα.
Πηγή: Ὁσία εὐχὴ