Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2021

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης


Ὁ Ὀσιότατος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης γεννήθηκε γύρω στὰ 1840 μ.Χ. στὰ Φάρασα ἢ Βαρασιό, στὸ Κεφαλοχώρι τῶν ἕξι Χριστιανικῶν χωριῶν τῆς περιφερείας Φαράσων τῆς Καππαδοκίας. Οἱ γονεῖς τοῦ ἦταν πλούσιοι σὲ ἀρετὲς καὶ μέτριοι σὲ ἀγαθά. Εἶχαν ἀποκτήσει δύο ἀγόρια, τὸν Βλάσιο καὶ τὸν Θεόδωρο (τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο).

Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἔμειναν ὀρφανὰ καὶ τὰ προστάτεψε ἡ θεία τους, ἀδελφή της μητέρας τους. Ἕνα θαυμαστὸ γεγονὸς ποὺ συνέβηκε στὰ παιδιὰ καὶ τὴν θαυματουργικὴ διάσωση τοῦ μικροῦ τότε Θεόδωρου ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γεώργιο ποὺ τὸν ἔσωσε ἀπὸ βέβαιο πνιγμό, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα, γιὰ τὸν μὲν Βλάσιο νὰ δοθεῖ μὲ τὸν δικό του τρόπο στὸν Θεό, νὰ τὸν δοξολογεῖ ὡς δάσκαλος τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς καὶ κατέληξε ἀργότερα στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ τὸν Θεόδωρο δὲ νὰ θέλει νὰ γίνει καλόγερος.

Στὴ συνέχεια μεγαλώνοντας, στάλθηκε στὴ Νίγδη καὶ μετὰ στὴ Σμύρνη ὅπου τέλειωσε τὶς σπουδές του.

Στὰ εἴκοσι ἕξι τοῦ περίπου χρόνια πῆγε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Φλαβιανῶν τοῦ Τιμίου Προδρόμου (Ζιντζὶ-Ντερὲ) ὅπου ἀργότερα ἐκάρη Μοναχὸς καὶ πῆρε τὸ ὄνομα Ἀρσένιος. Δυστυχῶς ὅμως δὲ χάρηκε πολὺ τὴν ἡσυχία του, διότι ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχαν ἀνάγκη μεγάλη ἀπὸ δασκάλους καὶ ὁ Μητροπολίτης Παΐσιος ὁ Β’, τὸν χειροτόνησε Διάκο καὶ τὸν ἔστειλε στὰ Φάρασα γιὰ νὰ μάθει γράμματα στὰ ἐγκαταλειμμένα παιδιά. Αὐτὸ φυσικὰ γινόταν στὰ κρυφά, μὲ χίλιες δυὸ προφυλάξεις, γιὰ νὰ μὴ μάθουν τίποτε οἱ Τοῦρκοι. Στὸ τριακοστὸ ἔτος τῆς ἡλικίας τοῦ χειροτονήθηκε στὴν Καισαρεία πρεσβύτερος μὲ τὸν τίτλο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου καὶ τὴν εὐλογία ὡς Πνευματικός.

Ἄρχισε πιὰ ἡ πνευματική του δράση νὰ γίνεται μεγαλύτερη καὶ νὰ ἁπλώνεται. Μὲ τὴν ἄφθονη Θεία Χάρη ποὺ τὸν προίκισε ὁ Θεὸς θεράπευε τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα τῶν πονεμένων ἀνθρώπων. Εἶχε πολλὴ ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὴν εἰκόνα Του, τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι στὸν ἑαυτό του, διότι, ὅταν ἔβλεπε πολὺ πόνο καὶ καταπίεση Τουρκική, ἡ ἀγάπη τὸν ἔβγαζε ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό του καὶ ἀγκάλιαζε καὶ τὰ γύρω χωριά. Θεράπευε ἀδιάκριτα τὸν ἀνθρώπινο πόνο ὅπου τὸν συναντοῦσε σὲ Χριστιανοὺς ἢ Τούρκους. Γιὰ τὸν Ἅγιο δὲν εἶχε καμιὰ σημασία, διότι ἔβλεπε στὸ πρόσωπό τους, τὴν μὲ πολλὴ ἀγάπη πλασθεῖσα εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἀναρίθμητα εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ἐπετέλεσε ὁ Ἅγιος μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Στεῖρες γυναῖκες τεκνοποιοῦσαν, ἀφοῦ τὶς διάβαζε εὐχὴ ἢ ἔδιδε «φυλακτὸ» ποὺ ἦταν ἕνα κομμάτι χαρτὶ γραμμένο μὲ κάποιες εὐχὲς ποὺ τὶς ἔγραψε ὁ ἴδιος. Διάβαζε τὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο σὲ σοβαρὲς περιπτώσεις, ὅπως στοὺς τυφλούς, βουβούς, χωλοὺς παραλυτικούς, δαιμονιζομένους καὶ γινόντουσαν καλά, μόλις τελείωνε τὴν ἀνάγνωση. Πολλοὶ Χριστιανοὶ καὶ Τοῦρκοι εἶχαν θεραπευθεῖ, ἀφοῦ πῆραν χῶμα ἀπὸ τὸ κατώφλι τοῦ κελιοῦ του καὶ ἀναμιγνύοντάς το μὲ λίγο νερὸ τὸ ἔπιναν, πιστεύοντας ὅτι θὰ ἐθεραπεύοντο καὶ ἡ πίστη τους ποὺ εἶχαν στὸν Ἅγιο, ἔκανε τὸ θαῦμα. Χρήματα φυσικὰ δὲ δεχόταν ποτὲ οὔτε κι ἐπίανε στὰ χέρια του.

Συνήθιζε νὰ λέγει «ἡ πίστη μας δὲν πουλιέται».

Βίωνε ὁλοκληρωτικὰ καὶ «ἔπασχε τὰ Θεῖα». Ζοῦσε μὲ αὐταπάρνηση, διότι ἀγαποῦσε πολὺ πρῶτα τὸν Θεὸ καὶ μετὰ τὴν εἰκόνα Του, τὸν πλησίον. Αἱματηροὺς ἀγῶνες καὶ προσπάθειες κατέβαλε γιὰ νὰ διατηρήσει τοὺς συγχωριανοὺς καὶ τοὺς συμπατριῶτες του στὴν πίστη, γιὰ νὰ μὴν κλονιστοῦν καὶ ἀλλαξοπιστήσουν στὶς χαλεπὲς ἐκεῖνες ἡμέρες καὶ ἐποχές, ἀπὸ τὶς πολλὲς καὶ διάφορες πιέσεις ποὺ δεχόντουσαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ διάφορους προβατόσχημους λύκους, τοὺς προτεστάντες, ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ ποιμάνουν τὴν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ.

Τὸ κελί του, μικρό, ἀπέριττο, εὑρισκόταν μέσα στὸν κόσμο. Ζοῦσε μέσα στὸν κόσμο, ἀλλὰ συγχρόνως κατόρθωνε νὰ ζεῖ καὶ ἐκτός του κόσμου.

Σὲ αὐτό, καθὼς καὶ γιὰ τὰ θεία τοῦ κατορθώματα, πολὺ τὸν βοηθοῦσαν οἱ δύο ἡμέρες (ἡ Τετάρτη καὶ ἡ Παρασκευὴ) ποὺ ἔμενε ἔγκλειστος στὸ κελί του, προσευχόμενος. Οἱ ὁποῖες καρποφοροῦσαν περισσότερο πνευματικὰ τότε, διότι ἁγίαζαν καὶ τὴν ἐργασία τῶν ἄλλων ἡμερῶν. Ὧρες ἔμενε γονατιστὸς προσευχόμενος στὸν Θεὸ γιὰ τὸν λαό Του, ποὺ τὸν εἶχε ἐμπιστευθεῖ στὰ ἀσκητικὰ χέρια τοῦ δούλου Τοῦ Ἀρσενίου. Ἡ μεγάλη εὐαισθησία τοῦ Ἁγίου Πατρὸς δὲν ἄντεχε νὰ κάνει κανένα κακὸ στὴν πλάση. Ἰδιαίτερα στὰ ζῶα. Ποτὲ τοῦ δὲν κάθισε σὲ ζῶο νὰ τὸ κουράσει, γιὰ νὰ ξεκουράσει τὸν ἑαυτό του. Προτιμοῦσε πάντοτε νὰ βαδίζει πεζὸς καὶ ὅπως συνήθιζε ξυπόλυτος. Εἶχε πάντοτε μπροστά του τὸν Χριστὸ ποὺ ποτὲ Τοῦ δὲν κάθισε σὲ ζῶο – μόνο μιὰ φορὰ – καὶ ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔλεγε: «Ἐγὼ ποὺ εἶμαι χειρότερος καὶ ἀπὸ τὸ γαϊδουράκι, πῶς νὰ καθίσω σ’ αὐτό;» Γιὰ νὰ κρύψει τὶς ἀρετές του ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ ἀποφύγει ἔτσι τοὺς ἐπαίνους, καταφευγε σ’ ὁρισμένες «ἰδιοτροπίες». Παρουσιαζόταν σὰν σκληρὸς θυμώδης, ὀξύθυμος, ἀπόπαιρνε τὶς διάφορες γυναῖκες, ποὺ ἀπὸ ἀγάπη γι’ αὐτὸν καὶ εὐγνωμοσύνη προσπαθοῦσαν νὰ τὸν βοηθήσουν, μὲ διάφορους τρόπους, νὰ τοῦ μαγειρεύουν καὶ νὰ τοῦ στέλνουν φαγητό. Ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔλεγε στὸν πιστό του φίλο καὶ ψάλτη Πρόδρομο τὰ ἑξῆς: «Ἐὰν ἤθελα νὰ μὲ ὑπηρετοῦν γυναῖκες, θὰ γινόμουν ἔγγαμος ἱερεὺς καὶ θὰ μὲ ὑπηρετοῦσε παπαδιά. Τὸν καλόγηρο ποὺ τὸν ὑπηρετοῦσε γυναῖκες, δὲν εἶναι καλόγηρος».

Ὅταν ὕψωνε τὰ χέρια του γιὰ νὰ παρακαλέσει γιὰ κάτι τὸν Θεό, ἄρχιζε νὰ τὸν παρακαλεῖ προσευχόμενος καὶ φωνάζοντας, «Θεέ μου!» λὲς καὶ ξεκοβόταν ἡ καρδιὰ τοῦ ἐκείνη τὴν ὥρα, καὶ θαρρεῖς πῶς ἐπίανε τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὰ πόδια καὶ δὲν τοῦ ἔκανε τὸ αἴτημά του. «Ἐμεῖς», ὅπως ἔλεγαν οἱ Φαρασιῶτες, «στὴν Πατρίδα μᾶς τί θὰ πεῖ γιατρός, δὲν ξέραμε στὸν Χατζεφεντὴ τρέχαμε. Στὴν Ἑλλάδα μάθαμε ἀπὸ γιατρούς, ἀλλὰ ἂν τὰ ποῦμε στοὺς ἐντόπιους, τοὺς φαίνονται παράξενα».

Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα τοῦ χαρίσματα εἶχε καὶ τὸ προορατικὸ χάρισμα. Εἶχε πληροφορηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, πὼς θὰ ἔφευγαν γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἔγινε στὶς 14 Αὐγούστου τοῦ 1924 μ.Χ. μὲ τὴν ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν. Γνώριζε ἀπὸ προηγουμένως καὶ τὸν θάνατό του καὶ ὅτι αὐτὸς θὰ συνέβαινε σ’ ἕνα νησί.

Ἡ ἁγία του μορφὴ συνέχεια σκοποῦσε Χάρη καὶ παρηγοριά.

Τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ γυαλάδα, ποὺ ἔμοιαζε σὰν τὸ χρῶμα τοῦ φτιασμένου κυδωνιοῦ.

Εἶχε πιὰ ἐξαϋλωθεῖ ἀπὸ τοὺς ὑπερφυσικοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, ποὺ ἔκανε ἀπὸ ἀγάπη στὸν Χριστό, καθὼς καὶ ἀπὸ τοὺς πολλούς του κόπους γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ ποίμνιό του, ποὺ τὸ ποίμανε πενῆντα χρόνια σὰν καλὸς Ποιμένας.

Τρεῖς μέρες πρὶν τὴν ἐκδημία τοῦ ἦλθε ἡ Παναγία, τὸν γύρισε σ’ ὅλο το Ἅγιο Ὅρος, τὰ Μοναστήρια, τοὺς Ναοὺς ποὺ τόσο ἐπιθυμοῦσε νὰ δεῖ καὶ δὲν εἶχε ἀξιωθεῖ καὶ τοῦ εἶπε ὅτι σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ παρουσιαστεῖ στὸν Κύριο, ποὺ τόσο πολὺ ἀγάπησε καὶ ἔδωσε ὅλο του τὸν ἑαυτὸ σ’ Αὐτόν.

Κοιμήθηκε στὶς 10 Νοεμβρίου τοῦ 1924 μ.Χ. στὴν Κέρκυρα.

Μὲ λίγα λόγια αὐτὸς ἦταν ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος. Ἃς ἔχομε ὅλοι τὶς Ἁγίες του Εὐχές.

Σημείωση: Ἀπὸ τὴν Κέρκυρα, τὸ 1958 μ.Χ., τὰ λείψανα τοῦ μεταφέρθηκαν ἀπὸ τὸν μοναχὸ Παΐσιο στὴν Κόνιτσα καὶ τὸ 1970 μ.Χ. ἀπὸ τὸν ἴδιο Ἁγιορείτη μοναχὸ στὸ γυναικεῖο μοναστήρι – Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὴ Σουρωτή, ὅπου ὁ Ἅγιος μετὰ τὸν θάνατό του ἔκανε πολλὰ θαύματα. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὸν ἁγιοποίησε στὶς 11 Φεβρουαρίου 1986 μ.Χ.

θαύματα τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκη

Ἀμέτρητα εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ὀφείλονται στὸν μεγάλο αὐτὸν Ἅγιο, ὄχι μόνο κατὰ τὴ διάρκεια ποὺ ἦταν ἐν ζωή, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του. Ἕνα πολὺ μικρὸ δεῖγμα αὐτῶν ἀναφέρονται πιὸ κάτω (τα θαύματα ποὺ ἀναφέρονται στὴ συνέχεια εἶναι παρμένα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης» ποὺ ἔγραψε ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ ὁποῖος ἦταν βαπτιστικός του Ἁγίου):

- Ὁ Σολομῶν Κοσκερίδης διηγήθηκε ὅτι εἶχαν πάει μία παράλυτη Τουρκάλα στὸν Χατζεφεντὴ (ἔτσι ἔλεγαν τότε τὸν Ἅγιο Ἄρσενιο) μέσα σὲ μιὰ μπατανία, τὴν ὁποία διάβασε καὶ ἔγινε ἀμέσως καλά.

- Ἀπὸ τὸ Κελμίρι εἶχαν φέρει μιὰ γυναίκα λεπρὴ στὸν Χατζεφεντὴ (Ἅγιος Ἀρσένιος), τὴν ὁποία διάβασε καὶ καθαρίσθηκε ἡ λέπρα της. Καί, ὅπως διηγεῖται ὁ Πρόδρομος Κορτσινόγλου, τὸ πρόσωπό της μετὰ φαινόταν σὰν πρόσωπο παιδιοῦ, τρυφερό.

- Ἡ Σωτηρία Χριστοφορίδου διηγήθηκε ὅτι μιὰ Τουρκάλα τυφλή, ὀνόματι Μεριάμα, τὴν εἶχαν φέρει στὸν Πατέρα Ἀρσένιο, ὁ ὁποῖος τὴν διάβασε καὶ ἦρθε τὸ φῶς της.

- Ἀπὸ τὸ Σατί, θυμᾶται ὁ Ἀνέστης Καραούσογλου ὅτι κάποιος Ἱερεὺς εἶχε γυναίκα στείρα καὶ ἔφερε στὸν Χατζεφεντὴ (Ἅγιος Ἀρσένιος) ἕνα φόρεμα τῆς πρεσβυτέρας νὰ τὸ διαβάσει, γιὰ νὰ ἀποκτήσει παιδιά. Ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος, ἀφοῦ τὸ διάβασε, εἶπε στὸν Ἱερέα: «Ἡ πρεσβυτέρα σου θὰ γεννήσει κόρη καὶ νὰ τὴν ὀνομάσεις Εὕα», ὅπως καὶ ἔγινε.

- Ἡ Στέλλα Κογλανίδου διηγεῖται ὅτι εἶχαν φέρει στὸ πατρικό της σπίτι, στὰ Φάρασσα, ἕναν βουβὸ Τοῦρκο ἡλικίας τριάντα ἐτῶν, καὶ ὁ πατέρας τῆς τὸν πῆρε καὶ τὸν πῆγε στὸν Πατέρα Ἀρσένιο, γιὰ νὰ τὸν διαβάσει καὶ νὰ γίνει καλά. Ἐνῶ ὁ Χατζεφεντὴς (Ἅγιος Ἀρσένιος) τοῦ διάβαζε τὸ Εὐαγγέλιο, πρὶν ἀκόμη τελειώσει, ὁ βουβὸς ἄρχισε νὰ μιλάει. Στὴ συνέχεια τὸν πῆγε πάλι στὸ σπίτι του καὶ ὁ βουβὸς μιλοῦσε. Δηλαδὴ τὸν φιλοξένησε καὶ θεραπευμένο, καὶ τὴν ἄλλη μέρα τὸν πῆραν οἱ συγγενεῖς του καὶ ἔφυγαν.

- Ἡ Ἀμαλία Ἐλευθεριάδου (Ἰεχωβίτισσα τώρα) διηγεῖται πὼς ὁ Χατζεφεντὴς (Ἅγιος Ἀρσένιος) ἔλεγε ἀπὸ πρὶν ὅτι θὰ πᾶμε στὴν Ἑλλάδα καὶ ὅτι αὐτὸς θὰ ζήσει μόνο σαράντα ἡμέρες ἐκεῖ. Κάποιος Φαρασιώτης, ὅταν τὸν ἄκουσε τὸν Χατζεφεντὴ τοῦ εἶπε: «Τί εἶσαι σὺ ποῦ τὰ ξέρεις αὐτά; Θεός;» Ὁ Χατζεφεντὴς τότε ἀπάντησε: «Εἶμαι πιστὸς δοῦλος τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ξέρω».

- Στὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου, εἶχαν καθίσει οἱ πανηγυριῶτες μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία ἔξω ἀπὸ τὸν Ναὸ καὶ ἔτρωγαν. Ἐκεῖ στὸν Ἅγιο Χρυσόστομο ἦταν ἕνα Ἁγίασμα τὸ ὁποῖο ἔβγαινε ἄφθονο ἀπὸ μιὰ τρύπα ἑνὸς βράχου καὶ ἔπεφτε σὰν καταρράκτης ἀπὸ ψηλὰ κάτω στὸν Ζεμαντὴ ποταμό. Ἄλλοτε πάλι τραβιόταν πίσω τελείως καὶ χανόταν. Ἐνῶ λοιπὸν ἔτρωγαν οἱ ἄνθρωποι, σηκώθηκε μιὰ γυναίκα νὰ πάρει λίγο νερό. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὸ νερὸ τραβιόταν πίσω, καὶ ἡ γυναίκα ἔτρεξε στὸν Χατζεφεντὴ (Ἅγιος Ἀρσένιος) καὶ τοῦ τὸ εἶπε. Ὁ Χατζεφεντὴς πῆρε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ πῆγε στὴν τρύπα τοῦ βράχου, γονάτισε καὶ διάβασε λίγο, καὶ τὸ νερὸ ἦρθε ἀμέσως. Αὐτὸ συνέβαινε πολλὲς φορές· τραβιόταν τὸ νερὸ καὶ ἐρχόταν πάλι μετὰ ἀπὸ ἀρκετὸ διάστημα. Ὁ Ἀναστάσιος Λεβίδης λέγει ὅτι ἦταν τὸ φυσικὸ φαινόμενο παλίρροια καὶ ἄμπωτις. Ὁ δοῦλος ὅμως τοῦ Θεοῦ Χατζεφεντῆς παρακαλοῦσε τὸ Ἀφεντικό του, τὸν Θεό, καὶ τοῦ τὸ ἔφερνε ὅποτε ἤθελε, χωρὶς νὰ περιμένει.

- Ὁ Γαβριὴλ Κορτσινόγλου –ὁ δεύτερος Ἀναγνώστης τοῦ Πατρὸς Ἀρσενίου– εἶχε διηγηθεῖ τὸ ἑξῆς: «Εἴχαμε πάει μιὰ φορὰ στὸν Ἅγιο Χρυσόστομο μὲ τὸν Χατζεφεντὴ καὶ μὲ τὸν Θεῖο μου Πρόδρομο γιὰ Θεία Λειτουργία. Ἐνῶ ὁ Χατζεφεντὴς ἑτοιμαζόταν (φοροῦσε τὰ Ἱερά του), ἐγὼ πῆγα στὸ Ἁγίασμα νὰ πάρω νερὸ γιὰ τὴ Θεία Λειτουργία. Μόλις ἔφθασα στὸ Ἁγίασμα, ἐκείνη τὴν στιγμὴ τὸ νερὸ τραβιόταν μέσα, καὶ ἔτρεξα στὸν Χατζεφεντή, ὁ ὁποῖος ἦρθε ἀμέσως μὲ τὴν φυλλάδα στὴν μασχάλη του, ἐνῶ μὲ τὰ χέρια τύλιγε τὰ κορδόνια ἀπὸ τὰ ἐπιμάνικα στὸν δρόμο ποὺ περπατοῦσε. Μόλις διάβασε στὸ μάτι τοῦ βράχου, τὸ νερὸ ἄρχισε νὰ βροντάει κὰ νὰ ἔρχεται. Γέμισα μετὰ καὶ πήγαμε γιὰ τὴν Θεία Λειτουργία».

- Ἐπάνω σ΄ἕναν βράχο, μέσα σὲ μιὰ σπηλιὰ ἦταν ἕνα Ἐξωκλήσι τῆς Παναγίας (σὸ Κάντσι). Οἱ Φαρασιῶτες εἶχαν προεκτείνει πρὸς τὰ ἔξω του βράχου σανιδένιο ἐξώστη γιὰ εὐρυχωρία. Γιὰ νὰ φθάσουν μέχρι ἐκεῖ, ἔπρεπε νὰ ἀνεβοῦν σαράντα σκαλοπάτια σκαλιστὰ στὸν βράχο καὶ ἄλλα ἑκατὸ εἴκοσι ποὺ εἶχαν φτιαγμένα μὲ σανίδες. Σ’ αὐτὸ λοιπὸν τὸ Ἐξωκλήσι εἶχε πάει νὰ λειτουργήσει ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος καὶ ὁ Πρόδρομος, ὡς συνήθως. Ὅταν τέλειωσε ἡ Θεία Λειτουργία , ὁ Πατὴρ βγῆλε λίγο στὸν ἐξώστη. Ἐκεῖ ποὺ ἀκουμποῦσε ξεκαρφώθηκε μιὰ σανίδα καὶ ὁ Πατὴρ ἔπεσε κάτω στὸν γκρεμό. Ἕνας γεωργὸς ποὺ τὸν εἶδε ἀπὸ ἀπέναντι νὰ πέφει ἄφησε τὰ βόδια του στὸν ζυγὸ καὶ ἔτρεξε, γιὰ νὰ συμμαζέψει τὸ σκορπισμένο τοῦ κορμί, ὅπως νόμιζε. Ὁ πρόδρομος δὲν εἶχε καταλάβει τίποτε, γιατί ἦταν μέσα στὸν Ναὸ καὶ τὸν συγύριζε. Ὅταν λοιπὸν ἔφθασε ὁ γεωργὸς ἐκεῖ κοντὰ στὸν γκρεμὸ κάτω, εἶδε τὸ κορμὶ τοῦ τοῦ Πατρὸς Ἀρσενιίου ὁλόκληρο ἀλλὰ ἀκίνητο, καὶ πῆγε νὰ τὸ πιάσει. Ὁ Πατὴρ ὅμως εἶπε στὸν γεωργό: «Μὴ μ’ ἀγγίζεις. Δὲν ἔχω τίποτε».

Ἔμενε ἀκίνητος ὁ Πατήρ, ὄχι γιατί εἶχε χτυπήσει, ἀλλὰ ἀπὸ μεγάλη συγκίνηση, δίοτι τὴν ὥρα ποὺ ἔπεφτε κάτω στὸν γκρεμό, τὸν πῆρε στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μιὰ Γυναίκα, τὸν κατέβασε καὶ τὸν ἄφησε. Εἶχε νιώσει τὸν εὐατό του, ὅπως ἔλεγε, ἐκείνη τὴν ὥρα, σὰν νὰ ἦταν μωρὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας του. Σηκώθηκε λοιπὸν μετὰ ἀπὸ τὴν συγκίνηση ἐκείνη καὶ ἀνέβηκε ἀπὸ τὸν γκρεμὸ καὶ τὰ ἑκατὸν ἑξῆντα σκαλοπάτια, ποὺ μόνον αὐτὰ συμπλήρωσαν πενῆντα μέτρα ὕψος, καὶ πῆγε ξανὰ στὸ Ἐξωκλήσι τῆς Παναγίας καὶ διηγήθηκε ὅτι ἔγινε στὸν Πρόδρομο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀφοσιωμένος στὸ συγύρισμα τοῦ Ναοῦ καὶ δὲν εἶχε ἀκόμη καταλάβει τίποτε. Ὁ γεωργὸς ἐπίσης πῆγε μετὰ στὰ Φάρασσα καὶ τὸ ὁμολογοῦσε.

- Ἕνας Τοῦρκος ἀπὸ τὸ χωριὸ Τελέληδες εἶχε μολύνει τὸ Ἁγίασμα τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου, καὶ ὁ Ἅγιος, γιὰ νὰ τὸν παιδαγωγήσει, τὸν τιμώρησε. Τὸν ἔφεραν καὶ αὐτὸν στὸν Χατζεφεντή, γιὰ νὰ τὸν διαβάσει νὰ γίνει καλά. Ὁ Πατὴρ ὅμως τὸν κράτησε μιὰ ἑβδομάδα, χωρὶς νὰ τὸ διαβάσει. Ὁ Ψάλτης του, ποὺ ἔβλεπε νὰ κρατάει τὸν Τοῦρκο μιὰ ἑβδομάδα, παραξενεύτηκε καὶ εἶπε στὸν Πατέρα Ἀρσένιο: «Ναχω τὴν εὐχή σου, τί κρατᾶς μιὰ ἑβδομάδα αὐτὸν τὸν Τοῦρκο, ἐνῶ ἄλλους ἀρρώστους πιὸ βαριά τους διαβάζεις καὶ γίνονται ἀμέσως καλά;». Καὶ ἀπάντησε ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος: «Τὸν κρατῶ γιὰ νὰ κάνει κάνονα, γιατί αὐτὸς ἔχει χοντρὸ κεφάλι καὶ δὲν τόχει σὲ τίποτε, μόλις τὸν κάνω καλὰ νὰ πάει ἀμέσως νὰ ξαναβουτήξει τὸ κασσιδιάρικό του κεφάλι στὸν Ἁγιασμό».

Ὅταν τέλειωσε ἡ ἑβδομάδα, τότε τὸν διάβασε καὶ ἐπανῆλθε τὸ πρόσωπό του στὴν θέση του καὶ τοῦ ἔκανε παρατήρηση τοῦ Τούρκου: «Ἄλλη φορᾶ, ὅταν τὰ βακούφια τῶν Χριστιανῶν, νὰ τὰ προσκυνᾶς ἀπὸ μακρυὰ καὶ νὰ παίρνεις δρόμο».

- Εἶχαν φέρει κάποτε ἀπὸ τοὺς Τελέληδες μιὰ τυφλὴ Μουσουλμάνα, ὀνόματι Φάτμα, ἡμέρα Τετάρτη στὸν Χατζηαφέντη, νὰ τὴν διαβάσει νὰ γίνει καλά. Ἐπειδὴ ἦταν ἔγκλειστος, ἀφοῦ χτυπῆσαν τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ τοῦ ἀρκετὰ οἱ συνοδοὶ τῆς τυφλῆς, τὴν ἄφησαν ἀπ’ ἔξω καὶ πῆγαν στὸ Μεσοχώρι. Ἐκείνη τὴν ὥρα μιὰ Φαρασιώτισσα, ποὺ τῆς εἶχε ἀγκυλωθεῖ τὸ χέρι της, πῆγε στὸ κελλὶ τοῦ Χατζηαφέντη καὶ πῆρε ἀπὸ τὸ κατώφλι τῆς πόρτας τοῦ χῶμα, ἄλειψε τὸ παθεμένο χέρι της καὶ ἔγινε καλά. (Ἔτσι ἔκαναν ὅλοι οἱ Φαρασιῶτες αὐτὲς τὶς δύο ἡμέρες, ποὺ ἔμενε ἔγκλειστος, καὶ δὲν τὸν ἐνοχλοῦσαν). Ὅταν λοιπὸν εἶδε τὴν τυφλή, τὴν ρώτησε γιατί περιμένει καὶ ἡ τυφλή της εἶπε τὴν αἰτία. Τότε ἡ Φαρασιώτισσα τῆς ἀπάντησε: «Τί κάθεσαι καὶ χασομερᾶς; Δὲν ξέρεις ὅτι ὁ Χατζηαφέντης τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευὴ δὲν ἀνοίγει; Πάρε χῶμα ἀπὸ τὸ κατώφλιτης πόρτας καὶ τρίψε τὰ μάτια σου νὰ γίνεις καλά, ὅπως κάνουμε καὶ ὅλοι αὐτὲς τὶς ἡμέρες, ὅταν ἀρρωσταίνουμε».

Ἡ Φαρασιώτισσα ἔφυγε καὶ πῆγε στὴν δουλειά της. Ἡ Μουσουλμάνα ὅμως εἶχε παραξενευθεῖ στὴν ἀρχὴ γι’ αὐτὸ ποὺ ἄκουσε, ἀλλὰ μετὰ ἔψαξε καὶ βρῆκε τὸ κατώφλι, πῆρε χῶμα καὶ ἔτριψε τὰ μάτια της καὶ ἀμέσως ἄρισε νὰ βλέπει θαμπά. Ἀπὸ τὴν χαρά της τότε πῆρε μιὰ πέτρα καὶ χτυποῦσε σὰν τρελλὴ τὴν πόρτα τοῦ Πατρὸς Ἀρσενίου, ὁ ὁποῖος ἄνοιξε καί, ἐπειδὴ εἶδε πὼς ἦταν Μουσουλμάνα, ἐνῶ δὲν μιλοῦσε αὐτὴν τὴν ἡμέρα, ἔκανε διάκριση καὶ τὴν ρώτησε τί θέλει. Τοῦ εἶπε τὸν λόγο καὶ ὁ Πατὴρ πῆρε τὸ Εὐαγγέλειο καὶ τὴν διάβασε καὶ ἀμέσως τῆς ἦρθε ὅλο της τὸ φῶς. Ἐκείνη τότε ἀπὸ τὴν χαρὰ τῆς ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τὸν προσκυνοῦσε μὲ εὐλάβεια, ἀλλ’ ὁ Πατὴρ τὴν μάλωσε καὶ τῆς εἶπε: «Ἐὰν θέλεις νὰ προσκυνήσεις, νὰ προσκυνήσεις τὸν Χριστὸ πού σου ἔδωσε τὸ φῶς καὶ ὄχι ἐμένα».

Ἔφυγε μετὰ χαρούμενη νὰ βρεῖς τοὺς συνοδούς της καὶ ἀνεχώρησαν γιὰ τὸ χωριό τους.

- Φαρασιῶτες ἀπὸ τὴν Δράμα καὶ ἐγκατεστημένοι στὴν Θεσσαλονίκη διηγήθηκαν ὅτι οἱ δυὸ Σέχοι (ἀρχηγοὶ Μουσουλμανικῶν φυλῶν καὶ μάγοι) ἀπὸ τὸ Χατζὴ – Πεχτὲς εἶχαν ἐπισκεφθεῖ τὸν Πατέρα Ἀρσένιο. Ὁ Πατὴρ τοὺς δέχθηκε καὶ τοὺς ἔφτιαξε καφέ. Οἱ Σέχοι ὅμως ἄρχισαν τὶς ἄνοητες καὶ ζαλίσμενες ἐρωτήσεις, ποὺ ἔφερναν μόνο πονοκέφαλο. Ὁ Πατήρ, γιὰ νὰ τοὺς ξεφορτωθεῖ, τοὺς εἶπε: «Δὲν μπορῶ νὰ σᾶς ἀκούω, γιατί πονάει τὸ κεφάλι μου». Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν κατάλαβαν καὶ εἶπε ὁ ἕνας στὸν Πατέρα Ἀρσένιο: «Παπὰς Ἐφέντης, θὰ σοῦ φτιάξουμε ἕνα μουσχᾶ (χαϊμαλὶ) καί, ἅμα τὸ φορέσεις, σ’ ὅλη σου τὴν ζωὴ δὲν θὰ σὲ πονέσει τὸ κεφάλι σου». Ὁ Πατὴρ τοὺς ἀπάντησε τότε αὐστηρά: «Ἔχω μεγαλύτερη δύναμη ἀπὸ τὴν δική σας καὶ μπορῶ νὰ σᾶς κάνω μὲ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ νὰ μὴν κουνηθῆτε καθόλου ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ κάθεσθε».

Τοὺς ἄφησε ἀμέσως τότε καὶ πῆγε δίπλα στὸ κελλί του. Ὅταν εἶχαν ἀποτελειώσει τὸν καφὲ τοὺς οἱ Σέχοι καὶ θέλησαν νὰ φύγουν, μὲ κανένα τρόπο δὲν μποροῦσαν νὰ κουνηθοῦν ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ κάθονταν, διότι ἔνιωθαν νὰ εἶναι δεμένοι μὲ ἕνα ἀόρατο δέσιμο. Ἀναγκάσθηκαν τότε νὰ φωνάξουν τὸν Πατέρα Ἀρσένιο, γιὰ νὰ τοὺς λύσει. Ὁ Πατὴρ πῆγε ἀμέσως, ἀλλὰ δὲν τοὺς μίλησε μόνο νόημα τοὺς ἔκανε νὰ φύγουν, καὶ ἔτσι μπόρεσαν νὰ ξεκοκκαλώσουν ἀπὸ τὸν τόπο τους. Οἱ Σέχοι κατάλαβαν τὸ σφάλμα τους καὶ ζήτησαν συγχώρεση ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τοῦ εἶπαν φεύγοντας: «Παπὰς Ἐφεντής, συγχώρα μας ἡ δύναμή σου εἶναι μεγάλη, γιατί τὴν παίρνεις ἀπὸ τὴν μεγάλη σου πίστη. Ἐμεῖς μὲ τὸν σατανᾶ δουλεύουμε».

- Ὁ Παναγιώτης τοῦ Ἐντζαραπίδη, ὅταν ἦταν εἴκοσι ἐτῶν, εἶχε τρελλαθεῖ ἐξ’ αἰτίας μιᾶς κοπέλας, ποὺ εἶχε ἐρωτευθεῖ. Ἡ τρέλλα τοῦ ἦταν πολὺ σοβαρᾶς μοφῆς καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν δέσουν. Τελικὰ ὁ ἀδελφός του μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους, τὴν ὥρα ποὺ κοιμόταν, τὸν ἔδεσαν καὶ τὸν ἔφεραν στὸ Χατζεφεντή. Μόλις ἄνοιξε τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ τοῦ ὁ Πατὴρ γιὰ νὰ δεῖ ποιοὶ χτυποῦν καὶ τί θέλουν, ὁ τρελλὸς παρόλο ποὺ ἦταν καὶ δεμένος μὲ ἁλυσίδες, ὅρμησε στὸν Πατέρα Ἀρσένιο νὰ τὸν χτυπήσει μὲ τὰ ἁλυσοδεμένα χέρια του. Ὁ Χατζηαφέντης εἶπε ἐκείνη τὴν στιγμή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ!». Καὶ πάλι εἶπε: «Κάτω σατανᾶ». Ὁ τρελλὸς μαζεύθηκε ἀμέσως σὰν κουβάρι. Μετὰ πῆρε τὸ Εὐαγγέλιο, τὸν διαβάσε καὶ ἔγινε ἀμέσως καλά. Ὕστερα δημιούργησε καὶ οἰκογένεια. (Αὐτὸ τὸ διηγοῦνται οἱ Φαρασιῶτες ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Δράμας).

- Εἶχαν ληστέψει μιὰ φορὰ πάλι οἱ Τοῦρκοι Ἱερὰ Σκεύη τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Φαρασιῶτες ἀνησυχοῦσαν καὶ προσπαθοῦσαν νὰ βροῦν τοὺς κλέφτες. Ὁ Χατζεφέντης ὅμως ἀτάραχός τους λέγει: «Μὴν ἀνησυχεῖτε, θὰ δεῖτε τὸν Ἀϊ-Γιώργη νὰ τὰ φέρνει ξωπίσω». Ὅταν οἱ ληστὲς ἔφθασαν στὸ Καζᾶν-Ταγῆ, ἐνῶ ἦταν μέρα καὶ ὁ οὐρανὸς καθαρός, ἔπεσε ἀπότομα μιὰ παράξενη μαυρίλα μπροστά τους, ποὺ ἦταν ἀδύνατο νὰ προχωρήσουν, οὔτε καν τὸν ποταμὸ Φεραχτὶν ἦταν δυνατὸν νὰ περάσουν, ποὺ εἶχαν μπροστά τους. Κατάλαβαν τότε οἱ ληστὲς ὅτι ἦταν ἀπὸ τὸ Θεὸ αὐτὸ τὸ παράξενο φαινόμενο, καὶ γύρισαν πρὸς τὰ Φάρασα, γιὰ νὰ ἐπιστρέψουν τὰ Ἱερὰ Σκεύη. Ὅταν ὅμως προχώρησαν λίγο τὸν δρόμο πρὸς τὰ Φάρασα καὶ ἡ μαυρίλα εἶχε φύγει, τὸ θεώρησαν γιὰ τυχαῖο γεγονὸς καὶ γύρισαν ξανὰ μὲ τὰ φορτωμένα ζῶα γιὰ τὸ χωριό τους. Μὲ τὸ γύρισμα ὅμως γιὰ τὸ χωριὸ τοὺς ἔνιωσαν κάποιον νὰ τοὺς δέρνει ἀόρατος καὶ νὰ τοὺς φέρνει ἔτσι καταπόδι μέχρι τὰ Φάρασα. Ἔφθασαν μὲ τὰ κλεμμένα Ἱερὰ Σκεύη στὰ Φάρασα καὶ φώναζαν τοὺς Φαρασιῶτες οἱ κλέφτες νὰ τὰ ξεφορτώσουν γρήγορα, γιατί αὐτοὶ μὲ τὰ χέρια τοὺς προστάτευαν τὰ κεφάλια τους ἀπὸ τὶς ξυλιὲς ποὺ ἔνιωθαν ἀόρατως νὰ τρῶνε.

- Ἡ Ὁσία Καραμουρατίδου, ὅταν ἦταν νεόνυμφη, φοροῦσε μιὰ μανδήλα παρδαλὴ Σμυρνιότικη. Ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος ἐπανειλημμένως τῆς ἔκανε παρατηρήσεις γιὰ νὰ τὴν πετάξει καὶ νὰ φοράει καὶ αὐτὴ σεμνά, ὅπως ὅλες οἱ Φαρασσιώτισσες ἀλλὰ ἐκείνη δὲν ἄκουγε. Μιὰ ἡμέρα ποὺ τὴν εἶδε πάλι νὰ τὴν φοράει, τῆς εἶπε αὐστηρά: «Φράγκικες ἀρρώστιες στὰ Φάρασα δὲ θέλω. Ἐὰν δὲν συμμορφωθεῖς, νὰ τὸ ξέρεις, τὰ παιδιὰ ποὺ θὰ γεννᾶς, ἀφοῦ θὰ βαπτίζονται, θὰ φεύγουν ἀγγελούδια καὶ σὺ δὲν θὰ χαρεῖς κανένα».

Δυστυχῶς καὶ πάλι δὲν εἶχε συμμορφωθεῖ, ἀλλὰ μόνον τῆς ἔφυγαν δυὸ ἀγγελούδια, τότε πέταξε τὴ παρδαλὴ μανδήλα καὶ πῆγε στὸν Πατέρα Ἀρσένιο καὶ ζήτησε συγχώρεση. Ὁ Πατήρ, ἀφοῦ τὴν συγχώρεσε, τῆς εἶπε: «Πήγαινε τώρα στὴν εὐχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ πρῶτο παιδὶ ποὺ θὰ γεννήσεις θὰ εἶναι ἀγόρι καὶ θὰ τὸ ὀνομάσουμε Ἀρσένιο. Τὸ δεύτερο μετὰ θὰ εἶναι κόρη καὶ θὰ τὸ ὀνομάσουμε Εἰρήνη».

Ὅπως καὶ ἔγινε.

- Κάποτε πῆγαν τρεῖς Τοῦρκοι νὰ ληστέψουν τὸν Χατζηεφέντη. Ἐπειδὴ ἄκουγαν ὅτι τρέχει πολὺς κόσμος στὸν Πατέρα Ἀρσένιο, νόμιζαν ὅτι θὰ ἔχει πολλὰ χρήματα, ἐνῶ ὁ Πατὴρ χρήματα οὔτε ἐπίανε στὰ χέρια του. Οἱ ληστὲς λοιπὸν πῆγαν ἡμέρα Τετάρτη, γιὰ νὰ τὸν βροῦν σίγουρα στὸ κελί του, ἐπειδὴ εἶχαν ὑπόψη τοὺς ὅτι τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευὴ ἔμενε ἔγκλειστος στὸ κελί του. Οἱ μὲν δυὸ κλέφτες κάθισαν ἀπ’ ἔξω, ὁ δὲ τρίτος, ἀφοῦ μπῆκε ἀπὸ τὸ παράθυρο, ἄνοιξε τὴ πόρτα τοῦ κελιοῦ του καὶ πέρασε τὸ ἕνα πόδι μέσα. Ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος, ἐκείνη τὴν ὥρα διάβαζε τὴν νυχτερινή του ἀκολουθία καὶ ὅταν ἄκουσε θόρυβο, ἔριξε μιὰ ματιὰ πρὸς τὴ πόρτα, τὴν στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ περνοῦσε τὸ ἕνα του πόδι ὁ ληστὴς μέσα στὸ κελί του. Ἐκείνη ἡ ματιὰ ὅμως τοῦ Πατρὸς Ἀρσενίου, λὲς καὶ ἦταν δυνατὸν ἠλεκτρικὸ ρεῦμα, τὸν κοκάλωσε, ὅπως βρισκόταν, μὲ τὸ ἕνα πόδι μέσα καὶ μὲ τὸ ἄλλο ἂπ΄ ἔξω καὶ ὁπλισμένο μὲ τὰ μαχαίρια καὶ τὰ φυσεκλίκια του. Ὁ Πατήρ, μετὰ τὴν ματιὰ ἐκείνη, συνέχισε τὴν ἀκολουθία τοῦ ἀτάραχος.

Οἱ ἄλλοι δυὸ ὅμως ληστὲς ποὺ ἦταν ἀπ’ ἔξω ἀνησυχοῦσαν, γιατί ἄραγε καὶ θὰ τοὺς ἔπαιρνε ἡ ἡμέρα καὶ μπῆκαν καὶ αὐτοί. Ὅταν εἶδαν τὸ σύντροφό τους ἀκίνητο μὲ τὸ πόδι μέσα στὸ κελὶ καὶ τὰ ἄλλο ἀπ’ ἔξω, στὸ μικρὸ διάδρομό τους ἐπίασε τρόμος. Παρακάλεσαν τότε τὸ Πατέρα Ἀρσένιο νὰ τοὺς συγχωρέσει καὶ νὰ λύσει τὸ σύντροφό τους ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ἀόρατο δέσιμο. Ὁ Πατήρ, χωρὶς νὰ διακόψει τὴν ἀκολουθία του, ἔκανε νόημα νὰ φύγει, καὶ ἔτσι μπόρεσε νὲ λυθεῖ, καὶ ἔφυγαν. Οἱ Τοῦρκοι αὐτοὶ μετὰ τὸ ὁμολογοῦσαν καὶ στοὺς ἄλλους Τούρκους αὐτὸ ποὺ ἔπαθαν καὶ ἔλεγαν: «Ἀμάν, ἀμάν? μὴν πᾶτε νὰ ληστέψετε τὸν Χατζηεφέντη!». (Αὐτὸ τὸ ἀνέφεραν οἱ Φαρασιῶτες ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη).

- Ὁ Πρόδρομος Ἐζνεπίδης διηγήθηκε πὼς μιὰ φορὰ εἶχαν ἔρθει πολλοὶ Τοῦρκοι (Τσέτες) στὸ χωριὸ (Φάρασσα) καὶ ἔτυχε ἐκεῖνος νὰ εἶναι ἄρρωστος στὸ κρεβάτι καὶ νὰ σπαρταράει σὰν τὸ ψάρι ἀπὸ δυνατὸ ρίγος. Ὅταν τὸν εἰδοποίησαν, βρέθηκε σὲ δύσκολη θέση σὰν Πρόεδρος, γιατί ἔφερνε εὐθύνη τοῦ χωριοῦ, καὶ εἶπε σ’ αὐτοὺς ποὺ ἦταν γύρω του νὰ τὸν πιάσουν, ὅπως ἦταν, καὶ νὰ τὸν πάνε στὸν Χατζηεφέντη. Ὅπως καὶ ἔκαναν. Ὁ Χατζηεφέντης, ὅταν τὸν εἶδε σ’ αὐτὴ τὴ κατάσταση καὶ ἔμαθε ποὺ εἶχαν ἔρθει οἱ Τοῦρκοι, οὔτε καν τὴ φυλλάδα τοῦ πῆρε νὰ τὸν διαβάσει, ἀλλὰ χωρὶς νὰ χασομερήσει καθόλου πῆρε ἕνα τσεραστούπι (κανδηλοκέρι), τὸ εὐλόγησε, τὸ τύλιξε στὸ δεξί του χέρι καὶ τοῦ εἶπε: «Πήγαινε παλικάρι, στὴν εὐχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ διῶξε τοὺς Τούρκους νὰ μὴν μποῦν στὸ χωριό μας». Ἀμέσως ἔγινε καλὰ μὲ τὴν εὐχή του, συγκέντρωσε τὰ παλληκάρια τοῦ χωριοῦ καὶ τοὺς ἔδιωξε, χωρὶς νὰ ἔχουν οὔτε τραυματία.

- Ὁ Πρόδρομος Ἐζνεπίδης διηγήθηκε ὅτι μιὰ φορὰ εἶχαν πάει πολλοὶ Τοῦρκοι (Τσέτες), γιὰ νὰ πατήσουν τὰ Φάρασα. Στὸ χωριὸ οἱ ἄνδρες ἔλειπαν, ἄλλοι στὰ μακρινὰ κτήματα καὶ ἄλλοι στὰ ταξίδια.

Ἀναγκάστηκε τότε νὰ μαζέψει τὰ μικρὰ παιδιά, μόνο γιὰ νὰ δείξουν στόχο γύρω ἀπὸ τὸ Κάστρο ὅτι εἶναι πολλοί, καὶ μετὰ τὰ ἔδιωξε, γιὰ νὰ κρυφθοῦν.

Μερικοὶ γέροι ποὺ ἦταν, καὶ αὐτοὶ σκόρπισαν, καὶ τελικὰ ἔμεινε μόνος του μὲ τὴν ἀπόφαση νὰ σκοτωθεῖ καλύτερα παρὰ νὰ δεῖ τοῦ Τούρκους στὸ χωριό. Εἶχαν τελειώσει ὅμως οἱ σφαῖρες του καὶ μετὰ τὸν ἐπίασαν ζωντανὸ οἱ Τοῦρκοι. Ἀφοῦ τὸν ἔδεσαν γερά, τὸν πῆγαν στὸ σπίτι του καὶ τὸν ἀνέβασαν στὸ δῶμα (ταράτσα), ὅπου εἶχαν στήσει τὴ κρεμάλα του. Ἐκεῖ τὸν βασάνιζαν, γιὰ νὰ τοὺς δώσει ὅτι εἶχε καὶ μετὰ νὰ τὸν τελειώσουν. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὅπου τὸν βασάνιζαν, δὲν ξέρει πὼς τοῦ ἦρθε, εἶπε στοῦ Τούρκους:

«Ὅ,τι ἔχω, τὰ ἔχω στὸν Χατζεφεντή».

Οἱ Τοῦρκοι δὲν χασομεροῦν καὶ τὸν πηγαίνουν στὸν Πατέρα Ἀρσένιο. Ὅταν ἄνοιξε τὴν πόρτα τοῦ ὁ Πατὴρ καὶ εἶδε αὐτὴ τὴ σκηνή, πολὺ πληγώθηκε, καὶ μάλιστα μάλωσε τοὺς Τούρκους, ποὺ τὸν εἶχαν δεμένο, γιὰ νὰ τὸν ἐλευθερώσουν γρήγορα, καὶ μάλιστα τοὺς εἶπε καὶ «παλιοτούρκους». Ὁ ἀρχηγὸς τοὺς θύμωσε καὶ τράβηξε τὸ χατζάρι του, γιὰ νὰ κόψει τὸν Χατζεφεντή. Ὁ Χατζεφεντὴς τότε λέγει στὸν Τοῦρκο Καπετάνιο: «Γρήγορα κατέβασε τὸ χέρι σου κάτω ξερό».

Ὢ τοῦ θαύματος! Τὸ χέρι τοῦ Τούρκου κατέβηκε ξερὸ κάτω ἀγκυλωμένο καὶ τὸ χατζάρι τοῦ ἔπεσε κάτω καταγῆς. Ὅταν εἶδαν αὐτὸ οἱ ἄλλοι Τοῦρκοι τῆς συμμορίας, ἄρχισαν νὰ τρέμουν ἀπὸ φόβο καὶ ὁ ἀρχηγὸς μὲ κλάματα νὰ παρακαλεῖ νὰ τοῦ κάνει καλά το χέρι του. Ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος τότε τοῦ σταύρωσε τὸ χέρι του καὶ τὸ θεράπευσε. Καὶ ἀφοῦ ἔλυσαν καὶ τὸν Πρόεδρο, τοὺς μάλωσε, γιὰ νὰ μὴν ξαναπατήσουν στὸ χωριό. Πράγματι ἀπὸ ἐκείνη τὴ συμμορία δὲν εἶχε ξαναπατήσει κανεὶς στὰ Φάρασσα.

- Ὁ Ἀνέστης Καραούσογλου διηγήθηκε ὅτι ἀπὸ τὰ Ἄδανα ἕνας μεγάλος ἐργοστασιάρχης, ὀνόματι Κοσμᾶς Συμεωνίδης, εἶχε τὴ γυναίκα τοῦ στείρα καὶ ἔστειλε στὸν Χατζεφεντὴ ἕνα φόρεμά της, γιὰ νὰ τὸ διαβάσει, ὁ ὁποῖος τὸ διάβασε καὶ τῆς τὸ ἔστειλε καί, ἀφοῦ τὸ φόρεσε ἡ γυναίκα του, στὸ χρόνο ἀπέκτησε παιδί.

- O Κυριάκος Σεφερίδης, ὁ Ἀναγνώστης τοῦ Πατρὸς Ἀρσενίου, διηγήθηκε ὅτι εἶχαν φέρει μιὰ φορὰ μιὰ δαιμονισμένη Τουρκάλα ἀπὸ τοὺς Τελέληδες ἁλυσοδεμένη, μὲ φοβερὸ δαιμόνιο, ποὺ τὴν ἔλεγαν Τετέβη, τὴν ὁποία διάβασε ὁ Χατζεφεντὴς μὲ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἔδιωξε τὸν δαίμονα ἀπὸ τὴν γυναίκα καὶ ἔγινε ἀμέσως καλά.

- Ὁ Κυριάκος Σεφερίδης διηγήθηκε ὅτι μιὰ μέρα εἶχαν φέρει στὰ Φάρασα ἕναν δαιμονισμένο ἀπὸ τὸ Σίσι, υἱὸν ἀξιωματικοῦ Τούρκου. Μόλις ὁ Χατζεφεντὴς τοῦ διάβασε τὸ Εὐαγγέλιο, ἔγινε καλὰ καὶ καθόταν σὰν τὸ ἀρνὶ ἥσυχος, ἐνῶ πρὶν ἔσχιζε τὰ ροῦχα καὶ τὸ πρόσωπό του μὲ τὰ νύχια του.

Πηγή: Οἱ Ἅγιοί του ἔτους